Ακτιβιστής, ντοκιμαντερίστας, πανεπιστημιακός, πολιτικός αναλυτής,
συγγραφέας κι εσχάτως πατέρας, ο ιταλικής
καταγωγής Dario Azzellini είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση κινηματικού
διανοούμενου. Από κοινού με την σύζυγο και συντρόφισσά του Marina Sitrin, επίσης ακτιβίστρια, αλλά και
δασκάλα, δικηγόρο και συγγραφέα, έγραψαν το βιβλίο They can’t represent us!: Reinventing democracy from Greece to Occupy, μια
παθιασμένη συνηγορία υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, το οποίο κυκλοφόρησε πριν από
μερικές βδομάδες από τις εκδόσεις «Verso». Με αφορμή το βιβλίο, κουβεντιάζουμε με τον Dario Azzellini
για τη δημοκρατία, τα κοινωνικά
κινήματα των τελευταίων χρόνων ανά τον κόσμο, καθώς και την κοινωνικο-πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.
Έχω την εντύπωση ότι το «φρέσκο» σας βιβλίο είναι μια παθιασμένη και
φλογερή συνηγορία υπέρ της άμεσης, συμμετοχικής δημοκρατίας. Είναι έτσι;
Απολύτως. Ασκούμε έντονη κριτική στη φιλελεύθερη και αντιπροσωπευτική
δημοκρατία και νομίζουμε ότι ένα βασικό κοινό γνώρισμα όλων αυτών των κινημάτων
ανά τον κόσμο τα τελευταία χρόνια είναι πως δε βιώνουν την αντιπροσωπευτική
δημοκρατία ως δημοκρατική, αναπτύσσοντας νέους τρόπους δημοκρατικής λήψης
αποφάσεων. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υλοποιηθεί έτσι απλά. Πάντως, ακόμα
κι αν σήμερα μας έλεγαν ότι η φιλελεύθερη, αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι η
μόνη που υφίσταται, πιστεύουμε πως όχι μόνο δεν έχει δημοκρατικό χαρακτήρα,
αλλά ούτε κι είχε ποτέ μια τέτοια επιδίωξη- ακριβώς το αντίθετο. Η
αντιπροσωπευτική δημοκρατία επινοήθηκε, ώστε να είναι πιο αποτελεσματική η λήψη
διοικητικών αποφάσεων, κι αυτό σημαίνει εξάλειψη της δυνατότητας συμμετοχής.
Είναι η λεγόμενη «αντιπροσωπευτική» δημοκρατία εσφαλμένη στην ουσία της,
ή θα μπορούσε να έχει λειτουργήσει με διαφορετικούς τρόπους που ίσως θα είχαν
διαφορετικά αποτελέσματα; Επιπλέον, το καπιταλιστικό σύστημα, αν και καταρρέον,
εξακολουθεί να επιβιώνει. Πώς θα μπορούσε να ανατραπεί;
Πρώτα απ’ όλα, πιστεύω ότι δημοκρατία και καπιταλισμός είναι ασύμβατες
έννοιες. Όσο υπάρχει καπιταλισμός, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία,
γιατί, από τη στιγμή που ο καπιταλισμός είναι βασισμένος σε διαφορές αναφορικά
με την ιδιοκτησία και στην εμπορευματοποίηση, αυτά έρχονται σε αντίθεση με τη
δημοκρατία.
Σε ό,τι αφορά τη φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι γεγονός πως επί
δεκαετίες αποτέλεσε το πλαίσιο, μέσα στο οποίο κερδήθηκαν περισσότερα
δικαιώματα ανάμεσα στις δεκαετίες του ’60 και του ’80, και σε κάποια μέρη στις
αρχές του ’90. Θα πρέπει, ωστόσο, να αντιληφθούμε ότι το γεγονός αυτό δεν έχει
καμία σχέση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως τέτοια. Τα δικαιώματα που
κερδήθηκαν ήταν προϊόν αγώνα, είτε επρόκειτο για το δικαίωμα των γυναικών ή των
φτωχών να ψηφίζουν ή για την ελευθερία του λόγου και την ακεραιότητα των
ανθρώπων. Την ίδια στιγμή, μελετώντας την ιστορία της φιλελεύθερης δημοκρατίας,
παρατηρούμε πως τα περισσότερα δικαιώματα είναι εγγυημένα στο βαθμό που τα
άτομα δεν τα διεκδικούν υπερβολικά. Από τη στιγμή που συμβαίνει κάτι τέτοιο και
συγκρούονται με το κεφάλαιο, τα δικαιώματά τους παύουν να υφίστανται. Στην
Ελλάδα το βιώνετε πολύ καλά κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ακόμα και βασικά,
συνταγματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν, στο βαθμό που ενοχλούν το κεφάλαιο και
την άντληση υπεραξίας. Ιστορικά, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν τα
άτομα πήραν τα δικαιώματά τους στα σοβαρά, όπως στη Γαλλία ή την Ιταλία, οι
κυβερνήσεις δεν είχαν κανένα πρόβλημα να βγάλουν το στρατό στους δρόμους.
Όποτε υπάρχει κρίση, η αστική τάξη, που είναι ο κύριος υποστηρικτής της
φιλελεύθερης δημοκρατίας, κλίνει προς ολοκληρωτικές, ακόμη και φασιστικές,
λύσεις. Αυτό που βιώνουμε είναι κρίση του καπιταλισμού, του μοντέλου παραγωγής
και διανομής, γιατί ο τρόπος άντλησης υπεραξίας που το κεφάλαιο είχε αναπτύξει κατά
τη διάρκεια του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε σε αυτή την κρίση και ταυτόχρονα στο
δημόσιο λόγο επιχειρήθηκε να μετατραπεί σε μια κρίση χρηματοδοτούμενη από το
κράτος, κι αυτό συνέβη γιατί το κράτος ανέλαβε τα χρέη των τραπεζών και των
διάφορων τζογαδόρων. Κι αυτό κάνει την κατάσταση χειρότερη. Ακόμη κι η
γερμανική κυβέρνηση που θεωρεί ότι είναι έξυπνη, ο πλούτος της βασίζεται στις
εξαγωγές. Αν, λοιπόν, οι πελάτες της καταστραφούν, θα καταστραφεί κι η δική της
οικονομία. Πρώτα λοιπόν καταστρέφει τον παραγωγικό ιστό των χωρών της νότιας
Ευρώπης μέσω των μνημονίων και των «πακέτων» λιτότητας και τώρα αντιμετωπίζει
το πρόβλημα πως δεν υπάρχουν επενδύσεις και παραγωγή. Κι αυτή η κρίση θα
συνεχιστεί.
Υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος εντός του κοινοβουλευτισμού που θα
μπορούσε να έχει οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσματα; Όπως προείπα, η
φιλελεύθερη δημοκρατία ποτέ δε σκόπευε να είναι δημοκρατική. Για κάποια περίοδο
ανταποκρινόταν στους αγώνες για κατάκτηση δικαιωμάτων. Κατανοούμε, άλλωστε, την
ιστορία ως ιστορία των ταξικών αγώνων. Αλλά πλέον δεν υπάρχει δυνατότητα
μεταρρύθμισης. Το είδατε στην Ελλάδα. Εξαγγέλθηκαν τόσες γενικές απεργίες κι οι
κυβερνήσεις δε μετακινήθηκαν στο ελάχιστο.
Το βιβλίο σας πετυχαίνει να προσφέρει μια ολοκληρωμένη, εκτενή κι
αισιόδοξη συνοπτική παρουσίαση υπαρχουσών εναλλακτικών δομών ανά τον κόσμο.
Ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά κι οι διαφορές ανάμεσα στα
κοινωνικο-πολιτικά αυτά εγχειρήματα, από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, μέχρι
τις Η.Π.Α. και τη Λατινική Αμερική;
Ένα κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι αντιτίθενται στην εκπροσώπηση.
Αναζητούν διαφορετικές μεθόδους άμεσης, συμμετοχικής δημοκρατίας, που μπορεί να
διαφέρουν ακόμη και μέσα στην ίδια πόλη. Η δημοκρατία, εξάλλου, δεν μπορεί να
είναι δημοκρατική, αν είναι η ίδια παντού. Κάθε δομή πρέπει να βρει τους τρόπους
που αντιστοιχούν στους τρόπους επικοινωνίας και οργάνωσής της. Να σου δώσω ένα
παράδειγμα. Κάποτε δούλεψα με ένα κοινοτικό συμβούλιο στο Καράκας (σημ.: η πρωτεύουσα της Βενεζουέλας), μια μορφή άμεσης δημοκρατίας. Αν υπάρχει
μια συνέλευση 25 ατόμων σε μια πολύ φτωχή γειτονιά, την επομένη 300 άτομα θα
γνωρίζουν τι συζητήθηκε. Αν η ίδια συνέλευση πραγματοποιείται σε μια κατώτερη
μεσοαστική γειτονιά, την επόμενη μέρα μόνο 20 θα ξέρουν, γιατί οι 5 μπορεί να
είχαν πάει επειδή νιώθουν μόνοι κι έχουν μια δομή ζωής που αντιστοιχεί
περισσότερο σε ένα βορειοδυτικό τρόπο διαβίωσης. Ακόμη, λοιπόν, κι αν το
κοινοτικό συμβούλιο κι η συνέλευση είναι τα ίδια, το αποτέλεσμα είναι εντελώς
διαφορετικό. Αυτό σημαίνει πως η δημοκρατία πρέπει πάντα να αποτελεί
αντικείμενο επινόησης και πειραματισμού από όσους συμμετέχουν στις εκάστοτε
δομές.
Μια άλλη ομοιότητα είναι ότι τα άτομα αρχικά επιδιώκουν να κερδίσουν
κάποιους δημόσιους χώρους, όπου μπορούν να συζητήσουν και να αντιπαρατεθούν,
γιατί αυτό που ο νεοφιλελευθερισμός κατόρθωσε τα τελευταία 25 χρόνια ήταν, από
τη μία, να αποστερήσει τα άτομα από τους δημόσιους χώρους- αν θες να βρίσκεσαι
σε δημόσιο χώρο πρέπει να καταναλώνεις- κι από την άλλη να επιβάλει τη μία και
μοναδική σκέψη με τη βοήθεια των Μ.Μ.Ε. Έτσι, δεν υπάρχουν πλέον διαφορές
ανάμεσα στα υποτιθέμενα συντηρητικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Μία τρίτη ομοιότητα είναι ότι κανείς δεν περίμενε πως με το κίνημα των
πλατειών θα ερχόταν η επανάσταση. Γι’ αυτό και μετά από κάποιο διάστημα
παρατηρήσαμε πως τα άτομα στράφηκαν στις γειτονιές, στους χώρους εργασίας, στα
πανεπιστήμια. Μια τέταρτη ομοιότητα είναι η απουσία, ή η πολύ μικρή παρουσία,
ιεραρχικά δομημένων κομματικών συλλογικοτήτων αριστερίστικου προσανατολισμού.
Τέτοια κόμματα μπορεί να εμφανίστηκαν, αλλά ούτε κατόρθωσαν να καταστούν
πλειοψηφικά, ούτε να «καταλάβουν» τις πλατείες. Αυτό είναι κάτι ιστορικά
καινούριο. Ίσως είναι η πρώτη φορά που η πλειονότητα των ατόμων δεν έχει
αναφορά στους παραδοσιακούς αριστερίστικους κομματικούς μηχανισμούς.
Μια από τις διαφορές είναι ότι στην Ευρώπη τέτοιου είδους κινήματα
άργησαν να οικοδομηθούν. Έχουμε μια πιο ισχυρή παράδοση που βασίζεται στην
προσδοκία μας πως το κράτος θα παρέμβει. Στις Η.Π.Α., αντίθετα, όπου οι
άνθρωποι δεν περιμένουν από το κράτος να κάνει κάτι, ανταποκρίθηκαν τόσο
γρήγορα σε αυτό το κίνημα που εξεπλάγην (σημ.: αναφέρεται στο κίνημα «Occupy»). Ένας από τους λόγους, μάλιστα, που γράψαμε με
την Μαρίνα αυτό το βιβλίο ήταν για να καταδείξουμε ότι από αυτό το κίνημα
προέκυψε ένας τεράστιος αριθμός πρωτοβουλιών που εξακολουθούν να λειτουργούν.
Απλώς η ευρύτερη εικόνα εξαφανίστηκε από τα Μ.Μ.Ε. κι έτσι πολλοί θεωρούν πως
δε συμβαίνει πλέον τίποτε. Στην Ευρώπη, μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μέχρι
την εγκαθίδρυση δικτατορικών καθεστώτων σε ορισμένες χώρες, όπως στην Ελλάδα,
την Ισπανία και την Πορτογαλία, το κράτος ήταν ένα αντικείμενο συμβιβασμού
ανάμεσα στις αριστερίστικες δυνάμεις και την αστική τάξη. Γι’ αυτό κι υπήρχε η
προσδοκία της κρατικής παρέμβασης ως αποτέλεσμα, για παράδειγμα, μιας μεγάλης
διαδήλωσης.
Μια δεύτερη διαφορά, σε σχέση με τη Λατινική Αμερική, είναι ότι αυτά τα
κινήματα προώθησαν την άνοδο στην εξουσία αριστερών ή κεντροαριστερών
κυβερνήσεων. Αυτό δεν έχει συμβεί στην Ευρώπη μέχρις στιγμής.
Συνολικά, εντοπίζω περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Ίσως γιατί
στις μέρες μας πληττόμαστε στην Ευρώπη από τα ίδια φαινόμενα που είχαν πλήξει
τις λατινοαμερικανικές χώρες 10 ή 20 χρόνια νωρίτερα. Αναλογίσου τη φράση του David Harvey «συσσώρευση μέσω της αποστέρησης» Το κεφάλαιο, λοιπόν, εφόσον δεν μπορεί να
είναι παραγωγικό, κλέβει από τους ανθρώπους, τη γη, τη φύση όσο μπορεί
περισσότερο κι αυτό είναι κάτι που όσες χώρες έχουν βρεθεί κάτω από
ιμπεριαλιστικό ή αποικιοκρατικό ζυγό γνωρίζουν πολύ καλά. Δες τι συμβαίνει στην
Ελλάδα κι αλλού με τις εξορύξεις ή την ιδιωτικοποίηση του νερού, για
παράδειγμα.
Πώς αξιολογείς την ανάδυση πολιτικών κομμάτων, όπως οι «Podemos» στην Ισπανία, που «κεφαλαιοποίησαν» πολιτικά το κίνημα
των πλατειών; Δεδομένου ότι «ξεπήδησαν» μέσα από αντι-ιεραρχικές, οριζόντιες
δομές, εκτιμάς πως υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στο παρελθόν τους και την τωρινή
τους εξέλιξη; Έχουν μέλλον;
Νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς ακόμη να κάνουμε μια εκτίμηση. Όντως
υπάρχει αντίφαση, αλλά η ζωή είναι γεμάτη από αντιφάσεις. Χωρίς αυτές, δεν
μπορεί να υπάρξει αλλαγή. Προσωπικά, δεν υποστηρίζω το κομματικό μοντέλο ή την
εκπροσώπηση, αλλά, από την άλλη, αυτό υπάρχει αυτή τη στιγμή εκεί. Πρέπει να
δούμε πώς θα το διαχειριστούμε. Το σημαντικό, πάντως, είναι να διαθέτεις την
αυτονομία και τη δύναμη, ως κίνημα, να εξαναγκάσεις όποιον βρίσκεται στην
εξουσία να υλοποιήσει αυτό που θέλεις. Το πρόβλημα πολλών κινημάτων που
μετεξελίσσονται σε κόμματα είναι ότι παύουν να κάνουν οργανωτική δουλειά μέσα
στην κοινωνία χτίζοντας εναλλακτικές. Μπορεί κάποιες φορές να έχει νόημα η
ύπαρξη ενός κόμματος που βρίσκεται κοντά στο κίνημα, όπως, για παράδειγμα
συμβαίνει, παρά τις συγκρούσεις, στη Βενεζουέλα, αρκεί να υπάρχει ξεκάθαρος
διαχωρισμός ανάμεσα στην κυβέρνηση και το κόμμα. Αλλιώς αδυνατείς να
λειτουργήσεις κριτικά και μπορεί να θεωρήσεις ότι όλοι είναι ίδιοι και κανείς
δεν μπορεί να κάνει κάτι. Και η Μαρίνα κι εγώ εστιάζουμε, ωστόσο, στα κινήματα,
γιατί το καινούριο θα «ξεπηδήσει» από αυτά. Αν ένα κόμμα αντιληφθεί ότι μπορεί
να δημιουργήσει χώρο για το κίνημα όντας στην κυβέρνηση ή έχοντας θεσμικό
χαρακτήρα, αυτό αποτελεί τη βάση για συνεργασία.
Πώς αυτά τα αποσπασματικά και συχνά ασυντόνιστα, σε παγκόσμιο επίπεδο,
κινήματα μπορούν να αποτελέσουν πραγματική απειλή για το καπιταλιστικό μοντέλο
κι από νησίδες απελευθέρωσης να μετατραπούν σε κάτι που σταδιακά θα αγκαλιάσει
μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας;
Από τη μία, είναι πάντοτε πολύ σημαντικό να συνδέουμε τη μικρή με τη
μεγάλη εικόνα. Δε θέλουμε να δημιουργήσουμε την αυταπάτη ότι σε μια ατέλειωτη «θάλασσα»
καπιταλισμού, μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα ευτυχισμένο σοσιαλιστικό ή
ελευθεριακό νησί, γι’ αυτό κι είναι σημαντική μια τέτοια διασύνδεση. Αλλιώς
χάνεις την αντίληψη της ευρείας εικόνας. Αυτό συνέβη στην Ιταλία, όπου μετά τη
Σύνοδο της G8 το 2001, όταν δολοφονήθηκε ο
Τζουλιάνι, υπήρχαν τόσα πολλά κινήματα πανεθνικά, τα οποία στη συνέχεια αποφάσισαν
να στραφούν στις γειτονιές και στους εργασιακούς χώρους, χάνοντας, ωστόσο, τη
διασύνδεσή τους με το εθνικό επίπεδο. Έτσι, μετά από μερικά χρόνια οι άνθρωποι
χάθηκαν μέσα στις μικρές πρωτοβουλίες κι έχασαν και τη μεγάλη εικόνα.
Χρειάστηκαν 8 ή 9 χρονιά για να επανέλθουν σε ένα ορισμένο κινηματικό επίπεδο.
Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να παρουσιάζουμε στέρεες εναλλακτικές, αν δε
θέλουμε να είμαστε σαν τους «Μάρτυρες του Ιεχωβά», ή οποιαδήποτε άλλη σέκτα,
υποσχόμενοι στους ανθρώπους ότι στην επόμενη ζωή τα πάντα θα είναι καλύτερα.
Πρέπει να αποδείξουμε πως μόνοι μας, αυτο-οργανωνόμενοι, μπορούμε να
διαχειριστούμε καλύτερα τα προβλήματά μας από το κράτος ή τον ιδιωτικό τομέα.
Πώς εκτιμάς την κοινωνικο-πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και ποια είναι
η γνώμη σου για τις υπάρχουσες εναλλακτικές στην καπιταλιστική κρίση;
Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά και ενδιαφέροντα πειράματα κι αγώνες, την
ίδια στιγμή που οι Έλληνες είναι ανάμεσα στους πιο απαισιόδοξους στην Ευρώπη,
γιατί είχαν τις υψηλότερες προσδοκίες. Έχω την αίσθηση ότι στην Ελλάδα είναι
απογοητευμένοι που δεν ήρθε η επανάσταση, μετά από όσα συνέβησαν. Δε θα το
παραδέχονταν ποτέ, αλλά υπάρχει αυτή απαισιόδοξη οπτική, την οποία, όμως, δε
συμμερίζομαι κι αυτό δεν έχει να κάνει με το αν συμπαθώ το Σύριζα ή όχι. Και
μόνο το γεγονός πως ένα τέτοιο κόμμα μπορεί να έχει ένα τέτοιο εκλογικό ποσοστό
σημαίνει ότι πολλά έχουν κινηθεί στην κοινωνία κι αυτό έχει συμβεί χάρις στα
κινήματα κι εξαιτίας της κατάστασης. Η Ελλάδα είχε μια ισχυρή αριστερή
παράδοση, αλλά ταυτόχρονα και εξαιρετικά ισχυρές συντηρητικές δυνάμεις. Ακόμα
και το γεγονός πως η Χρυσή Αυγή απέσπασε το ποσοστό που απέσπασε, όταν πολλοί
περίμεναν υψηλότερο, είναι μια νίκη τόσων οργανώσεων και πρωτοβουλιών. Όταν
πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα στα πλαίσια της συγγραφής του βιβλίου και συζητούσαμε με
συντρόφους σχετικά με τον εργατικό έλεγχο και καταλήψεις εργοστασίων στις
Η.Π.Α., όλοι μας έλεγαν ότι «κάτι τέτοιο δε θα συμβεί στην Ελλάδα», «είναι
πολιτισμικό ζήτημα», «οι Λατινοαμερικανοί είναι διαφορετικοί», κι όχι πολύ
αργότερα καταλήφθηκε η ΒΙΟ.ΜΕ., λειτούργησε η αυτοδιαχειριζόμενη Ε.Ρ.Τ.,
εκδόθηκε η «Εφημερίδα των Συντακτών», καταλήφθηκαν κι άλλα μέρη. Ακόμη κι αν η
ΒΙΟ.ΜΕ. είναι το μόνο επιτυχημένο παράδειγμα κατάληψης εργοστασίου, την ίδια
στιγμή συνειδητοποιούμε πως πρόκειται για κάτι που κανείς δεν περίμενε να
συμβεί. Η ιστορία ευτυχώς δεν είναι γραμμική, κι αυτό είναι καλό.
Πάντως κι ο Σύριζα, αντί να ριζοσπαστικοποιεί τους δυνητικούς
ψηφοφόρους, συμπαθούντες και υποστηρικτές του διακινδυνεύοντας την ανάληψη της
εξουσίας, αν υποτεθεί ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί, έχει αποφασίσει να στραφεί
προς τα δεξιά, επιδιώκοντας να προσελκύσει τον «μέσο» συντηρητικό ψηφοφόρο. Κι
αυτό είναι απογοητευτικό και προβληματικό.
Όχι μόνο απογοητευτικό και προβληματικό, αλλά και λάθος, γιατί οι
Έλληνες δε χρειάζονται άλλο ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Υπάρχει ένα κι έχει
ήδη κάνει αρκετή ζημιά. Νομίζω ότι θα πρέπει να ασκηθεί πολύ μεγαλύτερη πίεση
προς το Σύριζα. Έχω την εντύπωση πως οι περισσότεροι απ’ όσους είναι ενεργοί
στα κινήματα κρατούν τις αποστάσεις τους από το συγκεκριμένο κόμμα. Στο Σύριζα
ενυπάρχει, σε μεγάλο βαθμό, η παλιά κομματική λογική, της ηγεμονίας αντί της
οικοδόμησης συμμαχιών.
Και βέβαια πολλοί παλαιοκομματικοί έχουν ενταχθεί σ’ αυτόν, χωρίς στην
πραγματικότητα ν’ αλλάξουν.
Αυτό πάντοτε συνέβαινε, ακόμη και στη Βενεζουέλα, όπου η κατάσταση
είναι διαφορετική. Είναι προφανές ότι η πλειονότητα όσων ασκούν πολιτική σε
θεσμικό επίπεδο είναι άτομα που προέρχονται από θεσμικές, παραδοσιακές
πολιτικές δομές, είτε συνδικάτα ή κόμματα, γιατί οι υπόλοιποι έχουν καλύτερα
πράγματα να κάνουν.
Σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, σε έχει αλλάξει η εμπειρία της
πατρότητας, ή σε έχει κάνει πιο αισιόδοξο;
Δεν ξέρω αν έγινα περισσότερο αισιόδοξος, πάντοτε ήμουν πολύ αισιόδοξος
και κοίταζα μπροστά. Ως αριστερά είναι σημαντικό να εκμεταλλευόμαστε τις
δυνατότητες που μας παρουσιάζονται και να κατακτούμε τους χώρους που μας
ανοίγονται, αντί να θρηνούμε για όσους χάσαμε. Η πατρότητα, ωστόσο, μου δίνει
ένα παραπάνω λόγο να είμαι θυμωμένος και περισσότερη ενέργεια να αγωνίζομαι,
γιατί ο καπιταλισμός κι η εξουσία καταστρέφουν τον κόσμο και τώρα έχω κάποιον
που θα τον χρειάζεται σε 40 χρόνια, όταν εγώ μπορεί πλέον να μην τον
χρειάζομαι.
Το βιβλίο των Dario Azzellini και Marina Sitrin They can’t represent us!: Reinventing democracy from Greece to Occupy, με πρόλογο
του David Harvey, κυκλοφορεί
από τις εκδόσεις «Verso». Περισσότερες πληροφορίες: http://www.versobooks.com/books/1433-they-can-t-represent-us .