Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Κώστας Παπακωνσταντίνου: «Δε μας ενδιέφερε να κάνουμε μια παράσταση φολκλόρ, μας «καίει» τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα»



Με επίκεντρο τον άνθρωπο και τη θέση του στη σύγχρονη κοινωνία, αφετηρία το περιβάλλον του βαλκανικού «κομμουνισμού» της Βουλγαρίας του 1974 και κατάληξη εκείνο του βαλκανικού καπιταλισμού της Ελλάδας του 2014, Το Ρωμαϊκό Λουτρό του Βούλγαρου θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Στανισλάβ Στρατίεβ (1941-2000) αποτελεί μια σπινθηροβόλο και διαχρονική σατιρική κωμωδία. Κεντρικός ήρωάς της ο Ιβάν Αντόνοβ, ένας τυπικός «ανθρωπάκος». Φεύγοντας για καλοκαιρινές διακοπές, αφήνει τα κλειδιά του σπιτιού του σε δυο εργάτες, προκειμένου να του επισκευάσουν το πάτωμα. Επιστρέφοντας, ένα τέλεια διατηρημένο, και μοναδικό στον κόσμο, ρωμαϊκό λουτρό έχει αναδυθεί στο σαλόνι του και διάφοροι παρείσακτοι (ένας φιλόδοξος αρχαιολόγος και η σύντροφός του, ένας αρχαιοκάπηλος-τεχνοκριτικός, ένας μεσίτης ακινήτων, ένας ναυαγοσώστης κι ο γραμματέας της τοπικής πολιτιστικής οργάνωσης του κόμματος) παλεύουν να συνυπάρξουν μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Ο Κώστας Παπακωνσταντίνου (Οι Χαλασοχώρηδες), συνεπικουρούμενος από μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών, σκηνοθετεί με τρόπο νευρώδη και καθηλωτικό μια απολαυστική παράσταση, που παρουσιάζεται στο Θέατρο «Σημείο» μέχρι τις 13 Απριλίου. Με αφορμή το Ρωμαϊκό Λουτρό, κουβεντιάζουμε μαζί του.


Υπάρχουν παραλληλισμοί ανάμεσα στο βαλκανικό «κομμουνισμό» της δεκαετίας του ’70 και το βαλκανικό και παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό του σήμερα;

Το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο, εντός του οποίου είναι γραμμένο το κείμενο, είναι εκείνο του 1974. Η παράσταση παίζεται στην Αθήνα το 2014, οπότε δε μας ενδιέφερε να αναφερθούμε στη βουλγαρική κοινωνία του 1974. Μας «καίει» τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, όπου παρουσιάζουμε το έργο. Η σύνδεση, πάντως, ανάμεσα στις δύο περιόδους υπάρχει εκ των πραγμάτων. Αυτό που μας ενδιέφερε, όταν είδαμε το κείμενο, το οποίο είχαν επιλέξει η Νάντια η Περιστεροπούλου και ο Δημοσθένης ο Ξυλαρδιστός, που παίζουν στο έργο και μου πρότειναν να το σκηνοθετήσω, ήταν να μιλήσουμε για την Ελλάδα του σήμερα. Όχι να κάνουμε μια παράσταση φολκλόρ ή να ασκήσουμε κριτική στο πολιτικό σύστημα της Βουλγαρίας. Το κείμενο δεν είναι αντικομμουνιστικό. Μερικοί, σε πρώτη ανάγνωση και θέαση, νομίζουν κάτι τέτοιο. Δεν ισχύει καθόλου. Παιζόταν επί δέκα χρόνια στο Κρατικό Σατιρικό Θέατρο της Σόφιας, με το οποίο ο Στρατίεβ συνεργαζόταν ως δραματουργός. Σήμερα που υπάρχουν υπουργοί της κυβέρνησης, οι οποίοι δηλώνουν αντικομμουνιστές και μπορεί αυτό πια να λέγεται, όπως αύριο μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως είναι αντισημίτης, δε θέλαμε το έργο να είναι αντικομμουνιστικό.

Κι εγώ αυτή την εντύπωση αποκόμισα παρακολουθώντας το έργο, ότι κάλλιστα θα μπορούσε να είναι γραμμένο στην εποχή της Ελλάδας των μνημονίων- κι όχι μόνο της Ελλάδας.

Αυτό που κάνει ουσιαστικά ο Στρατίεβ, ο οποίος είναι ένας πολύ καλός θεατρικός συγγραφέας, είναι να ξεκινήσει από ένα εύρημα, ότι έχει ανακαλυφθεί ένα αρχαίο ρωμαϊκό λουτρό στη μέση του σαλονιού ενός σπιτιού. Κάποιοι εργάτες σκάβουν το πάτωμα, προκειμένου ν’ αλλάξουν τα σανίδια που έχουν σαπίσει, και  βρίσκουν αρχαία. Ο ιδιοκτήτης λείπει σε διακοπές, επιστρέφει και το ρωμαϊκό λουτρό έχει αναδυθεί. Από κει αρχίζει το έργο. Σου πετάει στη μέση του σπιτιού ένα αρχαίο μνημείο πολιτισμού. Εκτός από τον ιδιοκτήτη, που εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα να μένει στο σπίτι του, εμφανίζονται ένας φιλόδοξος κι εργατικός αρχαιολόγος, στον οποίο δίνεται άδεια από το κράτος να ξεκινήσει ανασκαφές, ένας ναυαγοσώστης, γιατί ο νόμος επιβάλλει σε κάθε υδάτινη δεξαμενή να υπάρχει ένας ναυαγοσώστης, ο αρχαιοκάπηλος-τεχνοκριτικός, ένας μεσίτης ακινήτων, που θέλει να το πουλήσει σε έναν πελάτη κι ο γραμματέας της τοπικής πολιτιστικής οργάνωσης του κόμματος. Όλοι αυτοί, ο καθένας από την πλευρά του, βλέπουν το εύρημα και το χώρο υπό διαφορετικό πρίσμα: ο ένας το βλέπει ως σπίτι, ο άλλος ως κολυμβητήριο, ο τρίτος ως αρχαιολογικό τόπο. Ο καθένας αναγνωρίζει το δικό του δίκιο και συμφέρον, με συνέπεια ο ένας να ακυρώνει τον άλλο, εφόσον όλοι τα βλέπουν διαφορετικά. Από κει τα ζητήματα από προσωπικά γίνονται πολιτικά, ανοίγει, δηλαδή, μια πολιτική και κοινωνιολογική συζήτηση, που αφορά στη σχέση του ατόμου με το σύνολο και τη θέση του σύγχρονου ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτό είναι το θέμα του έργου. Οπότε κι εμείς αυτό τον πολιτικό διάλογο ανοίγουμε με την παράσταση. Έχουμε κρατήσει τα ονόματα, τις προσφωνήσεις, όπως το «σύντροφε», αλλά οι αναφορές μας είναι σημερινές.

Εισάγεται κι ένα συναισθηματικό στοιχείο, με την παρουσία της κοπέλας.

Ο Στρατίεβ, σε σχέση με τη διαφωνία ανάμεσα στους ήρωές του, μεροληπτεί υπέρ του Αντόνοβ, που είναι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Η πρόθεσή μας είναι να καταδείξουμε πως όλοι έχουν δίκιο κι άδικο ταυτόχρονα και νομίζω ότι το πετυχαίνουμε. Κατά συνέπεια, τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει, αν δεν υπάρξει συνεννόηση και αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Η παράσταση, λοιπόν, δε μεροληπτεί υπέρ κανενός. Στο κείμενο ο Στρατίεβ αδικεί λίγο τις γυναίκες, γιατί σε όλο αυτό το διάλογο άποψη, θέση και επάγγελμα έχουν μόνο οι άντρες. Αυτό που φωτίσαμε εμείς είναι ότι η κοπέλα δε θέτει ως προτεραιότητα το προσωπικό της συμφέρον, αλλά προσπαθεί να συμβιβάσει τα πράγματα και να βοηθήσει τους υπόλοιπους να συνεννοηθούν. Έχουμε αναγάγει την κοπέλα σε σύμβολο, έναν άνθρωπο με αγάπη προς τους ανθρώπους και το αύριο.



Μου άρεσε η σκηνοθετική σου οπτική: νευρώδης, δε σ’ αφήνει «να πάρεις ανάσα» και, καθώς ολοκληρωνόταν η παράσταση, είχα την αίσθηση ότι ήθελα κι άλλο. Σου υπαγόρευσε το κείμενο αυτή τη ματιά, ή θεώρησες ότι το εξυπηρετεί καλύτερα  από δραματουργικής άποψης;

Αφετηρία μας είναι η σχέση των ανθρώπων, η σχέση ανάμεσα στους ηθοποιούς, η επικοινωνία μεταξύ τους πάνω στη σκηνή. Σε σχέση με το κείμενο, η αντιπαράθεση των ηρώων σε επίπεδο ιδεών κι επιχειρημάτων. Μας ενδιέφερε να αναδείξουμε το πολιτικό στοιχείο του έργου και να το μετασχηματίσουμε σε πολιτικό στοιχείο της παράστασης, όχι ως ανάλυση κειμένου. Από κει και πέρα, το έργο έχει ένα πολύ καλό ρυθμό κι όταν βρεις τι λένε οι ήρωες και τι εννοούν και ξεκινήσει ο διάλογος, ο ρυθμός αυτός σου αποκαλύπτεται.

Πρόκειται για μια πολύ «δεμένη» δουλειά: και οι ατομικές ερμηνείες, αλλά και συνολικά, η παράσταση απέπνεε μια «στέρεα» αίσθηση. Είναι αυτό προϊόν μιας καλής σχέσης ανάμεσα σε όλους τους συντελεστές της;

Έχει να κάνει με τον τρόπο δουλειάς. Το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια παράσταση είναι οι άνθρωποι, δηλαδή η συνύπαρξη και η επικοινωνία τους πάνω στη σκηνή. Στην πρόβα ξεκινάω από μια σκηνική γνωριμία των ανθρώπων. Το δεύτερο πιο σημαντικό είναι η ιστορία που αφηγείσαι, να είναι καθαρή και κατανοητή απ’ όλους. Να συμφωνήσουμε όλοι μαζί τι ιστορία αφηγούμαστε και να την αφηγηθούμε με σαφήνεια. Αν χωρίσουμε ένα έργο τέχνης στο περιεχόμενο και τη φόρμα, με ενδιαφέρει περισσότερο το περιεχόμενο. Όλα έγιναν σε συνεργασία με τους ηθοποιούς και τους άλλους συντελεστές: τον σχεδιαστή φωτισμών, τον μουσικό, την σκηνογράφο, την ενδυματολόγο και τους υπόλοιπους. Επιλέξαμε να ξεκινήσουμε από ένα «γυμνό» σκηνικό, γιατί και υποκριτικά το πρώτο μισάωρο είναι λιτό, χωρίς «στήσιμο», αν και δε μ’ αρέσει αυτή η λέξη στο θέατρο, οι ηθοποιοί δεν έχουν προκαθορίσει την κίνησή τους, είναι ένα πείραμα για όλους μας. Το αρχικό κείμενο περιγράφει το σκηνικό με κάθε λεπτομέρεια. Σταδιακά, ο καθένας προσθέτει ένα στοιχείο και στο σκηνικό, σε σχέση με την οπτική που υιοθετεί απέναντι στο χώρο. Ξαφνικά έχει διαμορφωθεί μπροστά στα μάτια σου ένα πλήρες σκηνικό, η παράσταση έχει μεταμορφωθεί από πολύ πειραματική σε κάτι που «μυρίζει» θέατρο κι ούτε έχεις καταλάβει πότε συνέβη αυτό. Το γεγονός αυτό τονίζει τη σύγχυση των ηρώων και την ασυμφωνία τους και συντελέστηκε για να δώσουμε την ευκαιρία στον κάθε θεατή, για ένα διάστημα, να «γεμίσει» φαντασιακά το χώρο με τον τρόπο του.

Ποιες είναι οι εντυπώσεις του κοινού, μέχρις στιγμής;

Εσύ πες μου!

