Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Πατρίσιο Γκουσμάν: «Είμαι πιο πολύ περίεργος παρά νοσταλγικός»


Η πολιτική συναντά την ποίηση και η οργή τη νοσταλγία στην Οροσειρά των ονείρων, το βραβευμένο στο φετινό Φεστιβάλ Καννών πιο πρόσφατο φιλμ του Πατρίσιο Γκουσμάν, του κορυφαίου Λατινοαμερικανού ντοκιμαντερίστα.

Μετά την πανελλήνια πρεμιέρα του στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, κυκλοφορεί στους κινηματογράφους στις 10 Οκτωβρίου. Με αυτή την αφορμή κουβεντιάζουμε με τον γλυκομίλητο σκηνοθέτη που, αν και 78 χρονών, ακούγεται σαν τριαντάρης!

Σάς θεωρώ ίσως τον πιο σημαντικό ντοκιμαντερίστα εν ζωή.

Σε ευχαριστώ πολύ! (Γέλιο)

Η Οροσειρά των ονείρων είναι, για μένα, ένας οργισμένος, παθιασμένος και, πάνω απ’ όλα, πολιτικός φόρος τιμής στην παιδική ηλικία της Χιλής και τη χαρά της. Τι θέλατε να εξερευνήσετε περισσότερο αυτή τη φορά;

To κύριο ζήτημα στην Οροσειρά των ονείρων είναι η αναζήτηση ενός χαρακτήρα που γνωρίζει την οροσειρά των ονείρων, γιατί αυτό το βουνό είναι ένα σύνορο της Χιλής που ταυτόχρονα φέρνει στο νου τη μοναξιά της.

Είναι ένα τείχος ανάμεσα στη Χιλή και τον κόσμο, ένα σύνορο που απομονώνει τη χώρα μας. Ένα σύνορο λιγάκι δραματικό, σαν το τέλος της πατρίδας και του έθνους.

Μου αρέσει πολύ η οροσειρά από φυσικής άποψης, οπότε ξεκινήσαμε το φιλμ με αυτή την ανήμερη εικόνα της.

Ταυτόχρονα εμφανίζονται οι χαρακτήρες. Ο πρώτος είναι ένας άνθρωπος που κατοικεί εκεί και ξέρει όλα τα μυστικά αυτού του τεράστιου βουνού. Λίγο λίγο, αρχίζει να μιλά για τη Χιλή με αφετηρία το βουνό.

Σταδιακά, οι χαρακτήρες γίνονται ποικίλοι.



Ακριβώς.

Εμφανίζεται, λοιπόν, ένας πολύ σημαντικός ιστορικός, που ονομάζεται Χόρχε Μπαραντίτ, κι έπειτα ένας ακόμη άνθρωπος, ο οποίος στο τέλος του φιλμ γίνεται πρωταγωνιστής, που είναι ένας σκηνοθέτης.

Ο Πάμπλο Σάλας.

Ακριβώς. Είναι ένας εξερευνητής της πραγματικότητας. Δεν ξέρει πολύ καλά την οροσειρά, αλλά εξερευνά τη χιλιάνικη κοινωνία εδώ και τριάντα χρόνια, κινηματογραφώντας αδιάλειπτα και διαρκώς τους Χιλιανούς.

Η ανακάλυψη αυτού του απομονωμένου ντοκιμαντερίστα ολοκληρώνει την εικόνα της Χιλής.

Είναι σαν μια φιλμική και ταυτόχρονα κοινωνική συνείδηση της Χιλής. Έτσι δεν είναι;

Ναι. Είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει καλά την πραγματικότητα, αλλά τραβάει με ένα τρόπο λίγο ζόρικο όλα όσα συμβαίνουν στους δρόμους του Σαντιάγο.

Με αυτά τα αδιάκοπα γυρίσματα ανά τα χρόνια αρχίζει να φιλοτεχνεί ένα μεγάλο πορτρέτο μιας χώρας απομονωμένης από τη Δικτατορία. Στο τέλος συνεχίζει με μια χώρα λιγάκι αποπροσανατολισμένη στα χρόνια της Δημοκρατίας.

Είναι ένα υπέροχο, μοναδικό πορτρέτο ενός ολόκληρου έθνους, και με την υπομονή του να έχει την κάμερα στο χέρι είναι σαν να ζει και να κινηματογραφεί την ίδια στιγμή.

Κατονομάζετε το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό -το νεοφιλελευθερισμό, πιο συγκεκριμένα- ίσως για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα ως τον εχθρό που ευθύνεται για την καταστροφή της Χιλής. Μιλήστε μου γι’ αυτή την επιλογή σας.

Το πρώτο πράγμα που προσελκύει την προσοχή στη Χιλή είναι ακριβώς το οικονομικό σύστημα.

Δεν έχουμε χώρα, είναι ένα σούπερμαρκετ. Όλος ο κόσμος ασχολείται με την κατάσταση καθενός μέσα σ’ αυτό το σούπερμαρκετ. Πρόκειται για μια δύσκολη πραγματικότητα, κι επίσης μονότονη.

Ανέκαθεν η Χιλή ήταν μια πολύ ανομοιογενής και γεμάτη με περιέργεια και καλλιτεχνικές δραστηριότητες χώρα. Στις μέρες μας ασφαλώς υπάρχουν διανοούμενοι και ομάδες ιστορικών, αλλά δυστυχώς βρισκόμαστε σε απόλυτη απομόνωση.

Η οικονομική κατάσταση είναι ζόρικη, όμως τελικά καλή -σε σύγκριση με τη Βολιβία ή το Περού-, αλλά είναι μια χώρα δύσκολη, πλήρως αποκομμένη από τον κόσμο.



Και μια χώρα που ξεχνά, που οι κάτοικοί της επιλέγουν να ξεχνούν.

Η μεγάλη μάζα των Χιλιανών είναι εκτός της Ιστορίας.

Δεν κατανοούν την προέλευση αυτής της χώρας, δηλαδή την περίοδο του Αλιέντε, της λαϊκής ενότητας, μιας περιόδου μοναδικής στον κόσμο, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε μια επανάσταση χωρίς την προσφυγή στα όπλα.

Είναι ένα οικουμενικό παράδειγμα πολιτισμού και μοναδικής πρωτοβουλίας στη Λατινική Αμερική, αλλά όλα αυτά έχουν ξεχαστεί κι η Ιστορία ξεκινά δέκα χρόνια μετά.

Δεν υπάρχουν ενδιαφέροντα βιβλία Ιστορίας, γι’ αυτό κι ο Μπαραντίτ φιλοξενείται στο φιλμ, γιατί είναι ο μοναδικός ιστορικός σήμερα που γράφει εκ νέου την Ιστορία της χώρας. Έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία, πουλώντας 400.000 αντίτυπα.

Υπάρχει ένα μεγάλο κοινό που ενδιαφέρεται ν’ ακούσει τα μαθήματα ολόκληρης της Ιστορίας.

Θα ήταν υπέροχο.

Είναι υπέροχο.

Είστε ο κύριος αφηγητής των ιστοριών και των ταινιών σας. Γιατί;

Αγαπώ πολύ την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Είναι μια πρακτική κι ευχάριστη φόρμα ανάπτυξης ενός ντοκιμαντέρ.

Ταυτόχρονα, η φωνή σας υποδηλώνει έναν άνθρωπο ήρεμο και ισορροπημένο. Είστε τέτοιος άνθρωπος;

Στην οπτική μου για τη Χιλή υπάρχει ηρεμία και στοχαστικότητα. Είναι πολύ σημαντικό αυτό όταν αφηγείσαι.

Νιώθετε νοσταλγία για το παρελθόν σας;

Ναι και όχι. Υπάρχουν στιγμές νοσταλγίας για όσα έχουν χαθεί στη Χιλή με την πάροδο του χρόνου, αλλά ταυτόχρονα είμαι ένας άνθρωπος περίεργος.

Θεωρώ ότι η περιέργεια είναι θεμελιώδες γνώρισμα του ντοκιμαντερίστα, γι’ αυτό και είμαι πιο πολύ περίεργος παρά νοσταλγικός. 



Τι ονειρεύεστε πιο έντονα, τι σάς ενδιαφέρει περισσότερο- προσωπικά και καλλιτεχνικά;

Με ενδιαφέρουν πολύ η οικογένεια και οι φίλοι μου και, γενικότερα, έχω την περιέργεια να βρίσκομαι σε επαφή με τα πράγματα που περνούν. Διανύουμε μια περίοδο λιγάκι δραματική, αλλά δε νιώθω άγχος. Κυρίως περιέργεια.

Η περιέργεια είναι ένα όχημα με τη βοήθεια του οποίου κρατάς επαφή με την πραγματικότητα μιας χώρας ή του κόσμου. Σ’ αυτό τον τομέα, της αέναης παρατήρησης, ζω.

Είναι αλήθεια πως υπάρχει λίγη απομόνωση στην περίπτωσή μου, αλλά από την ταπεινή μου θέση αντικρίζω τον κόσμο με πάθος.

Είστε πολύ αγαπητός εδώ. Βρίσκετε αναλογίες ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Χιλή του παρελθόντος και του παρόντος- πολιτικά και κοινωνικά;

Είναι μια καλή ερώτηση, γιατί η Ελλάδα είναι για μας η μητέρα ενός πολιτισμού.

Πριν αφιερωθώ στο σινεμά, είχα σπουδάσει Ιστορία -για την ακρίβεια φιλοσοφία- στο πανεπιστήμιο, και την πολιτισμική μου βάση συγκροτούν όλα όσα σχετίζονται με την Ελλάδα.

Δεν μπορώ να διαχωρίσω την Ελλάδα των χρόνων της Δικτατορίας, την Ελλάδα του σήμερα και την Ελλάδα του παρελθόντος. Για μας, τους Χιλιανούς, είναι ένα θεμελιώδες πολιτισμικό απόθεμα.

Γι’ αυτό και μια συνέντευξη με έναν Έλληνα δεν είναι η ίδια με έναν Γερμανό ή έναν Άγγλο. Είναι κάτι άλλο.

Ποιες είναι οι ταινίες που σάς έχουν καθορίσει ως σκηνοθέτη και θεατή;

Είναι δύσκολο να απαντήσω, γιατί πρέπει να απαριθμήσω πολλούς τίτλους.

Κατά πρώτον θαυμάζω συγκεκριμένους ντοκιμαντερίστες, υπήρξαν οι οδηγοί για τη δουλειά μου: τα φιλμ του Φρεντερίκ Ροσίφ και του Κρις Μαρκέρ, τα φιλμ του Κλοντ Λανζμάν που κατέγραψαν την Ιστορία του ευρωπαϊκού ιουδαϊσμού. Ήταν μια βάση.

Αγαπώ πολύ τις ταινίες μυθοπλασίας, κατ’ εμέ είναι το ίδιο πράγμα. Λατρεύω τα φιλμ του Φελίνι, για μένα ήταν ένα αξέχαστο fresco του κόσμου. Σήμερα θαυμάζω τους ντοκιμαντερίστες που βρίσκονται μαζί μας, όπως τον Νικολά Φιλιμπέρ.

Είμαι περιτριγυρισμένος από τη μικρή οικουμενική κουλτούρα του ντοκιμαντέρ και νιώθω ότι συνοδεύομαι από αυτή τη λίστα των ονομάτων.

Από την πλευρά μου, σάς εύχομαι υγεία -κυρίως-, πνευματική διαύγεια και πολλή δημιουργικότητα!

Ευχαριστώ, κατά τη γνώμη μου είναι τα πιο βασικά πράγματα στη ζωή!

Ευχαριστώ, επίσης, που μοιραστήκατε τις σκέψεις και τις εμπειρίες σας μαζί μου.

Ευχαριστώ κι εγώ για τη συνέντευξη. Adios!

Θερμές ευχαριστίες στην Ρενάτε Ζάξε, παραγωγό του ντοκιμαντέρ, για την πολύτιμη συνδρομή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Περισσότερες πληροφορίες για τον Πατρίσιο Γκουσμάν και το έργο του μπορείτε να αναζητήσετε στο προσωπικό του site (στα ισπανικά).

Το ντοκιμαντέρ του Πατρίσιο Γκουσμάν Oροσειρά των ονείρων προβάλλεται από τις 10 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της AMA Films.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου