Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Μαριάνα Ενρίκες: «Δεν μπορώ να σκεφτώ την συγγραφή χωρίς πολιτική οπτική»

 

Μαριάνα Ενρίκες (Φωτογραφία: Sebastián Freire)

Ο αποκρυφισμός, ο τρόμος και η πολιτική συνυφαίνονται στο επικό -από κάθε άποψη- μυθιστόρημα της Αργεντίνας Μαριάνα Ενρίκες, Η δική μας πλευρά της νύχτας.

Μια από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, η Ενρίκες επισκέφθηκε την Ελλάδα στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ. Η συνάντηση μαζί της ήταν επιβεβλημένη!

Είσαι μετρ της μικρής φόρμας, του διηγήματος. Με την πολυσέλιδη Δική μας πλευρά της νύχτας, που πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, εισέρχεσαι εκ νέου, ωστόσο, στο πεδίο του μυθιστορήματος. Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή;

Ξεκίνησα ως μυθιστοριογράφος και τα δύο πρώτα βιβλία μου είναι μυθιστορήματα. Όχι είδους, όμως, αν και διαθέτουν κάποια τέτοια στοιχεία.

Η εμπειρία του μυθιστορήματος είναι πολύ πιο εμβυθιστική, περνάς χρόνια με τους χαρακτήρες σου.

Τα διηγήματα είναι πολύ γρήγορα. Προσφέρουν ικανοποίηση, κατά μία έννοια, αλλά δεν είναι το ίδιο.

Ήθελα, λοιπόν, να επιστρέψω στην εμπειρία της συγγραφής ενός μυθιστορήματος.

Ενδιαφέρουσα διευκρίνιση, καθώς για τους περισσότερους αναγνώστες σου εκτός Λατινικής Αμερικής έγινες κυρίως γνωστή μέσω δύο συλλογών διηγημάτων (Όσα χάσαμε στις φλόγες και Οι κίνδυνοι του να καπνίζεις στο κρεβάτι).

Πραγματικά μ’ αρέσει να κινούμαι ανάμεσα στις δύο φόρμες, μιας και η συγγραφή διηγημάτων και μυθιστορημάτων συνιστά δύο πολύ διαφορετικές εμπειρίες.

Τι συγκεκριμένα ήθελες να εξερευνήσεις μέσα από την συγκεκριμένη φόρμα της Δικής μας πλευράς της νύχτας, θεματικά και δομικά;

Το μυθιστόρημα έχει πολλά σκαμπανεβάσματα.

Αναρωτιόμουν, επομένως, πώς θα διατηρούσα μια ατμόσφαιρα έντασης, τραχύτητας και τρόμου, παρέχοντας στον δυνητικό αναγνώστη τον χώρο να πενθήσει και να γνωρίσει τους χαρακτήρες.

Έχω, εξάλλου, μια εμμονή ολόκληρης ζωής με την μαγεία, τον αποκρυφισμό, τους αστικούς θρύλους, την μυθολογία της χώρας μου. Μέσα από το μυθιστόρημα ήθελα, λοιπόν, να εξερευνήσω ένα δικό μου σύμπαν στην ολότητά του.

Κατά την γνώμη μου, υπό τον «μανδύα» ενός μυθιστορήματος τρόμου κρύβεται ένας βαθιά πολιτικός στοχασμός.

Ήταν, άρα, και η ανάδειξη του αντικτύπου, των ιχνών της στρατιωτικής Δικτατορίας στην Αργεντινή -ιδίως στα σώματα των θυμάτων- ένας από τους στόχους σου;

Δεν μπορώ να σκεφτώ την συγγραφή μυθοπλασίας χωρίς πολιτική οπτική και χωρίς την αναφορά στα ίχνη της Δικτατορίας, αλλά και στην κατοπινή πολιτική και οικονομική αστάθεια και ασχήμια, και τις νευρώσεις που αυτές προκαλούν.

Αυτά ζω και γι’ αυτά γράφω. Η ικανότητα, άλλωστε, να προξενούμε κακό είναι πολύ ευρύτερα πολιτική ιδέα.

Το μυθιστόρημά σου φαντάζει σαν μια παραβολή για τις καταστροφική ισχύ και τις καταστροφικές συνέπειες της άσκησης εξουσίας - και όχι μόνο στην Αργεντινή.

Το να εργάζεσαι, για παράδειγμα, ως σκλάβος σε ένα εργοστάσιο παραγωγής παπουτσιών στην Ινδονησία που προορίζονται για πλούσιους Δυτικούς είναι μια μορφή κακού.

Αν, πάλι, ήθελα να γράφω χρησιμοποιώντας ένα ρεαλιστικό ύφος, θα μπορούσα.

Κι εύκολα μάλιστα, δεδομένου και του δημοσιογραφικού υπόβαθρού σου.

Γράφω με τον τρόπο που το κάνω γιατί θεωρώ ότι έχει περισσότερες δυνατότητες κατάδειξης όσων επιθυμώ σε σύγκριση με την ρεαλιστική γραφή.

Ως αναγνώστρια, κατάλαβα πράγματα μέσω της σκοτεινή μυθοπλασίας τα οποία δεν κατανοούσα όταν μου τα εξηγούσαν με ρεαλιστικό τρόπο.

Ένα λογοτεχνικό είδος, όπως η λογοτεχνία τρόμου, εντυπώνει μια εικόνα στο μυαλό σου που προέρχεται από βαθιά, από την φαντασία, ανακαλώντας ακριβώς την αίσθηση του τρόμου.

Κι αυτή δεν ξεχνιέται, ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία βομβαρδιζόμαστε με πληροφορίες, γενικά, και τρομακτικά πράγματα, ειδικά.

Δεκαπεντάχρονα υποφέρουν από κατάθλιψη επειδή επειδή περνάνε ώρες παρακολουθώντας αποκεφαλισμούς στο dark web. Τρόμος της αληθινής ζωής.

Υπάρχει ένα όριο στον τρόμο που ένας άνθρωπος μπορεί ν’ αντέξει;

Στην μυθοπλασία εξαρτάται από το πόσο σιχασιάρης είσαι! Αν είσαι διανοητικά προετοιμασμένος, πρόκειται για την πιο ασφαλή τοποθεσία.

Μπορείς να γίνεις μάρτυρας καταστάσεων που δεν είναι αληθινές, κι αυτό είναι, από μία άποψη, ανακουφιστικό.

Εξέρχεσαι της εμπειρίας της καταδίωξης από έναν φονιά χωρίς στην πραγματικότητα να έχεις καταδιωχθεί από έναν τέτοιο και χωρίς να έχεις υπάρξει άμεσα ευάλωτος υπό οποιαδήποτε συνθήκη.

Γι’ αυτό και η λογοτεχνία τρόμου είναι τόσο δημοφιλής. Ήδη από την εποχή των σπηλαίων αφηγούμασταν ιστορίες για τέρατα.

Είναι ένας πολύ αρχαϊκός τρόπος αφήγησης, οπότε δεν υπάρχει όριο στο πόσο τρόμο μπορούμε ν’ αντέξουμε, καθώς εξαρτάται από το ποιος είναι ο τρόμος της πραγματικής ζωής.

Κι όταν ο τρόμος της καθημερινότητας είναι πολύ πιο βάναυσος και παρών, το να διαβάζεις γι’ αυτόν δεν είναι και τόσο τρομακτικό.

Καθόλου!

Στην πραγματική ζωή χρειάζεται ν’ αναπτύξεις δεξιότητες προκειμένου να επιβιώσεις χωρίς να τρομάζεις. Στην μυθοπλασία μπορείς ν’ αφεθείς, διαβάζοντας μια σελίδα, ας πούμε.

Διαβάζοντας την Δική μας πλευρά της νύχτας βίωσα μια ορισμένη εξάντληση. Όχι λόγω της -δικαιολογημένης- έκτασης του μυθιστορήματος, αλλά εξαιτίας της συσσώρευσης κακού, πτωμάτων, ακρωτηριασμένων και βασανισμένων σωμάτων.

Εκτός από τρόμο, μπορεί μια τέτοια αφήγηση και να αναισθητοποιήσει τους αναγνώστες έναντι του κακού;

Εξαρτάται από τον αναγνώστη, αλλά μπορεί να συμβεί. Είναι μια συνέπεια της ενασχόλησης με το κακό. Προσπαθείς να αποστασιοποιηθείς από τους ακρωτηριασμούς, για παράδειγμα.

Αλλά, μιας και όλο το μυθιστόρημα είναι σαν μια μεγάλη τελετουργία, η επαναληπτικότητα και η θυσία ήταν απαραίτητες. O ρυθμός του μυθιστορήματος, όμως, είναι ο ρυθμός μιας τελετουργίας.

Η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασία ή η λογοτεχνία τρόμου έχουν κανόνες στους οποίους πρέπει να συμμορφώνεσαι, αλλιώς ως είδη δε λειτουργούν.

Έπειτα υπάρχουν κι οι περιορισμοί του είδους, τους οποίους απολαμβάνω, κατανοώ και δε μ’ ενοχλούν πραγματικά.

Σε βοηθούν να γίνεις ακόμα αποτελεσματικότερη συγγραφέας.

Πιθανόν, δεν ξέρω.

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα συνταιριάζει μια υπερ-ρεαλιστική προσέγγιση και μια πλήρως παραφυσική.

Όταν, για παράδειγμα, ο Χουάν κι ο Γκασπάρ πηγαίνουν σ’ ένα νεκροταφείο για να επικαλεστούν έναν δαίμονα, αυτό προκύπτει πολύ φυσικά, καθώς έχεις ήδη συνταξιδέψει και γευματίσει μ’ αυτούς ως αναγνώστης.

Ο Γκασπάρ θα μπορούσε να είναι ένας γνωστός ή φίλος σου.

Θα μπορούσαμε να έχουμε συναντηθεί σ’ ένα από αυτά τα μέρη που περιγράφονται στο μυθιστόρημα. Γι’ αυτό και προσπάθησα να τον παρουσιάσω ως παιδί. Είναι και περίπου συνομήλικός μου.

Η γειτονιά όπου ζουν είναι η γειτονιά μου. Το τμήμα του μυθιστορήματος που εκτυλίσσεται στο Λονδίνο έχει πολύ περισσότερα επινοημένα στοιχεία.

Ήθελες, εξάλλου, ν’ αναδείξεις την πολυπλοκότητα και τις εντάσεις των ενδοοοικογενειακών σχέσεων, ιδίως της σχέσης πατέρα-γιου.

Στην τελική, η Δική μας πλευρά της νύχτας είναι ένα οικογενειακό έπος όπως τα Ανεμοδαρμένα ύψη. Σχετίζεται πολύ με την έννοια της οικογένειας, ακόμα και στη μη συμβατική εκδοχή της.

Ενδεικτικό παράδειγμα ο θείος και μετέπειτα κηδεμόνας του Γκασπάρ.

Είναι ο μόνος χαρακτήρας του μυθιστορήματος για τον οποίο χρειάζεται να νοιάζεσαι, παλιός ακτιβιστής και εξόριστος στην Βραζιλία. Πρόσφερα πολλές λεπτομέρειες ώστε να γίνει περισσότερο σάρκινος, ένα πρόσωπο.

Αυτό το μυθιστόρημα κι αυτός ο κόσμος δεν μπορούν να παραδεχτούν το καλό. Το καλό δε ζει εδώ, οπότε πρέπει να εξαλειφθεί, και με τον χειρότερο τρόπο.

Δεδομένης της πλούσιας -και συχνότατα ριζοσπαστικής- πολιτικής παράδοσης της Αργεντινής, δεν είναι αποκαρδιωτικό να εκλέγεται πρόεδρός της ένα άτομο του φυράματος του Μιλέι;

Τι σηματοδοτεί αυτό για την σύγχρονη αργεντίνικη κοινωνία;

Η αργεντίνικη κοινωνία έχει κουραστεί πολύ με τις ιδεολογίες.

Η ψηφιακή εποχή είναι ένας από τους λόγους που εξηγούν την κούραση αυτή.

Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται τον Μιλέι ως συμβατικό πολιτικό, αλλά ως τεχνοκράτη. Ως τέτοιος, για μένα έχει σαφή ιδεολογικοπολιτική διάσταση.

Νιώθουν ότι η Δεξιά τούς έχει απογοητεύσει, το ίδιο κι η Αριστερά -ξεκάθαρα-, οπότε τώρα θέλουν κάποιον ικανό μάνατζερ, ο οποίος θα κάνει τα πράγματα να λειτουργούν κι οι ίδιοι να έχουν δουλειά.

Στ’ αλήθεια δε μου αρέσει ο Μιλέι, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, καταλαβαίνω πως πολλοί αναρωτιούνται: «Για πόσο ακόμα θα συνεχίσουμε να ζούμε μέσα σ’ ένα απόλυτο χάος, χωρίς κάποιος να βάλει κάποια τάξη;»

Όχι την τάξη της βίας, αλλά της σιγουριάς ότι αν καταθέσεις χρήματα στην τράπεζα, θα παραμείνουν εκεί. Αυτήν την προσδοκία εκπροσωπεί. Δεν πιστεύω πως θα είναι συνεπής.

Πιστεύω ότι είναι πολύ ιδεολόγος και επικίνδυνος με τον τρόπο της παράξενης δεξιάς που αναδύεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Της παλιάς Δεξιάς, στην πραγματικότητα, μασκαρεμένης σαν κάτι άλλο.

Προσπαθώ, λοιπόν, να σταματήσω να είμαι αγανακτισμένη ή πατερναλιστική απέναντι στους άλλους και ν’ αναρωτηθώ τι συμβαίνει.

Γιατί αισθάνονται τόσο διαψευσμένοι, απελπισμένοι και ανήμποροι ώστε να ψηφίσουν -ή ακόμα και να ταυτιστούν- μ’ έναν τέτοιο τύπο;

Εντός μια τέτοιας συνθήκης, υπάρχουν στιγμές που αποκαρδιώνεσαι τόσο, ώστε να θεωρείς πως η συγγραφή αυτή καθ’ εαυτήν είναι άσκοπη;

Πάντα νομίζω ότι η συγγραφή είναι άσκοπη. (Γέλιο).

Με ανησυχεί το να θεωρούν οι άνθρωποι πως η γνώμη μου -την οποία εκφράζω όταν ερωτώμαι- αξίζει περισσότερο ή λιγότερο από εκείνη του οποιουδήποτε μόνο και μόνο επειδή είμαι συγγραφέας.

Το να δουλεύεις με τις λέξεις δε σου προσφέρει περισσότερη γνώση του οτιδήποτε, πόσο μάλλον της πολιτικής.

Όσον, όμως, αφορά στην αποκαρδίωση, νομίζω πως τα όσα συμβαίνουν είναι μονάχα η αρχή. Γινόμαστε μάρτυρες της αλλαγής εποχής. Οπότε, σε αυτή την φάση είμαι περισσότερο περίεργη παρά αποκαρδιωμένη.

Πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση; Προς το παρόν, προσπαθώ να την παρατηρήσω. Ο Μιλέι βρίσκεται στην εξουσία ένα εξάμηνο, κι όμως νιώθω ότι ήταν από πάντα.

Όσο γι’ αυτό που συμβαίνει στην Γαλλία, προαλειφόταν εδώ και καιρό.

Βρισκόμαστε στην αρχή, επομένως. Είναι, συνεπώς, πολύ νωρίς για να αποκαρδιωθούμε. Πρέπει να γίνουμε πιο δυνατοί!

H συνέντευξη με την συγγραφέα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (17-29 Ιουνίου 2024).

Ευχαριστώ θερμά τον Γιώργο Πάτμιο (Εκδόσεις Πατάκη) για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της συγγραφέως που συνοδεύει το κείμενο.

Το μυθιστόρημα της Μαριάνα Ενρίκες Η δική μας πλευρά της νύχτας κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου.



Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Αντρές Μοντέρο: «Δε φοβάμαι τον θάνατο, αλλά τον βλέπω ως μέρος της ζωής»

 


Ο πλούτος του λαϊκού πολιτισμού της χιλιάνικης υπαίθρου αναδεικνύεται δεξιοτεχνικά από τον Χιλιανό συγγραφέα και αφηγητή Αντρές Μοντέρο μέσα από την συλλογή έξι αφηγήσεων με τίτλο Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή.

Ο Αντρές Μοντέρο επισκέφτηκε την Ελλάδα προσκεκλημένος του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (17-29 Ιουνίου). Συναντηθήκαμε μαζί του στην Αθήνα.

Διαβάζοντας το βιβλίο σου O θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή ένιωσα δύο «αύρες»:

Η μία είναι του Μπόρχες, η άλλη του μαγικού ρεαλισμού συνολικά. Θα ήθελες να μου διευκρινίσεις την σχέση σου -ως αναγνώστης και ως συγγραφέας- τόσο με τον Μπόρχες όσο και με την πλούσια παράδοση του μαγικού ρεαλισμού;

Η σχέση μου με τον μαγικό ρεαλισμό είναι ξεκάθαρη: διαβάζω πολύ συγγραφείς όπως οι Μάρκες και Ρούλφο. Δε μου έχουν αναφέρει τον Μπόρχες ξανά, όμως.

Επειδή, ωστόσο, μου αρέσει πολύ ως συγγραφέας, η όποια επιρροή έχει, νομίζω, να κάνει με τον τρόπο δόμησης του βιβλίου κι όχι τόσο με τις ιστορίες.

Μιας, λοιπόν, και αναφερόμαστε στην δομή, μπορείς να μου εξηγήσεις την επιλογή σου να δώσεις φωνή, και μάλιστα σε ισότιμη βάση, σε λίγο-πολύ όλους τους χαρακτήρες που εμφανίζονται στο βιβλίο;

Μ’ ενδιαφέρει πιο πολύ η προφορικότητα. Η επιλογή του κάθε ανθρώπου να αφηγηθεί μια ιστορία είναι κάτι πολύ προσωπικό και είναι σημαντικό οι ιστορίες να υπάρχουν με την μορφή που τις αφηγήθηκαν.

Γιατί, λοιπόν, σε γοητεύει τόσο το σύμπαν της προφορικής αφήγησης ιστοριών;

Αυτό που περισσότερο με γοητεύει είναι το κουτσομπολιό!

Ακόμα κι όταν, για παράδειγμα, βρίσκομαι στο τρένο, μπορώ να καταλάβω πολλά για τον κάθε άνθρωπο από τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται τις ιστορίες που αφηγείται σε κάποιον άλλο. Η διαδικασία αυτή σε πλάθει ως άνθρωπο.

Σε ποιον βαθμό παραμένεις ακροατής τέτοιων συζητήσεων και πότε αποφασίζεις να εμπλακείς ενεργά, απευθυνόμενος στους συνεπιβάτες/συνομιλητές; Υπάρχει κάποιο κριτήριο, μια αποφασιστική στιγμή;

Επειδή ασκώ την αφήγηση ιστοριών ως επάγγελμα, τις διατηρώ αυτούσιες όταν τις αφηγούμαι, διευκρινίζοντας πως ο τάδε ή ο δείνα άνθρωπος μου είπε το ένα ή το άλλο.

Όταν, όμως, τις γράφω, είναι σαν να παίζω λοταρία. Ό,τι προκύψει, προέρχεται μεν από την δικιά μου φαντασία, αλλά πηγάζει και μέσα από όσα μου έχουν αφηγηθεί.

Το υλικό του συγκεκριμένου βιβλίου προέρχεται από πολλές και διαφορετικές πηγές  και συναντήσεις με ανθρώπους - πραγματικές ή φανταστικές;

Προέρχονται από παντού:

Από τις εμπειρίες που βίωσα περιοχή στην οποία εκτυλίσσεται ο Θάνατος...  από συναντήσεις με ανθρώπους, από οικογενειακά παραμύθια και ιστορίες που περνούσαν από γενιά σε γενιά, αλλά και από την φαντασία μου.

Αυτή η περιοχή είναι ο χιλιάνικος Νότος, ή πρόκειται για μια επινοημένη τοποθεσία;

Είναι ο χιλιάνικος Νότος, είναι κι ο δικός μου τόπος στην νότια Χιλή, αλλά είναι και το άθροισμα όλων των τόπων που έχω δει.

Όταν ήσουν παιδί, υπήρχαν στο οικογενειακό περιβάλλον σου γιαγιάδες, παππούδες ή και γονείς που συνήθιζαν να αφηγούνται ιστορίες και παραμύθια;

Πιο πολύ ο πατέρας μου, η μητέρα μου, τα αδέρφια μου και οι θείοι μου.

Ήταν ο πατέρας μου, όμως, ο οποίος μου άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση: όταν επέστρεφε αργά από την δουλειά, έσβηνε τα φώτα και, μέσα στο σκοτάδι, αφηγείτο τα παραμύθια του με έναν λόγο προφορικό και ρευστό.

Μέσα από αυτά τα παραμύθια έφτιαξα τον δικό μου κόσμο.

Ως ενήλικος πια, πότε άρχισες να αφηγείσαι ιστορίες;

Στα είκοσι.

Και να τις εκδίδεις;

Στα είκοσι ένα.

Όποτε πρόκειται για σχεδόν παράλληλες διαδικασίες.

Όταν κυκλοφόρησε το Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή, ρωτούσα τους αναγνώστες πώς τους φάνηκε, ποιες ιστορίες τούς εντυπωσίασαν περισσότερο. Ήθελα να μάθω την αντίδρασή τους, τι τους ενδιαφέρει και τους αρέσει.

Η διαδικασία της αφήγησης των ιστοριών, εξάλλου, άλλαξε και τον τρόπο που γράφω ιστορίες.

Σε ό,τι με αφορά, η αγαπημένη μου ιστορία από το παρόν βιβλίο είναι η πρώτη.

Η ιστορία αυτή γράφτηκε τέσσερα χρόνια πριν από τις υπόλοιπες. Την ξανασυνάντησα κατά την διάρκεια της πανδημίας. Μέσα σε λίγους μήνες έγραψα και τις άλλες. Αυτή, όμως, ήταν ο πυρήνας.

Αντιλαμβάνεσαι τον Θάνατο... ως αφήγημα, ως μυθιστόρημα, ως συλλογή διηγημάτων ή ως κάτι που υπερβαίνει τις ταξινομήσεις;

Για μένα -και επιμένω σ’ αυτό- είναι μια συλλογή αφηγήσεων. Κάθε ιστορία έχει την δικιά της ιστορία.

Αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, θα έπρεπε να υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης.

Το στοιχείο του θανάτου, από την άλλη, κάθε τόσο επανέρχεται στις ιστορίες σου. Είναι για σένα η γραφή ένας τρόπος υπέρβασης του άγχους, του φόβου του θανάτου;

Δε φοβάμαι τον θάνατο, αλλά τον βλέπω ως μέρος της ζωής.

Ακόμα κι όταν ήμουν μικρός, βλέποντας τους υπερήλικες να παίρνουν έναν σωρό για να ζήσουν κι άλλο, το αντιμετώπιζα ως κάτι μάταιο, επειδή ακριβώς ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής.

Όταν εισέρχεται στο σπίτι ο ήρωας της πρώτης ιστορίας στάζοντας βροχή, αυτός είναι ο θάνατος, κι αυτός είναι ο τρόπος μου να δηλώσω πως, όταν έρθει ο θάνατος, θα τον πάρω απ’ το χέρι. Έτσι πείθω τον εαυτό μου ότι πρέπει να είναι.

Οι χαρακτήρες του συγκεκριμένου βιβλίου φαίνεται πως βρίσκονται πέρα από τον χρόνο ή ζουν σε μια άλλη πραγματικότητα.

Κατά πόσο σε γοητεύει ή σε ενδιαφέρει και η τρέχουσα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα στην Χιλή σε σημείο που να θελήσεις να την εντάξεις σ’ ένα μελλοντικό αφήγημα;

Όταν κάποιος σκέφτεται την Χιλή, σκέφτεται περισσότερο το Σαντιάγο, την πρωτεύουσα.

Η πραγματικότητα, όμως, που αφηγούμαι στο βιβλίο είναι η πραγματικότητα της επαρχίας. Οι δυο πραγματικότητες υπάρχουν παράλληλα.

Έχω δεχτεί κριτική γιατί δεν αναφέρομαι στην σύγχρονη χιλιάνικη πραγματικότητα.

Στο πιο πρόσφατο βιβλίο μου, ωστόσο, το οποίο εκδόθηκε πριν από δύο μήνες, αναφέρομαι και στην κοινωνική εξέγερση που είχε πυροδοτηθεί από την αύξηση της τιμής του εισιτηρίου του Μετρό, αλλά και στην πανδημία.

Έχεις γεννηθεί και ζεις στην Χιλή, έχεις ζήσει για κάποιο διάστημα στην Ισπανία, ενώ αυτές τις μέρες βρίσκεσαι στην Αθήνα προσκεκλημένος του ΛΕΑ.

Νιώθεις την ίδια οικειότητα και στην Χιλή, και στην Ισπανία και στην Αθήνα; Ή υπάρχουν και στιγμές αποξένωσης;

Τόσο η Ισπανία όσο και η Ελλάδα είναι, για μένα, κομμάτι του Δυτικού πολιτισμού.

Την πρώτη μέρα που έφτασα στην Αθήνα και την εξερευνούσα, έβλεπα πολύ οικεία στοιχεία.

Ακόμα και σε μια πόλη τόσο μακριά από την Χιλή, βιώνω αυτήν την οικειότητα.

Η συνέντευξη με τον συγγραφέα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (17-29 Ιουνίου 2024).

Ευχαριστώ θερμά την Αμέρισσα Μπάστα (Εκδόσεις Διόπτρα) για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέως η οποία συνοδεύει το κείμενο.

Ευχαριστώ, επίσης, την Αλεξάνδρα Φαρσάρη για την διαδοχική διερμηνεία των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Το βιβλίο του Αντρές Μοντέρο Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου.



Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Nτράγκο Γιάντσαρ: «Είμαι νοσταλγός της Γιουγκοσλαβίας, αλλά μόνο πολιτισμικά»

 

Ντράγκο Γιάντσαρ (Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη)

Πότε λυρικό, πότε ρεαλιστικό, το μυθιστόρημα Ακόμα και ο έρωτας του Ντράγκο Γιάντσαρ, του σημαντικότερου Σλοβένου συγγραφέα, αφηγείται την καταρράκωση των ζωών τριών ανθρώπων στην υπό ναζιστική κατοχή πόλη του Μάριμπορ.

Συναντώντας τον συγγραφέα στον Αθήνα, όπου πρόσφατα βρέθηκε προκειμένου να παρουσιάσει το βιβλίο του.

Έχετε αποκληθεί «σεισμογράφος της χαοτικής Ιστορίας». Αποδέχεστε αυτόν τον χαρακτηρισμό;

Γράφω για το χάος της Ιστορίας.

Θεωρώ, ωστόσο, την Ιστορία ζήτημα του παρόντος, όχι του παρελθόντος. Ό,τι συνέβη στον καθένα μας κατά την διάρκεια του 20ού αιώνα, του αιώνα των ιδεολογιών, συνθέτει την σημερινή Ευρώπη και συγκροτεί τις σχέσεις που βιώνουμε στο παρόν.

Κάθε κάτοικος της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων ή πρόγονός του ενεπλάκησαν σε αυτά τα ιστορικά γεγονότα.

Τα οποία αποτελούν την πρώτη ύλη των μυθιστορημάτων σας.

Όχι μόνο των μυθιστορημάτων, αλλά και δοκιμίων μου που αφορούν σε πολιτικά ζητήματα.

Με αυτήν την έννοια μπορώ να περιγραφώ ως «σεισμογράφος», επειδή διαθέτω το αισθητήριο του συγγραφέα και του ανθρώπου σε σχέση με το τι δεν πάει καλά.

Και είναι η εξερεύνηση της «μοίρας» των ατόμων και των μεταξύ τους σχέσεων σε ταραγμένους καιρούς που πιο πολύ σας ενδιαφέρει.

Η Σλοβενία, από την οποία κατάγομαι, είναι μια μικρή χώρα που συνορεύει με την Αυστρία, την Ιταλία, την Κροατία και την Ουγγαρία.

Πάντα είχε πρόβλημα με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς κατακτητές οι οποίοι ήθελαν να αποσπάσουν τμήματά των εδαφών της.

Αν είχες υπάρξει κάτοικος ενός μικρού ορεινού χωριού της Σλοβενίας κατά τον 20ό αιώνα, θα είχες δει σ’ αυτό κρατικούς αξιωματούχους με πέντε διαφορετικές στολές να συλλέγουν φόρους.

Κάθε καινούρια περίοδος (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, μοναρχική δικτατορία, κομμουνιστική δικτατορία) επηρέαζε την ζωή των ανθρώπων πολύ βαθιά και σκληρά. Για την ζωή των ανθρώπων γράφω, λοιπόν.

Δεν έχει υπάρξει στην ανθρώπινη Ιστορία περίοδος όμοια με τον 20ό αιώνα.

Είστε παιδί των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

Ασφαλώς.

Πώς έχει εγγραφεί η περίοδος αυτή μέσα σας ως άνθρωπο και κατόπιν ως συγγραφέα;

Το Μάριμπορ, η γενέτειρά μου, προπολεμικά ήταν το μισό σλοβενικό και το μισό γερμανικό. Οι κάτοικοί του συνυπήρχαν επί αιώνες.

Επί γερμανικής κατοχής αιχμάλωτοι θανατώθηκαν, άνθρωποι βασανίστηκαν. Ο πατέρας μου ήταν παρτιζάνος.

Μετά τον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέλαβαν οι κομμουνιστές την εξουσία. Κάποιοι συνεργάτες του προηγούμενου καθεστώτος εξαφανίστηκαν.

Εξαφανίστηκαν, όμως, και πολλοί αθώοι άνθρωποι. Άλλο είδος καταστολής, λοιπόν. Εγώ, ωστόσο, ως νέος, εκπαιδευμένος κατά τον σοσιαλιστικό τρόπο, δεν το αντιλήφθηκα.

Τα δικά σας βάσανα ξεκίνησαν αργότερα.

Επειδή ανακάλυψα ότι δεν ήταν όλα τόσο όμορφα όσο πίστευα. Ήμασταν φτωχοί, η ζωή δεν ήταν καλή.

Πότε άρχισε να ξεθωριάζει αυτή η ψευδαίσθηση;

Όταν, σε ηλικία είκοσι χρονών, ήμουν συντάκτης στην μικρής κυκλοφορίας φοιτητική εφημερίδα Katedra στο Μάριμπορ.

Έγραψα, λοιπόν, ένα άρθρο γνώμης το οποίο δημοσιεύτηκε στο πρωτοσέλιδο και τιτλοφορείτο Για τις αρχές του πλουραλισμού.

Αισθανόμουν πως δεν υπήρχε οξυγόνο γύρω μου: ούτε στην ζωή μου γενικότερα, ούτε στο πανεπιστήμιο. Κυριαρχούσαν ανόητοι, μέτριοι άνθρωποι, μικρογραφειοκράτες που απλώς επαναλάμβαναν τα σλόγκαν τους.

Ήθελα να κριτικάρω αυτήν την κατάσταση, επιθυμώντας περισσότερη ανοιχτότητα, περισσότερη συζήτηση σχετικά με το πανεπιστήμιο.

Οι αντιδράσεις στο πανεπιστήμιο ήταν καταιγιστικές, οι κομματικές οργανώσεις με καταδίκασαν, και το συντακτικό προσωπικό της εφημερίδας απολύθηκε.

Κατάλαβα, άρα, πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Παρά τα βάσανα επιβιώσατε, πάντως, ως συγγραφέας.

Τελικά ναι, έχοντας στο μεταξύ φυλακιστεί για ένα μικρό διάστημα.

Μετά, κατατάχτηκα στο στρατό στην πόλη Βράνιε που βρίσκεται στην νότια Σερβία. Εκεί, για πρώτη φορά ένιωσα Βαλκάνιος.

Αφότου ολοκληρώθηκε και η στρατιωτική θητεία μου, εισήχθην σταδιακά στην λογοτεχνία, γεγονός που λειτούργησε απελευθερωτικά για μένα, όπως επίσης και για τους αναγνώστες μου.

Το να μιλάω ελεύθερα για τα φρικτά και δύσκολα προβλήματα είναι η τάση μου.

Ελεύθερα, αλλά και τρυφερά, αν κρίνω από τον τρόπο που προσεγγίζετε όλους τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός σας Ακόμα και ο έρωτας.

Τους νιώθω και πρέπει να τους καταλάβω. Ακόμα και τον Ναζί αξιωματικό. Γιατί η υπακοή στις σκληρές διαταγές ήταν πιο σημαντική από την πιθανότητα της αγάπης;

Αν δεν τους προσέγγιζα έτσι, ίσως το βιβλίο θα ήταν πιο αποτελεσματικό, αλλά και πιο σκληρό.

Είστε επίσης γενναιόδωρος απέναντί τους, όποια κι αν έχει υπάρξει η στάση τους.

Σ’ ευχαριστώ για την επισήμανσή σου.

Δε χαρακτηρίζει το σύνολο του συγγραφικού μου έργου αυτή η προσέγγιση. Είναι, ωστόσο, σημαντική σε σχέση με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Ήθελα να εισαγάγω στοιχεία ποίησης, άνοιξης και αγάπης στο πλαίσιο μιας πολεμικής περιόδου.

Αν όλοι βιώσουμε μια στιγμή έντονης αγάπης, στην πραγματικότητα αρκεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα παραμείνουμε με έναν άνθρωπο μέχρι το τέλος.

Αποτελούν οι χαρακτήρες του μυθιστορήματός σας ένα αμάλγαμα πραγματικών ανθρώπων που μπορεί να είχατε συναντήσει;

Πράγματι, συντίθενται από θραύσματα χαρακτήρων ανθρώπων τους οποίους γνώριζα ή ιστορίες που γνώριζα. Τα ιστορικά γεγονότα και η ατμόσφαιρα της περιόδου αποδίδονται με ακρίβεια.

Είναι σαν να εκτυλίσσονται όλα αυτά τα τραυματικά -και όχι μόνο- γεγονότα μπροστά στα μάτια του κάθε αναγνώστη/της κάθε αναγνώστριας.

Είναι πιθανό να διαβάσεις αυτό το βιβλίο υπό το πρίσμα της ελληνικής ιστορικής εμπειρίας και της ύπαρξης ορισμένων ομοιοτήτων με την σλοβενική;

Έτσι νομίζω, παρότι το πολιτικό πλαίσιο στην μεταπολεμική Ελλάδα ήταν διαφορετικό. Αν, όμως, εστιάσεις στα βιώματα του καθημερινού ανθρώπου -στις χαρές και στα βάσανά του-, η ανάγνωση κυλάει απρόσκοπτα.

Δε μου φαίνεται, πάντως, να νοσταλγείτε και πολύ την περίοδο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Ή την νοσταλγείτε, από κάποια άποψη;

Σύνθετο ερώτημα!

Τα συναισθήματά μου απέναντι στην Γιουγκοσλαβία είναι ανάμικτα.

Έζησα όλη μου την νιότη και μέχρι περίπου τα 45 σ’ αυτήν την χώρα και νοσταλγώ την κουλτούρα, τους φίλους: είμαι νοσταλγός της Γιουγκοσλαβίας, αλλά μόνο πολιτισμικά.

Από αυτήν την άποψη, ήταν μια παράξενη χώρα. Ήταν ελεύθερη.

Το Μαύρο Κύμα στον κινηματογράφο ήταν ένα πραγματικό σοκ για την δικτατορία. Εναντιωνόταν ακόμα και στον κομμουνισμό, κατά κάποιον τρόπο.

Επιπλέον, μέσα σε δύο με τρία χρόνια από την κυκλοφορία του στην Δύση ήταν διαθέσιμο σε μετάφραση στην Λιουμπλιάνα το οτιδήποτε. Η ίδια ελευθερία χαρακτήριζε και το θέατρο.

Δε νοσταλγώ το πολιτικό σύστημα, όμως. Όχι γιατί ήμουν επί μακρόν έγκλειστος, αλλά επειδή, όπως προανέφερα, υπήρχαν τόσοι ανόητοι γραφειοκράτες που κυριαρχούσαν.

Αν ήθελες να εκδώσεις μια εφημερίδα ή να ιδρύσεις ένα κόμμα, ήταν εκτός συζήτησης. Σήμαινε φυλακή. Δεν μπορούσες να κριτικάρεις ούτε την φωτογραφία του Τίτο. Πολλοί τον αγαπούσαν, αλλά και τον φοβόντουσαν.

Εξακολουθώ, πάντως, να πιστεύω πως κάποιο σοσιαλιστικό ιδανικό είναι πιθανό, αλλά όχι με τον τιτοϊκό τρόπο.

Ο οποίος, όμως, ήταν λιγότερο ανοιχτά βάναυσος.

Κι έτσι ακόμα, το καθεστώς ήταν δικτατορικό.

Ας καταπιαστούμε, λοιπόν, με το σήμερα και -ίσως- το αύριο των Βαλκανίων. Τι μέλλον έχουν τα Βαλκάνια, κατά την γνώμη σας;

Θα αμβλυνθούν οι εθνικές και θρησκευτικές διαφορές αν όλες οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας εισέλθουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα προκύψουν άλλες προτεραιότητες. Αυτό ελπίζω.

Νομίζετε πως η Ε.Ε. νοιάζεται καθόλου για τις μικρότερες χώρες;

Όχι και πολύ. Σε επίπεδο πολιτικής και ισχύος, δεν υπάρχει χώρος για την φωνή ενός μικρότερου έθνους. Κι έτσι, πάντως, η Ε.Ε. είναι η καλύτερη λύση. Δε βλέπω κάποια άλλη.

Είμαι φιλο-Ευρωπαίος, ωστόσο δεν είμαι ευτυχής με οτιδήποτε συμβαίνει στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν έχουν αποφασιστικές αρμοδιότητες ώστε να επιλύουν κοινωνικής φύσης προβλήματα και υποτάσσονται στην κοινή γνώμη.

«Ονειρευόμασταν την δημοκρατία, αλλά ξυπνήσαμε με καπιταλισμό», έγραφα κάποτε. Τι είδους καπιταλισμό, όμως; Δεν έχω, όμως, πια χρόνο για τέτοιες αναλύσεις.

Ευχαριστώ θερμά την Ισμήνη Κουρούπη (Εκδόσεις Καστανιώτη) για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα του Ντράγκο Γιάντσαρ Ακόμα και ο έρωτας κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Λόισκας Αβαγιανού.



Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Loreena McKennitt: «Έχω κρατήσει απόσταση ασφαλείας από την φήμη»

 


Από τις πιο επιτυχημένες, καλλιτεχνικά και εμπορικά, συνθέτριες και τραγουδίστριες φολκ μουσικής η αγαπημένη και του ελληνικού κοινού Loreena McKennitt επιστρέφει συναυλιακά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στις 26 και 27 Ιουνίου.

Μια εγκάρδια κουβέντα μαζί της ενόψει των συναυλιών.

Σας ευχαριστώ που βρήκατε λίγο χρόνο γι’ αυτήν την κουβέντα εν μέσω του φορτωμένου συναυλιακού σας προγράμματος.

Είναι πάντα φορτωμένο, αλλά το να μιλάς με ανθρώπους είναι πάντα πολύ όμορφο!

Η ανάμνηση εκείνης της μαγικής συναυλιακής νύχτας στο Θέατρο του Λυκαβηττού πριν από πολλά χρόνια ακόμα με συνοδεύει, αν το πιστεύετε.

Σας ευχαριστώ γι’ αυτήν.

Λοιπόν, αυτό είναι υπέροχο!

Αν και το υπαινιχθήκατε ήδη, πόση ευχαρίστηση αντλείτε από τις συναυλίες και την αλληλεπίδραση με το εκάστοτε κοινό σας;

Η ευχαρίστηση έγκειται, κατ’ αρχάς, στην εμπλοκή με την μουσική, στην δημιουργία μουσικής και, βεβαίως, στο μοίρασμά της με άλλους ανθρώπους, χωρίς καν να να ανησυχώ για την διάσταση της περφόρμανς.

Η μουσική είναι ένα εξαιρετικό μέσο. Είναι τόσο ευρεία η γκάμα των ειδών και των συναισθημάτων που μπορεί να προκαλέσει.

Σε ό,τι με αφορά, υπάρχει κάτι θεραπευτικό στην εμπλοκή μου με την μουσική, η οποία, εξάλλου, διαθέτει μια ξεχωριστή κοινοτική διάσταση.

Και υπάρχουν τόσο λίγες δραστηριότητες που μπορούμε να μοιραστούμε με άλλους ανθρώπους κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ένα γεύμα, ας πούμε. Το να τραγουδάς παρέα με πολλούς άλλους είναι το καλύτερο πράγμα.

Υπερβαίνοντας το φράγμα της γλώσσας ή της φωνητικής ανεπάρκειας, το τραγούδι είναι όντως μια μαγική διαδικασία.

Όταν ήσασταν πλανόδια μουσικός πριν την ηχογράφηση του δισκογραφικού ντεμπούτου σας, Elemental, το οποίο άκουγα τις προάλλες, περιμένατε ότι κάποτε θα εξελισσόσασταν σε μια τόσο πετυχημένη καλλιτέχνιδα;

Δε θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ ή να το περιμένω. Υπήρξε η μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής μου! (Γέλιο).

Ίσως ήδη γνωρίζεις, βέβαια, πως μεγαλώνοντας ήθελα να γίνω κτηνίατρος, ποτέ δεν ονειρευόμουν να γίνω τραγουδίστρια, να βρίσκομαι επί σκηνής ή να είμαι πολύ γνωστή.

Έχω κρατήσει απόσταση ασφαλείας από την φήμη. Εξακολουθώ να διάγω μια πολύ συνηθισμένη, φυσιολογική ζωή σε μια σχετικά μικρή κοινότητα στο νότιο Οντάριο του Καναδά. Δεν έχω καμία όρεξη για όλα όσα συνεπάγεται η φήμη.

Αυτό που ήξερα κατά την πρώιμη περίοδο της δραστηριοποίησής μου ως πλανόδιας μουσικού στο Τορόντο ήταν ότι η ενασχόληση με την κέλτικη μουσική, με την μελωδία και την τροπικότητά της, είχε κάτι το ευχάριστο, μεταδοτικό και σχεδόν θεραπευτικό.

Η φολκ είναι ένα είδος που επηρεάζει και γοητεύει πολλούς ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο.

Επομένως, σας έλκυε η φολκ μουσική ανεξαρτήτως της προέλευσης του εκάστοτε ακούσματος.

Όταν ενεπλάκην περαιτέρω, συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσες να την εκτιμήσεις πλήρως αν δεν κατανοούσες τις ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες εντός των οποίων είχε παραχθεί.

Γι’ αυτό κι έσπευσα να παρακολουθήσω μαθήματα ιρλανδικής Ιστορίας από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Γουοτερλού στον Καναδά.

Με συνάρπαζαν, εξάλλου, οι διαφορετικές παραδόσεις, τα τελετουργικά, ο χορός, το θέατρο και ο τρόπος διασύνδεσής τους με άλλες πτυχές του πολιτισμού.

Στην περίπτωσή σας, ο συνδυασμός του πάθους της ερευνήτριας και της καλλιτέχνιδας -εν προκειμένω τραγουδίστριας και συνθέτριας- έχουν διαχρονικά παραγάγει ένα εξαιρετικά γοητευτικό -και καθόλου επιτηδευμένο- αποτέλεσμα.

Ασφαλώς υπάρχει μια διασύνδεση ανάμεσα στα δύο αυτά στοιχεία. Δεν εμπνεύrστηκα ούτε καθοδηγήθηκα από τις ανάγκες της μουσικής βιομηχανίας.

Αυτό που που μ’ ενδιέφερε ήταν η ενασχόλησή μου με την φολκ μουσική. Όσο περισσότερο ασχολούμουν μ’ αυτήν, τόσο ωρίμαζε η κατανόησή μου.

Κατόπιν, είχαν ανοίξει διάπλατα πόρτες και παράθυρα εξερεύνησης προς πολλές κατευθύνσεις, γεγονός που μ’ έφερε και στην Μικρά Ασία και την Ελλάδα, βεβαίως.

Βιώνετε τον ίδιο ενθουσιασμό εντρυφώντας σε όλες τις πολιτισμικές παραδόσεις ή κάποιες σας είναι περισσότερο οικείες - είτε σε καλλιτεχνικό είτε σε υπαρξιακό επίπεδο;

Αισθάνομαι πιο οικεία και άνετα εντός του κέλτικου/ιρλανδικού πλαισίου.

Στη διάρκεια των ταξιδιών μου, λοιπόν, βυθιζόμουν στην μουσική όσο περισσότερο μπορούσα.

Οι ηχογραφήσεις εξελίχθηκαν σε αντανακλάσεις των ταξιδιών αυτών, σε στιγμιότυπα, σε αρχειακά ντοκουμέντα που ακολούθησαν την δική μου αναζήτηση της κέλτικης Ιστορίας.

Ήθελα να αποτυπώσω αυτό που έβλεπα και βίωνα, κι ας ήταν ό,τι ήθελε!

Υπήρχε, επίσης, και η διάσταση της αναζήτησης της πνευματικότητας; Νιώθω πως η μουσική σας αποκαλύπτει έναν άνθρωπο ο οποίος εντρυφά και σε τέτοιου είδους ζητήματα μέσω της καλλιτεχνικής του έκφρασης.

Ασφαλώς είναι κι αυτό ένα «μονοπάτι» των στοχασμών μου. Περνώ πολύ χρόνο σκεπτόμενη την συγκεκριμένη πτυχή της ύπαρξής μας και αισθάνομαι ότι οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να είναι πνευματικά δεσμευμένοι.

Οι διαφορετικές θρησκείες είναι μια απάντηση σ’ αυτήν την ανάγκη. Είναι, όμως, και ευάλωτες στην εξέλιξη, την χειραγώγηση, και την διαστρέβλωση.

Σε κάθε περίπτωση, πολλοί άνθρωποι διερωτώνται ποιος είναι ο λόγος ύπαρξής μας εδώ, γιατί υπάρχουμε γενικά ή ποιο είναι το νόημα της ζωής.

Αν και έχουμε να διανύσουμε πολύ δρόμο ακόμη, τα τελευταία χρόνια οι Καναδοί κι οι Καναδές έχουν εξοικειωθεί περισσότερο με τις αυτόχθονες κοινότητες της χώρας.

Οι κοινότητες αυτές έχουν έντονη σχέση με την γη, το νερό και το φυσικό περιβάλλον που δε διαφέρει από την συμβιωτική σχέση την οποία οι Κέλτες διατηρούν με τα δέντρα.

Δε θέλω, πάντως, η διάσταση της πνευματικότητας να κατακλύζει την δουλειά μου. Διαποτίζεται από αυτήν εδώ κι εκεί.

Έχετε, μέσω του καλλιτεχνικού ταξιδιού σας, βρει κάποιες απαντήσεις ή ανακαλύψει καινούρια «μονοπάτια» στην κατεύθυνση της αυτεπίγνωσης;

Περισσότερη ταπεινότητα, λιγότερη ύβρις: δυο βασικές αρχές μου.

Ιδού ένας αρχαιοελληνικός όρος!

Νομίζω ότι οι αρχαίοι Έλληνες έχουν προσφέρει πολλά σ’ αυτό το πεδίο.

Στο παρελθόν, τουλάχιστον - κάποιοι από αυτούς.

Ζουν, όμως, ακόμη.

Τρέφω μεγάλο σεβασμό και αγάπη για τον φυσικό κόσμο και την αναντίρρητη δύναμή του, ξέρεις.

Με την επιστημονική πρόοδο, έχουμε πλέον μια καλύτερη ιδέα σχετικά με το πώς μπορούμε να ενσωματωθούμε στον πλανήτη κατά τρόπο μακροπρόθεσμα ωφέλιμο για τον καθένα, την καθεμία και το καθετί.

Αν έχουμε την πειθαρχία και την θέληση να υλοποιήσουμε κάτι τέτοιο, θα το δούμε!

Εξακολουθεί να σας ενδιαφέρει η εξερεύνηση νέων ή ακόμα και χιλιοπερπατημένων πολιτισμικών «μονοπατιών», υπό -ίσως- ένα διαφορετικό πρίσμα;

Απολύτως!

Υπάρχουν πολλά για τα οποία μπορούμε να στοχαστούμε σε σχέση με την Ιστορία και με το πού βρισκόμαστε τώρα και πώς αντιλαμβανόμαστε τα όσα συμβαίνουν.

Οπότε, κοιτάζω πώς μπορώ να αναδείξω όσα βιώνω στα ταξίδια μου μέσω της μουσικής μου.

Είστε όντως δεινή ταξιδεύτρια - είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Υπάρχουν ταξίδια που δεν έχετε κάνει, και τα οποία ενδεχομένως θα θέλατε να κάνετε στο μέλλον;

Ευχαρίστως θα μπορούσα να ταξιδεύω σε κάθε γωνιά του πλανήτη! (Γέλιο).

Ενδιαφέρον και αφυπνιστικό, ωστόσο, είναι το πόσα μπορείς να βρεις στην ίδια σου την «αυλή»: σε ένα τετραγωνικό μέτρο γης, όταν εξετάζεις το χώμα.

Από την άλλη, υπάρχουν πάρα πολλά μέρη τα οποία θα ήθελα να μελετήσω και να βιώσω. Είναι, όμως, δύσκολο να πω αν αυτή η εμπειρία θα εξελισσόταν σε μια μουσική σύνθεση.

Με ανησυχεί, όμως, η κατάσταση το κόσμου.

Στην τελική, πάντως, όλοι και όλες άνθρωποι είμαστε, με τις τις ίδιες ανάγκες και επιθυμίες: να αγαπηθούμε, ν’ ανήκουμε κάπου, να έχουμε κάποιον αυτοκαθορισμό και αυτονομία.

Σας εύχομαι ευτυχισμένα και εμπνευσιακά ταξίδια, επομένως, και σας ευχαριστώ για όσα μας έχετε προσφέρει ανά τα χρόνια μέσω της μουσικής σας!

Κι εγώ σ’ ευχαριστώ!

Ευχαριστώ θερμά τον Mark McCauley για την καθοριστική συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η Loreena McKennitt εμφανίζεται λάιβ στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου την Τετάρτη 26 Ιουνίου στο (Θέατρο Ηρώδου Αττικού, 21:00).

Την επομένη, Πέμπτη 27 Ιουνίου, εμφανίζεται ζωντανά και στην Θεσσαλονίκη (Θέατρο Γης, 21:00).



Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Enzo Cormann: «Λόγω έλλειψης τέχνης, κάτι θα πέθαινε μέσα μας»

 

Enzo Cormann (Φωτογραφία: Juan Martínez Lahiguera)

Θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, συνθέτης και καθηγητής, ο Γάλλος Enzo Cormann είναι μια από τις σημαντικότερες -και πλέον πολιτικοποιημένεςφυσιογνωμίες στο πεδίο του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου.

Μια σε βάθος συζήτηση μαζί του με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του Σε τι μας χρησιμεύει το θέατρο; Άρθρα και διαλέξεις 1987-2003 στα ελληνικά.

Αφιερώνετε το βιβλίο σας  Σε τι μας χρησιμεύει το θέατρο; Άρθρα και διαλέξεις 1987-2003 στον Φελίξ Γκουαταρί, του οποίου η αντίληψη της φιλοσοφίας ως εργαστηρίου εννοιών «που προορίζονται για δράση» σάς έχει διαμορφώσει.

Θα θέλατε να αναφερθείτε πιο αναλυτικά στην διανοητική, πολιτική και προσωπική σχέση σας με τον Γκουαταρί

Σε προσωπικό επίπεδο -εκτός από την φιλία μας- οφείλω στον Φελίξ Γκουαταρί το ότι μου επέτρεψε να αναλογιστώ την καλλιτεχνική μου δέσμευση ως αναλυτής της ποίησης, και όχι μόνο ως ποιητής.

Δε σκοπεύω να επινοήσω έννοιες -δεν είμαι φιλόσοφος-, αλλά να παράγω κριτική σκέψη συνυφασμένη με τα έργα μου ως «χαοσμικός τεχνίτης» και ενημερωμένη από αυτές.

«Η τέχνη παλεύει ενάντια στο χάος, αλλά για να τo κάνει πιο ευαίσθητo», είχε πει ο Γκουαταρί.

Το έργο του καλλιτέχνη, παραγωγού «μοναδικών διευθετήσεων υποκειμενικής εκφώνησης», βρίσκεται σε μόνιμη αναζήτηση της αδύνατης οριστικής επίλυσης της έντασης μεταξύ μορφής και χάους.

Ο σύνθετος όρος «χαόσμωση» (χάος + ώσμωση + σύμπαν...) είναι η έκφραση αυτής της αδύνατης και αναγκαίας πρόκλησης της τέχνης.

Πριν από δύο χρόνια, έγραψα ένα κείμενο - το οποίο ερμήνευσα κυρίως κατά την διάρκεια των «Διεθνών Ημερών Φελίξ Γκουαταρί» στο Παρίσι.

Λέγεται Γρήγορα! («Ίσως το πιο όμορφο σύνθημα που γράφτηκε στους τοίχους», σύμφωνα με τον Γκυ Ντεμπόρ, για την εξέγερση του Μάη του 1968...)

Υπήρχε αυτή η ταχύτητα στον Φελίξ - για να μην πω το θάμβος. Η απεγνωσμένη επιθυμία να σπάσουν οι νομικές δέλτοι και να αποδοθεί δικαιοσύνη στις μοναδικότητες.

Επίσης, ξεχνάμε πολύ συχνά πως ο ίδιος έγραψε για το θέατρο και ότι περιέγραψε πρόθυμα αυτή την τέχνη ως ένα «καυτό προάστιο της σκέψης». Γρήγορα! Φανταστείτε τον φιλόσοφο-θεατρικό συγγραφέα κλεισμένο όλο το βράδυ σε ένα θέατρο...

«[...] Γράφω αντί να ζωγραφίζω. Και χωρίς αμφιβολία, γράφω ειδικά για το θέατρο γιατί δεν μπορώ να ζωγραφίσω ανθρωπάκια», σημειώνετε. Με ποιους τρόπους αποκλίνει η συγγραφή από την ζωγραφική ή συγκλίνει με αυτήν;

Έχω πει πολλές φορές ότι γράφω αντί να ζωγραφίζω. («Ζωγραφίζω», σωστά;  Όχι απλώς σχεδιάζω). Ξέρω ακριβώς για τι πράγμα μιλάω: η σύντροφός μου είναι ζωγράφος!

Το να γράφεις αντί να ζωγραφίζεις σημαίνει να συμφωνείς να χρησιμοποιήσεις το πλαίσιο της γλώσσας για να ανταποκριθείς στον κόσμο.

Αν και έχω αφιερώσει πενήντα χρόνια από τη ζωή μου στην τέχνη του λόγου, θα παραμείνω μέχρι το θάνατό μου με τη λύπη που δεν μπόρεσα -ή δεν έμαθα- να αφοσιωθώ στην τέχνη του βλέμματος...

Η ελευθερία του ζωγράφου με γοητεύει - και μάλλον με φοβίζει αρκετά ώστε να με κάνει ανίκανο να ζωγραφίσω!

Υπάρχει μια φυσική, σωματική διάσταση στην ζωγραφική, που μου λείπει στο γράψιμο - μια αυστηρά φυσική διάσταση με την οποία, ωστόσο, η σκηνή, η παράσταση μου επιτρέπουν να επανασυνδεθώ.

Στο σπίτι όπου ζω γίνεται διαρκής αγώνας ανάμεσα σε βιβλία και πίνακες για την οικειοποίηση των διαθέσιμων τοίχων...

Αν «η μουσική μπορεί να υπηρετεί το θέατρο [...] αλλά μπορεί κυρίως να το αλλάζει με την προϋπόθεση ότι το θέατρο δέχεται [...] να αποβάλει τους κανόνες του», νομίζετε πώς όσοι το εξασκούν είναι πρόθυμοι να αποβάλουν τους κανόνες του;

Δε νομίζω ότι το ερώτημα τίθεται με αυτούς τους όρους.

Κατά την άποψή μου, πρόκειται για την έναρξη μιας διαδικασίας διασταύρωσης του γίγνεσθαι: γίγνεσθαι-λόγος της μουσικής, γίγνεσθαι-μουσική του λόγου...

Ο λόγος πρέπει να μάθει να αποδίδει δικαιοσύνη στην παρόρμηση που τον κρύβει, στις αρμονίες που τον διασχίζουν, στους ρυθμούς που τον δομούν...

Η μουσική είναι ο λόγος του ανείπωτου, όχι συμπλήρωμα ψυχής ή συναισθήματος, αλλά μια διευρυμένη περιοχή της λέξης και του φωνήματος.

Οι παρατηρήσεις μου σε αυτά τα θέματα αφορούν τη δική μου εμπειρία ως τζαζοποιητικός ερμηνευτής.

Η ιδέα δεν ήταν ποτέ ότι η μουσική «συνοδεύει» τον λόγο, ούτε ότι ο λόγος βασίζεται σε οποιαδήποτε συναυλιακή «διασκευή», αλλά μάλλον σε μια αντιπαράθεση, μια τρυφερή μονομαχία, μια αμοιβαία αποεδαφικοποίηση.

Το αντίθετο του «flow» που χαρακτηρίζει το ραπ.

«Η γραφή είναι επίσης η απεγνωσμένη και συγκινητική αποκρυπτογράφηση της μουσικής του κόσμου», προσθέτετε. Με ποια έννοια;

«Ακούω τις φωνές μου», έλεγε ο Φόκνερ.

Το 2018 ανέλαβα την (πολύ) μακροχρόνια συγγραφή ενός δραματικού έργου που αποτελείται αποκλειστικά από κομμάτια τριάντα λεπτών, σε τρεις κινήσεις, για τρεις ερμηνευτές, με τίτλο Η παγκόσμια ιστορία της ψυχής σου.

Περίπου εξήντα θεατρικά έργα έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα σε αυτό το πλαίσιο (και οι δύο πρώτοι τόμοι εκδόθηκαν στα γαλλικά). Στην ολοκληρωμένη του μορφή (με ορίζοντα το 2030;) το έργο θα περιλαμβάνει ενενήντα εννιά κομμάτια.

Κάθε μέρα, όταν ανοίγω τον φορητό υπολογιστή μου για να δουλέψω το ένα ή το άλλο από αυτά τα κείμενα, δέχομαι επίθεση από κάθε είδους φωνές, ανόμοιες, άτοπες, άπιαστες, κατανοητές ή μη, μυστηριώδεις ή τετριμμένες...

Από ένα φωνητικό, λεκτικό -και νοητικό- χάος, στο οποίο πασχίζω να δώσω μια προσωρινή μορφή - ας πούμε πειραματική, με την έννοια της «μοιραζόμενης εμπειρίας» και του «πειράματος της σκέψης».

Τέτοια είναι η πρόζα - ή «μουσική» του κόσμου, πράγματι.

«Όταν ανακάλυψα την τζαζ το 1989», εξομολογείστε, «συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι αυτή η μουσική υπήρχε πάντα στην ουσία της δικής μου γραφής. [...] Η τζαζ ήταν για μένα ένα πρόσχημα για να εκφραστώ». Γιατί ειδικά η τζαζ;

Απλώς ένιωσα σωματικά πως μια τζαζ παρόρμηση διέτρεχε υπόγεια το γράψιμό μου και ότι υπάκουε περισσότερο στο αυτί, και επομένως στην προφορικότητα, παρά στο γράψιμο με την στενή έννοια.

Μόλις άρχισα να ανακατεύω τα κείμενά μου με αυτήν την μουσική, να τα προφέρω στο λίκνο της ορχήστρας, ένιωσα σαν στο σπίτι μου. Φαινόταν να κυλά πηγαία...

Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στα ρυθμικά χαρακτηριστικά της τζαζ: την κατ εξοχήν αντιστρατιωτική μουσική - σε αντίθεση με το 99% της μουσικής που μεταδίδεται στις πίστες χορού σε όλο τον κόσμο...

Έπειτα, λόγω των στιχουργικών της ιδιαιτεροτήτων: συναισθηματική μουσική αλλά χωρίς συναισθηματισμό και αισθηματολογία.

Τέλος, για πολιτικούς λόγους (αλλά ίσως θα έπρεπε να πω «ποιητικοπολιτικούς»), λόγω της καταγωγής και της ιστορίας της (μουσική «ενάντια», μουσική αντίστασης στην ανάθεση, μουσική χειραφέτησης).

«Ο ρόλος που ανατίθεται στην τέχνη είναι ρόλος βαθιά προσαρμοστικός με σκοπό να απαλλάξει τον απροσάρμοστο από την παρέκκλισή του, τον παραβάτη από τη βία, τον εξεγερμένο από την εξέγερση, ακόμη και από τη σκέψη της εξέγερσης», ισχυρίζεστε.

Σε καιρούς «συρρίκνωσης του χώρου της σκέψης» υπό την κυριαρχία της οικονομίας -και της ιδεολογίας- της «αγοράς», πώς μπορεί η «καλλιτεχνική χειρονομία» να διεκδικήσει εκ νέου την ανατρεπτική φύση της;

Η τέχνη εργάζεται πάνω σε αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, και συγκεκριμένα (κατά τον Μπουρντιέ) «τις αναπαραστάσεις που κάνουν τις ομάδες να κινούνται». Αυτή η εκφωνητική λειτουργία της τέχνης δεν είναι σίγουρα αμελητέα.

Ωστόσο, η τέχνη δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αλλάζει τον κόσμο. Συμφωνώ με τον Γκουαταρί, που μίλησε για τις «ανεπαίσθητες διακλαδώσεις» τις οποίες μπορεί να εκμεταλλευτεί.

Αντί να αναρωτιόμαστε «Τι είναι η τέχνη;» («Τι είναι το θέατρο;»), ίσως καλύτερα να αναρωτηθούμε τι θα μας έλειπε χωρίς αυτό.

Λόγω έλλειψης τέχνης, δε θα πεθαίναμε όπως θα πεθαίναμε από έλλειψη οξυγόνου ή νερού, αλλά κάτι θα πέθαινε μέσα μας. Ας διερευνήσουμε την φύση αυτού του «κάτι».

Ο Γκουαταρί απαντά: η υποκειμενικότητα. Με άλλα λόγια, αυτό που μας κάνει υποκείμενα, και όχι απλώς αντικείμενα της αγοράς και του ιδεολογικού της μηχανισμού.

Από αυτή την άποψη, η τέχνη είναι στην πραγματικότητα μια πρακτική συλλογικής αντίστασης στην ολοκληρωτική και μη αναστρέψιμη πραγμοποίηση των κοινωνικών σχέσεων.

«Η ποίηση τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο της πολιτικής - και ο ρόλος του δραματουργού είναι να ποιητικοποιήσει την πολιτική, δηλαδή να την κινητοποιήσει μέσα στον χώρο της θεατρικής μυθοπλασίας», συμπεραίνετε.

Γιατί αποδίδετε τέτοια σημασία στην ποίηση;

Αυτό συμβαίνει γιατί η πολιτική πρέπει επίσης να είναι ο χώρος για την παραγωγή υποκειμενικότητας, και όχι μόνο για την περισσότερο ή λιγότερο ορθολογική διαχείριση των λαών, των αγαθών τους και της επικράτειάς τους.

Κοινά αγαθά δεν είναι μόνο οι αυτοκινητόδρομοι, τα στάδια, τα νοσοκομεία και τα σχολεία (και τα θέατρα...), αλλά τα οράματα, οι συσκευές ομιλίας, οι υπαρξιακές μεταλλάξεις, τα συλλογικά συναισθήματα, οι εφευρέσεις κ.λπ.

Η ποίηση διατυπώνει το ανείπωτο της επιθυμίας, μάς αφήνει συλλογισμένους.

Με αυτή την έννοια η τέχνη μπορεί να μας βοηθήσει να ποιητικοποιήσουμε την πολιτική:

Με την προϋπόθεση ότι ταυτόχρονα αφοσιωνόμαστε στην πολιτικοποίηση της ποίησης, βγάζοντάς την από τα αυλάκια της ναρκισσιστικής ενδοσκόπησης και της μεταμοντέρνας αποστασιοποίησης.

«Γράφω θέατρο γιατί προσπαθώ να μην ζω και σκέφτομαι σαν γουρούνι», δηλώνετε. Είναι αυτό ακόμα δυνατό;

Ζώντας και σκεπτόμενοι σαν γουρούνια είναι ο τίτλος του τελευταίου έργου του αείμνηστου μαθηματικού και φιλοσόφου Gilles Chatelet (1944-1999).

Η έκφραση δεν είναι πολύ ευγενική γι αυτά τα ζώα, τα οποία γενικά υφίστανται κακομεταχείριση και υπερεκμετάλλευση από τους ανθρώπους, που τα περιποιούνται μόνο για να τα φάνε καλύτερα...

Το να προσπαθείς να μη ζεις και να μη σκέφτεσαι σαν γουρούνι σημαίνει πολύ απλά (χωρίς να υπάρχει τίποτα απλό σε αυτό) να προσπαθείς να παραμένεις συνειδητός και να αναπτύσσεις αυτόνομη και κριτική αντίληψη και σκέψη.

«Να ενδιαφέρεσαι για αυτό που είναι μεγαλύτερο από τον άνθρωπο στον άνθρωπο», όπως είχε πει ο Armand Gatti. Να αρνείσαι να ευθυγραμμίζεις την ύπαρξή σου με την λογική και τις απαιτήσεις της αγοράς.

Να αντιτάσσεσαι στην διαρκή απόπειρα (επαν)ενοποίησης στην κατεύθυνση της δελεαστικής μονοδιαστατικότητας. Σημαίνει να πετύχεις στην τρέλα σου.

«Ποιο είναι το μέλλον της θεατρικής φόρμας;» αναρωτιέστε σε κάποιο σημείο. Καθώς περνούν τα χρόνια, έχετε καταλήξει σε μερικές απαντήσεις;

Για μένα, σήμερα, το μέλλον της θεατρικής μορφής βρίσκεται στο παρελθόν, ιδιαίτερα τον 17ο αιώνα:

Στα «ανατομικά θέατρα» της Δυτικής Ευρώπης (σημ.: αμφιθεατρικής δομής χώροι όπου διδασκονταν μαθήματα ανατομίας στα πρώιμα σύγχρονα πανεπιστήμια), και στο κουκλοθέατρο bunraku στην Ιαπωνία.

Περισσότερο από ποτέ, το θεωρώ «θέατρο λέξεων», σε αντίθεση με ένα σχηματικό «θέατρο εικόνων».

Θα ήθελα να επισημάνω πως δε σκοπεύω να δηλώσω κανενός είδους δόγμα ή κατηγορηματική αισθητική επιταγή: μιλάω για τις επιλογές μου.

Το θεατρικό ιδανικό για μένα είναι, τελικά, αρκετά κοντά στον αρχαίο βάρδο ή έναν Chikamatsu.

(Σημ.: Γνωστός ως Chikamatsu Monzaemon, ο Sugimori Nobumori, που γεννήθηκε το 1653 και πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 1725, ήταν Ιάπωνας δραματουργός του jōruri, ενός είδους κουκλοθεάτρου).

Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από την δημοσίευση του πρώτου, κατά χρονολογική σειρά, από τα κείμενα που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο και σχεδόν είκοσι από την αρχική κυκλοφορία της εν λόγω συλλογής στα γαλλικά.

Έχετε αισθανθεί από τότε την ανάγκη να αναθεωρήσετε την προσέγγισή σας;  

Η προσέγγισή μου στο θέατρο συνέχισε να εξελίσσεται από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του 1980, όταν δημοσίευσα και παρουσίασα τα πρώτα μου έργα επί σκηνής.

Η συλλογή άρθρων και διαλέξεων για την οποία μιλάμε, με αφορμή την ελληνική τους μετάφραση και έκδοση, κυκλοφόρησε στην Γαλλία το 2003.

Δημοσίευσα μια δεύτερη το 2012 (Αυτό που μόνο το θέατρο μπορεί να πει, Εκδόσεις Les Solitaires Intempestifs).

Δεν έχω άλλη αξίωση σε αυτά τα κείμενα από το να αναστοχάζομαι «φωναχτά» ή «εν όψει» - να προσφέρω, επομένως, προς ανάγνωση μια σκέψη σε διαρκή εξέλιξη.

Τούτου λεχθέντος, δε νομίζω πως βίωσα ποτέ πλήρη αντίφαση όσον αφορά σε αυτήν την σκέψη σε σχέση με την δουλειά, όσο ελικοειδής κι αν ήταν.

Πάντα διατηρούσα την ίδια παθιασμένη προτίμηση για την θεατρική συναρμολόγηση και την ανάπτυξη του δράματος, για το θέατρο «με γυμνά χέρια» και την μυθοπλασία «extime» (συλλογική οικειοποίηση του προσωπικού).

«Δουλεύουμε στο σκοτάδι - κάνουμε ό,τι μπορούμε - δίνουμε ό,τι έχουμε. Η αμφιβολία μας είναι το πάθος μας και το πάθος μας είναι το καθήκον μας. Τα υπόλοιπα είναι η τρέλα της τέχνης». (Χένρι Τζέιμς).

Το βιβλίο του Enzo Cormann Σε τι μας χρησιμεύει το θέατρο; Άρθρα και διαλέξεις 1987-2003 κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ευρυδίκη σε μετάφραση του Νεκτάριου-Γεώργιου Κωνσταντινίδη.