Σχεδόν μια δεκαετία μετά το εξαιρετικό μικρό
μήκους ντεμπούτο της, η Ασημίνα Προέδρου
επιστρέφει με την πρώτη μεγάλου
μήκους δουλειά της, Πίσω από τις θημωνιές, μια σπονδυλωτή υπαρξιακή ταινία με «φόντο» το μεταναστευτικό.
Μετά τη θερμή του υποδοχή στο περσινό Φεστιβάλ
Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το φιλμ
προβάλλεται στα σινεμά από τις 19 Ιανουαρίου.
Συναντώντας την σκηνοθέτρια.
Με
σπουδές και πολύχρονη εργασιακή εμπειρία στον τομέα των οικονομικών, στράφηκες ωστόσο
στο σινεμά. Γιατί;
Καλό είναι κάνουμε αυτό
που μας αρέσει πολύ, γι’ αυτό και επέλεξα το πεδίο του κινηματογράφου.
Μόλις το 2021, όμως, πήρα
άδεια άνευ αποδοχών από τη δουλειά και έκανα την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία
μου, Πίσω από τις
θημωνιές. Έφυγα, μάλιστα, από τη δουλειά όταν βρισκόμουν στη μέση του
μοντάζ. Άργησα, δηλαδή.
Αλλά
την έκανες.
Δε θα μπορούσα να κάνω
σινεμά αλλιώς. Έπρεπε απλώς να βρω την περίοδο με το μικρότερο δυνατό ρίσκο. Θα
συνέβαινε κάποια στιγμή, πάντως.
Η
ιδέα για τις Θημωνιές.. δουλευόταν
όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν από το πολυβραβευμένο μικρού μήκους ντεμπούτο σου
Red
Hulk
(2013);
Έγραψα το πρώτο draft του
σεναρίου τον Δεκέμβριο του 2015, που μου ζητήθηκε όταν έστειλα το treatment στην
Μπερλινάλε, στο Berlinale
Script Station. Δούλευα την ιδέα από
νωρίτερα.
H στιγμή
που σταματάς να δουλεύεις το σενάριο, ωστόσο, είναι όταν ξεκινάς το γύρισμα.
Αυτό, όμως, που μάς πήρε
πολύ χρόνο ήταν η χρηματοδότηση της ταινίας, γιατί υπήρξε μια συμπαραγωγή
Ελλάδας, Γερμανίας, Βόρειας Μακεδονίας. Ολοκληρώθηκε, όμως!
Το
αρχικό κίνητρο ήταν να αφηγηθείς μια ιστορία με άξονα τη μετανάστευση;
Δεν ήταν αυτό. Αυτό που
με «έκαιγε» ήταν το πώς οι καθημερινοί άνθρωποι μπορούν να εγκλωβιστούν μέσα σε
μια διεφθαρμένη κοινωνία, σε ένα διεφθαρμένο σύστημα. Ή με άλλα λόγια, ποιοι
είναι οι μηχανισμοί αναπαραγωγής ενός συστήματος.
Από αυτόν τον
προβληματισμό ήθελα να αποκλείσω τα πολύ προφανή, για παράδειγμα τον
χρηματισμό, και να μιλήσω για πιο υπαρξιακά ζητήματα που σχετίζονται με αυτόν
τον άξονα.
Κατά τη διάρκεια της
συγγραφής, μια φίλη αναφέρθηκε στη λίμνη Δοϊράνη. Έκανα διαδικτυακή αναζήτηση,
και αντίκρισα ένα πολύ άγριο τοπίο. Χωρίς να έχω πάει εκεί, αποφάσισα να γυρίσω
την ταινία στην περιοχή.
Πότε
ταξίδεψες για πρώτη φορά εκεί;
Tο 2014, πριν ξεκινήσω να γράφω το
σενάριο. Το πρώτο μου πρωινό γνώρισα δεκάδες Σύρους πρόσφυγες που είχαν
προσπαθήσει να περάσουν στη Βόρεια Μακεδονία μέσω Ειδομένης.
Οι Βορειομακεδόνες
αστυνομικοί τους συνέλαβαν, όμως, και τους γύρισαν στην Ελλάδα. Μου έκανε
απίστευτη εντύπωση το πώς η τοπική κοινωνία τούς τάιζε, υπήρχε ένα δούναι και
λαβείν.
Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι
ήθελα να είναι κομμάτι της ιστορίας αυτό.
Με
ποιο κριτήριο επιλέχτηκαν οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες σε σχέση και με τις
ευρύτερες ανησυχίες που ήθελες να αναδείξεις μέσω του φιλμ; Γιατί αποτελούν μια
οικογένεια, ας πούμε;
Δεν μπορώ να θυμηθώ τη
στιγμή που το αποφάσισα καθόλου. Θυμάμαι, όμως, που αποφάσισα να περιλάβω τον
χαρακτήρα μιας νέας κοπέλας.
Δεν
έχει, τελικά, τόση σημασία αυτό, όσο η επιλογή των ίδιων των χαρακτήρων αντί
για κάποιους άλλους. Γιατί, για παράδειγμα, η μητέρα είναι «της Eκκλησίας» ή η κόρη ασκούμενη
νοσηλεύτρια;
Ο μπαμπάς μου είναι συνταξιούχος
γιατρός και επί δεκαετίες εργαζόταν σε νοσοκομεία σε Αθήνα και Λαμία. Προσωπικά
-θα ακουστεί περίεργο αυτό- νιώθω μεγάλη ασφάλεια στο νοσοκομείο.
Αισθάνομαι την ανάγκη να
εντάσσω στις ταινίες μου διάφορα στοιχεία με βιωματική διάσταση, χωρίς να
χρειάζεται να υπάρχουν από αφηγηματικής άποψης.
Και
το θρησκευτικό κομμάτι πηγάζει από προσωπικά βιώματα;
Το γεγονός ότι δεν έχω
κανένα τέτοιο βίωμα με δυσκόλεψε πάρα πολύ, γι’ αυτό και χρειάστηκε να
συνομιλήσω με ανθρώπους που έχουν τέτοια, για να μου μεταφέρουν την εμπειρία
τους. Ήθελα να μιλήσω για την Εκκλησία.
Όχι
μόνο στο επίπεδο της ανώτερης ιεραρχίας, αλλά και στο -ανομοιογενές- επίπεδο
των απλών πιστών.
Επειδή αγαπώ πάρα πολύ
τους χαρακτήρες μου, ήθελα να καταλάβω τον άνθρωπο που μπορεί να εγκλωβίζεται
στην Εκκλησία ή να αποκτά κοινωνικό status μέσα από αυτή,
αναζητώντας ταυτόχρονα τον Λόγο του Θεού και έχοντας καλά στοιχεία ως άνθρωπος.
Για τον χαρακτήρα της
μητέρας, η Εκκλησία αποτελεί μια διέξοδο, έναν τρόπο να αποκτήσει ένα πιο υψηλό
κύρος, όπως θα μπορούσε να λειτουργεί ένας πολιτικός φορέας ή ένας
ποδοσφαιρικός σύνδεσμος- και πιο συμβολικά, δηλαδή.
Αυτό
ισχύει και για τον χαρακτήρα του πατέρα; Ή οι επαγγελματικές του ιδιότητες -ψαράς
και διακινητής μεταναστών- ταίριαζαν με το περιβάλλον όπου βρέθηκες;
Θεωρώ ότι ταίριαζαν με το
περιβάλλον, και με βοηθούσαν στην πλοκή.
Είναι
η διακίνηση μεταναστών μια «συνήθης» ενασχόληση των κατοίκων στην περιοχή όπου
εκτυλίσσεται η ταινία;
Όχι, δεν περνάνε
πρόσφυγες από εκεί. Πρόκειται για μυθοπλασία.
Είναι
η κοινότητα που επινόησες μια μικρογραφία της ευρύτερης ελλαδικής κοινωνίας;
Έχω πάρει μια ιστορία που
θα μπορούσε να συμβεί σε μια οποιαδήποτε κλειστή κοινωνία και την έχω εντάξει
εκεί.
Τοποθέτησα συνειδητά το
μεταναστευτικό στο «φόντο», διερευνώντας τη σχέση των ανθρώπων σε μια κοινωνία
και την επίδραση της διεθνούς γεωπολιτικής σ’ αυτή την κοινωνία- και, τελικά,
στην οικογένεια και στο κάθε άτομο ξεχωριστά.
Η
κοινωνικοπολιτική ματιά σου ήταν ήδη αισθητή από το Red Hulk.
Γιατί αυτοί είναι οι
προβληματισμοί μου. Δε νιώθω, ωστόσο, πως κάνω πολιτικό σινεμά- πιο πολύ
κοινωνικό ή υπαρξιακό.
Υπήρξαν
στιγμές που αισθάνθηκες τέτοια κούραση και φθορά ώστε να αμφισβητήσεις την
επιλογή σου...
...Να πω αυτή την ιστορία;
Ναι.
Οι δυσκολίες ήταν
εξαιρετικά έντονες.
Δεν υπήρξε, όμως, κάποια
στιγμή που να αμφισβητήσω αυτό που ήθελα να κάνω, γιατί ένιωθα μεγάλη ανάγκη να
πω αυτή την ιστορία. Αγχώθηκα μόνο μήπως
δε βρούμε τους απαραίτητους πόρους.
Αυτό που μου δίνει η
δημιουργική διαδικασία είναι πολύ σημαντικό, πολύ «εξιταριστικό», είναι μια
τρελή «ντόπα», γι’ αυτό και αντέχω πολλές δυσκολίες.
Σε
συνέδραμαν οι συνεργάτες σου;
Ήταν μεγάλη η βοήθεια των
καλλιτεχνικών συνεργατών μου -ιδίως όσων συμμετείχαν στο γύρισμα-, γιατί κι
εκείνοι αισθάνονταν την ανάγκη να δημιουργήσουν και να υπερβούν τις δυσκολίες,
βάζοντας κομμάτι της ψυχής τους. Ήταν απίστευτο!
Κι αυτό όταν καταρρέει το
σύμπαν, γιατί ποτέ δεν έχεις τα λεφτά που χρειάζεσαι για να κάνεις την ταινία
όπως πρέπει. Δεν είχαμε καν το budget
να
κάνουμε ένα σωστό πανηγύρι.
Η
δουλειά σου είναι, εκτιμώ, έντιμη και προσγειωμένη, αν και φαινομενικά φιλόδοξη
λόγω και της σπονδυλωτής δομής της και ευρείας στόχευσης, και την αγαπάς
πραγματικά, όπως ένιωσα στην «προκαταρκτική» μας επικοινωνία.
Φαίνεται; Δεν τις αγαπάνε
όλοι τις δουλειές τους; Δεν ξέρω αν μου προσφέρει κάτι η επικοινωνία της
ταινίας με τον κόσμο ή αν πιστεύω σ’ αυτή. Είναι δυο διαφορετικά πράγματα.
Έπαθα πλάκα με το κοινό
στην πρεμιέρα στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: όχι μόνο γιατί
του άρεσε και παραληρούσε σχετικά με το φιλμ, αλλά και γιατί το καταλάβαινε.
Πιο σημαντικό για μένα
είναι να επικοινωνηθεί η ταινία, παρά κάποιος να μου πει ότι είναι άρτια.
Προσπαθώ να είμαι ειλικρινής στην επικοινωνία με το κοινό. Με ενοχλεί στο
σινεμά η μη εντιμότητα στη σχέση σκηνοθέτη-θεατή.
Η
εξασφάλιση διανομής πριν τη φεστιβαλική προβολή της ήταν ένας βασικός στόχος,
εικάζω.
Η Tanweer διανέμει
πολύ εμπορικό κινηματογράφο, και αυτό που πίστεψαν ήταν πως, με την κατάλληλη
προώθηση, θα μπορούσαν μέσω αυτού του φιλμ να κάνουν ένα crossover. Εκεί είναι το στοίχημα,
σε μια κακή περίοδο, γιατί δεν πάει ο κόσμος σινεμά.
Γιατί
δεν πάει ο κόσμος σινεμά, λοιπόν;
Μπήκαμε σε μια διαδικασία
να βλέπουμε κινηματογράφο διαφορετικά. Υπάρχει μια αδράνεια. Δεν ξέρω αν θα
παραμείνει για πάντα. Ταυτόχρονα, έχουμε αρχίσει να εξοικειωνόμαστε με όλες τις
διαδικτυακές πλατφόρμες.
Ο πιο σινεφίλ
κινηματογράφος έχει ένα κοινό.
Όταν, λοιπόν, οι ταινίες
δε δοκιμάζονται στο κοινό -κι εδώ συμβάλλουν η αδράνεια και η τεράστια
φοβικότητα των εταιρειών διανομής-, αυτό μπορεί να σημαίνει πως δεν αφήνεται από
το σύστημα να τολμήσει ένας σκηνοθέτης όσο πρέπει.
Αν, δηλαδή, πιέζεται ένας
δημιουργός να κάνει τη δουλειά του λίγο
εμπορική και λίγο «genre», χάνεται η αρχική πρόθεση και
προκύπτει κάτι που δεν μπορεί να «περπατήσει».
Μπορεί, επομένως, να έχει
επηρεαστεί και η ίδια η καλλιτεχνική ποιότητα των φιλμ από το κλείσιμο των
αιθουσών, ακριβώς γιατί δε δοκιμάζονται
στις αίθουσες. Αν, λοιπόν, το κοινό δεν ικανοποιείται μ’ αυτό που βλέπει εκεί,
θα γυρίσει στο Netflix.
Η ταινία της Ασημίνας Προέδρου
Πίσω από τις
θημωνιές προβάλλεται
στους κινηματογράφους από τις 19 Ιανουαρίου σε διανομή της Tanweer.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου