Η απώλεια του πατέρα
του και η διαχείρισή της βρίσκονται στον πυρήνα του πυκνού,
στοχαστικού και μελαγχολικού αφηγήματος του Πορτογάλου
μυθιστοριογράφου και ποιητή Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, Μου πέθανες.
Μια συζήτηση με
τον Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ ΛΕΑ.
Συναντηθήκαμε για πρώτη
φορά το φαινομενικά μακρινό 2017, στο πλαίσιο μιας ακόμη διοργάνωσης του
Φεστιβάλ ΛΕΑ. Φορούσες τότε ένα μπλουζάκι με το όνομα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν με «heavy metal» γραμματοσειρά.
Νιώθεις ακόμα «κομμάτι της
διασταύρωσης διαφορετικών μορφών πολιτισμού», όπως μου είχες αναφέρει,
ειδικά στην ασφυκτικά μονοπολιτισμική εποχή μας;
Εξακολουθώ να αισθάνομαι -και
πολύ μάλιστα- κομμάτι της διασταύρωσης διαφορετικών μορφών πολιτισμού.
Σε ετούτους τους ολοένα
και πιο ομοιόμορφους και πολιτισμικά στενούς καιρούς, αυτή η αίσθηση της τομής
φαίνεται πιο απαραίτητη από ποτέ.
Είναι μέσα από την ανάμιξη
διαφορετικών προοπτικών, γλωσσών και παραδόσεων που συνεχίζω να βρίσκω νόημα,
ανοιχτότητα και έναν τρόπο να αντιστέκομαι στην απλοποίηση.
Επιστρέφοντας στο παρόν,
είναι ένα από αυτά τα παράδοξα της λογοτεχνίας -στη δημοσιευμένη της εκδοχή,
όταν πρόκειται για εσένα- που το πρώτο σου βιβλίο, Μου
πέθανες, τυχαίνει να μεταφράζεται τελευταίο, τουλάχιστον στην Ελλάδα.
Πώς βιώνεις αυτό το
παράδοξο και τα παράδοξα γενικότερα, και κυρίως αυτά τα οποία εμπεριέχουν
συναντήσεις μυθοπλασίας και πραγματικότητας;
Είναι ένα παράδοξο που
καλωσορίζω με μια κάποια τρυφερότητα.
Η ιδέα ότι το Μου
πέθανες, το πρώτο μου βιβλίο, φτάνει στην Ελλάδα μόλις τώρα, μετά από τόσα
άλλα, μοιάζει με μια ήσυχη κυκλική επιστροφή στον χρόνο, σχεδόν σαν μυθοπλασία η
οποία επιστρέφει στην πραγματικότητα.
Τείνω να σκέφτομαι τα
παράδοξα όχι ως γρίφους προς επίλυση, αλλά ως προσκλήσεις, σαν ανοίγματα όπου
το νόημα διευρύνεται αντί να στενεύει.
Ειδικά όταν η μυθοπλασία
και η πραγματικότητα έρχονται σε σύγκρουση, η ένταση μεταξύ τους μπορεί να
φέρει στο φως αλήθειες οι οποίες διαφορετικά είναι δύσκολο να διατυπωθούν.
Επομένως, αυτή η
καθυστερημένη άφιξη δε μοιάζει καθόλου λανθασμένη. Μοιάζει με μια ουσιαστική
ηχώ, μια υπενθύμιση πως οι ιστορίες βρίσκουν τον δικό τους χρόνο, μερικές φορές
πιο σοφό από τον δικό μας.
Το Μου πέθανες
αψηφά την κατηγοριοποίηση, αν και μοιάζει με ερωτική επιστολή στον αποθανόντα
πατέρα σου, με τον ίδιο τρόπο που το Γκαλβέιας δίνει την εντύπωση ερωτικής
επιστολής στον γενέθλιο τόπο σου.
Μπορεί η λογοτεχνία να
είναι (και) μια ερωτική επιστολή σε κάποιον/κάτι ή ένας τρόπος για να
εξερευνήσουμε/αντιμετωπίσουμε τη θλίψη, την απώλεια και το πένθος;
Νομίζω πως η λογοτεχνία
μπορεί να είναι -και συχνά είναι- μια ερωτική επιστολή, μερικές φορές ρητά, τις
περισσότερες φορές εν αγνοία μας.
Μας επιτρέπει να
εκφράσουμε με λόγια ό,τι αντιστέκεται στο να ειπωθεί στην καθημερινή ζωή.
Το Μου Πέθανες
μπορεί να ξεκίνησε ως μια χειρονομία έναντι της θλίψης, αλλά στην ουσία του
έγινε ένα είδος συζήτησης με τον πατέρα μου, με την πάροδο του χρόνου.
Υπό αυτή την έννοια, η
γραφή γίνεται ένας τρόπος να κρατιόμαστε από κάτι/κάποιον, αλλά και να αφήνουμε
πίσω μας τα πράγματα. Το
πένθος δεν απαιτεί πάντα λύση. Μερικές φορές απλώς ζητά ένα ασφαλές
καταφύγιο.
Και ναι, και το Γκαλβέιας
είναι γραμμένο με την ίδια παρόρμηση: να αποτυπώσει έναν τόπο, συναισθήματα,
ανθρώπους με λέξεις, και με αυτόν τον τρόπο, να ανταποδώσει κάτι.
Οπότε ναι, η λογοτεχνία μπορεί απολύτως να είναι μια πράξη αγάπης:
ήσυχη, επίμονη και βαθιά ανθρώπινη.
Δεδομένου του ότι αυτό
ήταν το πρώτο βιβλίο σου που κυκλοφόρησε ποτέ, πιστεύεις πως «οφείλεις» κατά
κάποιο τρόπο στον πατέρα σου την ενασχόλησή σου με τη λογοτεχνία γενικότερα,
ανεξαρτήτως μορφής;
Ναι, νομίζω ότι του
οφείλω πολλά. Ο πατέρας μου δεν ήταν συγγραφέας, αλλά μου χάρισε τη σιωπή μέσα από
την οποία μπορεί να αναπτυχθεί η γραφή. Ακόμα και σε αυτό που θα μπορούσε να
θεωρηθεί απουσία, μου έδωσε παρουσία.
Μερικές φορές, αυτό το
οποίο κληρονομούμε δεν είναι μια σαφής πορεία, αλλά μια συγκεκριμένη ένταση,
ένας συγκεκριμένος τρόπος θεώρησης του κόσμου.
Νομίζω πως η ενασχόλησή
μου με τη λογοτεχνία προήλθε, εν μέρει, από την προσπάθεια να κατανοήσω αυτήν
την ένταση, από την προσπάθεια να μετατρέψω κάτι βαθιά προσωπικό σε κάτι το
οποίο θα μπορούσε να μοιραστεί.
Κουβαλάω τον πατέρα μου
σε κάθε στίχο, ακόμα και όταν οι λέξεις δεν τον αναφέρουν.
Πώς αξιολογείς, λοιπόν,
τη δική σου «εξέλιξη» ως συγγραφέα με την πάροδο του χρόνου; Έχεις βρει τον
δρόμο σου ή υπάρχουν στιγμές που ακόμα τον αναζητάς;
Η συγγραφή, για μένα,
ήταν πάντα μια μορφή αναζήτησης. Δε νομίζω ότι έχω φτάσει ποτέ σε κάποιο
οριστικό σημείο, και δεν είμαι σίγουρος πως θα το ήθελα.
Κάθε βιβλίο μοιάζει με
μια νέα αρχή, ένα νέο ερώτημα, μια νέα αβεβαιότητα στην οποία πρέπει να μπω.
Φυσικά, με την πάροδο του
χρόνου αποκτάς εργαλεία, μια βαθύτερη εμπιστοσύνη στη δική σου διαδικασία, ίσως
ακόμη και μια πιο καθαρή φωνή.
Αλλά η ουσία παραμένει η
ίδια: μια ανάγκη να εξερευνήσεις, να καταλάβεις, να προσεγγίσεις κάτι που είναι
απλώς απρόσιτο.
Αν ποτέ ένιωθα ότι είχα
πραγματικά «βρει τον δρόμο μου», νομίζω πως θα σταματούσα να γράφω. Είναι η άγνοια που με κρατάει σε εγρήγορση.
Το Μου πέθανες
κυριαρχείται από έναν ελεγειακό, στοχαστικό, απαλά ποιητικό τόνο. Εφόσον είσαι
και ποιητής, σε ποιο βαθμό η ποίηση εμποτίζει το μυθιστορηματικό σου έργο - και
αντίστροφα;
Για μένα, τα όρια ανάμεσα
στην ποίηση και τη μυθοπλασία ήταν πάντα πορώδη. Δεν αλλάζω ταχύτητα μεταξύ
τους, αλλά περισσότερο μεταφέρω τη μία μέσα στην άλλη.
Η ποίηση με διδάσκει να
ακούω το βάρος κάθε λέξης. Αυτή η προσοχή διεισδύει φυσικά στην πρόζα μου,
διαμορφώνοντας την υφή της φωνής, τον ρυθμό, τις συναισθηματικές υποδηλώσεις.
Ταυτόχρονα, η μυθοπλασία
δίνει στην ποίηση έναν ευρύτερο καμβά, με χαρακτήρες, αφήγηση, χρόνο να
ξεδιπλώνονται.
Έτσι, όταν γράφω ένα
μυθιστόρημα, συχνά υπάρχει ένα ποιητικό νήμα το οποίο κυλάει ήσυχα από κάτω.
Και όταν γράφω ποιήματα, συχνά υπάρχει μια κρυμμένη ιστορία που προβάλλει.
Υποθέτω πως πάντα αναζητώ
εκείνον τον χώρο όπου οι δύο μορφές αγγίζονται: όπου το συναίσθημα γίνεται
γλώσσα και η γλώσσα γίνεται κάτι σχεδόν φυσικό.
Έχοντας χάσει και τους
δύο γονείς μου από καρκίνο πέρυσι, το βιβλίο σου με συγκίνησε αφάνταστα. 25
μετά την απώλεια του πατέρα σου, έχεις καταφέρει να συμφιλιωθείς τις επιπτώσεις
της ή έστω να τη μεταμορφώσεις δημιουργικά;
Λυπάμαι πραγματικά για
την απώλειά σου. Αυτού του είδους η θλίψη αναδιαμορφώνει τα πάντα, βαδίζουμε
στον κόσμο διαφορετικά μετά.
Όσο για μένα, 25 χρόνια
αργότερα, δε θα έλεγα ότι την έχω ξεπεράσει οριστικά. Η θλίψη δεν ακολουθεί μια
ευθεία γραμμή. Εξελίσσεται, αλλάζει μορφή, μερικές φορές ξεθωριάζει, μερικές
φορές επιστρέφει με εκπληκτική ένταση.
Αλλά έχω μάθει να ζω με
αυτήν.
Και, ναι, προσπάθησα να τη
μετατρέψω σε κάτι που μπορεί να μοιραστεί. Η συγγραφή μου έχει δώσει έναν χώρο
όπου η απουσία γίνεται παρουσία, όπου η μνήμη μπορεί να αναπνεύσει.
Με αυτόν τον τρόπο,
νομίζω πως έχω βρει μια μορφή διαλόγου ο οποίος συνεχίζεται, ακόμη και τώρα. Δε
σβήνει την απώλεια, αλλά της δίνει νόημα.
Τέλος, είναι δυνατόν να
συνεχίζουμε να γράφουμε σε περιόδους πολέμου και γενοκτονίας -η γενοκτονία των
Παλαιστινίων είναι στο μυαλό μου- ή νιώθεις την ανάγκη να το κάνεις ακριβώς
λόγω της τρέχουσας κατάστασης των πραγμάτων;
Αυτό είναι ένα πολύ
σημαντικό ερώτημα, το οποίο κουβαλάω συνεχώς μέσα μου. Υπάρχουν στιγμές που η
συγγραφή μοιάζει αδύνατη, σχεδόν αυτάρεσκη, μπροστά σε τόσα βάσανα. Αλλά μετά
θυμάμαι ότι και η σιωπή έχει συνέπειες.
Για μένα, η γραφή δεν
είναι μια απόδραση από τον κόσμο, είναι ένας τρόπος να βρίσκομαι μέσα σε αυτόν.
Ένας τρόπος να είμαι μάρτυρας, να αντιστέκομαι, να θυμάμαι.
Σε περιόδους βίας και
αδικίας, η λογοτεχνία μπορεί να συγκρατήσει την ανθρώπινη πολυπλοκότητα όταν
όλα τα άλλα ισοπεδώνονται. Μπορεί
να διαφυλάξει φωνές οι οποίες διαφορετικά θα μπορούσαν να σβηστούν.
Αισθάνομαι την ανάγκη να
γράφω λόγω της τρέχουσας κατάστασης των πραγμάτων, όχι παρά αυτήν. Ακόμα
κι αν οι λέξεις φαίνονται μικρές, μπορούν να μεταφέρουν αλήθεια, τρυφερότητα
και αντίσταση. Και μερικές
φορές, αυτό είναι που μένει.
Η συνέντευξη με τον
Ζοζέ Λούς Πεϊσότο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 17ου
Φεστιβάλ ΛΕΑ.
Ευχαριστώ θερμά
την Αγγελική Δημοπούλου (Εκδόσεις Βακχικόν) για την πολύτιμη
συμβολή της στην υλοποίησή της, καθώς και για την παραχώρηση της
φωτογραφίας του συγγραφέα.
Το βιβλίο του Ζοζέ
Λούς Πεϊσότο Μου
πέθανες κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν
σε μετάφραση της Ζωής Καραμπέκιου.