Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

Λάνα Μπάστασιτς: «Είναι πολύ δύσκολο να δεις το οποιοδήποτε μέλλον στα Βαλκάνια»

 

Λάνα Μπάστασιτς (Φωτογραφία: Alex Dmitrovic)

Διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, θεατρική συγγραφέας, ποιήτρια και μεταφράστρια, η γεννημένη στο Ζάγκρεμπ, σερβοβοσνιακής καταγωγής Λάνα Μπάστασιτς είναι μια συναρπαστική λογοτεχνική φωνή από τα Βαλκάνια.

Συνομιλώντας μαζί της με αφορμή τη φετινή κυκλοφορία στα ελληνικά του μυθιστορηματικού της ντεμπούτου, Πιάσε το λαγό, μιας κατάδυσης στους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία μέσω της ιστορίας της φιλίας δύο νεαρών γυναικών.

Σε ποιο βαθμό ταυτίζεσαι με το βαλκανικό πλαίσιο;

Αυτή είναι η πρώτη ερώτηση;

Θα μπορούσε πράγματι να είναι!

Σίγουρα ανήκω στο βαλκανικό πλαίσιο, και ακόμη περισσότερο σε τόπους που έχουν υπάρξει τραυματικοί, γιατί -κατά μία έννοια- μας ορίζουν. Νομίζω, μάλιστα, ότι νιώθω πιο άνετα αναφερόμενη στα Βαλκάνια γενικά, κι όχι σε μια συγκεκριμένη χώρα

Οι καταβολές μου είναι χαοτικές, εξάλλου. Γι’ αυτό κι αισθάνομαι πως ανήκω σε όλα αυτά μέρη και σε κανένα, ταυτόχρονα. Κι ακόμα περισσότερο, ότι ανήκω σε πόλεις όπως η Μπάνια Λούκα, το Σαράγεβο, το Ζάγκρεμπ, το Βελιγράδι.

Όλες οι χώρες είναι, άλλωστε, σε κάποιο βαθμό φανταστικές.

Το να προέρχεσαι από τα Βαλκάνια, ωστόσο, σε καθιστά προσδιορίσιμο μέσω του πολέμου. Είναι, επομένως, σημαντικό για μένα να βλέπω τι άλλο υπάρχει εκεί εκτός από τη νοσταλγία και την τυπική θυματοποιητική λογική.

Ίσως το Πιάσε το λαγό  αφορά στην αφήγηση της δικής σου εκδοχής της Ιστορίας/ιστορίας των Βαλκανίων ή του τρόπου να φαντάζεται κάποιος τα Βαλκάνια/τη Βοσνία- και στο πώς μια αφηγήτρια τοποθετείται σ’ αυτό το πλαίσιο.

Πόσο κοντά νιώθεις, λοιπόν, στην πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος Λέιλα/Λέλα;

Η ιστορία που αφηγούμαι είναι μια ιστορία που δεν είχα διαβάσει πουθενά αλλού. Ανάλογα με τον τόπο καταγωγής σου άκουγες κάτι διαφορετικό σχετικά με τον πόλεμο.

Αρχικά, επομένως, ήθελα να αναλογιστώ με ποιον τρόπο αλλάζει ο αφηγητής την ιστορία. Πώς, λοιπόν, αντιμετωπίζει μια Σέρβα το αίσθημα ενοχής ή της ευθύνης; Έχει επίγνωση;

Κι έπειτα τίθεται το ζήτημα ότι είναι γυναίκες. Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που σκέφτηκα εκ των προτέρων- μου προέκυψε με φυσικό τρόπο.

Όταν, όμως, κυκλοφόρησε το βιβλίο, όλοι στη Σερβία, την Κροατία και τη Βοσνία αναφώνησαν: «Είναι το πρώτο μυθιστόρημα για τη γυναικεία φιλία!»

Το αναφέρεις και στον επίλογο του βιβλίου.

Ήμουν όντως μπερδεμένη. Αυτό αποδεικνύει, πάντως, πως δεν έχουμε πολλές ιστορίες αφηγημένες από τη γυναικεία σκοπιά.

Ήθελα, επίσης, να δείξω ότι, όταν μιλάς για τον πόλεμο, δεν αναφέρεσαι μόνο σε όπλα, βόμβες και στρατιώτες: υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος στο φόντο που επηρεάζεται από αυτά, ένα γεγονός που μπορεί να συνεχίζεται επί πολλές γενιές.

Συγκρίνω αυτή την επίδραση με τη ραδιενέργεια: παραμένει. Ακόμα, λοιπόν, κι όταν υπογράφηκαν οι Συμφωνίες του Ντέιτον κι ο υπόλοιπος κόσμος ένιψε τας χείρας του θεωρώντας πως όλα είχαν επιλυθεί, για μας δεν είχαν επιλυθεί.

Ήθελα, άρα, να μιλήσω για τις συνέπειες που δε συζητιούνται, δεν είναι ορατές, δεν είναι τόσο εξωτικές. Είναι πολύ ήσυχες, όμως αλλάζουν ζωές. Εντελώς.

Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι, ακόμα και τώρα, δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι στην Μπάνια Λούκα που είναι πρόθυμοι να μιλήσουν για όσα συνέβησαν στον μουσουλμανικό πληθυσμό της πόλης.

Αντιμετωπίστηκα από τους Σέρβους ως προδότρια επειδή αποτύπωσα τα βάσανα κάποιου άλλου.

Του άλλου.

Ακριβώς. Ενώ αυτό για το οποίο ήθελα να γράψω ήταν πως δε βλέπω κανέναν άνθρωπο ως τον άλλο. Είναι γελοίο να διαχωρίζεις τους ανθρώπους βάσει του ονόματός τους.

Ήθελες να γράψεις για τη χώρα σου, κάτι που δεν ήξερες καν τι σήμαινε, όπως επισημαίνεις στον επίλογο του βιβλίου. Το ανακάλυψες, τελικά, κατά τη διάρκεια της συγγραφής ή μετά την ολοκλήρωσή της;

Πολύ καλή ερώτηση!

Για μένα η συγγραφή δεν είναι θεραπεία. Στην πραγματικότητα, η ζωή μου θα ήταν πολύ ευκολότερη αν δεν έγραφα! (Γέλιο)

Από την άλλη, μέσω της διαδικασίας συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου κατάφερα να μη σκέφτομαι κάτι- ή τουλάχιστον έθεσα ένα ερώτημα, ελπίζοντας κάποιοι αναγνώστες -ιδίως Σέρβοι- να βρουν την απάντησή τους.

«Πώς θα ήταν η ζωή σου αν είχες μουσουλμανικό όνομα;» είναι το ερώτημα που τους απεύθυνα μέσα από το βιβλίο.

Έχουν περάσει έξι χρόνια έκτοτε, είμαι ένας εντελώς διαφορετικός, άνθρωπος, κι όμως πρέπει να μιλάω γι’ αυτό επειδή μεταφράζεται σε διαφορετικές γλώσσες.

Αισθάνεσαι ότι η σύγχρονη βαλκανική λογοτεχνική παραγωγή υποαντιπροσωπεύεται σε επίπεδο υποψηφιοτήτων για σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία διεθνώς ή υποτιμάται από τους αναγνώστες εκτός Βαλκανίων;

Και πώς μια νεοεισερχόμενη στο πεδίο της λογοτεχνίας όπως εσύ αντιμετωπίζει -και πιθανόν ξεπερνά- αυτούς τους σκοπέλους;

Σίγουρα υποαντιπροσωπεύεται, όπως και κάθε παραγωγή προερχόμενη από «μικρή» γλώσσα. Υπάρχει αφθονία μυθιστορημάτων γραμμένων στα αγγλικά. Ξέρουμε πολύ περισσότερα για αγγλόφωνους συγγραφείς απ’ ό,τι ξέρουν εκείνοι για εμάς.

«Δεν προκύπτει ξεκάθαρα από το βιβλίο σε ποιο πόλεμο αναφέρεσαι», μου είχε πει μια βιβλιοπώλισσα από την Καλιφόρνια. Είναι θλιβερό. Ενώ εγώ γνωρίζω τόσα σχετικά με τη βορειοαμερικανική πολιτική.

Υπάρχει, εξάλλου, και έλλειψη μεταφραστών. Δεν πληρώνονται αρκετά καλά.

Στους αναγνώστες αρέσει να διαβάζουν για τη Βοσνία από έναν συγγραφέα που γράφει στ’ αγγλικά ή στα γερμανικά. Κι αυτοί οι συγγραφείς θα αποκομίσουν βραβεία- κι έχουν αποκομίσει. Η μεγαλύτερη αγορά κερδίζει. Είναι απλά ο καπιταλισμός.

Όταν, όμως, επιλέγεις να γράψεις στη μητρική σου γλώσσα, η κατάσταση γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Μετέφρασα η ίδια το βιβλίο μου στα αγγλικά. Κανένας δε μου πρόσφερε ένα συμβόλαιο. Δεν ήξερα πως η συγγραφή θα μπορούσε να είναι καριέρα.

Απλώς ήθελα να βρω έναν ξένο εκδότη. Και ήξερα ότι δεν τα ψάχνουν αυτά. Δεν έχουν καν κάποιον που να γνωρίζει σερβοκροατικά, ουγγρικά ή κινέζικα.

Ούτε κατ’ αναλογία σε γειτονικές χώρες όπως η Ελλάδα.

Ακριβώς! Είναι πολύ απογοητευτικό. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα να ανακαλύψω εδώ Ούγγρους συγγραφείς, για παράδειγμα. Και δεν αναφέρομαι καν σε σύγχρονους. Για τους κλασικούς μιλάω.

Πώς γίνεται να έχω διαβάσει περισσότερα για το Μπρούκλιν παρά για την Ουγγαρία, με την οποία, ως Σέρβοι, μοιραζόμαστε τόσα σε ιστορικό επίπεδο;

Το να βρω, επομένως, εκδότη, να μεταφραστεί η δουλειά μου, να πάρω κάποιο βραβείο προϋποθέτει πολλές μάχες.

Το Πιάσε το λαγό δεν αποτελεί ξαναδούλεμα της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, αλλά μοιράζεται πολλά κοινά. Γιατί επέλεξες το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ως πηγή έμπνευσης και αναφορών;

Χαίρομαι που το ρωτάς, γιατί πολλοί αναγνώστες παραβλέπουν το γεγονός αυτό. Η δομή του βιβλίου ακολουθεί εκείνη της Αλίκης...

Ξαναδιαβάζοντάς την, εντόπισα πολλές ομοιότητες ανάμεσα στη μικρή Αλίκη και στο να είσαι κοριτσάκι στη Βοσνία τον καιρό του πολέμου. Αν διαβάσεις την Αλίκη..., θα συνειδητοποιήσεις ότι είναι γεμάτη βία.

Κι όλοι διαρκώς ρωτάνε την Αλίκη ποια είναι κι από που κατάγεται. Και ποτέ δεν είναι αρκετά καλή: είτε είναι πολύ μεγάλη, είτε πολύ μικρή. Δεν ταιριάζει.

Έτσι ήταν και το να μεγαλώνεις στη Βοσνία εκείνο τον καιρό, όταν οι ενήλικες ανοησίες ξαφνικά έγιναν η λογική που δεν μπορούσες να διαφωνήσεις μαζί της. Έχεις το ένα όνομα, μένεις, έχεις το άλλο, φεύγεις.

Ήθελα, επομένως, να συνδέσω αυτούς τους κόσμους για να καταδείξω πόσο δύσκολο είναι να είσαι ένα αουτσάιντερ σε μια παράλογη δικτατορία- και να προσθέτω στοιχεία φαντασίας.

Οι πρωταγωνίστριες, η Λέιλα/Λέλα και η Σάρα, έπρεπε να είναι γυναίκες, πάντως.

Δεν ταυτίζομαι με κάποια από τις ηρωίδες εντελώς, αλλά για μένα η Ιστορία της Βοσνίας είναι η ιστορία της διαίρεσης των ανθρώπων. Ήμασταν γείτονες, φίλοι, μέλη μιας οικογένειας- κι ακόμα δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε σε πολιτικό επίπεδο.

Για λόγους πέρα από τον έλεγχό τους, δυο φιλενάδες ξεκινάνε από την ίδια αφετηρία, αλλά κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Είναι ανίκανες να επικοινωνήσουν, αλλά και να εγκαταλείψουν η μία την άλλη. Κι αυτό έχει για μένα ένα βαθύτερο νόημα.

Νιώθω κοντά και στις δύο, αλλά -ευτυχώς!- δεν είμαι καμιά από αυτές.

Είσαι αυστηρή, ίσως σκληρή, σίγουρα σαρκαστική, αλλά συχνά και τρυφερή όταν αναφέρεσαι στη Βοσνία μέσω των ηρωίδων σου. Έτσι αισθάνεσαι και στην πραγματικότητα;

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, αλλά πρόκειται για τα συναισθήματα της Σάρα, που είναι τραυματισμένη.

Διατηρώ μια πολύ θερμότερη σύνδεση με τη Βοσνία. Εκεί μεγάλωσα, δεν την εγκατέλειψα, ακόμα την επισκέπτομαι πολύ. Βλέπω πολλά καλά στη χώρα.

Αν και διαρκώς την κριτικάρω, την αγαπώ. Αγαπώ όλα τα παράξενα πράγματα που έχουμε εκεί και τον τρόπο που αυτά συγκρούονται μεταξύ τους.

Ίσως είμαι πιο κοντά στον χαρακτήρα της Λέιλα, δεν έχω ανάγκη να «ποιητικοποιήσω» τη χώρα μου, είμαι πολύ προσγειωμένη.

Τη βλέπω όπως είναι. Αν δεν μπορείς να βρεις δουλειά, φεύγεις. Είναι πολύ δύσκολο να δεις το οποιοδήποτε μέλλον στα Βαλκάνια ή στην Ευρώπη.

Στην τελική, και τα Βαλκάνια μέρος της Ευρώπης είναι.

Τρομάζω βλέποντας την ακροδεξιά στάση να επιστρέφει σε όλη την Ευρώπη. Ίσως ποτέ δεν εξαφανίστηκε.

Και όσον αφορά στα Βαλκάνια, ο μύθος είναι πιο σημαντικός από την πραγματικότητα, αισθάνομαι: ο μύθος του έθνους, του ανήκειν, του βασιλείου του 14ου αιώνα, των ηρώων και των τυράννων μοιάζουν να τυφλώνουν τους ανθρώπους.

Να τους καθιστούν τυφλούς απέναντι στην πραγματικότητα, στο πώς μοιάζει το σύστημα υγείας, το εκπαιδευτικό σύστημα, τα δημόσια μέσα μεταφοράς.

Όταν η οικονομική κατάσταση είναι τόσο κακή, αυτό που σου απομένει είναι ο μύθος. Κι αυτό λειτουργεί.

Μια μυθολογία μύθων που ταιριάζει σε διαφορετικούς πληθυσμούς.

Χωρίς αυτούς τους μύθους, οι άνθρωποι θα συνειδητοποιούσαν πόσο άσχημα είναι τα πράγματα. Η αίσθηση της ταυτότητάς τους θα κατέρρεε.

Υπάρχει μια αίσθηση έντονης παράλυσης, ούτε καν μπορείς να σκεφτείς ότι η κατάσταση θα μπορούσε να είναι διαφορετική.

Όταν υπάρχει πολιτική κρίση, οι πολιτικοί καταφεύγουν στην εθνικιστική παράνοια. Και ψηφίζονται.

Θα χρειαστούν άλλα τριάντα χρόνια για να σπάσει ο φαύλος κύκλος;

Αν δεν αρχίσουμε να ξεθάβουμε σκελετούς και ν’ αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας, κανένας αριθμός ετών δε θα ωφελήσει. Ο παππούς μου ήταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1941- πενήντα χρόνια μετά, αιματοχυσία.

Δε θέλω ν’ ακουστώ απαισιόδοξη, αλλά δε βλέπω πώς θα πάνε καλύτερα τα πράγματα.

Κι όμως, βιβλία όπως το δικό σου αφήνουν μια χαραμάδα ελπίδας ότι η κατάσταση θα μπορούσε να εξελιχθεί διαφορετικά.

Υπάρχει κάτι που ενώνει τους Βαλκάνιους της Διασποράς- κι είναι πιο δυνατό απ’ όσα μας χωρίζουν. Υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι με κοινό νου. Αλλά ζουν αλλού.

Ευχαριστώ θερμά τον Bernat Fiol (SalmaiaLit) για την πολύτιμη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ την συγγραφέα για την παραχώρηση της φωτογραφίας της που συνοδεύει το κείμενο.

Το μυθιστόρημα της Λάνα Μπάστασιτς, Πιάσε το λαγό, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Ισμήνης Ραντούλοβιτς.

Η Λάνα Μπάστασιτς συνομιλεί την Κυριακή 7 Μαΐου στο πλαίσιο της 19ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης (Περίπτερο 13, αίθουσα Διάλογος, 12:00-13:00) με την σλαβολόγο και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Αλεξάνδρα Ιωαννίδου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου