Μαριάνα Ενρίκες (Φωτογραφία: Sebastián Freire) |
Ο αποκρυφισμός, ο τρόμος
και η πολιτική συνυφαίνονται στο επικό -από κάθε άποψη- μυθιστόρημα
της Αργεντίνας Μαριάνα Ενρίκες, Η δική μας πλευρά της νύχτας.
Μια από τις σημαντικότερες
φωνές της σύγχρονης λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, η Ενρίκες
επισκέφθηκε την Ελλάδα στο πλαίσιο του 16ου
Φεστιβάλ ΛΕΑ. Η συνάντηση μαζί της ήταν επιβεβλημένη!
Είσαι μετρ της μικρής
φόρμας, του διηγήματος. Με την πολυσέλιδη Δική
μας πλευρά της νύχτας, που πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, εισέρχεσαι
εκ νέου, ωστόσο, στο πεδίο του μυθιστορήματος. Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή;
Ξεκίνησα ως
μυθιστοριογράφος και τα δύο πρώτα βιβλία μου είναι μυθιστορήματα. Όχι είδους, όμως,
αν και διαθέτουν κάποια τέτοια στοιχεία.
Η εμπειρία του μυθιστορήματος
είναι πολύ πιο εμβυθιστική, περνάς χρόνια με τους χαρακτήρες σου.
Τα διηγήματα είναι πολύ
γρήγορα. Προσφέρουν ικανοποίηση, κατά μία έννοια, αλλά δεν είναι το ίδιο.
Ήθελα, λοιπόν, να
επιστρέψω στην εμπειρία της συγγραφής ενός μυθιστορήματος.
Ενδιαφέρουσα διευκρίνιση,
καθώς για τους περισσότερους αναγνώστες σου εκτός Λατινικής Αμερικής έγινες κυρίως
γνωστή μέσω δύο συλλογών διηγημάτων (Όσα
χάσαμε στις φλόγες και Οι
κίνδυνοι του να καπνίζεις στο κρεβάτι).
Πραγματικά μ’ αρέσει να
κινούμαι ανάμεσα στις δύο φόρμες, μιας και η συγγραφή διηγημάτων και
μυθιστορημάτων συνιστά δύο πολύ διαφορετικές εμπειρίες.
Τι συγκεκριμένα ήθελες να
εξερευνήσεις μέσα από την συγκεκριμένη φόρμα της Δικής μας πλευράς της νύχτας,
θεματικά και δομικά;
Το μυθιστόρημα έχει πολλά
σκαμπανεβάσματα.
Αναρωτιόμουν, επομένως,
πώς θα διατηρούσα μια ατμόσφαιρα έντασης, τραχύτητας και τρόμου, παρέχοντας
στον δυνητικό αναγνώστη τον χώρο να πενθήσει και να γνωρίσει τους χαρακτήρες.
Έχω, εξάλλου, μια εμμονή
ολόκληρης ζωής με την μαγεία, τον αποκρυφισμό, τους αστικούς θρύλους, την
μυθολογία της χώρας μου. Μέσα από το μυθιστόρημα ήθελα, λοιπόν, να εξερευνήσω
ένα δικό μου σύμπαν στην ολότητά του.
Κατά την γνώμη μου, υπό
τον «μανδύα» ενός μυθιστορήματος τρόμου κρύβεται ένας βαθιά πολιτικός στοχασμός.
Ήταν, άρα, και η ανάδειξη
του αντικτύπου, των ιχνών της στρατιωτικής Δικτατορίας στην Αργεντινή -ιδίως
στα σώματα των θυμάτων- ένας από τους στόχους σου;
Δεν μπορώ να σκεφτώ την
συγγραφή μυθοπλασίας χωρίς πολιτική οπτική και χωρίς την αναφορά στα ίχνη της Δικτατορίας,
αλλά και στην κατοπινή πολιτική και οικονομική αστάθεια και ασχήμια, και τις νευρώσεις
που αυτές προκαλούν.
Αυτά ζω και γι’ αυτά
γράφω. Η ικανότητα, άλλωστε, να προξενούμε κακό είναι πολύ ευρύτερα πολιτική
ιδέα.
Το μυθιστόρημά σου
φαντάζει σαν μια παραβολή για τις καταστροφική ισχύ και τις καταστροφικές
συνέπειες της άσκησης εξουσίας - και όχι μόνο στην Αργεντινή.
Το να εργάζεσαι, για
παράδειγμα, ως σκλάβος σε ένα εργοστάσιο παραγωγής παπουτσιών στην Ινδονησία
που προορίζονται για πλούσιους Δυτικούς είναι μια μορφή κακού.
Αν, πάλι, ήθελα να γράφω
χρησιμοποιώντας ένα ρεαλιστικό ύφος, θα μπορούσα.
Κι εύκολα μάλιστα,
δεδομένου και του δημοσιογραφικού υπόβαθρού σου.
Γράφω με τον τρόπο που το
κάνω γιατί θεωρώ ότι έχει περισσότερες δυνατότητες κατάδειξης όσων επιθυμώ σε
σύγκριση με την ρεαλιστική γραφή.
Ως αναγνώστρια, κατάλαβα
πράγματα μέσω της σκοτεινή μυθοπλασίας τα οποία δεν κατανοούσα όταν μου τα εξηγούσαν
με ρεαλιστικό τρόπο.
Ένα λογοτεχνικό είδος, όπως
η λογοτεχνία τρόμου, εντυπώνει μια εικόνα στο μυαλό σου που προέρχεται από
βαθιά, από την φαντασία, ανακαλώντας ακριβώς την αίσθηση του τρόμου.
Κι αυτή δεν ξεχνιέται,
ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία βομβαρδιζόμαστε με πληροφορίες, γενικά, και
τρομακτικά πράγματα, ειδικά.
Δεκαπεντάχρονα υποφέρουν
από κατάθλιψη επειδή επειδή περνάνε ώρες παρακολουθώντας αποκεφαλισμούς στο dark web. Τρόμος της αληθινής ζωής.
Υπάρχει ένα όριο στον
τρόμο που ένας άνθρωπος μπορεί ν’ αντέξει;
Στην μυθοπλασία εξαρτάται
από το πόσο σιχασιάρης είσαι! Αν είσαι διανοητικά προετοιμασμένος, πρόκειται
για την πιο ασφαλή τοποθεσία.
Μπορείς να γίνεις
μάρτυρας καταστάσεων που δεν είναι αληθινές, κι αυτό είναι, από μία άποψη,
ανακουφιστικό.
Εξέρχεσαι της εμπειρίας της
καταδίωξης από έναν φονιά χωρίς στην πραγματικότητα να έχεις καταδιωχθεί από
έναν τέτοιο και χωρίς να έχεις υπάρξει άμεσα ευάλωτος υπό οποιαδήποτε συνθήκη.
Γι’ αυτό και η λογοτεχνία
τρόμου είναι τόσο δημοφιλής. Ήδη από την εποχή των σπηλαίων αφηγούμασταν ιστορίες
για τέρατα.
Είναι ένας πολύ αρχαϊκός
τρόπος αφήγησης, οπότε δεν υπάρχει όριο στο πόσο τρόμο μπορούμε ν’ αντέξουμε, καθώς
εξαρτάται από το ποιος είναι ο τρόμος της πραγματικής ζωής.
Κι όταν ο τρόμος της καθημερινότητας
είναι πολύ πιο βάναυσος και παρών, το να διαβάζεις γι’ αυτόν δεν είναι και τόσο
τρομακτικό.
Καθόλου!
Στην πραγματική ζωή χρειάζεται
ν’ αναπτύξεις δεξιότητες προκειμένου να επιβιώσεις χωρίς να τρομάζεις. Στην
μυθοπλασία μπορείς ν’ αφεθείς, διαβάζοντας μια σελίδα, ας πούμε.
Διαβάζοντας την Δική μας
πλευρά της νύχτας βίωσα μια ορισμένη εξάντληση. Όχι λόγω της -δικαιολογημένης-
έκτασης του μυθιστορήματος, αλλά εξαιτίας της συσσώρευσης κακού, πτωμάτων,
ακρωτηριασμένων και βασανισμένων σωμάτων.
Εκτός από τρόμο, μπορεί
μια τέτοια αφήγηση και να αναισθητοποιήσει τους αναγνώστες έναντι του
κακού;
Εξαρτάται από τον
αναγνώστη, αλλά μπορεί να συμβεί. Είναι μια συνέπεια της ενασχόλησης με το
κακό. Προσπαθείς να αποστασιοποιηθείς από τους ακρωτηριασμούς, για παράδειγμα.
Αλλά, μιας και όλο το
μυθιστόρημα είναι σαν μια μεγάλη τελετουργία, η επαναληπτικότητα και η θυσία
ήταν απαραίτητες. O
ρυθμός
του μυθιστορήματος, όμως, είναι ο ρυθμός μιας τελετουργίας.
Η λογοτεχνία
επιστημονικής φαντασία ή η λογοτεχνία τρόμου έχουν κανόνες στους οποίους πρέπει
να συμμορφώνεσαι, αλλιώς ως είδη δε λειτουργούν.
Έπειτα υπάρχουν κι οι
περιορισμοί του είδους, τους οποίους απολαμβάνω, κατανοώ και δε μ’ ενοχλούν
πραγματικά.
Σε βοηθούν να γίνεις ακόμα
αποτελεσματικότερη συγγραφέας.
Πιθανόν, δεν ξέρω.
Το συγκεκριμένο
μυθιστόρημα συνταιριάζει μια υπερ-ρεαλιστική προσέγγιση και μια πλήρως
παραφυσική.
Όταν, για παράδειγμα, ο
Χουάν κι ο Γκασπάρ πηγαίνουν σ’ ένα νεκροταφείο για να επικαλεστούν έναν
δαίμονα, αυτό προκύπτει πολύ φυσικά, καθώς έχεις ήδη συνταξιδέψει και
γευματίσει μ’ αυτούς ως αναγνώστης.
Ο Γκασπάρ θα μπορούσε να
είναι ένας γνωστός ή φίλος σου.
Θα μπορούσαμε να έχουμε
συναντηθεί σ’ ένα από αυτά τα μέρη που περιγράφονται στο μυθιστόρημα. Γι’ αυτό
και προσπάθησα να τον παρουσιάσω ως παιδί. Είναι και περίπου συνομήλικός μου.
Η γειτονιά όπου ζουν
είναι η γειτονιά μου. Το τμήμα του μυθιστορήματος που εκτυλίσσεται στο Λονδίνο έχει
πολύ περισσότερα επινοημένα στοιχεία.
Ήθελες, εξάλλου, ν’
αναδείξεις την πολυπλοκότητα και τις εντάσεις των ενδοοοικογενειακών σχέσεων,
ιδίως της σχέσης πατέρα-γιου.
Στην τελική, η Δική μας
πλευρά της νύχτας είναι ένα οικογενειακό έπος όπως τα Ανεμοδαρμένα ύψη.
Σχετίζεται πολύ με την έννοια της οικογένειας, ακόμα και στη μη συμβατική
εκδοχή της.
Ενδεικτικό παράδειγμα ο
θείος και μετέπειτα κηδεμόνας του Γκασπάρ.
Είναι ο μόνος χαρακτήρας
του μυθιστορήματος για τον οποίο χρειάζεται να νοιάζεσαι, παλιός ακτιβιστής και
εξόριστος στην Βραζιλία. Πρόσφερα πολλές λεπτομέρειες ώστε να γίνει περισσότερο
σάρκινος, ένα πρόσωπο.
Αυτό το μυθιστόρημα κι αυτός
ο κόσμος δεν μπορούν να παραδεχτούν το καλό. Το καλό δε ζει εδώ, οπότε πρέπει
να εξαλειφθεί, και με τον χειρότερο τρόπο.
Δεδομένης της πλούσιας
-και συχνότατα ριζοσπαστικής- πολιτικής παράδοσης της Αργεντινής, δεν είναι
αποκαρδιωτικό να εκλέγεται πρόεδρός της ένα άτομο του φυράματος του Μιλέι;
Τι σηματοδοτεί αυτό για
την σύγχρονη αργεντίνικη κοινωνία;
Η αργεντίνικη κοινωνία έχει
κουραστεί πολύ με τις ιδεολογίες.
Η ψηφιακή εποχή είναι ένας
από τους λόγους που εξηγούν την κούραση αυτή.
Οι άνθρωποι δεν
αντιλαμβάνονται τον Μιλέι ως συμβατικό πολιτικό, αλλά ως τεχνοκράτη. Ως
τέτοιος, για μένα έχει σαφή ιδεολογικοπολιτική διάσταση.
Νιώθουν ότι η Δεξιά τούς
έχει απογοητεύσει, το ίδιο κι η Αριστερά -ξεκάθαρα-, οπότε τώρα θέλουν κάποιον ικανό
μάνατζερ, ο οποίος θα κάνει τα πράγματα να λειτουργούν κι οι ίδιοι να έχουν
δουλειά.
Στ’ αλήθεια δε μου αρέσει
ο Μιλέι, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, καταλαβαίνω πως πολλοί αναρωτιούνται: «Για
πόσο ακόμα θα συνεχίσουμε να ζούμε μέσα σ’ ένα απόλυτο χάος, χωρίς κάποιος να
βάλει κάποια τάξη;»
Όχι την τάξη της βίας,
αλλά της σιγουριάς ότι αν καταθέσεις χρήματα στην τράπεζα, θα παραμείνουν εκεί.
Αυτήν την προσδοκία εκπροσωπεί. Δεν πιστεύω πως θα είναι συνεπής.
Πιστεύω ότι είναι πολύ
ιδεολόγος και επικίνδυνος με τον τρόπο της παράξενης δεξιάς που αναδύεται από
τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Της παλιάς Δεξιάς, στην πραγματικότητα,
μασκαρεμένης σαν κάτι άλλο.
Προσπαθώ, λοιπόν, να
σταματήσω να είμαι αγανακτισμένη ή πατερναλιστική απέναντι στους άλλους και ν’
αναρωτηθώ τι συμβαίνει.
Γιατί αισθάνονται τόσο
διαψευσμένοι, απελπισμένοι και ανήμποροι ώστε να ψηφίσουν -ή ακόμα και να
ταυτιστούν- μ’ έναν τέτοιο τύπο;
Εντός μια τέτοιας
συνθήκης, υπάρχουν στιγμές που αποκαρδιώνεσαι τόσο, ώστε να θεωρείς πως η
συγγραφή αυτή καθ’ εαυτήν είναι άσκοπη;
Πάντα νομίζω ότι η
συγγραφή είναι άσκοπη. (Γέλιο).
Με ανησυχεί το να θεωρούν
οι άνθρωποι πως η γνώμη μου -την οποία εκφράζω όταν ερωτώμαι- αξίζει
περισσότερο ή λιγότερο από εκείνη του οποιουδήποτε μόνο και μόνο επειδή είμαι
συγγραφέας.
Το να δουλεύεις με τις λέξεις
δε σου προσφέρει περισσότερη γνώση του οτιδήποτε, πόσο μάλλον της πολιτικής.
Όσον, όμως, αφορά στην
αποκαρδίωση, νομίζω πως τα όσα συμβαίνουν είναι μονάχα η αρχή. Γινόμαστε
μάρτυρες της αλλαγής εποχής. Οπότε, σε αυτή την φάση είμαι περισσότερο περίεργη
παρά αποκαρδιωμένη.
Πώς θα εξελιχθεί η
κατάσταση; Προς το παρόν, προσπαθώ να την παρατηρήσω. Ο Μιλέι βρίσκεται στην
εξουσία ένα εξάμηνο, κι όμως νιώθω ότι ήταν από πάντα.
Όσο γι’ αυτό που
συμβαίνει στην Γαλλία, προαλειφόταν εδώ και καιρό.
Βρισκόμαστε στην αρχή, επομένως.
Είναι, συνεπώς, πολύ νωρίς για να αποκαρδιωθούμε. Πρέπει να γίνουμε πιο δυνατοί!
H συνέντευξη
με
την συγγραφέα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (17-29
Ιουνίου 2024).
Ευχαριστώ θερμά
τον Γιώργο Πάτμιο (Εκδόσεις Πατάκη) για την πολύτιμη συμβολή
του στον προγραμματισμό της, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας
της συγγραφέως που συνοδεύει το κείμενο.
Το μυθιστόρημα της
Μαριάνα Ενρίκες Η
δική μας πλευρά της νύχτας κυκλοφορεί στα ελληνικά από
τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Χριστίνας
Θεοδωροπούλου.