Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

Στιβ Σεμ-Σάντμπεργκ: «Η συγγραφή είναι για μένα μια διαισθητική διαδικασία»

 

Στιβ Σεμ-Σάντμπεργκ (Φωτογραφία: Stefan Tell)

Στα «χνάρια» του Βόιτσεκ, ενός εκ των πιο αυθεντικών (αντι)ηρώων του 20ού αιώνα και ενσάρκωσης του καταπιεσμένου προλετάριου, επιχειρεί να «βαδίσει» ο Σουηδός συγγραφέας Στιβ Σεμ-Σάντμπεργκ με το εξαιρετικό μυθιστόρημά του, Β.

Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά, συζητάμε με τον συγγραφέα για την Ιστορία, την πολιτική, τη λογοτεχνία, τον Γκέοργκ Μπύχνερ και την Ευρώπη του χτες, του σήμερα και του αύριο.

Στο μυθιστόρημά σας Β., που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, αναπλάθετε το θεατρικό έργο Βόιτσεκ του Γκέοργκ Μπύχνερ, έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της νεωτερικής λογοτεχνίας.

Θα θέλατε ν’ αναλύσετε τη διαδικασία επανεπινόησης αυτού του ημιτελούς και αποσπασματικού κειμένου μέσω της επίπονης έρευνας δικαστικών αρχείων της εποχής; Ποιες ήταν οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίσατε;

Το μυθιστόρημά μου δεν αποτελεί απόπειρα να αναδημιουργήσω μυθοπλαστικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο το θεατρικό έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ, Βόιτσεκ.

Ο καλύτερος τρόπος να το θέσω είναι λέγοντας ότι το βιβλίο μου βασίζεται σε μια πραγματική υπόθεση εγκλήματος, η οποία είχε συζητηθεί ευρέως σε λαϊκούς και ιατρικούς κύκλους την εποχή του Μπύχνερ.

Αυτή ήταν η βασική πηγή που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας. Βεβαίως χρησιμοποίησε και πολλές άλλες.

Αυτό που επέλεξα να κάνω ήταν να την κοιτάξω λίγο πιο προσεκτικά, κι έτσι ανακάλυψα πως υπήρχε εύκολα διαθέσιμο τεράστιο ανθρώπινο υλικό για τον «αληθινό» Βόιτσεκ.

Στο συγκεκριμένο υλικό συγκαταλεγόταν μια πολύ εκτενής ψυχολογική έρευνα σχετικά με την πνευματική κατάστασή του πριν τον φόνο και κατά τη διάρκεια του, η οποία είχε διενεργηθεί από έναν γιατρό επί πολλά χρόνια.

Ανακάλυψα, επίσης, ορισμένες νύξεις για τα κατατόπια του κατά τη δεκαοκταετή θητεία του ως πεζικάριου σε διαφορετικούς στρατούς.

Προσπάθησα ν’ ακολουθήσω τα «χνάρια» αυτού του Βόιτσεκ -του «αληθινού», αν θέλεις να το θέσουμε έτσι- όσο πιο προσεκτικά ήταν δυνατόν, αλλά -πέραν αυτού- το αξιοσημείωτο θεατρικό του Μπύχνερ υπήρξε, ασφαλώς, τεράστια έμπνευση.

Διαρκώς ποδοπατημένος από τους φορείς της εξουσίας, ο Βόιτσεκ είναι εκ των πιο αυθεντικών (αντι)ηρώων του 20ού αιώνα, μια ενσάρκωση του καταπιεσμένου, περιθωριοποιημένου προλετάριου που αναζητά νόημα στη μίζερη ύπαρξή του.

Πώς συνδέεστε με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα σε συναισθηματικό, διανοητικό και πολιτικό επίπεδο;

Νομίζω ότι είναι σημαντικό να έχουμε δυο πράγματα κατά νου.

Η Ευρώπη του πρώιμου 19ου αιώνα ήταν μια άκαμπτη ταξική κοινωνία. Αν δε διέθετες τα οικονομικά μέσα ή κάποιον εξωτερικό ευεργέτη για να σου παράσχει, για παράδειγμα, εκπαίδευση ήταν αδύνατον να ανελιχθείς πέραν της τάξης σου.

Για έναν άνθρωπο με τις καταβολές του Βόιτσεκ υπήρχαν μόνο δύο τρόποι: είτε να εργαστεί ως υπηρέτης, είτε να καταταγεί ως στρατιώτης στη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων.

Ο Βόιτσεκ έκανε και τα δύο. Σε όλη του τη ζωή ουδέποτε θεωρήθηκε κάτι περισσότερο από ένα αντικείμενο προς χρήση και κατάχρηση, και όταν πλέον δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ή να υποστεί κακομεταχείριση αφηνόταν απλώς στην άκρη.

Αν δεν είχε διαπράξει αυτό το έγκλημα, να σκοτώσει τη γυναίκα που αγαπούσε, κανένας δε θα του είχε αφιερώσει την παραμικρή σκέψη. Το διέπραξε, όμως.

Γι’ αυτό υπήρξε αρκετά «τυχερός» ώστε να θεωρηθεί αντικείμενο για τρίτη φορά, τώρα στα χέρια των γιατρών που ήθελαν να τον εξετάσουν προκειμένου ν’ ανακαλύψουν αν είναι «νοήμων» ή όχι. Δεν ήταν, έχοντας υποφέρει δύο δεκαετίες πολέμου και ένδειας.

Πρέπει, ωστόσο, να θυμάσαι πως όλα ετούτα συνέβησαν δεκαετίες πριν τον Φρόιντ.

Μόλις αρχίζαμε να συλλαμβάνουμε τον άνθρωπο ως μια ανθρώπινη ύπαρξη με συνείδηση, διορατικότητα, ενσυναίσθηση και ικανότητα να δρα με έναν ηθικά υπεύθυνο τρόπο.

Παλαιότερα, αν ήσουν ψυχικά ασθενής, απλώς θεωρείτο ότι είχες διαπράξει έγκλημα εναντίον του Θεού και υφίστασο τη δέουσα τιμωρία.

Διατρέχοντας την έρευνα σχετικά με την ψυχική κατάσταση αυτού του «κτηνώδους δολοφόνου», όπως επανειλημμένως αποκαλείτο ο Β., σύντομα συμπεραίνεις πως ο Κλάρους, η ιατρική αυθεντία (!), ήταν ο αδαής.

H άγνοιά του γίνεται αντιληπτή όταν, για παράδειγμα, χτυπά με τις αρθρώσεις των δακτύλων του το μέτωπο του Β. προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει πού ήταν κρυμμένες οι φωνές τις οποίες ο Β. ισχυριζόταν ότι άκουγε.

Ο Β. έχει επίγνωση της κατάστασής του, ξέρει πως είναι ένας απόβλητος, ένας άχρηστος, και στη διάρκεια της μακράς ανάκρισής του είναι στην πραγματικότητα ο μόνος που απαντά με αντικειμενικό και νηφάλιο τρόπο.

Πού θα εντοπίζατε τους «Βόιτσεκ» του σημερα; Ανάμεσα στους μετανάστες χωρίς χαρτιά, τους διωκόμενους πρόσφυγες, τους επισφαλώς εργαζόμενους σε χώρες της «Δύσης» και της «Ανατολής» εξίσου;

Νομίζετε ότι οι «Βόιτσεκ» αυτού του κόσμου θα ακουστούν πραγματικά μόλις συνειδητοποιήσουν ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός (τους) και αποφασίσουν να οργανωθούν συλλογικά προκειμένου «κυνηγήσουν» τους στόχους τους;

Δε νομίζω πως οι συγγραφείς πρέπει να προβαίνουν σε πολιτικές δηλώσεις, να διατυπώνουν προβλέψεις ή να εκφέρουν ηθικές κρίσεις.

Το ηθικό δίδαγμα μιας ιστορίας πρέπει να βρίσκεται στη συγγραφή της, στη φιλοδοξία να δείξεις τη ζωή που βίωναν οι χαρακτήρες με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Με δυο λόγια, να τους ζωντανέψεις.

Αν τα τραύματα που οι «Βόιτσεκ» βιώνουν αποκαλυφθούν, για παράδειγμα μέσω ενός μυθιστορήματος όπως αυτό, πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος θα ξέρει ενστικτωδώς με ποιο τρόπο ν’ αντιδράσει.

Όχι μόνο έναντι της δικιάς του μοίρας, αλλά και εκείνης οποιουδήποτε ανθρώπου υποφέρει από πόλεμο και διώξεις σήμερα.

Η λογοτεχνική ταραχή ή/και ο λογοτεχνικός ακτιβισμός, από την άλλη, είναι και θα παραμείνουν επιπεδα, μια προπαγάνδιση ιδεολογικών απόψεων με άλλα μέσα.

«Ίσως […] υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να διαβάζει κανείς εκτός από τα μάτια. Ίσως δεν χρειάζεται να ερμηνεύει κανείς άψογα τις λέξεις για να μάθει τι λέει ένα βιβλίο», εξηγεί ο Β. στον Κλάρους.

Τι σηματοδοτεί η αναγνωστική -και μάλιστα η συγγραφική- διαδικασία για εσάς; Συνιστά μια σύγκρουση με τα απροσμέτρητα και συχνά τρομακτικά ανθρώπινα «βάθη» και μια κατάδυση σ’ αυτά;

Πολύ. Η συγγραφή είναι για μένα μια διαισθητική διαδικασία. Νιώθεις τον δρόμο προχωρώντας, σχεδόν σαν να ήσουν τυφλός.

Ταυτόχρονα, όμως, έχω μια τεράστια -για κάποιους ελαφρώς γελοία- πίστη στην ικανότητα της λογοτεχνίας -εν προκειμένω του μυθιστορήματος- ν’ αντιλαμβάνεται και να δίνει νόημα σε πραγματικότητες που δεν μπορείς ν’ αγγίξεις απλά και μόνο μέσω ιστορικών και βιογραφικών καταγραφών!

Βεβαίως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Β., υπάρχει έρευνα που πρέπει να διεξαχθεί, αλλά πέραν αυτού δεν κάνω μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς.

Τμήματα του βιβλίου εξακολουθώ να αισθάνομαι σαν να τα έγραψα μέσα σε ένα όνειρο, αν και αυτό συνέβη ενόσω ήμουν απολύτως ξύπνιος και ήταν μέρα μεσημέρι.

Το Β. εκτυλίσσεται σε μια διαιρεμένη Ευρώπη, ρημαγμένη από τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Μερικές, μάλιστα, από τις πολεμικές αγριότητες περιγράφονται πράγματι με ενοχλητική λεπτομέρεια.

Είχατε την πρόθεση να αποτυπώσετε την ηθική εξαχρείωση που προκλήθηκε στον ανθρώπινο ψυχισμό μέσω των πολέμων γενικότερα;

Βρίσκετε αναλογίες ανάμεσα στους Ναπολεόντειους Πολέμους και όσους ακολούθησαν στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου και του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία; Πού οδεύει η Ευρώπη, κατά τη γνώμη σας;

Έγραψα το Β. κατά τη διάρκεια της ενδεκαετούς παραμονή μου στη Βιέννη. Το πιο έντονο διάστημα της συγγραφής συνέβη να συμπέσει με την προσφυγική κρίση του 2015.

Θυμάμαι μέρες όταν χιλιάδες μετανάστες και πολιτικοί πρόσφυγες κυριολεκτικά κατέκλυζαν τον δρόμο της γειτονιάς όπου έμενα, οι περισσότεροι εξ αυτών καθ’ οδόν για τη Γερμανία.

Θυμάμαι τότε να σκέφτομαι πως είχε ανοίξει μια γιγάντια πόρτα στο παρελθόν και μέσα από αυτή όλη η προ του 1848 Ευρώπη με τους φρικτούς πολέμους της και τα ατέλειωτα βάσανα περνούσε γρήγορα.

Είναι η πρώτη φορά κατά την οποία, γράφοντας ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στο παρελθόν, τα γεγονότα τα οποία περιγράφονται σ’ αυτό φαντάζουν τόσο αλλόκοτα παρόμοια με όσα συμβαίνουν στον καιρό μας.

Ποια είναι η αγαπημένη σας θεατρική ή/και κινηματογραφική διασκευή του Βόιτσεκ;

Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη προτίμηση.

Παρακολούθησα τη διασκευή του θεατρικού σε μορφή μιούζικαλ από τους Ρόμπερτ Γουίλσον και Τομ Γουέιτς όταν έκανε την πρεμιέρα του στην Κοπεγχάγη το 2000.

Tο είδα για δεύτερη φορά στη Βιέννη τον Δεκέμβριο του 2013, ακριβώς πριν ξεκινήσω τη συγγραφή του μυθιστορήματος μου.

Μου αρέσει επίσης πολύ η όπερα του Άλμπαν Μπεργκ, Wozzeck.

Το Β. έχει γίνει διεθνές μπεστ σέλερ. Αποκαλύπτει το γεγονός αυτό κάτι ενθαρρυντικό για τις αναγνωστικές συνήθειες, την ηθική στάση και τις πολιτικές/ιστορικές ανησυχίες των ποικίλων αναγνωστικών κοινών παγκοσμίως;

Δε θα μπορούσα να το ξέρω και -όπως προανέφερα- προτιμώ να μην προβαίνω σε διαγνώσεις ή πολιτικές προβλέψεις.

Γνωρίζω ότι το βιβλίο έχει ευρέως μεταφραστεί και τουλάχιστον ελπίζω πως έχει φτάσει σε ποικίλα κοινά σε πολλές διαφορετικές χώρες.

Πιστεύω, όμως, ότι αυτό το μυθιστόρημα δεν αφορά μόνο στον πόλεμο και την ένδεια, αλλά και στη νεωτερικότητα με την ευρύτερη έννοια της λέξης:

Το σταδιακό άνοιγμα των ματιών των ανθρώπων σε έναν κόσμο φτιαγμένο όχι από τον Θεό, αλλά από τον ίδιο τον Άνθρωπο.

Αυτό, άλλωστε, ήταν και το πρωταρχικό θέμα του Μπύχνερ, ο οποίος ήταν από πολλές απόψεις προάγγελος, ένας άνθρωπος μπροστά από την εποχή του. Δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του η Ευρώπη θα ζούσε τις επαναστάσεις του 1848.

Όλα τα θεατρικά έργα του έχουν να κάνουν με το πώς ο άνθρωπος προσπαθεί και αποτυγχάνει να γίνει μια πολιτισμένη ύπαρξη.

Η διαρκής δημοφιλία του Βόιτσεκ αποδεικνύει ότι αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο πολλοί εξακολουθούμε να συνδεόμαστε. Ίσως περισσότερο από ποτέ στους καιρούς που υπομένουμε τώρα.

Ευχαριστώ θερμά την Signe Bedinger (Nordin Agency), κύρια ατζέντισσα του Στιβ-Σεμ Σάντμπεργκ, για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα.

Το μυθιστόρημα του Στιβ-Σεμ Σάντμπεργκ Β. κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση του Γιώργου Μαθόπουλου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου