Σάββατο 1 Απριλίου 2023

Πάολο Κονιέττι: «Με γοητεύουν οι περιπλανώμενοι του Ντάρμα, δε με ενδιαφέρει ο υλισμός»

 

      Πάολο Κονιέττι (Φωτογραφία: Loïc Séron)

Βαθύς λάτρης και γνώστης του βουνίσιου σύμπαντος, ο Ιταλός συγγραφέας Πάολο Κονιέττι είναι άξιος επίγονος των Henry David Thoreau και John Muir.

Συζητώντας μαζί του με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματός του Η ευτυχία του λύκου και την προβολή στα σινεμά της ταινίας Τα οχτώ βουνά, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του.

Το προφανές κοινό «νήμα» που συνδέει το Αγρίμι, τα Οχτώ βουνά και την Ευτυχία του λύκου, τα τρία βιβλία σου που κυκλοφορούν στα ελληνικά, είναι η βαθιά -και πόρρω απέχουσα από την εξιδανίκευση- σχέση σου με το βουνίσιο σύμπαν.  

Πότε το πρωτοανακάλυψες, πόσο γρήγορα μετασχημάτισε την αυτοαντίληψή σου και την κοσμοθεωρία σου και γιατί αποφάσισες να το μετατρέψεις σε λογοτεχνικό σου «καμβά»;

Το ανακάλυψα από παιδί, γι’ αυτό μου αρέσει τόσο πολύ. Το βουνό ήταν ο τόπος μου το καλοκαίρι.

Όλοι γνωρίζουμε πόσο ισχυρές είναι αυτές οι αναμνήσεις. Στην περίπτωσή μου, που γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μιλάνο, είναι αναμνήσεις από δάση, ρυάκια, παγετώνες. Ένας κόσμος άγριος, ελεύθερος και γεμάτος περιπέτειες.

Έφυγα από αυτό ανάμεσα στα είκοσι και στα τριάντα, και μετά επέστρεψα για να ζήσω αναζητώντας τη χαμένη ευτυχία.

Τότε συνάντησα ένα ενήλικο βουνό, πιο περίπλοκο από αυτό που ήξερα ως παιδί: η ελευθερία και η ομορφιά ήταν ακόμα εκεί, αλλά και η μοναξιά, η σκληρότητα, η εν μέρει κατεστραμμένη ανθρωπότητα και η βία του ανθρώπου στη γη.

Όλα αυτά εισήλθαν, φυσικά, στη γραφή μου, δεν το αποφάσισα εγώ. Αν είχα πάει να ζήσω στη Νέα Υόρκη -όπως και έκανα για ένα διάστημα-, θα είχα γράψει για τη Νέα Υόρκη.

Περισσότερο από μια απλή τοποθεσία, ένα μυθοπλαστικό σκηνικό ή ένα καταφύγιο, το ορεινό πλαίσιο στα βιβλία σου βρίθει τόσο εγκόσμιων όσο και θρησκευτικών υποδηλώσεων.

Συνιστά η βουνίσια εμπειρία ένα είδος κοσμικής θρησκείας;

Ναι, έτσι νομίζω. Νομίζω ότι είμαι ένα άτομο που ελκύεται ιδιαίτερα από την πνευματικότητα. Είχα μια στέρεη χριστιανική ανατροφή, μετά απέρριψα κάποιες ιδέες -όχι όλες- και πάντα μελετούσα τη βουδιστική σκέψη με το ίδιο ενδιαφέρον.

Πολλά από τα αγαπημένα μου βιβλία μιλούν για πνευματική έρευνα, ακόμη και με έναν απροσδόκητο και όχι εντελώς προφανή τρόπο.

Μου έρχεται στο μυαλό το Κάλεσμα της άγριας φύσης του Τζακ Λόντον, που για μένα είναι το ζωικό ισοδύναμο του Σιντάρτα του Χέρμαν Έσε, και το Ταξίδι στην άγρια φύση του Τζον Κρακάουερ.

Με γοητεύουν οι ριζοσπαστικές επιλογές, οι μοναστικές ζωές, οι περιπλανώμενοι του Ντάρμα, δε με ενδιαφέρει ο υλισμός.

Υπάρχει αναμφίβολα μια «θρησκεία της φύσης», έγραψαν γι’ αυτήν μεγάλοι στοχαστές και φυσιοδίφες όπως οι Henry David Thoreau και John Muir.

Και το να είσαι στο δάσος ή να πηγαίνεις στα βουνά, ειδικά αν το κάνεις μόνος σου, μπορεί να γίνει μια πνευματική εμπειρία.




«Κατεβαίνουμε μόνο όταν φτάσουμε σ’ ένα σημείο όπου δεν μπορούμε πια ν’ ανεβούμε άλλο», λέει στον Πιέτρο ο πατέρας του στα Οχτώ βουνά.

Αναφέρεται αυτός ο αφορισμός στην αναγνώριση -και υπέρβαση- των περιορισμών ενός ανθρώπου;

Όχι, αναφέρεται στην ορειβασία, στην εμμονή με την κορυφή, που δεν μου αρέσει και τόσο. Πηγαίνω στα βουνά σχεδόν κάθε μέρα, αλλά σπάνια φτάνω σε κορυφές, μου αρέσουν πολύ περισσότερο τα ρυάκια, οι λίμνες και οι παγετώνες.

Το «στέκεσαι στα βουνά» είναι διαφορετικό από το «να σκαρφαλώνεις στην κορυφή του βουνού» και είναι πιο όμορφο.

Και είναι η οικειότητα σε οποιαδήποτε μορφή -είτε πρόκειται για τη σχέση πατέρα-γιου, είτε μεταξύ φίλων, είτε ερωτικών συντρόφων- επίσης ένας τρόπος ανακάλυψης και υπέρβασης των περιορισμών ενός ανθρώπου;

Σίγουρα.

Δε συγχωρείς τους περιορισμούς του πατέρα σου μέχρι να γίνεις αρκετά μεγάλος και σοφός, ελπίζω, ώστε να σταματήσεις να τον κατηγορείς για τα πάντα, και να τον αγαπήσεις γι’ αυτό που είναι.

Οι περιορισμοί ενός φίλου είναι εκείνοι που αποδέχεσαι, που κατά βάθος σου αρέσουν σ’ αυτόν. Αν δεν τους αντέχεις άλλο, η φιλία τερματίζεται. Συνέβη. Συνέβη και σε άλλους σε σχέση μ’ εμένα.

«Από τους γονείς μου είχα κληρονομήσει την ιδέα πως, σε κάποια στιγμή της νιότης, πρέπει κανείς να πει αντίο στον τόπο που μεγάλωσε και να πάει να ωριμάσει κάπου αλλού», αναλογίζεται ο Πιέτρο στο ίδιο μυθιστόρημα.

Έχεις θέσει κι εσύ σε εφαρμογή αυτή την ιδέα;

Ναι, πιστεύω ότι έχουν περάσει τουλάχιστον τέσσερις γενιές από τον προ-προπάππου μου Σαλβατόρε, κατά τις οποίες τα μέλη της οικογένειάς μου πεθαίνουν σε τόπο διαφορετικό από εκείνον όπου γεννήθηκαν.

Μου συμβαίνει όταν πηγαίνω σε κάποιο νεκροταφείο -μου αρέσουν τα νεκροταφεία- να παρατηρώ ανθρώπους που γεννήθηκαν και πέθαναν στο ίδιο μέρος, και λέω μέσα μου: «Τι βαρετό!»

Ίσως, λοιπόν, συμβεί και σε μένα, γιατί τελικά είμαι ακόμα εδώ στο Μιλάνο, αλλά και επειδή έχω αλλάξει γνώμη τον τελευταίο καιρό.

Όπως πιστεύω ότι γίνεται κατανοητό στην Ευτυχία του λύκου, το να μένω με γοητεύει περισσότερο από το να φεύγω. Ελπίζω, όμως, ο τάφος μου να αναγράφει το Μιλάνο στη μία πλευρά και το όνομα ενός πανέμορφου βουνού στην άλλη.




Αν και πιστή στο λογοτεχνικό κείμενο όπου βασίζεται, η κινηματογραφική διασκευή των Οχτώ βουνών συχνά φαντάζει χαμένη στους «μαιάνδρους» του χρόνου, του χώρου και των διαπροσωπικών σχέσεων που επιχειρεί να αποτυπώσει.

Ένα μυθιστόρημα είναι πολύ μεγάλο για μια ταινία, υπάρχουν λίγα πράγματα να κάνουμε. Η σωστή διάσταση για την ταινία είναι το διήγημα- και το λέω ως διηγηματογράφος.

Αλλά μου άρεσε πολύ το πώς η ταινία συνέθεσε το μυθιστόρημα, δημιουργώντας αυτόν τον μη-χρόνο στον οποίο αναφέρεσαι.

Ίσως τα χρόνια περνούν από τη μια λήψη στην άλλη, δεν είναι ξεκάθαρο και δεν πειράζει. Σημασία έχουν μόνο οι στιγμές που οι δύο ήρωες βρίσκουν ο ένας τον άλλον.

Είσαι γενικά ευχαριστημένος με αυτή την κινηματογραφική διασκευή;

Δεν είμαι απλά ευχαριστημένος, είμαι πολύ ευτυχισμένος με αυτή την ταινία. Ήταν ένα τεράστιο δώρο για μένα.

Σε σχετικά νεαρή ηλικία έχεις καταφέρει -και προφανώς διαθέτεις την οικονομική δυνατότητα- να μοιράζεις τον χρόνο σου ανάμεσα στη βαβούρα της πόλης και την απομόνωση μιας καλύβας στις Ιταλικές Άλπεις.

Δε βιώνεις, κάποιες φορές, μια ορισμένη υπαρξιακή «διχοτόμηση»; Κι αν ναι, πώς την ξεπερνάς;

Ναι, αλλά περίμενε: ανάμεσα στα βουνά και το Μιλάνο, το τοπίο έξω από το παράθυρό μου αλλάζει, άλλα πράγματα στην εποχή μου σίγουρα αλλάζουν, όμως η ζωή που κάνω δεν αλλάζει και πολύ.

Γράφω από είκοσι χρονών. Λίγο πολύ από τότε, επιστρέφοντας στη φιγούρα του μοναχού, γράφω κάθε πρωί, μόλις ξυπνήσω. Μετά περπατάω πολύ, και στο βουνό και στην πόλη. Έχω σκύλο και περνάμε δύο-τρεις ώρες την ημέρα έξω.

Κάποτε αναγκάστηκα να έχω δουλειά -υπήρξα μπάρμαν και μάγειρας, για παράδειγμα. Όχι όμως πια τα τελευταία χρόνια. Ζω από τα βιβλία μου και είμαι ευχαριστημένος με αυτό.

Λοιπόν, πάντα παρατηρούσα τη φρενίτιδα της πόλης ως θεατής, δεν ένιωσα ποτέ ότι ήμουν μέρος της. Θα υπάρχουν επίσης μερικοί μοναχοί στο κέντρο του Μανχάταν, σωστά;

Τούτου λεχθέντος, στα βουνά περπατάω στο δάσος και στην πόλη στα βιβλιοπωλεία. Είναι πολύ διαφορετικό.

Αισθάνομαι πως στην πόλη έχω σχέση με ό,τι είναι ανθρώπινο: με άσχημα πράγματα, όπως η βία, η φτώχεια, η κακογουστιά, η τυραννία του χρήματος και όμορφα, όπως η τέχνη, ο πολιτισμός, η μουσική, η συνάντηση με τη διαφορετικότητα.

Στα βουνά, από την άλλη, σχετίζομαι με το μη ανθρώπινο, με τη γη. Ομολογώ ότι αυτό με ελκύει όλο και περισσότερο, επίσης γιατί η γη είναι πάντα όμορφη.




Θα έλεγες ότι έχεις μάθει τη «γλώσσα» των βουνών; Ή υπάρχουν «βουνά στα οποία δεν είναι δυνατό να επιστρέψεις πια;»

Δεν έχω βουνό που να μην μπορώ να γυρίσω, ευτυχώς. Είμαι ακόμα στο βουνό των παιδικών μου χρόνων, το Monte Rosa, είμαι από αυτούς που έχουν μόνο ένα βουνό. Συνεχίζω να μαθαίνω τη γλώσσα του όπως κάποιος που μελετά μια ξένη γλώσσα.

Δε θα γίνει ποτέ η μητρική μου γλώσσα, ποτέ δε θα την καταλάβω ως «ντόπιος», αλλά μπορώ να γίνω πολύ καλός σ’ αυτή, σχεδόν να χάσω την προφορά μου.

Πάντα νιώθω μαθητής του βουνού. Ξέρεις τι είχε πει ο Γκαίτε; «Τα βουνά είναι σιωπηλοί δάσκαλοι και κάνουν σιωπηλούς μαθητές».

Σου στέλνω μια αγκαλιά από το Μιλάνο!

Ευχαριστώ θερμά την Renata Petrusheva (Agenzia Malatesta) για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα που συνοδεύει το κείμενο.

Τα μυθιστορήματα του Πάολο Κονιέττι Το αγρίμι, Τα οχτώ βουνά και Η ευτυχία του λύκου κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου.

Η ταινία Τα οχτώ βουνά των Φελίξ Βαν Γκρόνινγκεν και Σάρλοτ Βαντερμίς, που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πάολο Κονιέττι, προβάλλεται στις αίθουσες από τις 30 Μαρτίου σε διανομή της One from the Heart.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου