Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Γκεντιάν Κότσι: «Ήθελα να δώσω την αίσθηση της καταπίεσης που προέρχεται από τα πάνω»


Το Ξεκίνημα της μέρας, ντεμπούτο μυθοπλασίας του Αλβανού σκηνοθέτη Γκεντιάν Κότσι, εξερευνά με σιγουριά και λεπτότητα που συχνά θυμίζει το σινεμά των αδερφών Νταρντέν τον αγώνα μιας γυναίκας (Ορνέλα Καπετάνι) με το μικρό της γιο να επιβιώσουν με κάθε τίμημα στη σύγχρονη Αλβανία. To φιλμ είχε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο 23ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο, όπου η Ορνέλα Καπετάνι επάξια έλαβε το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Συνομιλήσαμε με τον Γκεντιάν Κότσι λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας του. Το Ξεκίνημα της μέρας προβάλλεται σε πανελλήνια πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Γιατί επέλεξες να εστιάσεις σε ένα γυναικείο χαρακτήρα, κατ’ αρχήν; Τι ήταν τόσο ενδιαφέρον σ’ αυτόν;

Ήταν περισσότερο μια αυθόρμητη, διαισθητική επιλογή. Τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσε να είναι, επίσης, ένας ανδρικός χαρακτήρας. Έχοντας ολοκληρώσει το φιλμ, αναρωτιόμουν διαρκώς «πώς θα μπορούσαν ένας πατέρας κι ένας γιος ν’ αντιδράσουν σε τέτοιες καταστάσεις;» Θα ήταν μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αν ήταν βασισμένη σε έναν ανδρικό χαρακτήρα, αλλά διαφορετική. Με κοινωνικούς όρους, βεβαίως, ο αγώνας μιας γυναίκας να επιβιώσει είναι πολύ πιο περίπλοκος και δύσκολος. Ίσως αυτός ήταν ένας από τους λόγους που διάλεξα ένα γυναικείο χαρακτήρα.

Είναι πολύ δυσκολότερο για μια γυναίκα να υλοποιήσει τους στόχους της, επίσης.

Τα εμπόδια είναι πολυάριθμα και πολύ μεγαλύτερα, κατά τη γνώμη μου, συγκρινόμενα με εκείνα, τα οποία αντιμετωπίζουν οι άντρες. Αλλά ένας ανδρικός χαρακτήρας θα είχε μετουσιωθεί σε μια εντελώς διαφορετική ιστορία με διαφορετικό αφηγηματικό στιλ.



Επηρεάστηκε, επομένως, το αφηγηματικό σου στιλ από την επιλογή της πρωταγωνίστριας, της Ορνέλα Καπετάνι; Συνεισέφερε στη διαμόρφωση του ίδιου της του χαρακτήρα;

Πρώτα απ’ όλα, ολοκλήρωσα το σενάριο κι έπειτα ξεκίνησα να ψάχνω για γυναίκες ηθοποιούς. Πραγματοποίησα πολλές ακροάσεις και συνεντεύξεις, αλλά, όταν πρωτοείδα την Ορνέλα Καπετάνι, ήμουν σχεδόν σίγουρος πως ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να υποδυθεί το χαρακτήρα της Λέτα. Της άρεσε επίσης πολύ το σενάριο και στη συνέχεια έπρεπε να συνεργαστούμε, γιατί η ενσάρκωση αυτού του χαρακτήρα ήταν πολύ δύσκολη διαδικασία. Δουλέψαμε έως 6-7 μήνες πριν τα γυρίσματα. Έπρεπε να ήμαστε πολύ προσεκτικοί, γιατί ο χαρακτήρας της χρειαζόταν να χτιστεί εντός ενός συγκεκριμένου κοινωνικού πλαισίου, καθώς και να κουβαλά ορισμένα ψυχολογικά σημάδια. Έπρεπε πραγματικά να την κρατήσουμε στο όριο ανάμεσα στο κοινωνικό και το ψυχολογικό.

Είναι ένα πρόσωπο αποφασισμένο να επιβιώσει με κάθε τίμημα. Αυτό που είναι ιδιαιτέρως συναρπαστικό στην αφηγηματική σου προσέγγιση είναι ότι υπάρχουν πράγματα, τα οποία κάποιος πρέπει να υποθέσει πως συμβαίνουν, είτε εκτός κάδρου ή εντός του ψυχισμού της.

Στην επικοινωνία μου με το κοινό αποδίδω τεράστια αξία σε ό,τι βρίσκεται εκτός κάδρου.

Το Ξεκίνημα της μέρας είναι, πάντως, μια ταινία στέρεα εντός του πλαισίου της σύγχρονης αλβανικής κοινωνίας. Πόσο επηρεασμένος είσαι από αυτή τόσο ως σκηνοθέτης, όσο και ως κάποιος που ζει μέσα της;

Η προσέγγισή μου στην ταινία είναι προϊόν μιας οικουμενικής οπτικής, επομένως δεν αφορά μόνο στην αλβανική κοινωνία. Αυτό που την καθιστά καθολική, από την άποψη της επικοινωνίας με μεγαλύτερα κοινά, είναι το γεγονός ότι καταπιάνεται με τον εσωτερικό αγώνα του ανθρώπου. Ασφαλώς άντλησα την ιδέα από το μέρος όπου μένω, από την καθημερινή μου παρατήρηση, από τη διασύνδεσή μου με τους ανθρώπους στην Αλβανία: τα πορτρέτα τους στους δρόμους, τον τρόπο που αντιδρούν ή συμπεριφέρονται. Εμπνέεται από την καθημερινή ζωή. Υπάρχει, επίσης, μια πολιτική δήλωση στην ταινία, γιατί ήθελα να δώσω την αίσθηση της καταπίεσης που προέρχεται από τα πάνω και, εφόσον οι άνθρωποι δεν έχουν άλλη επιλογή, κατά κάποιο τρόπο αρχίζουν να μάχονται ο ένας εναντίον του άλλου. Είναι μια δήλωση σχετικά με ένα σύστημα, το οποίο ασκεί πίεση με πολλή επιμονή στους Αλβανούς.



Όσον αφορά στον αλβανικό κινηματογράφο, δεν παράγονται πολλές ταινίες, ούτε προβάλλονται σε φεστιβάλ ή εμπορικά παγκοσμίως. Υποθέτω, λοιπόν, πως κι η δικιά σου προσπάθεια θα πρέπει να υπήρξε πολύ δύσκολη στην υλοποιήσή της. Είναι έτσι;

Είναι πολύ δυσκολότερο για τα αλβανικά φιλμ να έχουν μια διεθνή ορατότητα, γιατί η παραγωγή κινείται σε χαμηλό επίπεδο. Έχουμε, ωστόσο, μια πολύ πλούσια κινηματογραφική ιστορία, αλλά πολύ λίγοι άνθρωποι διεθνώς γνωρίζουν αυτό το θησαυρό, μιας και ήμαστε εντελώς απομονωμένοι επί 45 χρόνια. Αυτό καθιστά τη δουλειά μας, τη δουλειά μου, πιο δύσκολη, γιατί είναι σαν οι Αλβανοί σκηνοθέτες να κουβαλούν ένα πολύ χαμηλό συμβολικό κεφάλαιο και απαιτείται σκληρή δουλειά, προκειμένου να είναι ορατοί. Είναι, επίσης, πολύ δύσκολο για αλβανικές ταινίες να πραγματοποιήσουν την παγκόσμια πρεμιέρα τους σε πολύ σημαντικά ευρωπαϊκά φεστιβάλ.

Πρέπει, ωστόσο, να πω ότι, αν και δεν έχουμε παράγει πολλά φιλμ, από το 1990 έχουμε πολύ καλές δουλειές από Αλβανούς σκηνοθέτες, που είχαν την ευκαιρία να τις μοιραστούν με διεθνή κοινά.

Φαντάζομαι πως το στοιχείο της συμπαραγωγής, η συνεργασία με την Graal Films, βοήθησε στην ολοκλήρωση της ταινίας.

Η διαδικασία συμπαραγωγής με την Graal Films ήταν πολύ σημαντική για την ολοκλήρωση αυτού του εγχειρήματος. Διάβασαν το σενάριο, τους άρεσε πολύ και, έκτοτε, είμαστε στο ίδιο «πλοίο». Ο μόνος «όρος» τους ήταν ότι κι εκείνοι ήθελαν να ολοκληρωθεί η ταινία. Έπειτα, η Graal μπόρεσε να συγκεντρώσει κάποια χρήματα από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, έτσι είχα την ευκαιρία μέρος της καλλιτεχνικής μου ομάδας να προέρχεται από την Ελλάδα, όπως ο διευθυντής φωτογραφίας Ηλίας Αδάμης. Όλη η διαδικασία της post production πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα.



Είναι η δεύτερη φορά σου στο Σαράγεβο ως σκηνοθέτης;

Είναι η δεύτερη φορά μου στην πόλη ως σκηνοθέτης. Η πρώτη ήταν 3 χρόνια πριν στο πλαίσιο του CineLink Co-Production Market. Είχαμε επιλεγεί ανάμεσα σε 14 άλλα πρότζεκτ για ανάπτυξη και χρηματοδότηση.

Πώς νιώθεις που βρίσκεσαι εδώ;

Το να αποτελώ μέρος του Διαγωνιστικού ή αυτού του Φεστιβάλ, γενικότερα, με κάνει να νιώθω πολύ καλά και, κατά κάποιο τρόπο, σημαντικός. Και οι διοργανωτές του είναι πολύ ζεστοί και φιλικοί άνθρωποι. Η ατμόσφαιρα της πόλης στη διάρκεια αυτών των ημερών αποπνέει πραγματικά μια οικεία αίσθηση. Είμαι, λοιπόν, ευτυχής που παρουσιάζω τη δουλειά μου στο Σαράγεβο.



Ας ελπίσουμε ότι το Ξεκίνημα της μέρας θα καταφέρει να ταξιδέψει όσο πιο μακριά γίνεται! Υπάρχουν σχέδια για περαιτέρω φεστιβαλικές προβολές;

Δεν μπορώ να ανακοινώσω τις επιβεβαιώσεις δημοσίως, γιατί δεν έχουν επισημοποιηθεί ακόμα. Ταυτόχρονα, η εταιρεία παραγωγής μας προσπαθεί πολύ σκληρά να προωθήσει το φιλμ σε περισσότερα φεστιβάλ.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Γκεντιάν Κότσι για το χρόνο του και την Μπλερίνα Χανκολάρι, σύζυγο και επαγγελματική του συνεργάτρια, για την πολύτιμη συνεισφορά της στη μετάφραση των απαντήσεών του στα αγγλικά.

Περισσότερες πληροφορίες για την ταινία μπορείτε να αναζητήσετε στο: https://www.widemanagement.com/daybreak

Η ταινία Ξεκίνημα της μέρας του Γκεντιάν Κότσι προβάλλεται εκτός συναγωνισμού στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης την Παρασκευή, 3 Νοεμβρίου (αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, 15:00), το Σάββατο, 4 Νοεμβρίου (αίθουσα Παύλος Ζάννας, 12:00) και την Πέμπτη, 9 Νοεμβρίου (αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, 22:30).

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Ίλντικο Ενιέντι: «Ο τεχνητός κόσμος είναι φαντασία “παγωμένη” στην ύλη»


Γλυκομίλητη, ευγενέστατη και εξαιρετικά σεμνή, η Ίλντικο Ενιέντι, μια από τις κορυφαίες Ουγγαρέζες σκηνοθέτριες, επέστρεψε φέτος στο κινηματογραφικό προσκήνιο, 18 χρόνια μετά το Σίμων ο Μάγος, με την ταινία Η ψυχή και το σώμα. Το φιλμ, το οποίο αφηγείται μια από τις πιο ευρηματικές και ασυνήθιστες ερωτικές ιστορίες που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια, απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο στη φετινή Μπερλινάλε, και αποτελεί την ταινία έναρξης του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το οποίο φιλοξενεί πλήρες αφιέρωμα στο έργο της Ίλντικο Ενιέντι, παρουσία της ίδιας. Κουβεντιάζοντας με την σκηνοθέτρια.

Τι σας κράτησε για τόσο καιρό μακριά από τη δημιουργία ταινιών μυθοπλασίας;

Τα λεφτά! Αναζητούσα πρότζεκτ για φιλμ μυθοπλασίας διαρκώς. Δεν ήμουν, λοιπόν, μακριά από τις ταινίες μυθοπλασίας. Μέρα νύχτα δούλευα πάνω σε εγχειρήματα, απλώς δε χρηματοδοτήθηκαν ποτέ.

Η αναμονή άξιζε τον κόπο, ωστόσο, γιατί η πιο πρόσφατη ταινία σας Η ψυχή και το σώμα, την οποία παρακολούθησα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο, αφηγείται μια από τις, πιθανόν, πιο ευρηματικές, παιγνιώδεις, παράξενες και υπέροχες ερωτικές ιστορίες που έχουν σκηνοθετηθεί τα τελευταία χρόνια.

Σε ευχαριστώ πολύ!

Νομίζετε ότι, όπως και οι ίδιοι οι χαρακτήρες του φιλμ, ως κοινωνίες και ως άτομα υποφέρουμε από κάποιου είδους συναισθηματική αναπηρία;

Νομίζω πως, όταν ζεις σε ένα τρελό κόσμο, τότε, αν είσαι φυσιολογική ανθρώπινη ύπαρξη με φυσιολογική ευαισθησία, γίνεσαι εσύ μη κανονικός. Οι ήρωες είναι τόσο περιορισμένοι στη συναισθηματική τους ζωή, κι αυτό είναι μια ένδειξη της ψυχικής τους υγείας, γιατί αντιδρούν έτσι σε μια αφύσικη κατάσταση κι ένα σκληρό κόσμο, όπου η σκληρότητα θεωρείται φυσιολογική. Όπως στο σφαγείο.



Η δουλειά σας με τους ηθοποιούς ήταν θαυμάσια. Πώς ήταν η συνεργασία σας μαζί τους, δεδομένου ότι η πρωταγωνίστρια (Alexandra Borbély) είναι μια έμπειρη θεατρική, κυρίως, ηθοποιός, ενώ ο πρωταγωνιστής (Géza Morcsányi) ερασιτέχνης;

Είμαι βαθιά ευγνώμων απέναντί τους, γιατί και για τους δύο ήταν μεγάλη δουλειά και δεν έπαιξαν. Κατά κάποιο τρόπο, καθετί πραγματικά σημαντικό συνέβη πριν τα γυρίσματα. Απλώς έγιναν αυτοί οι χαρακτήρες, χρησιμοποιώντας διαφορετικά εργαλεία, καθώς προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα. Κι αυτό δεν αφορούσε μόνο στους ηθοποιούς, αλλά και στους υπόλοιπους συντελεστές, ακόμα κι εκείνους στα πιο μικρά πόστα: όλοι ενεπλάκησαν τόσο βαθιά, ήταν τόσο αυθεντικοί και εναρμονίστηκαν με τη ροή της ταινίας, που συνεισέφεραν στο σκοπό της.

Όσο για τα ζώα που εμφανίζονται στο φιλμ;

Τα ζώα δεν είναι ποτέ κάλπικα. Είναι πάντοτε εκεί, 100%. Είναι ανίκανα να είναι κάτι άλλο εκτός από τους εαυτούς τους. Γι’ αυτό έχουν μια τοσό ισχυρή φυσική παρουσία και στο μισό ίντερνετ παρακολουθείς βίντεο με γάτες: γιατί είναι κάτι σπάνιο και πολύτιμο, ενσαρκώνουν τόσα πολλά, δεν παίζουν ρόλους, δεν επιδιώκουν να ευχαριστήσουν τον οποιονδήποτε. Είναι απλώς ο εαυτός τους.



Η οπτική γλώσσα που χρησιμοποιείτε, πάντως, είναι μαγευτική και προσθέτει στο αποτέλεσμα των ερμηνειών. Κι αυτό διαφοροποιεί τις ταινίες σας, το ότι έχουν αυτή την εφευρετική, παιχνιδιάρικη, ακόμα και παιδική ποιότητα. Πόσο σημαντική είναι, λοιπόν, για σας η δύναμη της φαντασίας;

Νομίζω πως είναι παρούσα σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας. Ακόμα και τα πιο απλά αντικείμενα που χρησιμοποιούμε και ό,τι βλέπουμε τριγύρω μας είναι ο καρπός της φαντασίας ενός ορισμένου ανθρώπου ή μιας ομάδας. Ο υλικός κόσμος γύρω μας, επομένως, ο τεχνητός κόσμος που έχει δημιουργηθεί από τον άνθρωπο, είναι φαντασία «παγωμένη» στην ύλη. Όπως ένα κτίριο, μια καρέκλα όπου κάθεσαι. Η φαντασία, τα οράματα άγνωστων ανθρώπων μας περιβάλλουν, όταν περπατάμε στον κόσμο.

Πιστεύετε ακόμα στη μαγεία που ο κινηματογράφος ως μέσο μπορεί να κρύβει;

Όταν αυτός ξεκίνησε, και τείνουμε να το ξεχνάμε, ένα πολύ βασικό όνειρο της ανθρωπότητας έγινε πραγματικότητα. Από τους προϊστορικούς χρόνους, ξέρεις, ο άνθρωπος ήθελε να διατηρήσει τον εαυτό του στην αιωνιότητα, να έχει μια αιώνια ζωή. Κι αυτό κάνει το σινεμά, αυτή είναι η μαγεία των αδερφών Λυμιέρ, από τη μία. Από την άλλη, ελκυόμαστε από την πιθανότητα πραγμάτων που δεν υφίστανται. Κι αυτή είναι η μαγεία του Μελιέ. Τι σπουδαίο προνόμιο είναι τούτο, να ζούμε με αυτή την εφεύρεση, κι όχι πριν από αυτή!

Φαίνεται, πάντως, πως η ταινία σας έχει καταφέρει να μαγέψει κοινά ανά τον κόσμο, ενώ έχει κερδίσει βραβεία και αποσπάσει εκτίμηση. Περιμένατε κάτι τέτοιο, μετά από μια τόσο μακρά απουσία από το φεστιβαλικό κύκλωμα;

Είναι τόσο σπάνιο, κι είμαι τόσο ευτυχισμένη γι’ αυτό, που και το κοινό και οι κριτικοί βρίσκουν το φιλμ ελκυστικό. Όταν το ξεκίνησα, ήμουν πολύ σίγουρη πως δεν ήθελα να επιστρέψω μετά από ένα τόσο μεγάλο κενό με κάτι μεγαλόπρεπο. Ήθελα να το διατηρήσω απλό και μικρό. Το εξήγησα, λοιπόν, και στους συναδέλφους μου, πως πρέπει να το κρατήσουμε έτσι, αλλιώς θα ήταν αντίθετο στην ίδια του τη φύση. Το ότι αγγίζει τόσο άμεσα τόσο πολλούς ανθρώπους αποτέλεσε, επομένως, για μένα μεγάλο σοκ και έκπληξη.



Πρόσφατα πέθανε ένας από τους μεγάλους του ουγγρικού σινεμά, ο Κάρολι Μακ. Ήταν ένας άνθρωπος που μέσω της δουλειάς του σας επηρέασε στις κινηματογραφικές σας αναζητήσεις;

Ήταν, επίσης, ένας καλός φίλος, αλλά και δάσκαλος στη Σχολή Κινηματογράφου. Ένα πολύ δυνατό, ασυνήθιστο, φανταχτερό είδος δασκάλου. Όταν επρόκειτο να δώσω για τις εισαγωγικές εξετάσεις, μια διαδικασία διάρκειας τριών μηνών όπου συμμετείχαν 600 άτομα και μόνο 6 γίνονταν δεκτά, σε κάθε γύρο ερχόμουν σε σύγκρουση με τον, κατά τα άλλα, υπέροχο κινηματογραφιστή που θα γινόταν ο δάσκαλός μου. Όπως μου είπε ο ίδιος αργότερα, ήταν ο Κάρολι Μακ που κάθε φορά έλεγε: «Άκου, άσε αυτό το κορίτσι να κάνει άλλο ένα βήμα, να συνεχίσει και στον επόμενο γύρο, γιατί υπάρχει κάτι σ’ αυτόν τον άνθρωπο».

Όπως αποδεικνύεται, είχε δίκιο- και με το παραπάνω! Ελπίζω, λοιπόν, να συνεχίσετε να τιμάτε τη μνήμη και τα διδάγματά του.

Σε ευχαριστώ πολύ!

Ευχαριστώ θερμά την Teréz Koncz, συντονίστρια της φεστιβαλικής προώθησης του φιλμ Η ψυχή και το σώμα, για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Στο πλαίσιο του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2-12 Νοεμβρίου) πραγματοποιείται πλήρες αφιέρωμα στο έργο της Ίλντικο Ενιέντι, παρουσία της ίδιας. Η ταινία Η ψυχή και το σώμα ανοίγει το 58ο ΦΚΘ την Πέμπτη 2 Νοεμβρίου στον κινηματογράφο Ολύμπιον στις 20:00. Επαναληπτική προβολή: Παρασκευή 3 Νοεμβρίου, Ολύμπιον, 15:30. Μέσα στο προσεχές διάστημα θα κυκλοφορήσει και στις αίθουσες από τη StraDa Films.

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Στέφαν Κομαντάρεφ: «Αν υπάρχει αντίδραση, αυτό σημαίνει πως είμαστε ακόμα ζωντανοί!»


Ένα πανόραμα της δυσλειτουργικής βουλγαρικής κοινωνίας μας προσφέρει ο έμπειρος Βούλγαρος σκηνοθέτης Στέφαν Κομαντάρεφ με την εμπνευσμένη τραγικωμωδία του Directions μέσα από τις ιστορίες οδηγών ταξί. Το φιλμ απέσπασε την Ειδική Μνεία της Επιτροπής στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο, όπου το παρακολουθήσαμε. Λίγες μέρες αργότερα κουβεντιάσαμε με τον σκηνοθέτη. Το Directions προβάλλεται σε αβάν πρεμιέρ στο πλαίσιο του 30ού Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου.

Συχνά αναφέρεσαι στο ανέκδοτο ότι η Βουλγαρία είναι μια χώρα αισιόδοξων, γιατί οι απαισιόδοξοι και οι ρεαλιστές την έχουν εγκαταλείψει. Πόση αλήθεια κρύβει, λοιπόν, για τη βουλγαρική κοινωνία το συγκεκριμένο αφοριστικό ανέκδοτο- και τα ανέκδοτα, γενικά;

Η αλήθεια, ξέρεις, είναι πως η Βουλγαρία είχε πληθυσμό 9.000.000 πριν την έναρξη αυτής της μεταβατικής περιόδου, ενώ τώρα δε νομίζω ότι είμαστε περισσότεροι από 5 με 5.500.000. Κι αυτό συνέβη μέσα σε 25 χρόνια, χωρίς πόλεμο. Νομίζω, επομένως, πως υπάρχει πολλή αλήθεια σ’ αυτό το ανέκδοτο. Στη Βουλγαρία, εξάλλου, αυτός είναι ένας τρόπος να καταπιάνεσαι με ένα δύσκολο ζήτημα, όταν νιώθεις ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πολεμήσεις. Γι’ αυτό και στη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος υπήρχαν πολλά ανέκδοτα σχετικά με κομμουνιστές.

Η ταινία σου, πάντως, παρότι έχει «σπίθες» δηκτικού χιούμορ εδώ κι εκεί, είναι πολύ λιγότερο χιουμοριστική από την προηγούμενή σου Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία. Αντανακλά το γεγονός αυτό την οπτική σου στην όλη κατάσταση;

Ναι, γιατί όταν έκανα εκείνη την ταινία υπήρχε πολύ περισσότερη αισιοδοξία στην κοινωνία. Σήμερα η αισιοδοξία έχει πλέον χαθεί. Κι αυτό αφορά σε μια περίοδο 10 ετών.

Μιας και χρησιμοποίησες το ταξί ως αφηγηματικό εύρημα και όχημα, το διάλεξες γιατί λειτουργεί θεραπευτικά στο πλαίσιο της βουλγαρικής κοινωνίας, ή και γιατί ένας κλειστός χώρος όπως ο συγκεκριμένος αποτελεί πρόκληση από αφηγηματικής άποψης;

Το να κάνεις γυρίσματα σε ένα κινούμενο αυτοκίνητο είναι πολύ δυναμικό. Ταυτόχρονα, τα ταξί στη Σόφια λειτουργούν σαν κοινωνική υπηρεσία, γιατί σχεδόν καθένας που χάνει τη δουλειά του οδηγεί ένα. Τα τελευταία χρόνια είχα, λοιπόν, εκπληκτικές συναντήσεις με πυρηνικούς φυσικούς, δασκάλους, ιερείς, μουσικούς που είχαν χάσει τη δουλειά τους και, προκειμένου να επιβιώσουν, είχαν ξεκινήσει να οδηγούν ταξί. Μπορούν να σου πουν πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, γιατί αυτοί παρατηρούν την αληθινή ζωή κάθε μέρα και κάθε νύχτα, όχι αυτή που παρουσιάζεται στην τηλεόραση. Γι’ αυτό και μου άρεσε η ιδέα να δείξω την πραγματική εικόνα της κοινωνίας μέσω των ιστοριών των ταξιτζήδων, και μάλιστα με μια λήψη για κάθε επεισόδιο, ώστε να διατηρηθεί η αυθεντικότητα, εκθέτοντας, έτσι, τι συμβαίνει στη Βουλγαρία- και όχι μόνο.



Ποιο είναι το μείζον πρόβλημα της βουλγαρικής κοινωνίας σήμερα;

Τα προβλήματα είναι σχεδόν τα ίδια σε όλη την Ευρώπη. Οι άνθρωποι απελπίζονται όλο και περισσότερο και γίνονται φτωχότεροι, ενώ οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι. Το μείζον πρόβλημα για μένα είναι η κρίση των αξιών. Αυτές είναι το πιο σημαντικό σε μια κοινωνία, αυτές μπορούν να τη δημιουργήσουν.

Με αυτή την έννοια, ο τίτλος της ταινίας σου είναι ενδεικτικός των ανησυχιών σου για μια χώρα που φαίνεται να έχει χάσει τον προσανατολισμό της σε όλα τα επίπεδα και χρειάζεται επειγόντως να τον ανακαλύψει εκ νέου.

Υπάρχει μια πολύ σημαντική σύνδεση ανάμεσα στις κατευθύνσεις μιας κοινωνίας και τις αξίες της.

Ήταν δύσκολο να σκηνοθετείς το καστ υπό τόσο απαιτητικές συνθήκες; Πώς εξελίχτηκε η συνεργασία σας;

Μπορώ να σου πως ότι, όταν τελειώσαμε τα γυρίσματα, όλοι οι συντελεστές ήταν δυστυχείς, γιατί η ατμόσφαιρα στη διάρκειά τους ήταν πραγματικά εκπληκτική, ήμαστε πολύ καλά προετοιμασμένοι, γι’ αυτό και τελειώναμε γύρω στις 3 με 4 τα ξημερώματα. Όλοι οι ηθοποιοί είναι καλοί φίλοι και τους ξέρω χρόνια. Αφιερώσαμε μήνες στις πρόβες, και στη συνέχεια γυρίσαμε το φιλμ μία φορά ως πρόβα. Στη συνέχεια το παρακολουθήσαμε, και κάναμε πολλές αλλαγές. Οι ηθοποιοί, έτσι, έγιναν συν-σεναριογράφοι, κατά κάποιο τρόπο.



Η συνάντηση της οδηγού ταξί με τον πρώην κομματικό γραφειοκράτη που μετατράπηκε σε νεοφιλελεύθερο εν μια νυκτί είναι για μένα η πιο δυνατή της ταινίας. Συμφωνείς, ή τη θεωρείς ισότιμη με τις υπόλοιπες;

Δεν ξέρω, γιατί είναι δικιά μου ταινία. Σίγουρα, πάντως, το συγκεκριμένο επεισόδιο είναι σημαντικό, γιατί περιγράφει μια πραγματικότητα. Οι άνθρωποι, οι οποίοι πριν το 1989 ήταν οι πιο υψηλόβαθμοι κομμουνιστές και μιλούσαν για τα κομμουνιστικά ιδεώδη, τώρα είναι πάλι στην εξουσία. Δεν μπορώ να πω ότι στη Βουλγαρία υπήρχε κομμουνισμός, υπήρχε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Με πολλή λογοκρισία, ασφαλώς, αλλά, ταυτόχρονα, η πραγματικότητα που βιώνουμε μετά από 27 χρόνια μετάβασης δεν είναι καλή.

Ίσως και χειρότερη.

Ακριβώς. Υπάρχει, βεβαίως, περισσότερη ελευθερία, αλλά, την ίδια στιγμή, υπάρχει πολύ περισσότερη φτώχεια. Αυτό που συμβαίνει στους γονείς μας, τους ηλικιωμένους, είναι φρικτό. Πριν από 25 χρόνια το επίπεδο της δημόσια παιδείας ήταν πολύ υψηλό, σήμερα είναι καταστροφή. Το ίδιο με το σύστημα υγείας. Υπάρχει πολλή ανεργία. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι φρικτό και δεν υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ. Ως σκηνοθέτης μπορώ να κάνω τη δουλειά μου και να πω «ακούστε, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο». Δεν είμαι πολιτικός.

Θα σκεφτόσουν ποτέ να γίνεις;

 Έχω δεχτεί προτάσεις να γίνω μέλος κομμάτων, αλλά προτιμώ να ξέρω τη θέση μου και να κάνω τις ταινίες μου.

Νομίζεις, επομένως, πως ταινίες όπως η δικιά σου μπορούν να πυροδοτήσουν συζητήσεις ή να υποδείξουν μια καλύτερη κατεύθυνση; Αισιοδοξείς γι’ αυτό, τουλάχιστον;

Ασφαλώς και αισθάνομαι αισιόδοξος, γι’ αυτό κι έκανα την ταινία και προετοιμάζουμε μια δυνατή καμπάνια γι’ αυτή ενόψει της εξόδου της στις βουλγαρικές αίθουσες τον Ιανουάριο, ώστε να έχουμε καλό αριθμό θεατών. Αν θέλουμε να υπάρξει συζήτηση για τα ζητήματα που θέτει, πρέπει να έχουμε θεατές. Ελπίζω, λοιπόν, ότι βήμα βήμα θα προσπαθήσουμε να αλλάξει κάτι.



Πώς αντιμετωπίστηκε η ταινία σου στο Σαράγεβο, όπου το κοινό μπορεί να συνδεθεί καλύτερα με τα ζητήματα που θίγεις, σε σύγκριση με ένα δυτικοευρωπαϊκό, βορειοευρωπαϊκό ή βορειοαμερικανικό κοινό;

Η αντίδραση ήταν εκπληκτική, όπως και στις Κάννες, ενώ το φιλμ έχει ήδη πουληθεί σε 11 περιοχές. Αυτό σημαίνει ότι τα προβλήματα, στα οποία αναφέρεται, δεν είναι μόνο βουλγαρικά κι ότι η ταινία μπορεί να «μιλήσει» σε διεθνές επίπεδο.

Παρά τις δυσκολίες, το βουλγαρικό σινεμά φαίνεται ακόμα και να ανθεί τα τελευταία χρόνια. Είναι μια καλλιτεχνική αντίδραση στην όλη κατάσταση;

Σίγουρα ναι. Αν υπάρχει αντίδραση, αυτό σημαίνει πως είμαστε ακόμα ζωντανοί! Όταν ένα σώμα είναι νεκρό, δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίδραση. Είμαι αισιόδοξος, λοιπόν, γι’ αυτό και αυτές τις μέρες έχουμε συναντήσεις στη Σόφια με άλλους σκηνοθέτες σε μια προσπάθεια να αλλάξουμε τον τρόπο λειτουργίας της χρηματοδότησης του βουλγαρικού κινηματογράφου, ώστε να είναι πιο ανοιχτός σε περισσότερα πρότζεκτ, με λιγότερα χρήματα για το καθένα. Για να είμαι ειλικρινής, τα πιο πετυχημένα βουλγαρικά φιλμ των τελευταίων ετών ήταν χαμηλού προϋπολογισμού. Είναι πραγματικά δύσκολο όταν 7 ή 8 πρότζεκτ υποβάλλουν αίτηση για χρηματοδότηση στο Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου να τη λαμβάνουν τα 2 ή τα 3.

Υποθέτω, άρα, ότι δε θα εγκαταλείψεις τη Βουλγαρία σύντομα.

Έκανα ήδη αυτή την επιλογή στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν μέρος των φίλων μου μετανάστευσε. Αγαπώ αυτή τη χώρα, εδώ βρίσκονται τα 2 παιδιά μου, κι αυτός είναι ένας άλλος λόγος που έκανα αυτή την ταινία. Τα τελευταία 5 χρόνια αναρωτιέμαι τι θα τους συμβεί, πότε θα φύγουν. Είμαι εδώ, λοιπόν, και θα προσπαθήσω να παλέψω για το καλό αυτής της κοινωνίας- και για τα παιδιά μου.

Η ταινία του Στέφαν Κομαντάρεφ Directions προβάλλεται σε αβάν πρεμιέρ στο πλαίσιο του 30ού Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου στις 20:50 στον κινηματογράφο Έλλη, ενώ το προσεχές διάστημα θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες από την AMA Films.

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Ana Urushadze: “When you tell a story about restrictions, it involves freedom, too”


How many “bridges” does one need to burn, before materializing one’s vision? In her debut feature Scary Mother, a bold cinephile statement, the emerging Georgian filmmaker Ana Urushadze attempts to tackle this issue through the story of the 50-year-old housewife Manana (Nata Murvanidze), who realizes that she has to quit her family, in order to fulfil her passion for writing. We caught up with the director at this year’s Sarajevo Film Festival, a few hours before the awards ceremony. Scary Mother went on to receive the Best Film award, alongside the earlier won Cineuropa prize.

You received two awards at Locarno, where Scary Mother had its world premiere. How does it feel, especially considering the fact that this is your debut feature?

If I say it feels great, it will be ridiculous. It was amazing. I’m grateful to everyone and thankful to the cast and crew who helped me make this film and then receive the awards.



How did it all happen, what brought you to the whole process of filmmaking?

Somehow I always wanted to be a director. I imagined this would happen, so it happened.

Does it also have to do with your familial background, bearing in mind that your father, Zaza Urushadze, is a director, too?

I think yes.

Has he been encouraging, inspiring or helpful?

It was my decision. Nevertheless, he told me “do what you want to do”. He always gives me his opinion, of course.

Before your debut feature had you done any shorts?

I had done several shorts while studying at the university. I also wrote 3 scripts for feature films and submitted one of them, which got rejected. In the end I submitted this film, that received financing.

You didn’t lose your determination, however.

Why stop doing things that you enjoy?

What was the starting point of Scary Mother? A thought, an idea, an image of someone, a state of mind?

It all happened simultaneously. The idea, impressions, all gathered up… I don’t remember exactly.

Still, focusing on a woman came first?

Maybe. It was an intuitive choice. I felt it was the right thing to do. It’s the only answer that I have, because it’s true. How can I say another thing? (Laughs)



While watching Scary Mother I had a hard time deciding what was scarier, the mother or the familial and societal restrictions? To you, what is the scariest part? Or are there more than one?

I like the fact that the film offers no definite version and leaves open questions. The more questions people have, the happier I am, I guess. When they arise, it means people think about it. This is a privilege and an honor for the director and the rest of the cast.

Nata Murvanidze, your lead actress, gives a subtle, understated performance, driven by inner strength and an intense sense of turmoil. How did you co-operate?

She’s very famous in Georgia. I thought about her while writing the script, hoping that she would say “yes”, which she did, and then we started a two-month period of pre-shooting rehearsals. We were talking about the character and nothing else. Afterwards, the shooting process went smoothly.



So, was everything strictly scripted?

No. We followed the script, but the whole shooting was based on improvisation and I enjoyed it very much, because it’s more interesting to me.

Would you sacrifice something or someone similar, in order to materialize your vision?

Personally I don’t identify with this character at all. I don’t perceive myself as a writer. To me, writing a script is not writing yet. So, I don’t like responding to such a question, because it relates me to this character. In this woman’s case, it is like that. In mine, it depends on situations.

Would you also say that your film is a comment on the way that women are perceived in Georgia or on their societal status, or was it meant as something more universal?

In all societies there is a percentage of restrictions imposed on women. In Georgia, too. To be honest, the percentage there is quite high. These restrictions share similarities, like oppression and control, but showing an oppressed woman wasn’t what I had in mind. I just wanted to tell a story.



It’s a very violent film, explosive on the inside.

Yes, it is. It’s a film about restrictions and, naturally, about freedom. When you tell a story about restrictions, it involves freedom, too.

There have been many Georgian films in recent years shown at festivals, ranging from very good to exceptional. How do you interpret this fact?

I’m kind of a fatalist. So, I think that, if it’s time, it’s time. That’s how I perceive it.

Are there structures that fund or support filmmakers?

The main problem is financing- and there are many projects. As for the filmmakers, it’s kind of a wave. We’re very happy and encourage each other.

What will your next project be?

I’ll try to write a new script, but I feel that it needs time. I don’t know how much- maybe a few weeks, or several months. I just have an idea about it. So, I’m trying to concentrate on the idea at this point.



That said, Scary Mother is still an “infant”.

I feel that too much time has already passed and the moment I finished the film I wanted to start something new. To me it’s not an infant anymore! (Laughs)

As a good, and not a scary, mother, however, you’ll have to accompany it through the festival process.

Festival-wise it’s an infant, but for me it’s already a grown-up!

Are there more festivals lined up?

My producer knows that. I hope so, because I love travelling. This is one of the things that I enjoy the most.

More info on the film can be found at: http://alief.co.uk/film/film-sales/

Ana Urushadze’s Scary Mother is competing at the New Directors section of the 53rd Chicago Film Festival (12-26 October 2017).