Έφυγα από το θέατρο με ένα μειδίαμα. Είναι μια παράσταση με χιούμορ ευφυές, «κοφτερό», σπινθηροβόλο, η οποία θέλεις να διαρκέσει, με προβληματισμούς όχι απλώς σύγχρονους, αλλά διαχρονικούς.

Γενικά η παράσταση αρέσει. Έχει πολύ γέλιο. Είναι ένα εργαλείο αυτό, αλλά δε μένουν εκεί ούτε το έργο, ούτε η παράσταση. Το χιούμορ λειτουργεί, οι θεατές γελάνε μ’ αυτή την ποιότητα γέλιου. Δεν πρόκειται, όμως, για καλαμπούρι, που κι αυτό καλό είναι, αλλά και πολύ δύσκολο να το πετύχεις θεατρικά.

Εκτιμάς ότι μια ευφυής κωμωδία αποτελεί προσφορότερο τρόπο ανάδειξης πολιτικών και κοινωνιολογικών ζητημάτων από μια πιο «καθαρόαιμη» πολιτικού τύπου παράσταση, με τη «στρατευμένη» έννοια του όρου;

Δε νομίζω, πρόκειται για άλλη τεχνική. Γιατί το αστείο, το χιούμορ να είναι πιο προσιτά, αλλά μπορεί πολλοί να τα δουν και να μην καταλάβουν τίποτα ή να μείνουν στην επιφάνεια.

Πώς τα βγάζετε πέρα, σε ατομικό και σε ομαδικό επίπεδο, από οικονομικής και δημιουργικής άποψης, υπό τις συνθήκες που πολλοί από μας ζούμε;

Δημιουργικά είναι καλύτερη περίοδος, γιατί σε τσιγκλάνε, σε «τρώνε» πολλά, θέλεις να μιλήσεις, να πεις. Το καλό είναι ότι βρίσκονται οι άνθρωποι. Λεφτά δε βρίσκεις, αλλά ανθρώπους βρίσκεις, για να συμπορευτείς μαζί τους.

Το λέω, επειδή, σε αυτές τις συνθήκες, είναι πολύ εύκολο ο καθένας να απογοητευτεί και να αποτραβηχτεί.

Το να κλειστείς σπίτι σου δε νομίζω πως είναι επιλογή, είναι πρόβλημα. Από κει και πέρα, επειδή οι επιλογές να κάνεις πράγματα και να βγάζεις λεφτά έχουν περιοριστεί, γίνεσαι πολυμήχανος. Εμείς είμαστε και λίγο «προπονημένοι» στο να μη βγάζουμε λεφτά απ’ αυτό που κάνουμε. Άλλωστε ακόμα και πετυχημένες παραστάσεις δε βγάζουν λεφτά, αλλά πλέον δε συμβαίνει μόνο στο θέατρο αυτό.


Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν την ανάρτηση είναι του Νίκου Βαρδακαστάνη (http://photostudio112.blogspot.gr/).


Συντελεστές της παράστασης:

Μετάφραση: Βασίλης Σκουβάκλης
 
Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
 
Βοηθός Σκηνοθέτη/ Επιμέλεια Κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα

Σκηνικά-Κοστούμια: Λυδία Κοντογιώργη, Ζωή Αρβανίτη

Μουσική: Βασίλης Κουτσιλιέρης

Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Αγιαννίτης

Σχεδιασμός προωθητικού υλικού: Χρήστος Ατζινάς
 
Οργάνωση παραγωγής: Νάντια Περιστεροπούλου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός

Παίζουν: Δημήτρης Δημητρόπουλος, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Νάντια Περιστεροπούλου, Σταύρος Σιούλης

Θέατρο «Σημείο», β’ σκηνή «Σημείο lab», Χαριλάου Τρικούπη 4 (πρώην «Απλό», πίσω από το Πάντειο), τηλ. θεάτρου  210-9229579

Ημέρες και ώρες παραστάσεων:

Παρασκευή  21.00, Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00



Τιμές εισιτηρίων: Σαβ./Κυρ.: 13 Ευρώ (κανονικό), 10 Ευρώ (μειωμένο)
                            Παρασκευή: 10 Ευρώ (γενική είσοδος)



Παραστάσεις από 14/3 έως 13/4/2014


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου