Από τους πιο
καταξιωμένους Ευρωπαίους στιλίστες του πολιτικοποιημένου νουάρ, ο
Σουηδός Άρνε Νταλ επισκέφτηκε την Αθήνα στα τέλη Μαΐου
συμμετέχοντας στο 4ο Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας.
Συναντηθήκαμε
μαζί του την επομένη του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών και μιλήσαμε,
λίγο-πολύ, για όλα.
Από κριτικός λογοτεχνίας
γίνατε συγγραφέας αστυνομικών/νουάρ μυθιστορημάτων. Γιατί συνέβη αυτή η μετάβαση;
Πρέπει να τοποθετηθεί σε
μια ιστορική και διανοητική -αν όχι πολιτική- προοπτική.
Η δεκαετία του 1980, κατά
την οποία ξεκίνησα να γράφω, ήταν μια «μετα-πολιτική» περίοδος, εστασμένη στο
κείμενο και στη λογοτεχνικότητα των πραγμάτων.
Ως συγγραφέας αλλά και
αναγνώστης εκπαιδεύτηκα εντός αυτού του πλαισίου. Μυστικά, όμως, αγαπούσα τη λογοτεχνία
της δεκαετίας του 1970.
Θέλοντας να ξαναβρώ την
αίσθηση της ευχαρίστησης και της χαράς της συγγραφής που είχα χάσει, ένιωσα ότι
η Σουηδία άλλαζε εισερχόμενη στην Ε.Ε., ενώ συντελούνταν η Πτώση του Τείχους
και η προσέγγιση της Ρωσίας.
Ως χώρα είχαμε και άλλοτε
επιχειρήσει να παραμείνουμε απομονωμένοι/ουδέτεροι, να είμαστε ένας όχι
σοσιαλιστικός, αλλά σοσιαλδημοκρατικός «παράδεισος».
Με πολύ ισχυρό κράτος
πρόνοιας.
Το ίδιο ίσχυε και σε
χώρες όπως η Δανία και η Νορβηγία, αλλά εκείνες ήταν μέλη του ΝΑΤΟ.
Ελπίζαμε να
δημιουργήσουμε το αιώνιο «βασίλειο» της σοσιαλδημοκρατίας. Δε λειτούργησε.
Σκέφτηκα, λοιπόν, πως θα
ήταν ενδιαφέρον να χρησιμοποιήσω αυτό το αφηγηματικό είδος.
Ως «καμβά».
Ως «καμβά» και ως τρόπο
να μιλήσω για την κοινωνία μέσω του εγκλήματος.
Ποια, κατά τη γνώμη σας,
είναι τα πλεονεκτήματα του νουάρ σε επίπεδο αφηγηματικής δομής σε σύγκριση με
άλλα λογοτεχνικά είδη που επίσης μπορούν να είναι πολιτικά;
Όταν οι Βορειοαμερικανοί
άρχισαν να γράφουν ιστορίες που αφορούσαν σε ιδιωτικούς ντετέκτιβ, αυτό συντελέστηκε
στο πλαίσιο ενός πολύ διεφθαρμένου κόσμου, όπου η αστυνομία είναι ο πιο
διεφθαρμένος και αναποτελεσματικός παράγοντας.
Στις περισσότερες χώρες
ισχύει το ίδιο: δεν είναι η αστυνομία που θα επιλύσει μια υπόθεση, αλλά κάποιος
άλλος. Ίσως ένας δημοσιογράφος ή ένας ντετέκτιβ.
Η πολιτικοποίηση του
νουάρ που συνέβη στη Σουηδία τη δεκαετία του 1960 ήταν αυτό που με ενδιέφερε, και
συνδεόταν με την προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας.
Το συγγραφικό ντουέτο των
Maj Sjöwall και Per Wahlöö υπήρξαν οι ήρωές μου.
Όταν ξεκίνησα να γράφω
σειρές όπου πρωταγωνιστούσαν επτά-οκτώ χαρακτήρες, αυτός ήταν ένας
διασκεδαστικός τρόπος να εισαγάγω όσα ήξερα για τη λογοτεχνία στο νουάρ, το
οποίο ως είδος είχε τους κανόνες του.
Γραμμένο το 2001, το
μυθιστόρημά σας Τα
μπλουζ της Ευρώπης είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος της σύγχρονης πολιτικοποιημένης
και με αυξημένη κοινωνική ενσυναίσθηση αστυνομικής/νουάρ λογοτεχνίας.
Σ’ ευχαριστώ. Μέσω αυτού
του βιβλίου άνοιξα, αργά, την «πόρτα» στην Ευρώπη.
Στο παρελθόν, η Σουηδία
παρουσιαζόταν σαν να «εισήγαγε» εγκλήματα. Τώρα, ήταν κομμάτι αυτής της
κατάστασης.
Υπάρχουν πράγματα στο
παρελθόν μας που, αν δεν τα κρύβουμε, τουλάχιστον αποφεύγουμε να τα συζητάμε.
Έχουμε παράδοση στη ρατσιστική βία.
Παρόλο που το βιβλίο
είναι μυθοπλαστικό, λειτουργεί εν μέρει «προφητικά», αν λάβουμε υπόψη τι συνέβη
στη Σουηδία στις κατοπινές δεκαετίες.
Αισθανόσασταν τότε πως ο
νεοναζισμός επέστρεφε, αναδυόταν εκ νέου, με άλλο προσωπείο, άλλη ρητορική;
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
θα έπρεπε να τον έχει εξαλείψει. Θα πίστευες ότι θα ήταν αδύνατο να αρέσει σε
κάποιους ανθρώπους αυτή η ιδεολογική προσέγγιση.
Έπειτα συνειδητοποιείς
πως ο νεοναζισμός αναπτύσσεται λόγω απογοήτευσης, εκδίκησης, απομονωτισμού,
απαρέσκειας προς ένα διεθνιστικό πνεύμα, φόβου, μιας αίσθησης ότι είσαι
ξεχασμένος.
Μπορεί κάποιος να λέει
ό,τι θέλει για τη δημοκρατία και τον τρόπο λειτουργίας της, αλλά είναι το
καλύτερο πολίτευμα που έχουμε.
Εξαρτάται από το πώς
ασκείται και πόσο συμπεριληπτική είναι.
Πάντως, οι Σουηδοί
Δημοκράτες έχουν εξελιχθεί σε πολύ ισχυρή πολιτική δύναμη συμμετέχοντας και
στην κυβέρνηση. Είναι πλέον κομμάτι του πολιτικού κατεστημένου.
Και δεν έχουν περάσει
πολλές δεκαετίες από τότε που πόζαραν με ναζιστικά εμβλήματα.
Γιατί, λοιπόν, έχουν
τέτοια απήχηση;
Γιατί οι άνθρωποι νιώθουν
ότι έχουν παραγκωνιστεί.
Ο κυριότερος λόγος, όμως,
είναι το μεταναστευτικό. Από το 2015 έχει εισέλθει μεγάλος αριθμός μεταναστών
στη χώρα, τον οποίο ο κόσμος εξελάμβανε ως υπερβολικό.
Ταυτόχρονα, έχουμε αυτή
την κακή ικανότητα να μην ενσωματώνουμε τους μετανάστες πλήρως. Επίσης, ένα
ποσοστό τους επιθυμεί να ζει βάσει των δικών του κανόνων και νόμων.
Σ’ αυτό το σημείο
αντέδρασαν οι Σουηδοί.
Και οι Σουηδοί Δημοκράτες
κεφαλαιοποίησαν αυτή την ανησυχία.
Έπεισαν πολλούς ανθρώπους
-ακόμα και κοντινούς μου- πως όλοι οι μετανάστες είναι επικίνδυνοι.
Σε έναν βαθμό αυτό
ισχύει, δεδομένου ότι υπάρχει στη Σουηδία εγκληματικότητα που σχετίζεται με
συμμορίες στις οποίες συμμετέχουν και ανήλικα άτομα. Και είναι πάντα
μεταναστόπουλα.
Πρόκειται για κάτι πολύ
ενοχλητικό για όσους εξ ημών προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα πράγματα με
κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς όρους.
«Βάλτε τους μετανάστες
στη φυλακή», ζητούν πολλοί Σουηδοί- αν και η Σουηδία ήταν μια χώρα που
ανέκαθεν υιοθετούσε μια ήπια σωφρονιστική πολιτική.
Το μυθιστόρημα Τα
μπλουζ της Ευρώπης λειτουργεί, εξάλλου, ως κριτική της Δύσης και του
«Δυτικού» τρόπου ζωής που κυριαρχούνται από μια ελαφρότητα, σύμφωνα με μια εκ
των χαρακτήρων του, την αστυνομικό Σέρστιν Χολμ.
Είναι και δική σας
αυτή η κριτική;
Είναι και δική μου. Ίσως
τώρα νιώθω περισσότερο έτσι απ’ ό,τι τότε.
Πώς ορίζετε αυτή την
ελαφρότητα;
Ως το όραμα μιας ουτοπίας
που βασικά είναι ελαφριά, σκληρή και ρηχή. Της ουτοπίας τού να καταναλώνεις
αντικαταθλιπτικά και να ξεφορτώνεσαι τα ύψη και τα βάθη της ζωής σου.
Χρειαζόμαστε κάποια
ύψη και βάθη. Για να διάγεις μια πλήρη ζωή χρειάζεται να σκέφτεσαι απο καιρού
εις καιρόν. Και νομίζω ότι προσπαθούμε να το αποφύγουμε.
Κυριαρχεί η εν λόγω νοοτροπία
στη Σουηδία;
Όλο και περισσότερο,
νομίζω. Τείνουμε να κάνουμε τα πράγματα όλο και πιο αποτελεσματικά. Αν
πρόκειται να διαβάσεις ένα βιβλίο, χρειάζεται να το ακούς με ακουστικά, ώστε
ταυτόχρονα να κάνεις κι άλλα.
Αν ξεφυλλίσεις ένα
βιβλίο, δεν μπορείς να ασχοληθείς με τίποτε άλλο. Αποσπά την προσοχή σου, κι η
προσοχή σου έχει χαθεί- κι όχι μόνο λόγω της επίδρασης των κινητών τηλεφώνων.
Σ’ αυτή την ελαφρότητα
αναφερόμουν τότε, απλώς στις μέρες μας έχει επιδεινωθεί. Και δεν απαλλάσσομαι
από την ενοχή μου.
Τουλάχιστον όταν κάποιος
συνειδητοποιεί τι πάει στραβά, μπορεί να προσπαθήσει να το διορθώσει. Στην
περίπτωσή σας, και μέσω της δουλειάς σας.
Στην περίπτωσή μου είναι
μέσω της συγγραφής και της ανάγνωσης.
Ολοένα και περισσότερο οι
ανάγκες, οι επιθυμίες, οι σχέσεις μας διαμεσολαβούνται από την οικονομία. «Δεν
υπήρχε κανένας κόσμος έξω από την οικονομία», όπως δηκτικά αναλογίζεται ο αστυνομικός
ερευνητής Πολ Γελμ.
Όταν στα είκοσί μου
ταξίδευα στα ελληνικά νησιά χωρίς πολλά λεφτά, ήταν εύκολο να βρω ένα φτηνό
διαμέρισμα. Δε χρειαζόταν να σκέφτομαι για την οικονομία διαρκώς.
Από τη δεκαετία του 1980
και εξής, όμως, η απληστία δεν είναι πλέον κάτι κακό. Εξαναγκαζόμαστε να
σκεφτόμαστε με οικονομικούς όρους.
Αν είσαι συγγραφέας στη
Σουηδία, πρέπει να λειτουργείς ανταγωνιστικά. Το καλό, τουλάχιστον, είναι ότι
οι συγγραφείς δεν είμαστε εχθροί μεταξύ μας! (Γέλιο) Τουναντίον, είμαστε πολύ
καλοί φίλοι.
Είστε, πάντως, εξαιρετικά
πετυχημένος- από κριτικής και εμπορικής άποψης. Πώς επηρεάζει το γεγονός αυτό
την προσέγγισή σας στη συγγραφή;
Δε νομίζω πως επηρεάζει
τη γραφή μου. Με ενδυναμώνει, με επιβεβαιώνει ως συγγραφέα, ότι ακολουθώ τον
σωστό δρόμο. Με ηρεμεί -ίσως- ως άνθρωπο.
Δεν ήμουν σίγουρος,
ωστόσο, πως ήμουν στον σωστό δρόμο όταν ξεκίνησα τη σειρά Μπέργερ Μπλουμ, καθώς
έθιγε πολλά ζητήματα, εμπεριείχε πολλή έρευνα και ήταν δύσκολο να την
«καταπιώ».
Στο Μπλουζ της Ευρώπης
υιοθετείτε μια εξαιρετικά κριτική στάση έναντι του «Δυτικού» κόσμου.
Στο Τρία
στην πέμπτη, αντιθέτως, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, στρέφετε
εκ νέου τα κριτικά σας «βέλη» στη σουηδική μεγαλοαστική τάξη, της οποίας όμως
είστε μέλος, τουλάχιστον με οικονομικούς όρους.
Σίγουρα είμαι σε κάποιο
βαθμό μέλος της συγκεκριμένης τάξης. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπάρξει και πολύ
εύκολο στη διαχείρισή του.
Αυτό που έχω διαπιστώσει
εκ των έσω είναι ο φόβος των γηρατειών, του χρόνου που περνά.
Η συγκεκριμένη σειρά
ξεκίνησε, μάλιστα, από μια ανησυχία για τον χρόνο που φεύγει, που
αποκρυσταλλώνεται στην επιθυμία των μεγαλοαστών ηρώων να επιμηκύνουν το
προσδόκιμό τους. Βασικά, όλοι θέλουμε κάτι τέτοιο.
Λίγο παραπάνω ποιοτικό
χρόνο ζωής.
Αν έχεις τα πάντα, όπως
συμβαίνει με τα μέλη της μεγαλοαστικής τάξης, αναρωτιέσαι πόσο θα κόστιζε να
ζήσεις περισσότερο με τη χρήση της βιοτεχνολογίας, η οποία είναι πολύ
ανεπτυγμένη στη Σουηδία.
Ακόμα και σε βάρος των δικών
σου ανθρώπων.
Πράγματι.
Εμβαθύνετε, εξάλλου,
ιδιαίτερα στο ζήτημα του πόνου διαφόρων ειδών- στη βίωση, αλλά και στην
πρόκλησή του σε άλλους ανθρώπους.
Έχει και μια συμβολική
λειτουργία αυτή η ενασχόληση. Προσπαθώ να μιλήσω για
τον πόνο για να τον ξεφορτωθώ. Γιατί πονάμε ο ένας την άλλη, ενώ βασικά θα
μπορούσαμε να είμαστε φίλοι;
Δεν είναι τόσο απλό.
Το ξέρω. Σίγουρα, όμως, ελλοχεύει
κάπου στο βάθος μια ουτοπική προσέγγιση που με κάνει ν’ αναρωτιέμαι, «Γιατί
πρέπει να είμαστε τόσο κακοί μεταξύ μας;»
Σας απασχολούν κι εσάς η
κόπωση και η φθορά που συνεπάγεται η πάροδος του χρόνου;
Φέτος έγινα 60. Όταν
ήμουν 30, μια τέτοια ηλικία μου φαινόταν φριχτή!
Η συγγραφή είναι ο τρόπος
με τον οποίο μετράω τον χρόνο. Πρέπει να γράφω για να αναπνέω!
Αν γράψω μια ακόμη σειρά
-που το θέλω-, θα πρέπει να την επιλέξω προσεκτικά, γιατί θα είναι η τελευταία
μου.
Κι έπειτα θα
συνταξιοδοτηθείτε;
Έπειτα θα συνταξιοδοτηθώ.
Καλό θα ήταν αυτό! (Γέλιο)
Η έμφυλη βία και η
απάντηση σ’ αυτή είναι άλλο ένα ζήτημα το οποίο «προφητικά» θίγετε στο
μυθιστόρημα Τα μπλουζ της Ευρώπης. Είχατε κάποιο προαίσθημα;
Eίμαι περήφανος που το συγκεκριμένο
βιβλίο εμπεριείχε αυτά τα «προφητικά» στοιχεία.
Το εισαγόμενο από τη
Ρωσία τράφικινγκ συνειδητοποίησα εκείνη την περίοδο πως υφίστατο σε βιομηχανική
κλίμακα, αν και θα ήταν αφελές να πιστεύει κάποιος ότι αυτό το φαινόμενο
ξεκίνησε τότε.
Επρόκειτο, κυρίως, για
τράφικινγκ Ουκρανών γυναικών, οι οποίες «καταναλώνονταν» για δυο χρόνια κι
έπειτα τις πετούσαν λίγο-πολύ νεκρές από τη σεξουαλική κακοποίηση και την
κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών.
«Καταναλωμένες» από
«φωτισμένους» «Δυτικούς».
Ασφαλώς, αλλά όχι μόνο
από αυτούς.
Ως «Δύση» έχουμε παράγει
τόσα καλά -σκέψου τον Μάιλς Ντέιβις, τον Θελόνιους Μονκ, κι όχι μόνο τον Μπαχ-,
αλλά και τόσες μαλακίες.
Ποια είναι, άρα, η στοιχειώδης
αντίδραση από πλευράς αυτών των γυναικών; Η ενδυνάμωση και η αντεπίθεση.
Υπάρχει, λοιπόν, κατ’
εσάς περιθώριο για την άσκηση κάποιας πολιτικής βίας στις μέρες μας; Ή έτσι
«το μόνο που δολοφονείται είναι η δημοκρατία», όπως φαίνεται να πιστεύει
ο Άρτο Σέντερστεντ;
Συνιστά πολιτική βία το
να απαντήσεις στην εισβολή αστυνομικών δυνάμεων στα ελληνικά πανεπιστήμια;
Ο κόσμος είναι πια τόσο
παράξενος με αυτό το 1% των γαμημένων δισεκατομμυριούχων. Πώς επιτρέπεται μια
τέτοια κατάσταση; Και δεν πρόκειται οι πλούσιοι να εγκαταλείψουν τα λεφτά τους
μέσω διαλόγου ή φορολόγησης.
Από κοινωνικής άποψης είναι
λογικό να μην υπάρχουν τόσο έντονες ανισότητες σε μια κοινωνία, γιατί μια
τέτοια κοινωνία γίνεται επικίνδυνη. Όχι για τους λίγους πλούσιους, αλλά για
τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Οπότε αντεπιτίθεσαι με
όποιον τρόπο κρίνεις προσφορότερο.
Αν δεν έχεις τίποτα να
χάσεις, είναι εύκολο να υποκύψεις στη βία και να πολεμήσεις.
Αν, πάλι, οι άνθρωποι
νιώσουν λίγο περισσότερο «στο σπίτι τους» σε μια κοινωνία, τότε θα είμαστε στον
σωστό δρόμο.
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε
στο πλαίσιο του 4ου
Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας (3-25 Μαΐου 2023).
Ευχαριστώ θερμά
την Ντόρα Τσακνάκη (Διευθύντρια Επικοινωνίας των Εκδόσεων Μεταίχμιο)
για την πολύτιμη συνδρομή της στον προγραμματισμό της, καθώς και
για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα που συνοδεύει
το κείμενο.
Τα μυθιστορήματα
του Άρνε Νταλ Τα
μπλουζ της Ευρώπης
και Τρία
στην πέμπτη κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις
Μεταίχμιο σε μετάφραση του Γρηγόρη Κονδύλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου