Κινούμενος ανάμεσα στο προσωπικό ημερολόγιο, τη φωτογραφία
ντοκουμέντο και τη φωτογραφία δρόμου,
συχνά με έμφαση στους απόκληρους και
τους «καταραμένους», ο 71χρονος
Σουηδός Anders
Petersen
είναι
ένας από τους πιο σημαντικούς Ευρωπαίους φωτογράφους. Τo λεύκωμά του Café Lehmitz, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1978, κι
αποτυπώνει του θαμώνες του ομώνυμου café
του Αμβούργου, θεωρείται από τα πιο εμβληματικά φωτογραφικά λευκώματα του 20ού
αιώνα. Άνθρωπος ευφυής, σεμνός
κι ιδιαιτέρως επικοινωνιακός, απάντησε στις
ερωτήσεις μας απολογούμενος για τα (υποτίθεται!) «φτωχά» του αγγλικά, κι αποκαλύπτοντας ότι ετοιμάζει
καινούρια δουλειά, χωρίς, ωστόσο, να επιθυμεί να αναφερθεί περισσότερο
λεπτομερώς σε αυτήν.
Τι σημαίνει η φωτογραφία για σας
ως μορφή (καλλιτεχνικής) έκφρασης, για να τα πάρουμε από την αρχή; Είναι αναγκαιότητα ή πολυτέλεια;
Για μένα μπορεί να είναι κάτι
ανάμεσα, ένα φυσιολογικό καθημερινό πράγμα, κάτι απλό, μια επιστροφή στα βασικά.
Αυτό είναι όλο. Σε ό,τι με αφορά, είναι σαν να μιλάς, μια γλώσσα που χρησιμοποιώ
για να μιλήσω, να προωθήσω ερωτήσεις και να πω αυτό που έχω να πω. Δεν πρόκειται, λοιπόν, στην πραγματικότητα για τη φωτογραφία. Δε νομίζω πως η φωτογραφία αφορά στη φωτογραφία.
Σε όλη τη διάρκεια της φωτογραφικής
σας σταδιοδρομίας εστιάζετε σε ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας τόσο
στη Σουηδία, όσο και στο εξωτερικό- αλκοολικούς, χρήστες ναρκωτικών, τρόφιμους ψυχιατρικών
ιδρυμάτων, κρατούμενους, πόρνες, τραβεστί. Τι σας ελκύει τόσο πολύ σε αυτά τα άτομα
και, γενικότερα, στις πιο σκοτεινές κι ανασφαλείς πλευρές της ζωής;
Όχι, δεν υπάρχει η οπτική
του εξωτερικού παρατηρητή. Δε φωτογραφίζω ειδικά φτωχούς ή περιθωριοποιημένους
ανθρώπους. Αυτό αποτελεί παρεξήγηση. Αφηγούμαι μόνο ιστορίες για ανθρώπους, με
τους οποίους μπορώ να ταυτιστώ, και τέτοιοι υπάρχουν παντού. Σε κάθε κοινωνικό επίπεδο,
σε κάθε επαγγελματικό τομέα, και βρίσκονται ακριβώς μπροστά σου. Δεν υπάρχει κάτι
ηδονοβλεπτικό ή παράξενο σε αυτή την προσέγγιση. Είναι μονάχα ο φυσιολογικός πόθος
για ένα ευρύτερο πλαίσιο.
Πιο συγκεκριμένα, πώς «χτίζετε» μια
σχέση εμπιστοσύνης με τα ανθρώπινα «θέματά» σας, διασφαλίζοντας ότι δε νιώθουν ως
(και δεν είναι) αντικείμενα εκμετάλλευσης υπό οποιαδήποτε έννοια;
Μπορούμε να κουβεντιάσουμε
πολύ για αυτό. Αλλά συναντώ ανθρώπους παντού κι επιλέγω να φωτογραφίσω
εκείνους, με τους οποίους νιώθω κοντά. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ποτέ δεν
έχω μια ξεκάθαρη ιδέα. Καθόλου καδραρίσματα και πραγματικά κανένας έλεγχος. Δεν ψάχνω τόσο για μια φωτογραφία. Περισσότερο αναζητώ
μια παρουσία και να μάθω. Η διαδικασία λήψης φωτογραφιών είναι υπερεκτιμημένη
κι η πραγματικότητα του κόσμου είναι ήδη καδραρισμένη. Μου αρέσει να βλέπω ό,τι
είναι κάτω από την επιφάνεια ή να μπαίνω σε άλλα δωμάτια. Να βρίσκω πόθους από το
παρελθόν και να τους ανακατεύω με αυτό που συναντώ σήμερα. Όταν συναντιόμαστε, περισσότερο
ψάχνω για τη διαδικασία ταύτισης, όπου δεν υπάρχει η κάμερα ανάμεσα, μόνο η
διαίσθηση και τα αισθήματα- κι όχι ο εγκέφαλος, όχι τόσο. Ξέρεις, για μένα είναι
η συνάντηση που έχει σημασία, οι φωτογραφίες είναι πολύ λιγότερο σημαντικές.
Είμαι περίεργος και θέλω να μάθω περισσότερα, για αυτό και βρίσκομαι σε τέτοια
απόσταση που να μπορώ να αγγίζω και να ακούω. Πρόκειται για τους πιο μύχιους πόθους
μας και τα κρυφά μας όνειρα.
Με ρωτάς πώς «χτίζω» μια σχέση.
Πρώτα από όλα, δεν είμαι τόσο ένας φωτογράφος. Δεν ψάχνω για ό,τι μας χωρίζει, αλλά
για αυτό που μας φέρνει κοντά. Μπορεί να είναι τόσο πολλά, αλλά, για να τα
ανακαλύψεις, πάντοτε ενυπάρχει σεβασμός και μοίρασμα. Και μόλις τα νιώσεις, κι είσαι
εκεί, είσαι σχεδόν διάφανος, θέλεις να επιστρέφεις συνέχεια. Αισθάνομαι την επιθυμία
να εκπλήσσομαι από το απρόβλεπτο και να έρχομαι κοντά, ή πιο κοντά, αυτό
μετράει. Το να δώσεις και να μοιραστείς φωτογραφίες είναι μια πλατφόρμα.
Συνάντησα πολλούς από τους στενότερους φίλους μου φωτογραφίζοντάς τους κι
επιστρέφοντάς τους τις φωτογραφίες μετά τη λήψη. Με αυτή την έννοια, το ότι είμαι
φωτογραφος αποτελεί προνόμιο. Εξακολουθώ να συναντώ ανθρώπους, των οποίων φωτογραφίες
τράβηξα στη δεκαετία του ’70 και του ’80. Δεν μπορώ να σταματήσω να ενδιαφέρομαι
για τους ανθρώπους, την ανθρώπινη συμπεριφορά- οι αντιφάσεις μπορεί να είναι
αξιαγάπητες, και μερικές φορές βάναυσες. Η προσέγγισή μου είναι, ακόμη, ένας
συνδυασμός ματιάς, αγγίγματος, συνάντησης με ανθρώπους, ξανά και ξανά, το να
είσαι μοναχικός, αλλά, επίσης, το να περνάς καλά, να μαθαίνεις περισσότερα και
να μοιράζεσαι αυτή την ιδιαίτερη τρυφερότητα της αλληλεγγύης. Ή έτσι φαίνεται.
Προσωπικό ημερολόγιο, φωτογραφία ντοκουμέντο,
φωτογραφία δρόμου... πώς θα περιγράφατε την προσέγγισή σας;
Αν θέλεις ένα απλό τρόπο να
περιγράψεις την προσέγγισή μου, πιθανώς μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη λέξη «ιδιωτικό
ντοκιμαντέρ». Αλλά έχεις δίκιο, θυμίζει, επίσης, πολύ ημερολόγιο. Αν έχεις γερά μάτια κι αρκετή διαίσθηση, μπορείς εύκολα
να καταλάβεις ότι οι φωτογραφίες μου «πλησιάζουν» τις αυτοπροσωπογραφίες.
Προσπαθώ να αποτυπώνω πράγματα που φαίνονται έγκυρα, με τον τρόπο που τα βλέπω.
Αλλά δεν υπάρχουν φωτογραφίες χωρίς πόθους.
Σε μια από τις διάσημες ατάκες του,
ο Garry
Winogrand
(σημ.: από τους πιο εμβληματικούς Αμερικανούς
φωτογράφους δρόμου του 20ού αιώνα, με καταγωγή από το Μπρονξ της Νέας Υόρκης) είχε
κάποτε πει ότι «κάθε φωτογραφία είναι μια μάχη της φόρμας
έναντι του περιεχομένου. Οι καλές είναι στα πρόθυρα της αποτυχίας». Τι
είναι πιο σημαντικό για σας- ή πρόκειται για πλαστό δίλημμα;
Ναι, μου αρέσει αυτό που λέει
ο Winogrand. Όταν βρίσκεσαι υπερβολικά
στην ασφαλή πλευρά του οτιδήποτε, εύκολα αυτό γίνεται φανερό και λιγότερο συναισθηματικό.
Κατά κάποιο τρόπο, πρέπει να σπρώξεις τον εαυτό σου απέναντι στον τοίχο και να πάρεις
μερικά ρίσκα, ιδίως αν είσαι περίεργος και θέλεις να μάθεις περισσότερα για
τους ανθρώπους και τη ζωή. Το να έχεις ένα εργαλείο, όπως μια κάμερα, είναι ένα
καλό «κλειδί» για να ανοίξεις πόρτες και να μπεις σε απαγορευμένα δωμάτια. Ποτέ
δε θα είχα την οποιαδήποτε πρόσβαση σε μια φυλακή ή ένα ψυχιατρικό ίδρυμα χωρίς
μια κάμερα.
Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά τι
σας ιντριγκάρει περισσότερο στο ασπρόμαυρο;
Η ερώτησή σου είναι πολύ
καλή. Μου αρέσει το ασπρόμαυρο. Για μένα είναι πιο αφηρημένο κι έτσι δεν
περιορίζομαι στην πραγματικότητα του έγχρωμου κόσμου. Σκεπτόμενος με αυτό τον
τρόπο, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μερικές φορές θέτει περισσότερα ερωτήματα κι
έχει περισσότερα χρώματα από μια έγχρωμη.
Συνήθως φωτογραφίζετε με μια κάμερα
«Contax
T3», την
οποία συνεχώς κουβαλάτε μαζί σας. Τη νιώθετε σαν προέκταση του εαυτού σας;
Προτιμώ μια μικρή και φτηνή
κάμερα, αλλά δεν την κουβαλώ συνέχεια μαζί μου. Και ναι, θέλω η κάμερα να είναι
οργανική και κοντά, κομμάτι του σώματος. Με αυτό τον τρόπο, γίνεται ευκολότερο να
αλληλεπιδράς, χωρίς να δείχνεις τόσο σεβασμό στην κάμερα.
Σε ηλικία 71 χρονών, αποτελείτε έναν
από τους πιο ολοκληρωμένους κι ανησυχαστικούς, από άποψη προσωπικής ματιάς, Ευρωπαίους
φωτογράφους. Υπάρχει μια χρονική στιγμή, κατά την οποία ένας φωτογράφος πραγματικά συνταξιοδοτείται;
Όχι, δεν παίρνεις σύνταξη
ποτέ. Μπορείς, επίσης, να φωτογραφίζεις χωρίς κάμερα, συνδεόμενος μόνο με τα
μάτια και τη διαίσθησή σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου