Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Άρνε Νταλ: «Προσπαθώ να μιλήσω για τον πόνο για να τον ξεφορτωθώ»

 


Από τους πιο καταξιωμένους Ευρωπαίους στιλίστες του πολιτικοποιημένου νουάρ, ο Σουηδός Άρνε Νταλ επισκέφτηκε την Αθήνα στα τέλη Μαΐου συμμετέχοντας στο 4ο Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας.

Συναντηθήκαμε μαζί του την επομένη του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών και μιλήσαμε, λίγο-πολύ, για όλα.

Από κριτικός λογοτεχνίας γίνατε συγγραφέας αστυνομικών/νουάρ μυθιστορημάτων. Γιατί συνέβη αυτή η μετάβαση;

Πρέπει να τοποθετηθεί σε μια ιστορική και διανοητική -αν όχι πολιτική- προοπτική.

Η δεκαετία του 1980, κατά την οποία ξεκίνησα να γράφω, ήταν μια «μετα-πολιτική» περίοδος, εστασμένη στο κείμενο και στη λογοτεχνικότητα των πραγμάτων.

Ως συγγραφέας αλλά και αναγνώστης εκπαιδεύτηκα εντός αυτού του πλαισίου. Μυστικά, όμως, αγαπούσα τη λογοτεχνία της δεκαετίας του 1970.

Θέλοντας να ξαναβρώ την αίσθηση της ευχαρίστησης και της χαράς της συγγραφής που είχα χάσει, ένιωσα ότι η Σουηδία άλλαζε εισερχόμενη στην Ε.Ε., ενώ συντελούνταν η Πτώση του Τείχους και η προσέγγιση της Ρωσίας.

Ως χώρα είχαμε και άλλοτε επιχειρήσει να παραμείνουμε απομονωμένοι/ουδέτεροι, να είμαστε ένας όχι σοσιαλιστικός, αλλά σοσιαλδημοκρατικός «παράδεισος».

Με πολύ ισχυρό κράτος πρόνοιας.

Το ίδιο ίσχυε και σε χώρες όπως η Δανία και η Νορβηγία, αλλά εκείνες ήταν μέλη του ΝΑΤΟ.

Ελπίζαμε να δημιουργήσουμε το αιώνιο «βασίλειο» της σοσιαλδημοκρατίας. Δε λειτούργησε.

Σκέφτηκα, λοιπόν, πως θα ήταν ενδιαφέρον να χρησιμοποιήσω αυτό το αφηγηματικό είδος.

Ως «καμβά».

Ως «καμβά» και ως τρόπο να μιλήσω για την κοινωνία μέσω του εγκλήματος.

Ποια, κατά τη γνώμη σας, είναι τα πλεονεκτήματα του νουάρ σε επίπεδο αφηγηματικής δομής σε σύγκριση με άλλα λογοτεχνικά είδη που επίσης μπορούν να είναι πολιτικά;

Όταν οι Βορειοαμερικανοί άρχισαν να γράφουν ιστορίες που αφορούσαν σε ιδιωτικούς ντετέκτιβ, αυτό συντελέστηκε στο πλαίσιο ενός πολύ διεφθαρμένου κόσμου, όπου η αστυνομία είναι ο πιο διεφθαρμένος και αναποτελεσματικός παράγοντας.

Στις περισσότερες χώρες ισχύει το ίδιο: δεν είναι η αστυνομία που θα επιλύσει μια υπόθεση, αλλά κάποιος άλλος. Ίσως ένας δημοσιογράφος ή ένας ντετέκτιβ.

Η πολιτικοποίηση του νουάρ που συνέβη στη Σουηδία τη δεκαετία του 1960 ήταν αυτό που με ενδιέφερε, και συνδεόταν με την προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας.

Το συγγραφικό ντουέτο των Maj Sjöwall και Per Wahlöö υπήρξαν οι ήρωές μου.

Όταν ξεκίνησα να γράφω σειρές όπου πρωταγωνιστούσαν επτά-οκτώ χαρακτήρες, αυτός ήταν ένας διασκεδαστικός τρόπος να εισαγάγω όσα ήξερα για τη λογοτεχνία στο νουάρ, το οποίο ως είδος είχε τους κανόνες του.

Γραμμένο το 2001, το μυθιστόρημά σας Τα μπλουζ της Ευρώπης είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος της σύγχρονης πολιτικοποιημένης και με αυξημένη κοινωνική ενσυναίσθηση αστυνομικής/νουάρ λογοτεχνίας.

Σ’ ευχαριστώ. Μέσω αυτού του βιβλίου άνοιξα, αργά, την «πόρτα» στην Ευρώπη.

Στο παρελθόν, η Σουηδία παρουσιαζόταν σαν να «εισήγαγε» εγκλήματα. Τώρα, ήταν κομμάτι αυτής της κατάστασης.

Υπάρχουν πράγματα στο παρελθόν μας που, αν δεν τα κρύβουμε, τουλάχιστον αποφεύγουμε να τα συζητάμε. Έχουμε παράδοση στη ρατσιστική βία.

Παρόλο που το βιβλίο είναι μυθοπλαστικό, λειτουργεί εν μέρει «προφητικά», αν λάβουμε υπόψη τι συνέβη στη Σουηδία στις κατοπινές δεκαετίες.

Αισθανόσασταν τότε πως ο νεοναζισμός επέστρεφε, αναδυόταν εκ νέου, με άλλο προσωπείο, άλλη ρητορική;

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα έπρεπε να τον έχει εξαλείψει. Θα πίστευες ότι θα ήταν αδύνατο να αρέσει σε κάποιους ανθρώπους αυτή η ιδεολογική προσέγγιση.

Έπειτα συνειδητοποιείς πως ο νεοναζισμός αναπτύσσεται λόγω απογοήτευσης, εκδίκησης, απομονωτισμού, απαρέσκειας προς ένα διεθνιστικό πνεύμα, φόβου, μιας αίσθησης ότι είσαι ξεχασμένος.

Μπορεί κάποιος να λέει ό,τι θέλει για τη δημοκρατία και τον τρόπο λειτουργίας της, αλλά είναι το καλύτερο πολίτευμα που έχουμε.




Εξαρτάται από το πώς ασκείται και πόσο συμπεριληπτική είναι.

Πάντως, οι Σουηδοί Δημοκράτες έχουν εξελιχθεί σε πολύ ισχυρή πολιτική δύναμη συμμετέχοντας και στην κυβέρνηση. Είναι πλέον κομμάτι του πολιτικού κατεστημένου.

Και δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που πόζαραν με ναζιστικά εμβλήματα.

Γιατί, λοιπόν, έχουν τέτοια απήχηση;

Γιατί οι άνθρωποι νιώθουν ότι έχουν παραγκωνιστεί.

Ο κυριότερος λόγος, όμως, είναι το μεταναστευτικό. Από το 2015 έχει εισέλθει μεγάλος αριθμός μεταναστών στη χώρα, τον οποίο ο κόσμος εξελάμβανε ως υπερβολικό.

Ταυτόχρονα, έχουμε αυτή την κακή ικανότητα να μην ενσωματώνουμε τους μετανάστες πλήρως. Επίσης, ένα ποσοστό τους επιθυμεί να ζει βάσει των δικών του κανόνων και νόμων.

Σ’ αυτό το σημείο αντέδρασαν οι Σουηδοί.

Και οι Σουηδοί Δημοκράτες κεφαλαιοποίησαν αυτή την ανησυχία.

Έπεισαν πολλούς ανθρώπους -ακόμα και κοντινούς μου- πως όλοι οι μετανάστες είναι επικίνδυνοι.

Σε έναν βαθμό αυτό ισχύει, δεδομένου ότι υπάρχει στη Σουηδία εγκληματικότητα που σχετίζεται με συμμορίες στις οποίες συμμετέχουν και ανήλικα άτομα. Και είναι πάντα μεταναστόπουλα.

Πρόκειται για κάτι πολύ ενοχλητικό για όσους εξ ημών προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα πράγματα με κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς όρους.

«Βάλτε τους μετανάστες στη φυλακή», ζητούν πολλοί Σουηδοί- αν και η Σουηδία ήταν μια χώρα που ανέκαθεν υιοθετούσε μια ήπια σωφρονιστική πολιτική.

Το μυθιστόρημα Τα μπλουζ της Ευρώπης λειτουργεί, εξάλλου, ως κριτική της Δύσης και του «Δυτικού» τρόπου ζωής που κυριαρχούνται από μια ελαφρότητα, σύμφωνα με μια εκ των χαρακτήρων του, την αστυνομικό Σέρστιν Χολμ.

Είναι και δική σας αυτή η κριτική;

Είναι και δική μου. Ίσως τώρα νιώθω περισσότερο έτσι απ’ ό,τι τότε.

Πώς ορίζετε αυτή την ελαφρότητα;

Ως το όραμα μιας ουτοπίας που βασικά είναι ελαφριά, σκληρή και ρηχή. Της ουτοπίας τού να καταναλώνεις αντικαταθλιπτικά και να ξεφορτώνεσαι τα ύψη και τα βάθη της ζωής σου.

Χρειαζόμαστε κάποια ύψη και βάθη. Για να διάγεις μια πλήρη ζωή χρειάζεται να σκέφτεσαι απο καιρού εις καιρόν. Και νομίζω ότι προσπαθούμε να το αποφύγουμε.

Κυριαρχεί η εν λόγω νοοτροπία στη Σουηδία;

Όλο και περισσότερο, νομίζω. Τείνουμε να κάνουμε τα πράγματα όλο και πιο αποτελεσματικά. Αν πρόκειται να διαβάσεις ένα βιβλίο, χρειάζεται να το ακούς με ακουστικά, ώστε ταυτόχρονα να κάνεις κι άλλα.

Αν ξεφυλλίσεις ένα βιβλίο, δεν μπορείς να ασχοληθείς με τίποτε άλλο. Αποσπά την προσοχή σου, κι η προσοχή σου έχει χαθεί- κι όχι μόνο λόγω της επίδρασης των κινητών τηλεφώνων.

Σ’ αυτή την ελαφρότητα αναφερόμουν τότε, απλώς στις μέρες μας έχει επιδεινωθεί. Και δεν απαλλάσσομαι από την ενοχή μου.

Τουλάχιστον όταν κάποιος συνειδητοποιεί τι πάει στραβά, μπορεί να προσπαθήσει να το διορθώσει. Στην περίπτωσή σας, και μέσω της δουλειάς σας.

Στην περίπτωσή μου είναι μέσω της συγγραφής και της ανάγνωσης.

Ολοένα και περισσότερο οι ανάγκες, οι επιθυμίες, οι σχέσεις μας διαμεσολαβούνται από την οικονομία. «Δεν υπήρχε κανένας κόσμος έξω από την οικονομία», όπως δηκτικά αναλογίζεται ο αστυνομικός ερευνητής Πολ Γελμ.

Όταν στα είκοσί μου ταξίδευα στα ελληνικά νησιά χωρίς πολλά λεφτά, ήταν εύκολο να βρω ένα φτηνό διαμέρισμα. Δε χρειαζόταν να σκέφτομαι για την οικονομία διαρκώς.

Από τη δεκαετία του 1980 και εξής, όμως, η απληστία δεν είναι πλέον κάτι κακό. Εξαναγκαζόμαστε να σκεφτόμαστε με οικονομικούς όρους.

Αν είσαι συγγραφέας στη Σουηδία, πρέπει να λειτουργείς ανταγωνιστικά. Το καλό, τουλάχιστον, είναι ότι οι συγγραφείς δεν είμαστε εχθροί μεταξύ μας! (Γέλιο) Τουναντίον, είμαστε πολύ καλοί φίλοι.

Είστε, πάντως, εξαιρετικά πετυχημένος- από κριτικής και εμπορικής άποψης. Πώς επηρεάζει το γεγονός αυτό την προσέγγισή σας στη συγγραφή;

Δε νομίζω πως επηρεάζει τη γραφή μου. Με ενδυναμώνει, με επιβεβαιώνει ως συγγραφέα, ότι ακολουθώ τον σωστό δρόμο. Με ηρεμεί -ίσως- ως άνθρωπο.

Δεν ήμουν σίγουρος, ωστόσο, πως ήμουν στον σωστό δρόμο όταν ξεκίνησα τη σειρά Μπέργερ Μπλουμ, καθώς έθιγε πολλά ζητήματα, εμπεριείχε πολλή έρευνα και ήταν δύσκολο να την «καταπιώ».




Στο Μπλουζ της Ευρώπης υιοθετείτε μια εξαιρετικά κριτική στάση έναντι του «Δυτικού» κόσμου.

Στο Τρία στην πέμπτη, αντιθέτως, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, στρέφετε εκ νέου τα κριτικά σας «βέλη» στη σουηδική μεγαλοαστική τάξη, της οποίας όμως είστε μέλος, τουλάχιστον με οικονομικούς όρους.

Σίγουρα είμαι σε κάποιο βαθμό μέλος της συγκεκριμένης τάξης. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπάρξει και πολύ εύκολο στη διαχείρισή του.

Αυτό που έχω διαπιστώσει εκ των έσω είναι ο φόβος των γηρατειών, του χρόνου που περνά.

Η συγκεκριμένη σειρά ξεκίνησε, μάλιστα, από μια ανησυχία για τον χρόνο που φεύγει, που αποκρυσταλλώνεται στην επιθυμία των μεγαλοαστών ηρώων να επιμηκύνουν το προσδόκιμό τους. Βασικά, όλοι θέλουμε κάτι τέτοιο.

Λίγο παραπάνω ποιοτικό χρόνο ζωής.

Αν έχεις τα πάντα, όπως συμβαίνει με τα μέλη της μεγαλοαστικής τάξης, αναρωτιέσαι πόσο θα κόστιζε να ζήσεις περισσότερο με τη χρήση της βιοτεχνολογίας, η οποία είναι πολύ ανεπτυγμένη στη Σουηδία.

Ακόμα και σε βάρος των δικών σου ανθρώπων.

Πράγματι.

Εμβαθύνετε, εξάλλου, ιδιαίτερα στο ζήτημα του πόνου διαφόρων ειδών- στη βίωση, αλλά και στην πρόκλησή του σε άλλους ανθρώπους.

Έχει και μια συμβολική λειτουργία αυτή η ενασχόληση. Προσπαθώ να μιλήσω για τον πόνο για να τον ξεφορτωθώ. Γιατί πονάμε ο ένας την άλλη, ενώ βασικά θα μπορούσαμε να είμαστε φίλοι;

Δεν είναι τόσο απλό.

Το ξέρω. Σίγουρα, όμως, ελλοχεύει κάπου στο βάθος μια ουτοπική προσέγγιση που με κάνει ν’ αναρωτιέμαι, «Γιατί πρέπει να είμαστε τόσο κακοί μεταξύ μας

Σας απασχολούν κι εσάς η κόπωση και η φθορά που συνεπάγεται η πάροδος του χρόνου;

Φέτος έγινα 60. Όταν ήμουν 30, μια τέτοια ηλικία μου φαινόταν φριχτή!

Η συγγραφή είναι ο τρόπος με τον οποίο μετράω τον χρόνο. Πρέπει να γράφω για να αναπνέω!

Αν γράψω μια ακόμη σειρά -που το θέλω-, θα πρέπει να την επιλέξω προσεκτικά, γιατί θα είναι η τελευταία μου.

Κι έπειτα θα συνταξιοδοτηθείτε;

Έπειτα θα συνταξιοδοτηθώ. Καλό θα ήταν αυτό! (Γέλιο)

Η έμφυλη βία και η απάντηση σ’ αυτή είναι άλλο ένα ζήτημα το οποίο «προφητικά» θίγετε στο μυθιστόρημα Τα μπλουζ της Ευρώπης. Είχατε κάποιο προαίσθημα;

Eίμαι περήφανος που το συγκεκριμένο βιβλίο εμπεριείχε αυτά τα «προφητικά» στοιχεία.

Το εισαγόμενο από τη Ρωσία τράφικινγκ συνειδητοποίησα εκείνη την περίοδο πως υφίστατο σε βιομηχανική κλίμακα, αν και θα ήταν αφελές να πιστεύει κάποιος ότι αυτό το φαινόμενο ξεκίνησε τότε.

Επρόκειτο, κυρίως, για τράφικινγκ Ουκρανών γυναικών, οι οποίες «καταναλώνονταν» για δυο χρόνια κι έπειτα τις πετούσαν λίγο-πολύ νεκρές από τη σεξουαλική κακοποίηση και την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών.

«Καταναλωμένες» από «φωτισμένους» «Δυτικούς».

Ασφαλώς, αλλά όχι μόνο από αυτούς.

Ως «Δύση» έχουμε παράγει τόσα καλά -σκέψου τον Μάιλς Ντέιβις, τον Θελόνιους Μονκ, κι όχι μόνο τον Μπαχ-, αλλά και τόσες μαλακίες.

Ποια είναι, άρα, η στοιχειώδης αντίδραση από πλευράς αυτών των γυναικών; Η ενδυνάμωση και η αντεπίθεση.

Υπάρχει, λοιπόν, κατ’ εσάς περιθώριο για την άσκηση κάποιας πολιτικής βίας στις μέρες μας; Ή έτσι «το μόνο που δολοφονείται είναι η δημοκρατία», όπως φαίνεται να πιστεύει ο Άρτο Σέντερστεντ;

Συνιστά πολιτική βία το να απαντήσεις στην εισβολή αστυνομικών δυνάμεων στα ελληνικά πανεπιστήμια;

Ο κόσμος είναι πια τόσο παράξενος με αυτό το 1% των γαμημένων δισεκατομμυριούχων. Πώς επιτρέπεται μια τέτοια κατάσταση; Και δεν πρόκειται οι πλούσιοι να εγκαταλείψουν τα λεφτά τους μέσω διαλόγου ή φορολόγησης.

Από κοινωνικής άποψης είναι λογικό να μην υπάρχουν τόσο έντονες ανισότητες σε μια κοινωνία, γιατί μια τέτοια κοινωνία γίνεται επικίνδυνη. Όχι για τους λίγους πλούσιους, αλλά για τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Οπότε αντεπιτίθεσαι με όποιον τρόπο κρίνεις προσφορότερο.

Αν δεν έχεις τίποτα να χάσεις, είναι εύκολο να υποκύψεις στη βία και να πολεμήσεις.

Αν, πάλι, οι άνθρωποι νιώσουν λίγο περισσότερο «στο σπίτι τους» σε μια κοινωνία, τότε θα είμαστε στον σωστό δρόμο.

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 4ου Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας (3-25 Μαΐου 2023).

Ευχαριστώ θερμά την Ντόρα Τσακνάκη (Διευθύντρια Επικοινωνίας των Εκδόσεων Μεταίχμιο) για την πολύτιμη συνδρομή της στον προγραμματισμό της, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα που συνοδεύει το κείμενο.

Τα μυθιστορήματα του Άρνε Νταλ Τα μπλουζ της Ευρώπης και Τρία στην πέμπτη κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση του Γρηγόρη Κονδύλη.

Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

Σέρχιο Ραμίρεζ: «Έχω βρει τους χαρακτήρες μου ανάμεσα στους ηττημένους»

 

Σέρχιο Ραμίρεζ (Φωτογραφία: Lisbeth Salas)

Με κεντρικό άξονα την αιματοβαμμένη από το καθεστώς Ορτέγα φοιτητική εξέγερση του 2018, ο Νικαραγουανός συγγραφέας και -πρώην- πολιτικός Σέρχιο Ραμίρεζ «φιλοτεχνεί» με το Ο Τονγκολέλε δεν ήξερε να χορεύει ένα υποδειγματικό νουάρ.

Συνομιλώντας με τον συγγραφέα ενόψει της παρουσίασης του βιβλίου του στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (13-24 Ιουνίου).

Αρχίσατε τη συγγραφική σας διαδρομή πριν από 63 χρόνια με το διήγημα Ο φοιτητής. Τι σας προσέλκυσε σ’ αυτή τη διαδικασία, κατ’ αρχήν; Εξακολουθείτε να αντιλαμβάνεστε τον εαυτό σας κυρίως ως συγγραφέα;

Πάντα πίστευα ότι η συγγραφή πηγάζει από μια ανάγκη που εμφανίζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής, ως επί το πλείστον πολύ νωρίς: έτσι συνέβη και σε μένα, μιας και ξεκίνησα να γράφω στα δεκατέσσερα.

Είναι μια πιεστική ανάγκη το να λες σε άλλους ανθρώπους αυτό που φαντάζει μοναδικό σ’ εσένα, και διαφεύγει σ’ εκείνους. Και να είσαι πεπεισμένος πως μόνο εσύ μπορείς να αφηγηθείς εκείνη την ιστορία.

Η ιστορία που αναφέρεις, Ο φοιτητής, είναι το αποτέλεσμα των πρώτων εμπειριών ως φοιτητή Νομικής στην ηλικία των δεκαεπτά.

Το δράμα όσων υποχρεώνονταν να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους με τις ελπίδες τους διαψευσμένες επειδή δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους για οικονομικούς λόγους- με δυο λόγια, τη συντριβή των ελπίδων τους για το μέλλον.

Έκτοτε, έχω βρει τους χαρακτήρες μου ανάμεσα στους ηττημένους, τους χαμένους: αυτούς τους οποίους ο Τσέχοφ αποκαλούσε «τους μικρούς ανθρώπους».

Στη δεκαετία του 1970 ασχοληθήκατε ενεργά με την πολιτική, υποστηρίζοντας το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας (FSLN) στην προσπάθειά του να ανατρέψει τον δικτάτορα Σομόζα.

Υπηρετήσατε, επίσης, ως Αντιπρόεδρος της Νικαράγουας ανάμεσα στο 1985 και το 1990. Υπήρξε εκείνο το εκτεταμένο διάστημα μια περίοδος ελπίδας- προσωπικής και συλλογικής;

Ήμουν κομμάτι μιας ιδεαλιστικής γενιάς η οποία επιθυμούσε τη βαθιά αλλαγή στη Νικαράγουα: όχι μόνο την ανατροπή μιας αιματοβαμμένης δικτατορίας, αλλά την εγκαθίδρυση μιας δίκαιης κι ελεύθερης κοινωνίας.

Ήταν μια εποχή σπουδαίας ελπίδας και αλλαγής στον κόσμο.

Απομακρύνθηκα από τη λογοτεχνία, που ήταν η κλίση μου, για να εισέλθω σ’ εκείνον τον «ανεμοστρόβιλο», κι έγινα ένας πρωταγωνιστής της επανάστασης. Όταν όλα τέλειωσαν, καθώς η επανάσταση κατάντησε ένα διαψευσμένο όνειρο, επέστρεψα στη συγγραφή.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ωστόσο, αποστασιοποιηθήκατε από το FSLN για πολιτικούς λόγους και το 1995 συνιδρύσατε το Μεταρρυθμιστικό Κίνημα των Σαντινίστας (MRS), μια αριστερή αντιπολίτευση στο FSLN.

Όταν το Μέτωπο των  Σαντινίστας ηττήθηκε στις εκλογές του 1990, ένα τμήμα ακτιβιστών δημιούργησε ένα ρεύμα το οποίο επεδίωκε να μεταρρυθμίσει το παλιομοδίτικο κόμμα, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στην εξουσία δημοκρατικά.

Όχι ένα ολοκληρωτικό κόμμα, αλλά ένα κόμμα που θα ήταν ικανό να ανακτήσει την πλειοψηφία που είχαμε χάσει.

Αποβληθήκαμε εξαιτίας εκείνης της πρόθεσης, και ιδρύσαμε το MRS, το οποίο δεν είχε καμία εκλογική επιτυχία στις εκλογές του 1996, και ήταν τότε που με βεβαιότητα αποκήρυξα την πολιτική και ξαναγύρισα στο γράψιμο.

Πριν μεταλλαχθεί στην αντιδραστική πολιτική δύναμη που έκτοτε έχει γίνει, νομίζετε ότι το FSLN υπό την ηγεσία του Ντανιέλ Ορτέγα είχε ήδη προδώσει τα ιδανικά της επανάστασης;

Ο Ντανιέλ Ορτέγα και η σύζυγός του, Ροσάριο Μουρίγιο, έχουν μετατρέψει το FSLN σε ένα οικογενειακό κόμμα, που είναι μονάχα μια καρικατούρα του παλιού κόμματος το οποίο δημιούργησε την επανάσταση στη δεκαετία του 1980.

Είναι μια βάρβαρη δικτατορία όπως οποιαδήποτε άλλη στη Λατινική Αμερική, με ρητορική από την Αριστερά, αλλά μεθόδους της Δεξιάς.

Μετά το 1996 αποσυρθήκατε από την πολιτική.

Αναδρομικά, μετανιώνετε για την πολιτική εμπλοκή σας, αν λάβουμε υπόψη και ότι έχετε διωχθεί για «ξέπλυμα» χρημάτων και διέγερση σε βία, ενώ από τον Φεβρουάριο του 2023, έχετε αποστερηθεί της νικαραγουανής ιθαγένειας;

Ο αγώνας που συντελείται στη Νικαράγουα, όπως και αλλού στον κόσμο, είναι ανάμεσα στον ολοκληρωτισμό και τη δημοκρατία.

Πάντα υπήρξα ένας συγγραφέας που ανέβαζε τον τόνο της φωνής του σε υποστήριξη της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου, και γι’ αυτό πληρώνω ένα αντίτιμο.

Τα βιβλία μου είναι απαγορευμένα από τη δικτατορία στη Νικαράγουα, έχω υποστεί διώξεις, πρέπει να ζω εξόριστος, μου έχουν αφαιρέσει την ιθαγένεια.

Υπάρχουν δικτατορικές υπερβολές εναντίον μου, όπως και εναντίον εκατοντάδων άλλων Νικαραγουανών- πολιτικών ηγετών, υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων.

Η Νικαράγουα μοιάζει όλο και περισσότερο με τη Ρουμανία του Τσαουσέσκου ή τη Βόρεια Κορέα.

Κατά τη γνώμη μου, η κριτική που ασκείται απέναντι στο καταπιεστικό πολιτικό καθεστώς στη Νικαράγουα από αριστερά/αριστερόστροφα κόμματα, ομάδες και άτομα είναι ενοχλητικά περιορισμένη.

Αν κάτι τέτοιο όντως ισχύει, πώς το ερμηνεύετε;

Στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη υπάρχει μια παραδοσιακή Αριστερά που είναι ακόμα προσκολλημένη στην ιδέα ότι ο Ντανιέλ Ορτέγα, ο Μιγκέλ Ντίαζ-Κανέλ στην Κούβα ή ο Μαδούρο στη Βενεζουέλα αντιπροσωπεύουν τον αγώνα των καταπιεσμένων εναντίον του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Είναι μια σύλληψη μερικές φορές νοσταλγική, αλλά πιο συχνά κυνική. Πρόκειται για βίαιες δικτατορίες, δεν αντιπροσωπεύουν το οποιοδήποτε ιδανικό για μια νέα κοινωνία.

Σύμφωνα με τα λόγια του Χιλιανού Προέδρου Γκαμπριέλ Μπόριτς, «Η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχει πολιτικό χρώμα, και και πρέπει να καταδικάζεται εξίσου».

Ο Τονγκολέλε δεν ήξερε να χορεύει, το καυστικά νουάρ πολιτικό μυθιστόρημά σας που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, μοιάζει με φόρο τιμής στα θύματα των αιματοβαμμένων διαδηλώσεων στη Νικαράγουα το 2018.

Αυτή ήταν πράγματι η αφετηρία του;

Πάντα πίστευα ότι ο καλύτερος τρόπος να αφηγηθείς μια ιστορία είναι μέσω της μυθοπλασίας. Τα γεγονότα της αιματοβαμμένης καταστολής του 2018 στη Νικαράγουα είναι, σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ιδωμένα υπό το πρίσμα των χαρακτήρων.

Ένα μυθιστόρημα δεν είναι δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, ούτε οικοδομείται στη βάση ενός πολιτικού λόγου. Τα γεγονότα του 2018 εισέρχονται στο βιβλίο μου γιατί μοιάζουν με μυθοπλασία.

Στη Λατινική Αμερική, άλλωστε, τα πραγματικά γεγονότα είναι πολλές φορές πιο παραληρηματικά από κάθε επινόηση.

Εκτιμάτε πως το νουάρ, γενικά, είναι ένα ιδανικό «όχημα» με τη βοήθεια του οποίου ένας/μία συγγραφέας μπορεί να εξερευνήσει τα βάσανα ενός ατόμου και μιας κοινωνίας;

Στη Λατινική Αμερική όλες οι παραδοχές του παραδοσιακού νουάρ παραβιάζονται: ο σεβασμός στον νόμο, οι ορθές δικαστικές διαδικασίες, οι αμερόληπτοι δικαστές, οι αδιάφθοροι εισαγγελείς.

Ανάμεσά μας, αυτές οι αρχές δεν είναι πραγματικότητα, αλλά μυθοπλασία.

Ανακρίσεις υπό καθεστώς βασανιστηρίων, αργυρώνητοι δικαστές, διεφθαρμένοι εισαγγελείς, η επίδραση των κυκλωμάτων διακίνησης ναρκωτικών, η δικαιοσύνη στα χέρια της πολιτικής εξουσίας: από εκεί πρέπει να ξεκινήσεις.

Κατά απρόσμενο τρόπο για ένα τέτοιο μυθιστόρημα, ο επιθεωρητής Ντολόρες Μοράλες δεν είναι ο πρωταγωνιστής του.

Υπάρχει, στην πραγματικότητα, μια ευρεία γκάμα χαρακτήρων, που στο σύνολό  τους διεκδικούν -και κερδίζουν- τον αφηγηματικό χρόνο και χώρο τους. Είναι η συγγραφή μια «χειρονομία» εφαρμοσμένης δημοκρατίας, κατά τη γνώμη σας;

Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ο επιθεωρητής Μοράλες αφήνει τη θέση του στον Τονγκολέλε επειδή αυτός μετατρέπεται σε πιο σημαντικό χαρακτήρα.

Ο Τονγκολέλε αντιπροσωπεύει ένα αρχέτυπο της εξουσίας, κι ετούτο είναι ένα μυθιστόρημα για την εξουσία.

Είναι ο επικεφαλής των Μυστικών Υπηρεσιών, σκληρός και κυνικός, που χρησιμοποιεί την οποιαδήποτε μέθοδο εναντίον των αντιπάλων του καθεστώτος το οποίο αυτός υποστηρίζει.

Είναι ένας συνωμότης που και ο ίδιος είναι θύμα μιας συνωμοσίας χωρίς να το γνωρίζει. Και στο τέλος, εξελίσσεται σε μια τραγική φιγούρα.

Όταν γράφεις δεν μπορείς να δεσμευτείς απέναντι σε κανέναν χαρακτήρα.

Τα κακά μυθιστορήματα αναγνωρίζονται γιατί σ’ αυτά υπάρχουν μόνο καλοί και κακοί χαρακτήρες, χωρίς αποχρώσεις. Και οι άνθρωποι -το ξέρουμε- είμαστε σύνθετοι.

Οι χαρακτήρες των ιερέων είναι επίσης κινητήρια αφηγηματική δύναμη, και βρίσκονται πάντα στο πλευρό των καταπιεσμένων. Σας εμπνέει το ρεύμα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης;

Οι ιερείς που εμφανίζονται στο μυθιστόρημά μου είναι μακρινοί κληρονόμοι της απελευθερωτικής θεολογίας, η οποία ευημέρησε πριν από δεκαετίες.

Η επανάσταση στη Νικαράγουα ήταν «καρπός» ενός νεανικού μαρξισμού και της απελευθερωτικής θεολογίας: μια «κοινή επιχείρηση» μαρξισμού  και χριστιανισμού.

Αυτοί οι ιερείς βλέπουν τώρα πώς εκείνη η επανάσταση εξελίχθηκε σε μια καταπιεστική τυραννία εναντίον των φτωχών, τους οποίους η Θεολογία της Απελευθέρωσης κάποτε υπερασπιζόταν.

Αυτή η συνειδησιακή σύγκρουση βρίσκεται επίσης στο μυαλό του επιθεωρητή Μοράλες, ενός αντάρτη ο οποίος πολέμησε για τους φτωχούς, και απογοητεύεται που η επανάσταση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια δικτατορία σήμερα.

Το Ο Τονγκολέλε δεν ήξερε να χορεύει τελειώνει με έναν ενοχλητικά σαρδόνιο τροπο. Ως αναγνώστης, αισθάνομαι ότι στη ζωή -και την πολιτική- το κυρίαρχο σλόγκαν είναι, «Τα ίδια».

Με δυο λόγια, οι δομές εξουσίας παραμένουν ανέπαφες ανεξαρτήτως καθεστώτων και κυβερνήσεων.

Συμμερίζεστε αυτή την πεσιμιστική -ή, ίσως, ρεαλιστική- ματιά στην πραγματικότητα; Βρίσκει εφαρμογή και στη Νικαράγουα;

Είναι μια θλιβερή πραγματικότητα.

Ως ένας αφηγητής, αυτή είναι η μαρτυρία μου από την επανάσταση. Ο ύπνος της λογικής καταλήγει να γεννάει τέρατα, όπως συμβαίνει στα Καπρίτσια του Γκόγια, και ο Κρόνος καταλήγει να καταβροχθίζει τα παιδιά του.

Δεν είναι μια κυνική, αλλά μια θλιμμένη οπτική.

Γι’ αυτόν τον λόγο, ελπίζω να μην ανατραπεί ο Ορτέγα μέσω ένοπλου αγώνα γιατί κάτι τέτοιο, εκτός από αίμα και πόνο, θα έφερνε μια νέα τυραννία.

Ένας ένοπλος ηγέτης μιας θριαμβευτικής επανάστασης καταλήγει να γίνει τύραννος, χειρότερος από τον προηγούμενο. Αυτή είναι η ιστορική εμπειρία μας.

Ας ελπίσουμε πως αυτό που θα έπρεπε να συμβεί στη Νικαράγουα είναι μια δημοκρατική αλλαγή: μια δημοκρατική κυβέρνηση που θα αντικαταστήσει μια δικτατορία.

Και η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα- λογοτεχνική ή κοινωνική πολιτική; Είστε εξοικειωμένος μ’ αυτή ή περιμένετε να ανακαλύψετε περισσότερα στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (13-24 Ιουνίου 2023);

Βρίσκομαι μακριά από την ελληνική πολιτική πραγματικότητα και θέλω να μάθω πολύ περισσότερα.

Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρόσφατα διεξήχθη ο πρώτος γύρος των βουλευτικών εκλογών, πως όποιος έχει την πλειοψηφία κυβερνά, ότι η ελευθερία του λόγου δεν τιμωρείται και πως οι θεσμοι λειτουργούν.

Όλα αυτά μου φαντάζουν σαν την Αρκαδία όταν σκέφτομαι τη Νικαράγουα.

Ευχαριστώ θερμά τον Βασίλη Γρετσίστα (Εκδόσεις Ίκαρος) για την καθοριστική συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

 Το μυθιστόρημα του Σερχιο Ραμίρεζ Ο Τονγκολέλε δεν ήξερε να χορεύει κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου.

Στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (13-24 Ιουνίου 2023), ο Σέρχιο Ραμίρεζ συνομιλεί με την μεταφράστριά του, Μαρία Παλαιολόγου, και τον δημοσιογράφο Γρηγόρη Μπέκο την Τρίτη, 20 Ιουνίου (PUBLIC πλατείας Συντάγματος, 20:30).



Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

Αρμάντο Ρομέρο: «Η σιωπή είναι θρεπτικό συστατικό της δουλειάς μου»

 

Αρμάντο Ρομέρο (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, ο Κολομβιανός Αρμάντο Ρομέρο βρίσκεται αυτό το διάστημα στην Ελλάδα προκειμένου, μεταξύ άλλων, να παρουσιάσει το έντονα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του, Μία μέρα στους σταυρούς.

Το βιβλίο συνιστά μια «κατάδυση» στη βία της κολομβιανής κοινωνίας των δεκαετιών 1950-1970. Συναντώντας τον συγγραφέα στην Αθήνα στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (13-24 Ιουνίου).

Το μυθιστόρημά σου Μία μέρα στους σταυρούς, που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Τόπος, γράφτηκε στην Ελλάδα -και εν μέρει στην Ικαρία- το 1991.

Μιας και η θάλασσα είναι ένα επανερχόμενο, σαν μάντρα, μοτίβο στο βιβλίο -όπως αντιστοίχως το ποτάμι στο Καχάμπρε-, ποια είναι η σχέση σου με τη θάλασσα; Είχες σχεδιάσει να γράψεις αυτό το βιβλίο στην Ελλάδα;

Η σχέση μεταξύ της θάλασσας και του ποταμού είναι ενδιαφέρουσα.

Στο Καχάμπρε το ποτάμι συνδέεται με τη θάλασσα. Το αστικό τοπίο στο Μία μέρα στους σταυρούς δε συνδέεται άμεσα μ’ αυτή. Εκεί, η θάλασσα αποτελεί τη διέξοδο.

Η πόλη Κάλι, όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα, βρίσκεται, από γεωγραφικής άποψης, στην άλλη πλευρά των βουνών. Οπότε πρέπει να περάσεις πολύ ψηλά βουνά προκειμένου να φτάσεις στη θάλασσα.

Ο Ελίψιο, ο πρωταγωνιστής του Μία μέρα στους σταυρούς, θέλει, λοιπόν, να φτάσει σ’ αυτή τη θάλασσα.

«Εκεί που καταλήγουν όλα».

Στην πόλη είναι πάντα παγιδευμένος, επομένως η θάλασσα σηματοδοτεί την απελευθέρωση.

Στο Καχάμπρε, αντίθετα, η θάλασσα δε συνιστά απελευθέρωση, βρίσκεται πάντα εκεί.

Ας επιστρέψουμε στην Ελλάδα και την Ικαρία.

Το 1991 έλειπα από το πανεπιστήμιο με εκπαιδευτική άδεια και είχα κατά νου να γράψω σχετικά με τη σύγχρονη κολομβιανή ποίηση.

Μια ακαδημαϊκή δουλειά;

Ένα ακαδημαϊκό βιβλίο. Ήμουν ένας νεαρός ακαδημαϊκός και ήθελα να «σκαρφαλώσω» στην ακαδημαϊκή ιεραρχία.

Φτάνοντας, όμως, στην Ελλάδα συνέβη κάτι περίεργο.

Ο ήχος της ελληνικής γλώσσας -την οποία δεν καταλάβαινα καθόλου- και οι φωνές των ανθρώπων μου θύμιζαν πολύ τα ισπανικά. Δε με ενοχλούσαν, σε αντίθεση με τα αγγλικά που με περισπούσαν.

Αυτή η προυστιανή σιωπή γέννησε μια φωνή και ένα κείμενο, γιατί είχα στο μυαλό μου τους ήχους της παιδικής μου ηλικίας.

Η πιο έντονη ανάμνηση από την παιδική σου ηλικία είναι, άρα, οι ήχοι;

Ναι, θυμάμαι ήχους και ιστορίες. Ενώ, λοιπόν, βρισκόμουν στην Ελλάδα, άρχισα να τα ανακαλώ όλα αυτά.

Έφτασα, ωστόσο, σε ένα σημείο κατά το οποίο δεν μπορούσα να συνεχίσω το πρώτο από τα -κατόπιν- τρία μέρη του βιβλίου, γιατί, αν το συνέχιζα, θα επρόκειτο για ένα μυθιστόρημα σχετικά με το πρώτο μέρος.

Δεν ήθελα κάτι τέτοιο, γιατί έτσι θα εξανεμιζόταν ο αντίκτυπος αυτού του μέρους. Έτσι «πήδηξα» στο δεύτερο και, εντέλει, στο τρίτο, υιοθετώντας την ιδέα ότι όλα τα γεγονότα συμβαίνουν σε μια μέρα.

Έπειτα προέκυψαν τα σύμβολα. Ένα από αυτά, ο λόφος με τους τρεις σταυρούς, όντως υπάρχει στο Κάλι, τη γενέτειρά μου.

Η αίσθηση του χρόνου είναι, σε κάθε περίπτωση, «εξαρθρωμένη», κατά τον σεξπιρικό τρόπο.

Το πρώτο κεφάλαιο λειτουργεί ως πρόλογος. Το δεύτερο και το τρίτο συνδέονται, καθώς το τελευταίο αποτελεί τη συνέχεια του προηγούμενου.

Η βασική ιδέα είναι πως ο χαρακτήρας του Ελίψιο βρίσκεται πάντα σε ένα δωμάτιο ή έναν τόπο, όπου είναι παγιδευμένος.

Στο πρώτο κεφάλαιο βρίσκεται παγιδευμένος στο πατρικό του, στο δεύτερο στο διαμέρισμα της Λάμια, της συντρόφου του, και στο τρίτο είναι έγκλειστος στη φυλακή.

Η αίσθηση της παγίδευσης -ανάμεσα σε τοίχους ή λόγω των συνθηκών- είναι, επομένως, ένα στοιχείο που ενοποιεί τα κεφάλαια.

Αισθανόσουν κι εσύ παγιδευμένος κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, όταν ακόμα ζούσες στην Κολομβία;

Ασφαλώς. Γι’ αυτό και εγκατέλειψα τη χώρα και δεν επέστρεψα ποτέ.

Δεν έβλεπες προοπτική;

Δε φοβόμουν μήπως δεν μπορούσα να επιβιώσω ή να βγάλω λεφτά. Έφυγα από την Κολομβία γιατί δεν μπορούσα να ζήσω εκεί.

Διαφώνησα, εξάλλου, με κάποια από όσα έκαναν οι Ναδαϊστές, στο κίνημα των οποίων συμμετείχα, ενώ συμφωνούσα με άλλα. Το ότι ανήκα σ’ αυτή την ομάδα με απομόνωνε από άλλους ανθρώπους, συγγραφείς και μη.

Γιατί;

Η Κολομβία είναι βίαιη χώρα. Δεν μπορείς, συνεπώς, να συμμετέχεις σε μια ομάδα και να περιμένεις πως οι άλλοι θα επιδοκιμάσουν την επιλογή σου. Έτσι, κάποια στιγμή η κατάσταση έγινε συγκρουσιακή.

Αρχικά πήγα στη Βενεζουέλα, από εκεί ταξίδεψα στις Η.Π.Α., έπειτα στο Μεξικό, κατόπιν πάλι στη Βενεζουέλα, στη συνέχεια στην Αργεντινή...

Ένας νομάδας!

Παρέμεινα στη Βενεζουέλα μέχρις ότου οι συνθήκες επέτρεψαν την επιστροφή μου στις Η.Π.Α. Εκεί άλλαξα «μονοπάτι» εισερχόμενος στο ακαδημαϊκό περιβάλλον.

Ποτέ δε γράφω κάτι γιατί νομίζω ότι θα πουλήσει, εξάλλου. Γράφω γιατί το χρειάζομαι και το χρειάζεται κι ο αναγνώστης. Συνειδητοποίησα, επομένως, πως με τη συγγραφή δε θα έβγαζα λεφτά.

Αποδέχτηκα, έτσι, μια προσφορά να εκπονήσω ένα διδακτορικό, το ολοκλήρωσα, παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια.

Όταν, κατόπιν, έφτασα σε ένα τέτοιο σημείο στην ακαδημαϊκή ιεραρχία όπου δεν μπορούσαν να με ακουμπήσουν, αποφάσισα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να επιστρέψω στη συγγραφή. Σ’ εκείνη την περίοδο έγραψα το Μία μέρα στους σταυρούς.

Ο Ελίψιο κουβαλά πολλά από σένα κι εκείνους τους καιρούς, έτσι δεν είναι;

Εμπεριέχει πολλά στοιχεία από τη ζωή μου, αλλά είναι μυθοπλαστικός χαρακτήρας.

Ακόμα κι ένας χαρακτήρας που είναι 100% εσύ, Γιάννη, δεν είναι στην πραγματικότητα εσύ. Είναι απλά λέξεις. Είναι μια κατασκευή.

Και πρέπει να πείσεις το αναγνωστικό κοινό πως είναι ζωντανός. Όχι κάτι μονοδιάστατο, αλλά τρισδιάστατο. Αυτό δεν είναι εύκολο.

Ναι μεν ο Ελίψιο κουβαλά πολλά δικά μου στοιχεία, αλλά δεν έχω κάνει ποτέ φυλακή. Δεν ήξερα πώς θα επέλυα αυτό το πρόβλημα ευρισκόμενος στην Ελλάδα, σε μια εποχή που δεν υπήρχε ακόμα το Ίντερνετ.

Πώς το διαχειρίστηκες, λοιπόν;

Απευθύνθηκα στον πρύτανη ενός κολομβιανού πανεπιστημίου, ο οποίος διαρκώς πήγαινε στις φυλακές προκειμένου να βγάλει τους κομμουνιστές φοιτητές του.

O «καμβάς» των ιστοριών αποπνέει κάτι βιωμένο.

Οι ιστορίες που περιγράφονται στο δεύτερο κεφάλαιο είναι πραγματικές, ενώ του τρίτου αφορούν στον τρόπο που βίωσα τη βία εκείνων των χρόνων. Υπάρχουν τρίτες διακριτές περίοδοι στο ξεδίπλωμα αυτής της βίας.

Κατά την πρώτη, στη δεκαετία του 1950, φιλελεύθεροι και συντηρητικοί αλληλοσκοτώνονταν. Ο πατέρας μου ήταν φιλελεύθερος. Κατά τη δεύτερη, στη δεκαετία του ’60, όποιος διαφωνούσε με την κυβέρνηση θεωρείτο κομμουνιστής.

Στην τρίτη περίοδο, τέλος, που εκτείνεται στη δεκαετία του ’70, οι αντάρτικες ομάδες έκριναν πως ο μόνος τρόπος να ανατρέψουν την κυβέρνηση ήταν μέσω της σύμπηξης μιας συμμαχίας με τους ναρκεμπόρους.

Το 1991 κανείς δε μιλούσε γι’ αυτά τα ζητήματα στην Κολομβία.

Ήταν ταμπού.

Ακριβώς.

Συμμαχώντας με τους ναρκεμπόρους, οι αντάρτικες ομάδες δε θεωρούσαν ότι στρέφονταν εναντίον των Κολομβιανών πολιτών, γιατί αυτοί δεν ήταν καταναλωτές ουσιών, αλλά οι Βορειοαμερικανοί.

Συνεπώς υπήρχε ένας ιδεολογικός «μανδύας» πίσω από αυτή την «ανίερη» συμμαχία.

Ναι. Αυτό αποτέλεσε το τέλος των ανταρτών, γιατί τους απαξίωσε. Δυστυχώς, διεφθάρησαν πλήρως. Άνθρωποι με καλή ψυχή που πήγαν να πολεμήσουν για να ανατρέψουν τη διεφθαρμένη κυβέρνηση αποδεκάτισαν τον κολομβιανό πληθυσμό.

Ήδη από τον 19ο αιώνα η Κολομβία δεν ήταν καλά. Μέχρι που έγινε «επισήμως» ασθενής.

Παραμένει μια χώρα «καταραμένη», όπως αναφωνεί σε μια οργισμένη παραφορά του ο Ελίψιο;

Ακόμα και σήμερα, ναι. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από την εποχή που έγραφα το Μία μέρα στους σταυρούς. Όταν υπάρχει βία, η κατάσταση δεν αλλάζει.

Οι Κολομβιανοί είναι τόσο όμορφοι άνθρωποι- κι όμως, ταυτόχρονα, μπορεί να λειτουργήσουν τόσο εγκληματικά. Μπορεί κάποιος να αγαπά την οικογένεια, τα παιδιά και τη χώρα του και ξαφνικά να καταστρέψει τα πάντα. Αρρώστια!

Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο «διαποτίζεται» από μια αίσθηση συγκινητικής νοσταλγίας για ορισμένες πτυχές του παρελθόντος. Αισθάνεσαι κάποια νοσταλγία, παρά την αρρώστια;

Όχι και τόσο.

Νιώθω μεν κάποια νοσταλγία για τους γονείς μου, για την παιδική μου ηλικία με τον αδερφό και τη αδερφή μου. Έζησα μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία γιατί οι γονείς μας μάς αγαπούσαν και μας έσωσαν.

Πιο νοσταλγικά αισθάνομαι, όμως, όταν σκέφτομαι την Ικαρία στη δεκαετία του 1980.

«Ο κόσμος είναι φτιαγμένος περισσότερο από σιωπές παρά από θορύβους», σκέφτεται κάπου ο Ελίψιο. Είναι η σιωπή που όντως «τρέφει» τη συγγραφή, την ενδοσκόπηση και την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους;

Έτσι νομίζω.

Το περιβάλλον στο Κάλι, για παράδειγμα, είναι πολύ θορυβώδες. Το μισώ αυτό!

Η σιωπή ήταν ανέκαθεν κάτι οικείο για μένα. Και η σιωπή που εισέπραξα ερχόμενος στην Ελλάδα λόγω της γλώσσας ήταν πολύτιμη.

Η σιωπή είναι θρεπτικό συστατικό της δουλειάς μου.

Γράφεις με τον τρόπο του ποιητή που επίσης είσαι. Παραμένεις ποιητής ακόμα κι όταν γράφεις μυθιστορήματα;

Ναι, η ποίηση είναι για μένα το πιο ουσιαστικό. Μου αρέσει που αναφέρομαι στη λίστα των προσκεκλημένων του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ ως «ποιητής».

Χρησιμoποιώ την ποιητική πρόζα με κάποιο στόχο, να υπηρετήσω την αφήγηση.

Εφαρμόζεις τις ποιητικές αρχές στο πλαίσιο της μυθοπλασίας.

Ακριβώς.

Μιας και μιλάμε για ποίηση, θα ήθελες να μου κατονομάσεις αγαπημένους ποιητές ή αγαπημένα ποιήματα;

Όταν αγαπάς κάποιον ποιητή, είναι ο δικός σου ποιητής- όχι κατ’ ανάγκη ο καλύτερος στον κόσμο. Θα σου πω, λοιπόν, για ποιητές που με αγγίζουν βαθιά.

Ένας από αυτούς είναι ο Μπλεζ Σαντράρ.

Αγαπώ, επίσης, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, στης οποίας την ισπανική μετάφραση έβαλα το χεράκι μου.

Από Λατινοαμερικανούς ποιητές, ο Άλβαρο Μούτις υπήρξε φίλος μου, κι ένας από τους πρώτους ανθρώπους που διάβασαν το Μία μέρα στους σταυρούς. Προσφέρθηκε, μάλιστα, να γράψει κάτι γι’ αυτό, χωρίς να του το έχω ζητήσει.

Δε μου αρέσει και τόσο η σύγχρονη ποίηση, ωστόσο. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τής κάνουν πολλή ζημιά. Ίσως αλλάζω κι εγώ.

Η συνέντευξη με τον Αρμάντο Ρομέρο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (13-24 Ιουνίου 2023).

Ευχαριστώ θερμά την Δήμητρα Αρκουμάνη (Εκδόσεις Τόπος) για την πολύτιμη συνδρομή της στην υλοποίησή της.

Το μυθιστόρημα του Αρμάντο Ρομέρο Μία μέρα στους σταυρούς κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση της Αγαθής Δημητρούκα.

Στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ, ο συγγραφέας συνομιλεί τη Δευτέρα 19 Ιουνίου (Polyglot Bookstore, Ακαδημίας 84 & Εμμ. Μπενάκη, 19:30) με την μεταφράστριά του, Αγαθή Δημητρούκα, και τον μεταφραστή Κώστα Αθανασίου.



Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023

Πιλάρ Κιντάνα: «Η κολομβιανή λογοτεχνία είναι εξαιρετικά ποικιλόμορφη»

 

Πιλάρ Κιντάνα (Φωτογραφία: Carlos Zárrate)

Στο «ποτισμένο» από βία μυθιστόρημα της Κολομβιανής Πιλάρ Κιντάνα, Η σκύλα, «ανατέμνονται» με οξύτητα οι έμφυλοι ρόλοι, η αγάπη, η απώλεια και οι ταξικοί διαχωρισμοί μέσα από τη σχέση μιας άτεκνης γυναίκας και μιας σκυλίτσας.

Συνομιλώντας με την συγγραφέα ενόψει της παρουσίασης του βιβλίου στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (13-24 Ιουνίου 2023).

Η Σκύλα, το πρώτο από τα μυθιστορήματά σου που κυκλοφορεί στα ελληνικά, «διαποτίζεται» από βία- είτε υπόρρητη είτε ρητή, εσωτερικευμένη ή εξωτερικευμένη.

Είναι η πολιτική, κοινωνική και ψυχολογική βία κυρίαρχο χαρακτηριστικό της κολομβιανής κοινωνίας στο σύνολό της;

Νομίζω ότι η βία διαδραματίζει μεγάλο ρόλο στην κοινωνία μας. Η Κολομβία έχει μακρά Ιστορία πολέμου κι ο πόλεμος αυτός συνεχίζεται ακόμα και μετά την ειρηνευτική διαδικασία.

Η αιματοβαμμένη βία του πολέμου έχει υπάρξει κυρίαρχη. Την αντιμετωπίζουμε και τη βλέπουμε κάθε μέρα: στις ειδήσεις, στις ειρηνευτικές συνομιλίες, σε πολλά σχέδια της κυβέρνησης, ιδιωτικών εταιρειών και των ανθρώπων γενικότερα.

Υπάρχει, ωστόσο, μια πιο «υπόγεια» βία με την οποία δεν καταπιανόμαστε και τόσο, κι αυτή είναι η πηγή όλων των ειδών της βίας:

Πρόκειται για τη βία που ασκείται πίσω από κλειστές πόρτες στα σπίτια, τη βία εναντίον των γυναικών, των παιδιών και των κατοικίδιων ζώων. Μερικές φορές αυτή η βία είναι τόσο λεπτή που ούτε καν ξέρουμε πως βρίσκεται εκεί.

Αυτού του είδους η βία με ενδιαφέρει πιο πολύ ως συγγραφέα.

Έχεις αναφέρει ότι η συγγραφική διαδικασία αυτού του μυθιστορήματος ξεκίνησε όταν παρατήρησες το πτώμα μιας σκυλίτσας σε μια κολομβιανή ακτή που εκβάλλει στον Ειρηνικό.

Τι «πυροδότησε» μέσα σου αυτό το γεγονός; Πώς επικοινωνείς με τα σκυλιά γενικά;

Αγαπώ τα ζώα και όταν ζούσα στη ζούγκλα είχα μερικά. Τα αγαπώ! Νομίζω ότι το επεισόδιο με το πτώμα της σκυλίτσας με κινητοποίησε επειδή έδειξε την αληθινή φύση της ζούγκλας.

Η ζούγκλα δρα γρήγορα και θέλει να σε πάρει. Είναι όμορφη και δοτική, αλλά είναι και το αντίστροφο. Είναι τρομακτική και θέλει να τραφεί με σένα.

Γιατί χρησιμοποιείς την -τελικά- καταδικασμένη σχέση της Νταμάρις, μιας σαραντάρας που δεν μπορεί να κάνει παιδιά, και της Σίρλι, μιας ανυπάκουης και αγρίως ανεξάρτητης σκυλίτσας, ως τρόπο σχολιασμού των έμφυλων ρόλων, της αγάπης, της απώλειας και των ταξικών διαχωρισμών;

H σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και στα κατοικίδια έχει αλλάξει πολύ.

Όταν ήμουν μικρή, οι άνθρωποι είχαν γατιά και σκυλιά στο σπίτι τους, αλλά δεν ήταν μέρος της οικογένειας. Βρίσκονταν εκεί για να υποδυθούν έναν ρόλο: να γαβγίσουν στους ξένους ή να κρατήσουν το σπίτι καθαρό από τα ποντίκια.

Μερικά ζώα υφίσταντο κακομεταχείριση.

Στις μέρες μας, οι άνθρωποι και τα κατοικίδια έχουν πιο τρυφερές και βαθιές σχέσεις. Τα κατοικίδια είναι μέρος της οικογένειας. Οι άνθρωποι στ’ αλήθεια τα αγαπούν.

Νομίζω πως ήταν σημαντικό για μένα να εξερευνήσω αυτή τη σχέση. Μιλάει για εμάς ως ανθρώπινα όντα και ως κοινωνία. Δείχνει ένα κομμάτι αυτού που είμαστε.

Το ζοφερό φυσικό περιβάλλον -είτε το υδάτινο στοιχείο είτε η ζούγκλα- συνιστά έναν χαρακτήρα από μόνο του.

Σε ποιο βαθμό οι τόποι -στην περίπτωση του μυθιστορήματός σου ένας μικρός οικισμός στην κολομβιανή ακτογραμμή- και οι καιρικές συνθήκες σε προσδιορίζουν ως συγγραφέα;

Μερικές φορές ξεχνάμε ότι είμαστε ζώα και ως τέτοια εξαρτώμαστε από το φυσικό περιβάλλον μας. Μου αρέσει να υπενθυμίζω πως είμαστε κάτι τέτοιο, γ’ αυτό και η φύση καταλαμβάνει τόσο χώρο στη γραφή μου.

Η φύση είναι πάντα εκεί- όχι μόνο στην εξοχή ή στη ζούγκλα, αλλά παντού, ακόμα και στις πόλεις. Απλά τυχαίνει να τη βλέπω.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου σου είναι τσακισμένοι από τους ταξικούς διαχωρισμούς και τις αποτυχίες τους.

Εσύ, αντιθέτως, έχεις υπερβεί τα όρια του κολομβιανού πολιτισμικού πλαισίου είτε συμμετέχοντας σε διεθνή προγράμματα/εργαστήρια είτε μέσω της δουλειάς σου.

Πώς έχει το γεγονός αυτό διευρύνει και βαθύνει την οπτική σου στην Κολομβία και την αυτοαντίληψή σου ως συγγραφέα;

Το ταξίδι και η διαβίωση στο εξωτερικό σε ορισμένες χρονικές περιόδους έχει ασφαλώς διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο βλέπω την Κολομβία.

Μου έχει προσφέρει την απόσταση και την δυνατότητα να βλέπω τα πράγματα υπό διαφορετικό φως.

Τέσσερις Κολομβιανοί ή με κολομβιανή ιθαγένεια συγγραφείς (Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε, Σαντιάγο Γκαμπόα, Αρμάντο Ρομέρο, Σέρχιο Ραμίρεζ και εσύ) είστε εκ των προσκεκλημένων του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Πού αποδίδεις τη ζωτικότητα της σύγχρονης κολομβιανής λογοτεχνίας, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσω της συγκεκριμένης παρουσίας, πού τοποθετείς τον εαυτό σου εντός αυτού του πλαισίου και πώς συνδέεσαι με τους αναγνώστες σου;

O Σέρχιο Ραμίρεζ που γνωρίζω δεν είναι Κολομβιανός.

Από άποψη πολιτισμικού πλαισίου όχι, αλλά όταν πρόσφατα στερήθηκε τη νικαραγουανή ιθαγένεια από τη νικαραγουανή κυβέρνηση, του χορηγήθηκε -εκτός από την ισπανική- και η κολομβιανή.

Έχεις δίκιο.

Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για τέσσερις είτε για τρεις συγγραφείς, υπάρχει μόνο μία γυναίκα και είμαστε όλοι λευκοί.

Νομίζω ότι η κολομβιανή λογοτεχνία αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά ποικιλόμορφη. Έχουμε υπάρξει πολύ συντηρητικοί από πολλές απόψεις.

Στη λογοτεχνία, με εξαίρεση τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τον σπουδαιότερο συγγραφέα μας, προτιμούσαμε αφηγήσεις σχετικά με την πολιτική Ιστορία μας.

Νομίζω πως αυτό έχει αλλάξει με την εμφάνιση των νέων ανεξάρτητων εκδοτικών οίκων.

Τώρα έχουμε λογοτεχνία και συγγραφείς όλων των ειδών, από την περιφέρεια κι όχι μόνο τις μεγάλες πόλεις, από όλα τα φυλετικά και κοινωνικά περιβάλλοντα και από όλα τα είδη.

Είναι τα λογοτεχνικά φεστιβάλ όπως το ΛΕΑ τόποι όπου διαμορφώνονται οι λογοτεχνικές τάσεις, ή απλώς λειτουργούν ως αγορές και μαρκετίστικες τεχνικές;

Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρη για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι λογοτεχνικές τάσεις ή αν καν διαμορφώνονται στο πλαίσιο λογοτεχνικών εκδηλώσεων.

Θα ήθελα, όμως, να πιστεύω ότι οι καλοί συγγραφείς αντιστέκονται και γράφουν γι’ αυτό που θέλουν. Η τουλάχιστον αυτό επιθυμώ για μένα!

Και, τελικά, ποια θα μπορούσε να είναι η «σκύλα» του ομότιτλου μυθιστορήματος; Η Ντάμαρις, η Σίρλι, ίσως η ίδια η ζωή εντός ενός δεδομένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος;

Ή προτιμάς να το αποφασίσουν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες;

Προτιμώ να το αποφασίσουν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες.

Ευχαριστώ θερμά την συγγραφέα για την ευγενική παραχώρηση της φωτογραφίας της που συνοδεύει το κείμενο.

Το μυθιστόρημα της Πιλάρ Κιντάνα Η σκύλα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου.

Στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (13-24 Ιουνίου), η συγγραφέας συνομιλεί την Πέμπτη 15 Ιουνίου (PUBLIC πλατείας Συντάγματος, 20:30) με τις Αλεξάνδρα Κ* (θεατρική συγγραφέα, σεναριογράφο και πεζογράφο) και Ιφιγένεια Ντούμη (ποιήτρια και μεταφράστρια).