Claudia Piñeiro (Φωτογραφία: Alejandra López) |
Η ανακάλυψη του
καμένου/τεμαχισμένου πτώματος μιας 17χρονης βρίσκεται στην «καρδιά»
του παθιασμένα αθεϊστικού, πολυφωνικού μυθιστορήματος της πολυμεταφρασμένης
Αργεντίνας συγγραφέως Claudia Piñeiro, Καθεδρικοί.
Μια συζήτηση μαζί της
με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.
Είστε η τρίτη πιο
μεταφρασμένη συγγραφέας από την Αργεντινή μετά τους Μπόρχες και Κορτάσαρ. Σας
δημιουργεί το γεγονός αυτό και ένα αυξημένο αίσθημα ευθύνης έναντι του
αναγνωστικού κοινού σας;
Είναι τιμή και χαρά για
μένα το γεγονός ότι βρίσκομαι ανάμεσα στους πλέον μεταφρασμένους συγγραφείς της
χώρας μου.
Δεν θεωρώ ότι αυτό μού
δημιουργεί μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στους αναγνώστες, επειδή με την ίδια
αφοσίωση και προσπάθεια θα έγραφα ακόμα και αν δεν ήμουν στη συγκεκριμένη
λίστα.
Το ότι είμαι στη λίστα
δεν θ’ αλλάξει τα κείμενα που θα γράφω στο μέλλον, ούτε, αν δεν ήμουν, θα
ένιωθα λιγότερη υπευθυνότητα απέναντι στους αναγνώστες.
Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια
σημεία σ’ αυτή την επιλογή των περισσότερο μεταφρασμένων συγγραφέων τα οποία
αξίζει να προσέξει κανείς.
Μεταξύ των έξι πρώτων
(προσθέτοντας στους παραπάνω τον Ρομπέρτο Αρλτ, τον Ρικάρδο Πίλια και τον Σέσαρ
Άιρα) μόνο ο Άιρα κι εγώ είμαστε συγγραφείς εν ζωή. Και είμαι η μοναδική
γυναίκα.
Μου φαίνεται ότι υπάρχουν
κάποια ζητήματα προς σκέψη σχετικά.
Αφιερώνετε τους Καθεδρικούς, το τρίτο
μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις
Carnívora, «Σ’ εκείνους που κατασκευάζουν τον δικό τους καθεδρικό, χωρίς
θεό».
Ας ξεκινήσουμε με την
έννοια του καθεδρικού, λοιπόν. Τι συμπυκνώνει για εσάς; Και σε τι συνίσταται η
«οφειλή» σας στον μέγιστο Βορειοαμερικανό διηγηματογράφο, Ρέιμοντ Κάρβερ;
Η έννοια το καθεδρικού που
προσπαθώ να μεταδώσω μέσα απ’ το μυθιστόρημα είναι μιας κατασκευής που μας
στηρίζει.
Όποιος πιστεύει σε
κάποιον θεό στηρίζεται στην πίστη του, την οποία μπορούμε να
συγκεκριμενοποιήσουμε με την εικόνα του καθεδρικού.
Όσοι δεν πιστεύουμε
έχουμε άλλους καθεδρικούς που μας στηρίζουν: τις λέξεις, τη λογοτεχνία, την
οικογένεια, τους φίλους, τους αγώνες για έναν καλύτερο κόσμο, τα πάθη.
Το βιβλίο σας είναι
παθιασμένα -σχεδόν πολεμικά- αθεϊστικό και αντικληρικαλιστικό. Από πού πηγάζει
και πώς έχει μετασχηματιστεί με την πάροδο του χρόνου η δικιά σας αθεΐα;
Έχοντας ζήσει για αιώνες
και σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου, σε κοινωνίες στις οποίες η πλειονότητα
των ανθρώπων έχει ανάγκη να πιστέψει σε κάτι, η εύλογη ερώτηση φαίνεται να
είναι αυτή: πώς καταλήγει να γίνει άθεος κανείς;
Εγώ, ωστόσο, θα έκανα την
ανάποδη ερώτηση:
Θα με ενδιέφερε να μάθω
πώς καταλήγει κανείς να έχει θρησκευτική πίστη, να πιστεύει σε έναν ή
περισσότερους θεούς, να δέχεται κανόνες στη ζωή του λες και πρόκειται για τα
λόγια κάποιου θεού, κι όχι των ανθρώπων που διατήρησαν και προώθησαν αυτές τις
εκκλησίες κατά τη διάρκεια των αιώνων.
Υπάρχουν θαυμαστές
ιστορίες τις οποίες αφηγούνται οι διάφορες θρησκείες και οι οποίες θεωρώ ότι
έχουν μεγάλη αξία.
Ειλικρινά ζηλεύω όσους
μπορούν να πιστέψουν ότι είναι αληθινές, με την προϋπόθεση πάντα ότι αυτό δεν
τους εμποδίζει να ζήσουν τη ζωή που θα ήθελαν.
Εκείνο για το οποίο
κατηγορώ κάποιες θρησκείες είναι ότι σε αναγκάζουν να ζεις με κανόνες τους
οποίους δεν μοιάζει να έχει σκεφτεί κανένας θεός, ιδίως εφόσον κάνουν
διακρίσεις κατά των γυναικών ή των μειονοτήτων, ανακατεύονται στη
σεξουαλικότητα των ανθρώπων και μας γεμίζουν ενοχές.
Πρέπει να είναι πολύ
καθησυχαστικό να πιστεύεις ότι κάτι υπάρχει μετά τη ζωή και δεν κατακρίνω
όποιον έχει ανάγκη να κρατηθεί απ’ αυτό.
Οφείλω όμως να είμαι
ειλικρινής με τον εαυτό μου, δεν μπορώ να πω ότι πιστεύω κάτι που δεν πιστεύω.
Πώς ήταν η εξέλιξή μου;
Μεγάλωσα σε μια πιστή καθολική οικογένεια, πήγα σε σχολή καλογραιών.
Όταν τόλμησα να σκεφτώ
από μόνη μου, κατάλαβα ότι δεν πίστευα σ’ αυτούς τους θεούς που μου είχαν
επιβάλει. Αυτό έγινε ακριβώς μετά τον θάνατο του πατέρα μου.
Η ανακάλυψη του
καμένου/τεμαχισμένου πτώματος της 17χρονης, από καλή καθολική
οικογένεια, Άννα Σαρδά, βρίσκεται στην «καρδιά» των Καθεδρικών, με επτά
αφηγήτριες/αφηγητές να εξιστορούν τη δικιά τους εκδοχή των γεγονότων.
Πώς καταλήξατε στην
επινόηση των συγκεκριμένων χαρακτήρων; Και πόσο κομβικές είναι η αποσιώπηση, η
σιωπή, τα μυστικά κι η (θρησκευτική) υποκρισία στην ύφανση του αφηγηματικού
«ιστού» σας;
Προτού αρχίσω να γράφω,
συνήθως σκέφτομαι για αρκετό καιρό ποιος θα είναι ο αφηγητής της ιστορίας μου.
Στην περίπτωση των Καθεδρικών μου πήρε ακόμα περισσότερο χρόνο.
Έχοντας αποκλείσει τον
πανταχού παρόντα αφηγητή, δεν κατάφερνα ν’ αποφασίσω ποιο έπρεπε να είναι το
πρόσωπο που θα έλεγε την ιστορία. Δοκίμαζα διάφορες εναλλακτικές, χωρίς καμία
να με πείθει.
Ώσπου συνειδητοποίησα ότι
έπρεπε να μιλήσουν όλοι, όχι μόνο επειδή αυτό έλυνε το ζήτημα του αφηγητή, αλλά
και προς χάριν της αφηγηματικής στρατηγικής.
Μιλώντας ο καθένας τους
χωριστά, όχι μόνο θα μας έλεγε ό,τι ήξερε για αυτό που συνέβη στην Άννα, αλλά
θα μας έδειχνε και τον βαθμό της ευθύνης που αποδεχόταν όσον αφορά το συμβάν.
Κάποιοι απ’ τους
χαρακτήρες έχουν μεγάλη ευθύνη, αλλά δεν την αποδέχονται. Κάποιοι άλλοι, παρότι
έχουν ασήμαντες μάλλον ευθύνες, νιώθουν ένοχοι.
Το επόμενο θέμα που
έπρεπε να λύσω, μόλις πήρα αυτή την απόφαση, ήταν πώς να δώσω ξεχωριστή φωνή
στον καθέναν τους.
Πώς συνδέεται, εξάλλου,
το -δεδηλωμένο- ενδιαφέρον σας για την εγκληματολογία και την ιατροδικαστική με
τη σύνθεση των Καθεδρικών;
Αποτελεί πάντα ένα
στήριγμα που δίνει αληθοφάνεια σε όσα γράφω.
Στην προκειμένη
περίπτωση, επιπλέον, υπάρχει ένα πρόσωπο που είναι εγκληματολόγος, οπότε έπρεπε
να εντρυφήσω στο αντίστοιχο λεξιλόγιο. Μελέτησα πολύ σχετικά με τον τεμαχισμό
και την καύση.
Αλλά, επίσης, σχετικά με
την εμπροσθόδρομη αμνησία, τη θρησκευτική κλίση, τη ζωή ενός ιεροσπουδαστή, το
ψήσιμο της κεραμικής, τους διάφορους ευρωπαϊκούς καθεδρικούς, κ.λπ.
«Ο τρόπος που
ονοματίζουμε αποκαλύπτει την καταγωγή μας, [...] πιο πολύ ίσως από
οποιαδήποτε προφορά. Από εκεί είμαστε, απ’ τον τόπο όπου ανθίζει ή δίνει καρπό
η κάθε λέξη», σύμφωνα με την Λία. Ποια είναι η δική σας «καταγωγή»;
Είμαι Αργεντίνα, έτσι
νιώθω, αλλά είμαι επίσης και Λατινοαμερικάνα. Γεννήθηκα σε μια μικρή κοινότητα,
το Μπουρσάκο, 25 χιλιόμετρα απ’ το Μπουένος Άιρες.
Τα περισσότερα από τα
μυθιστορήματά μου διαδραματίζονται εκεί ή σε πολύ κοντινές περιοχές (Τουρδέρα,
Τεμπέρλει, Ανδρογέ, όπου επίσης διαδραματίζονται μερικά απ’ τα διηγήματα του
Μπόρχες).
Οφείλω όμως να τονίσω ότι
οι ρίζες μου βρίσκονται στη Γαλικία, στην Ισπανία. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας
μου, το ίδιο και οι τέσσερις παππούδες μου. Δεν έχω καμία αμφιβολία για τις
γαλιθιάνικες ρίζες μου.
«Για ποιο λόγο
αποφασίζει κάποιος να γίνει γονιός;» διερωτάται ο Ματέο. Και συνεχίζει:
«Υπάρχουν τόποι όπου
είναι δύσκολο να επιβιώσεις: [...] ένα ερημονήσι, η κορυφή ενός βουνού, [...],
μια εμπόλεμη ζώνη, η ζούγκλα. Η οικογένειά μου. [...] Η οικογένεια είναι
ένα σύστημα». Τι σημαίνουν οικογένεια και γονεϊκότητα για εσάς;
Στην προσωπική μου ζωή
σημαίνουν πολλά. Είναι αξιοσημείωτο πόσο συχνά ρωτούν εμάς τις γυναίκες για
αυτό το θέμα, ενώ τους άντρες, όχι. Λες και όταν μια γυναίκα μιλάει για αυτό
επιδιώκουν να βρουν δεσμούς με την προσωπική της ζωή.
Ευτυχώς, είναι μια
προκατάληψη που σιγά σιγά εκλείπει. Έχω σύντροφο και τρία παιδία, ενώ ο άντρας
μου έχει τέσσερα. Είμαστε πολυπληθής οικογένεια. Και είναι κι οι θείοι, τα
ξαδέρφια κ.λπ.
Ποτέ δεν ήμουν σίγουρη αν
ήθελα να παντρευτώ, πάντα όμως ήθελα να γίνω μητέρα.
Δεν συμβαίνει όμως το
ίδιο σε όλες τις γυναίκες, κι εμένα με ενδιαφέρει να δω και άλλες όψεις της
μητρότητας, την επιθυμία να μη γίνεις μητέρα, τις μητρότητες που δεν καταλήγουν
όπως θα θέλαμε, τις ατελείς μητέρες.
Mε ενδιαφέρει να κάνω να καταρρεύσει ο
μύθος ότι όλες οι γυναίκες πρέπει να είμαστε όπως μας είπαν ότι πρέπει να
είμαστε, κι επιπλέον να ξέρουμε πώς να το κάνουμε, να είμαστε τέλειες και να
μην γκρινιάζουμε.
Αυτές οι συγκρούσεις με
ενδιαφέρουν.
«Κάνει καλό να γελάς
όταν ο τρόμος καραδοκεί», διαπιστώνει η Μαρσέλα. Σώζει το γέλιο;
Αναμφίβολα. Είναι κάτι
που μου έμαθε η μητέρα μου και την ευγνωμονώ. Το γέλιο πάντα σώζει, ιδίως όταν
γελάμε με τον ίδιο μας τον εαυτό.
«Η αλήθεια που μας
αρνούνται πονάει μέχρι την τελευταία μας μέρα», εξομολογείται ο πατέρας της
Άννα, Αλφρέδο. Απαλύνει τον ψυχοσωματικό πόνο η ανακάλυψη της αλήθειας ή μπορεί
και να μας διαλύσει;
Και τα δύο. Κάποιοι είναι
προετοιμασμένοι και μακάρι να ήταν πάντα καλύτερο να μαθαίνεις την αλήθεια.
Ο Αλφρέδο, ωστόσο,
αναγνωρίζει ότι δεν είναι πάντα έτσι και ανησυχεί για τον Ματέο. Λέει ότι
μερικές φορές οι άνθρωποι χρειάζεται να μείνουν ένα βήμα πίσω απ’ την αλήθεια,
γιατί αν φτάσουν σ’ αυτήν θα καταρρεύσουν.
Επειδή, ωστόσο, ο Αλφρέδο
πιστεύει ότι είναι πάντα καλύτερο να μαθαίνεις την αλήθεια, αλλά συγχρόνως
ξέρει και το ρίσκο που αυτό συνεπάγεται, προετοιμάζει τη στιγμή της αποκάλυψής
της.
Η ολοκλήρωση της
ανάγνωσης του μυθιστορήματος μού άφησε μια γλυκόπικρη, σχεδόν ελπιδοφόρα
«επίγευση». Πιστεύετε στα, «αποκαθαρμένα» από τα «βαρίδια» ενός τραυματικού
παρελθόντος, νέα ξεκινήματα;
Τα μυθιστορήματά μου
είναι συνήθως σκληρά, πάντα όμως υπάρχει ένα πρόσωπο που κρατάει αναμμένο τον δαυλό της ελπίδας. Άλλες φορές με τη φλόγα να καίει πιο δυνατά και άλλες λιγότερο,
πάντα όμως υπάρχει η ελπίδα.
Πιστεύω στα νέα
ξεκινήματα, ναι. Όχι όμως για όλους τους χαρακτήρες, μερικοί μπορούν να το
κάνουν, ενώ άλλοι, όχι.
Για άλλη μια φορά, η Ασπασία
Καμπύλη καταπιάστηκε με το μεράκι και τον επαγγελματισμό που
την διακρίνουν με τη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά
και των απαντήσεων της συγγραφέως στα ελληνικά.
Το μυθιστόρημα της
Claudia Piñeiro Καθεδρικοί
κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora
σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου