Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

Σοφία Γεωργοβασίλη: «Η μητρότητα πρέπει να είναι μια συνειδητή επιλογή»

 


Το πολιτικό «διαθλάται» μέσα από το προσωπικό στην πολυεπίπεδη μικρού μήκους ταινία της ηθοποιού και σκηνοθέτριας Σοφίας Γεωργοβασίλη, Memoir of a veering storm, με κύριο άξονα την άμβλωση μιας έφηβης.

Μια συνάντηση με την Σοφία Γεωργοβασίλη ενόψει της προβολής του φιλμ της στο πλαίσιο του τμήματος Ελληνικές μικρές ιστορίες των 28ων Νυχτών Πρεμιέρας.

Εκφράζεσαι και αφηγείσαι με διαφορετικούς τρόπους: και μέσω της υποκριτικής και -εσχάτως- μέσω της σκηνοθεσίας. Καλύπτουν διαφορετικές ή παρόμοιες ανάγκες αυτά τα εκφραστικά μέσα στη ζωή και στην τέχνη σου;

Eίναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα και ταυτόχρονα πολύ ίδια.

Η σκηνοθεσία καλύπτει περισσότερο την ανάγκη μου να δημιουργήσω συνολικά και συλλογικά, να συστήσω μια οικογένεια με την οποία θα κάνουμε κάτι. Έχω ανάγκη να γράφω κινηματογραφικά σενάρια, μου ταιριάζει. Το να σκηνοθετώ, επίσης.

Πρόκειται, επομένως, για εξίσου συλλογικές διαδικασίες;

Είναι. Απλώς η υποκριτική -ειδικά στο θέατρο- είναι κάτι πιο αυτιστικό. Βρίσκεσαι σε μια λούπα, και επιπλέον απαιτεί πολύ χρόνο. Καλύπτει άλλες ανάγκες, πολύ πιο βαθιές.

Η σκηνοθεσία, από την άλλη, καλύπτει την ανάγκη μου να ζω ως νομάς.

Με την έννοια ότι «μεταπηδάς» από ιστορία σε ιστορία, από άνθρωπο σε άνθρωπο...

Μετακινούμαι και στον χώρο και στον χρόνο, βρίσκομαι με διαφορετικούς ανθρώπους, αλλάζουμε περιβάλλοντα, αλλάζουν οι ιστορίες, οι κόσμοι... Είμαι έξω, πάω.

Νιώθεις και στα δύο πεδία εξίσου ασφαλής και ο εαυτός σου;

Περισσότερο στη σκηνοθεσία, γιατί η υποκριτική περιλαμβάνει τις οντισιόν που τις σιχαίνομαι. Δε νιώθω, ούτε και τα πηγαίνω καλά σ’ αυτές. Επιπλέον, για να μπορείς να σταθείς στη σκηνή οφείλεις να διαθέτεις έναν ναρκισισμό. Αυτό με ζορίζει.

Και στο σκηνοθετικό πεδίο δεν υπάρχουν, ωστόσο, οι οντισιόν; Των άλλων, βέβαια.

Ασκείς εξουσία εκεί -εν δυνάμει-, φουλ!

Πώς, λοιπόν, προσπερνάς τον «σκόπελο» μιας δυνητικά εξουσιαστικής σχέσης;

Έχει να κάνει με τη στάση του κάθε ανθρώπου. Στη σκηνοθεσία ξεπερνιέται με το να λειτουργείς συλλογικά και με σεβασμό. Στην υποκριτική πρέπει να το περάσεις αυτό, και να εξουσιαστείς με έναν τρόπο.

Στην πιο πρόσφατη μικρούς μήκους ταινία σου, Memoir of a veering storm, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αναλαμβάνουν ανήλικα ή οριακά ενήλικα νεαρά άτομα, με προεξάρχουσα την εξαιρετική Δάφνη Πηλ.

Ως επί το πλείστον είχαν μόλις «πατήσει» τα δεκαοκτώ, με εξαίρεση την Στεφανία που ήταν 25 και μόλις τελείωνε τη δραματική σχολή.

Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν ερασιτέχνες και τα βρήκα σε scouting που έκανα σε κάποιο σχολείο. Συμμετείχαν στην ομάδα κινηματογράφου κι έβλεπαν ταινίες. Μου άρεσαν.

Από γύρισμα, ωστόσο, δεν είχαν εμπειρία. Κάναμε, λοιπόν, πρόβες επί έναν χρόνο. Στην αρχή συζητούσαμε πολύ για την άμβλωση, αλλά και για τον φασισμό και τον κορονοϊό. Ποια ήταν η ερώτησή σου, όμως;

Δεν είχε αποκρυσταλλωθεί ακόμα. Θα τη συνέδεα με τις σχέσεις εξουσίας που μπορεί να δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του casting και της προετοιμασίας του φιλμ σου.

Δόθηκαν πολύ στη διαδικασία, αλλά όχι κατόπιν πίεσης.

Είχαν να μοιραστούν και δικά τους βιώματα- και όχι μόνο σε σχέση με την ίδια την άμβλωση;

Συζητήσαμε αρκετά σχετικά με το τι θα έκαναν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μου έκανε εντύπωση πως ορισμένοι έφηβοι δε θα το έλεγαν στους γονείς τους, θα διαχειρίζονταν την κατάσταση με τη συνδρομή συνομηλίκων τους.

Οπότε το σενάριο αναδιαμορφώθηκε με βάση τη μεταξύ σας συνεργασία;

Σαφώς.

Η ενασχόληση με το θέμα υποθέτω ότι ξεκίνησε από μια δικιά σου ανάγκη να καταπιαστείς μ’ αυτό και στη συνέχεια ανακάλυψες την ύπαρξη του περιστατικού από το οποίο άντλησες έμπνευση.

Βασίστηκα πολύ στο πραγματικό περιστατικό και εμπλουτίστηκε από τα παιδιά μέσω των αυτοσχεδιασμών. Πολλά αναδιαμορφώθηκαν και στο μοντάζ. Και λόγω καταιγίδας.

Η καταιγίδα ήταν θείο δώρο!

Ενώ μας έβγαλε την πίστη, αποδείχτηκε σωτήρια!

Μου αρέσει το κοντράστ ανάμεσα στην καταιγίδα που όλο έρχεται αλλά δε φτάνει ποτέ και στην «καταιγίδα» που έχει ήδη συντελεστεί αλλά δεν έχει γίνει αντιληπτή από την μητέρα του κοριτσιού, την οποία υποδύεται η Μαρία Καλλιμάνη.

Αυτό ήταν το συγκλονιστικό στοιχείο της ιστορίας που είχα ακούσει. Έχω κάνει άμβλωση στο παρελθόν. Είναι κάτι αρκετά σκληρό. Στην πραγματική ιστορία την μικρή την πηγαινοφέρνουν και οι δύο γονείς.

Εσύ, πάντως, κρατάς την μητέρα. Για λόγους οικονομίας όλων των ειδών;

Επειδή έχω μεγαλώσει κυρίως με γυναικείες φιγούρες, πάντα έχω μια ροπή προς αυτές χωρίς να το πολυσκεφτώ. Μου είναι πιο φυσικό.

Και προτιμότερο από αφηγηματική άποψη.

Ακριβώς. Σε διαφορετική περίπτωση θα περιπλέκονταν οι χαρακτήρες και οι δυναμικές.

Μου έκανε εντύπωση -και ίσως ακουστεί χαζό ως ερώτηση-, αλλά είναι σύνηθες να πηγαίνουν τρία πιτσιρίκια σε ένα νοσοκομείο για άμβλωση χωρίς τη συνοδεία κάποιου ενήλικου;

Υπολογίζεται πως το 25% των κατ’ έτος 30.000 αμβλώσεων στην Ελλάδα είναι κάτω των δεκαέξι, και εξ αυτών πάρα πολλές είναι κρυφές από τους γονείς. Επομένως θα βρίσκουν κάποιον τρόπο να τις κάνουν.

Αρχικά σκεφτόμουν να δικαιολογήσω αυτή την επιλογή στη βάση ενός ντοκιμαντερίστικου ρεαλισμού, αλλά μετά θα χρειαζόταν να δικαιολογήσω και άλλα.

Ήταν συνειδητή επιλογή να υπάρχουν ποιητικά στοιχεία κι ο τρόπος αφήγησης να είναι πιο αφαιρετικός, ώστε να μπορέσουν να χωρέσουν η καταιγίδα και το ελάφι.

Η ταινία σου έχει περισσότερα στοιχεία ενός ποιητικού παρά ενός «νταρντενικού» ρεαλισμού.

Ακριβώς! Δεν κάνω ντοκιμαντέρ, αλλά φιλμ μυθοπλασίας.

Έτσι κι αλλιώς, όλα έχουν να κάνουν με το ίδιο το βίωμα και τη διαχείρισή του παρά με τις όποιες γραφειοκρατικού τύπου περιπλοκές.

Δε μ’ ενδιέφερε καθόλου αυτή η διάσταση.

Από την άλλη, η δουλειά σου δε στερείται ρεαλισμού.

Η ίδια η ολιγόλεπτη σκηνή της άμβλωσης, αν και και φιλμαρισμένη από απόσταση και διαμεσολαβημένη από τζαμαρία, δεν παύει να είναι πολύ σκληρή, αναδεικνύοντας την επώδυνη πραγματικότητα του βιώματος.

Αυτός ήταν ο στόχος. Πρέπει ο θεατής κάπως να το νιώσει. Το συγκεκριμένο πλάνο και ο ρυθμός του φιλμ ήταν ο δικός μου τρόπος να προκαλέσω τη συγκίνηση του θεατή ή την ταύτισή του.

Ήξερα ότι θα ενοχλήσει, αλλά η άμβλωση είναι πολύ ενοχλητική διαδικασία.


Δάφνη Πηλ (αριστερά), Σοφία Γεωργοβασίλη (δεξιά)


Η ματιά σου είναι λιτή και αποδραματοποιημένη, χωρίς να γίνεται κλινική όπως στις δουλειές του πρώιμου Χάνεκε.

Μ’ αρέσει πολύ ο Χάνεκε.

Και μένα. Ωστόσο, το φιλμ σου παράγει συγκίνηση, κι αυτό είναι αξιοθαύμαστο όταν επιτυγχάνεται- ιδίως σε ταινία μικρού μήκους και με τόσο δύσκολο κι «επικίνδυνο» θέμα.

Είμαι πολύ χαρούμενη μ’ αυτό το φιλμ.

Εξίσου -και περισσότερο επικίνδυνη- είναι βέβαια η πραγματικότητα που μέσα από τον βασικό θεματικό άξονα αναδεικνύεται.

Όταν έγραφα το σενάριο, δεν υπήρχε αυτή έξαρση με τις δηλώσεις και τους νόμους σχετικά με την άμβλωση σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

Δεν έβρισκα χρηματοδότηση λόγω θέματος, στους περισσότερους φορείς που απευθύνθηκα μου έλεγαν ότι έχω διαλέξει δύσκολο.

Συνειδητοποίησα, εξάλλου, πως έχουμε ακόμα ταμπού όταν δεν έβρισκα ιδιωτικά σχολεία για το γύρισμα. Δεν ήθελαν να φανεί ότι μια κοπέλα που έχει κάνει αυτή την επιλογή φεύγει από το σχολείο τους. Κι έτσι βρήκαμε ένα δημόσιο.

Και εγχωρίως ανακινείται πλέον το ζήτημα της άμβλωσης σε ηθικό και νομικό επίπεδο.

Βρισκόμαστε σε μια συντηρητική φάση πολιτικά. Με βάση τη συντηρητική οπτική, το γυναικείο σώμα υπάρχει για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

Θα σ’ ενδιέφερε να προβάλεις την ταινία σου σε κάποιο σχολείο;

Το παλεύω. Όχι όμως μέσω Υπουργείου -γιατί δε θα βρούμε άκρη-, αλλά μέσω ιδιωτικών οργανισμών. Να προβληθεί στο πλαίσιο μιας ημερίδας για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση κσι να «ανοίξει» ως θέμα μεταξύ των εφήβων. Αυτό θέλω!

Ένα τμήμα, πάντως, των εφήβων λειτουργεί πολύ συντηρητικά και σε σχέση μ’ αυτό το ζήτημα, όπως μου προανέφερες.

Σίγουρα. Υπάρχουν πιτσιρίκια που μεγαλώνουν συντηρητικά, οπότε συντηρητικά βλέπουν και τα πράγματα. Είναι δύσκολο να ξεφύγεις από ένα πολύ συντηρητικό περιβάλλον.

Η χρωματική παλέτα της φωτογραφίας είναι η καταλληλότερη για το φιλμ σου. Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον Tudor Panduru, τον διευθυντή φωτογραφίας;

Με τον Tudor θα κάνουμε και το μεγάλου μήκους μου, επομένως αυτή συνεργασία ήταν ένα “crash test” και για τους δυο μας. Προς τιμήν του, συνέδραμε φιλικά, και τον φιλοξένησα στο σπίτι μου. Φοβερό παιδί, πολύ συμμετοχικό!

Από τις φετινές εγχώριες μικρού μήκους ταινίες οι οποίες διαγωνίστηκαν στη Δράμα, όπου το Memoir of a veering storm έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του, μου έλειψε η εμπλοκή με ζητήματα κοινωνικοπολιτικής φύσης.

Συμμερίζεσαι αυτή την αίσθηση έλλειψης; Και αν ναι, πώς την ερμηνεύεις;

Δεν είδα πολλά φιλμ λόγω της μητρικής μου ιδιότητας -του άλλου μέρους της ταυτότητάς μου-, αλλά κάπου το καταλαβαίνω.

Μετά από δυόμισι χρόνια πανδημίας, δεξιάς στροφής, σκοταδισμού και μέσα σε μια μαυρίλα που μας περιβάλλει, μπορεί οι άνθρωποι να έχουν ανάγκη να αγγίξουν θέματα όχι και τόσο βαρύγδουπα.

Από την άλλη, το σινεμά πάντα ήταν ένα μέσο για να αναδείξεις ζητήματα που συντελούνται στο σήμερα. Το θέμα είναι πόσο αυτό σε αφορά.

Προσωπικά αντιλήφθηκα μια έως και αναδίπλωση στα του «εαυτού», στις ενδοοικογενειακές και τις ερωτικές σχέσεις- ή την απουσία τους.

Βγάζει νόημα. Μετά τον εγκλεισμό αναθεωρείς τη σχέση σου με τους άλλους, δεν ακουμπάς ή ακουμπάς, φιλάς ή δε φιλάς- όλο αυτό ενδεχομένως επηρεάζει τον τρόπο συγγραφής των σεναρίων. Δεν είναι απαραίτητο να κάνουμε όλοι πολιτικό σινεμά.

Είσαι και μαμά. Είσαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό;

Πάρα πολύ! Επειδή η Μυρτώ, η κόρη μου, ήταν μια πολύ συνειδητή επιλογή στη ζωή μου, έτσι θα έπρεπε να παραμείνει το θέμα της μητρότητας. Η μητρότητα πρέπει να είναι μια συνειδητή επιλογή.

Είμαι πολύ «δυσκολεμένη» με την μικρή, κουρασμένη και άυπνη, αλλά πολύ χαρούμενη!

Ευχαριστώ θερμά την σκηνοθέτρια για την ευγενική παραχώρηση φωτογραφικού υλικού από τα γυρίσματα.

Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στη φετινή Μπερλινάλε και την πανελλήνια στη Δράμα, η ταινία της Σοφίας Γεωργοβασίλη Memoir of a veering storm προβάλλεται στο πλαίσιο του 28ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.

Η προβολή πραγματοποιείται το Σάββατο, 1 Οκτωβρίου, στον κινηματογράφο Δαναός (17:30).


Σοφία Γεωργοβασίλη, Φεστιβάλ Δράμας 2022 (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)


Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

Shigeru Umebayashi: «Η μουσική δεν έχει σύνορα»

 


Παγκοσμίως γνωστός για το μαγευτικό soundtrack που επενδύει την ταινία του Wong Kar-wai Ερωτική επιθυμία, ο Ιάπωνας συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και παραγωγός Shigeru Umebayashi έρχεται στο Ηρώδειο στις 28 Σεπτεμβρίου.

Μια σύντομη επικοινωνία μαζί του ενόψει της μοναδικής αυτής συναυλίας.

Το μότο «Όσο πιο πολλά κάνουμε, τόσο πιο πολλά μπορούμε να κάνουμε», πιθανόν στίχος αποδιδόμενος στο νεοκυματικό συγκρότημα EX του οποίου υπήρξατε ο ηγέτης και μπασίστας, κυριαρχεί στον προσωπικό σας ιστότοπο.

Πιστεύετε ότι η ποικιλομορφία και η πολλαπλότητα στις καθημερινές επιλογές μπορεί να μας μεταμορφώσει ως ανθρώπινες υπάρξεις, συμβάλλοντας έτσι στον μετασχηματισμό της κοινωνίας;

Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν όταν μεγαλώνουν. Το μόνο που αλλάζει είναι το περιβάλλον τους. Αυτός είναι ο τρόπος σκέψης μου.

Μιλώντας για μετασχηματισμούς, πώς εξελίχθηκε η μετάβασή σας από τα χρόνια του νεοκυματικού ροκ στη συνεχιζόμενη περίοδο της σύνθεσης μουσικής για τον κινηματογράφο; Υπήρξε μια σταδιακή διαδικασία ή ήταν αιφνιδιαστική;

Και ποια είναι η σχέση σας με το σινεμά ανά τα χρόνια;

Αφού δούλεψα πάνω σε ένα μουσικό άλμπουμ για τον διάσημο Ιάπωνα ηθοποιό του κινηματογράφου Γιουσάκου Ματσούντα, άρχισα να ασχολούμαι με την κινηματογραφική μουσική. Λίγο λίγο, ασφαλώς. Ήταν η δεκαετία του 1980.

Ήμουν τυχερός, γιατί εκείνη ήταν μια μια εποχή κατά την οποία η ιαπωνική κινηματογραφική βιομηχανία αναζητούσε μια αλλαγή όσον αφορά στη μουσική για φιλμ. Μου επέτρεψε να κάνω τα πάντα με τον τρόπο μου.

Το να επενδύεται η ροή των εικόνων με μουσική, ευρισκόμενη σε διάλογο με μια ταινία, μού φαίνεται μαγικό. Πώς βιώνετε αυτή την περιπέτεια; Πρόκειται για μια διαισθητική διαδικασία;

Ακόμα και τώρα, εξακολουθώ να παίρνω τη διαίσθησή μου πολύ στα σοβαρά. Μερικές φορές αποτυγχάνει.

Το μαγευτικό Yumeji's Theme, που περιλαμβάνεται στο soundtrack της Ερωτικής επιθυμίας, του φιλμ-ορόσημου του Wong Kar-wai, ήταν ένα σημείο τομής για εσάς διεθνώς.  

Γιατί, κατά τη γνώμη σας, χρειάστηκε τόσος χρόνος ώστε η δουλειά σας να γίνει γνωστή εκτός του πολιτισμικού πλαισίου της Άπω Ανατολής;

Ποτέ δεν το σκέφτηκα αυτό. Οι ταινίες είναι ένα από τα μουσικά μου στάδια. Δε χρειάστηκε τόσο μεγάλο διάστημα. Απλώς είχα ανάγκη από χρόνο. Βλέπω την έκφραση του σκηνοθέτη.

Δεν παρακολουθώ το φιλμ όταν κάνω τη μίξη της ταινίας και της μουσικής στο στούντιο, η έκφραση είναι η απάντηση του σκηνοθέτη- καλή ή κακή, μου αρέσει αυτή η νευρικότητα.

Έχετε, μεταξύ άλλων, συνεργαστεί και με τον Κινέζο σκηνοθέτη Zhang Yimou. Τι αναζητάτε στις συνεργασίες σας και τι απολαμβάνετε περισσότερο; Το στοιχείο της έκπληξης, ίσως;

O Wong Kar-wai και ο Zhang Yimou είναι δύο εντελώς διαφορετικοί τύποι σκηνοθετών. Ο Zhang Yimou ξεκινά να μιλά για τη μουσική με το σενάριο. Ο Wong Kar-wai αρχίζει να μιλά για τη μουσική με την ταινία.

Με ποιους τρόπους επηρεάζει/εμπλουτίζει η ιαπωνική κουλτούρα τη δουλειά σας ως συνθέτη/παραγωγού και σε ποιον βαθμό είστε ανοιχτός σε/πειραματιστεί και με άλλες πηγές επιρροής - υπαρξιακές, μουσικές, φιλοσοφικές;

Η δυτική κουλτούρα επηρεάζει τη δουλειά μου. Το να δουλεύω σε μουσική για φιλμ εκτός Ασίας  «διαποτίζει» τη μουσική μου με μεγαλύτερο ανθρώπινο πλούτο.

Δε δίνετε συναυλίες συχνά. Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος γι’ αυτή την επιλογή σας; Πώς, σε κάθε περίπτωση, συνδέεστε με τα κοινά σας παγκοσμίως;

Από τώρα και στο εξής, θέλω να δίνω πολλές συναυλίες.

Την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου αναμένεται να βρίσκεστε στην Αθήνα για να παίξετε τις μαγικές σας συνθέσεις σε μια -κυριολεκτικά και μεταφορικά- μαγική τοποθεσία, το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.

Ποια είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα και οι προσδοκίες ενόψει αυτής της εμπειρίας;

Είμαι πολύ ενθουσιασμένος που θα μπορέσω να δώσω αυτή τη συναυλία με υπέροχους Έλληνες περφόρμερ στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.

Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, σημεία σύγκλισης ανάμεσα στην ιαπωνική και την ελληνική κουλτούρα;

Η μουσική δεν έχει σύνορα. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Ανυπομονώ να σε δω!

Ευχαριστώ θερμά την Ηρώ Παστρικού για την καθοριστική συμβολή της στη διεξαγωγή της συνέντευξης.

Ο Shigeru Umebayashi δίνει μια μοναδική συναυλία την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού (21:00) συνοδεία της 40μελούς Athens Philharmonia Orchestra με τη συμμετοχή του σχήματος Alex Drakos Ensemble.

Διευθύνει ο Βέλγος μαέστρος Dirk Brossé.



Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Γιάννης Οικονομίδης: «Οι ταινίες μου ξεμπροστιάζουν τον αντρικό κόσμο»

 

Γιάννης Οικονομίδης (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Μια συνάντηση με τον Γιάννη Οικονομίδη με αφορμή -ανάμεσα σε άλλες- την «επετειακή» επανακυκλοφορία του Σπιρτόκουτου, της ταινίας που έβαλε «φωτιά» στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά, είκοσι χρόνια μετά την πρεμιέρα του.

30 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πρώτη σου εμφάνιση στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, και 20 χρόνια από το Σπιρτόκουτο: χρονιά επετείων για σένα το 2022! Πώς τις βιώνεις;

Είναι ο χρόνος που περνά.

Πώς τον νιώθεις αυτόν τον χρόνο, λοιπόν;

Περνά! (Γέλιο). Αραιώνουν τα μαλλιά της κεφαλής και ασπρίζουν οι τρίχες.

Η δημιουργικότητα δεν υποχωρεί, όμως.

Αυτή παραμένει.

Η πρώτη μικρού μήκους ταινία μου το 1992 ήταν καθοριστική, γιατί ήδη είχα πολλές αντιπαραθέσεις με την οικογένειά μου σχετικά με την επιθυμία μου να κάνω κινηματογράφο.

Αν εκείνη τη χρονιά δεν ήταν πρόεδρος της επιτροπής ο Παντελής Βούλγαρης και δεν είχα κερδίσει το πρώτο βραβείο, δε θα είχε ακολουθήσει η δεύτερη και μπορεί όλη η προσωπική μου διαδρομή να ήταν τελείως διαφορετική.

Κινούμουν επί ξυρού ακμής, περπατούσα πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Έπρεπε να δώσω ένα σήμα στους ανθρώπους μου ότι έχω κάνει τη σωστή επιλογή.

Πώς ήταν τότε το Φεστιβάλ της Δράμας;

Ήταν πιο «κλειστό», πιο τοπικό. Όπως ήταν παλιότερα και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Έβλεπες τους παλιούς σκηνοθέτες, τους καθιερωμένους, και ήμασταν κι η πιτσιρικαρία από κάτω, που καθένας από εμάς έκανε τις ταινίες του με τον τρόπο του.

Ποια ήταν η αντιμετώπιση που εισέπραξες;

Μέσα στη ροή των ταινιών υπήρχε κι η δική μου.

Ήταν αξιόλογη, γιατί είχα καταφέρει να βρω κάποια χρήματα από έναν ιδιώτη παραγωγό, τον Χιώτη εφοπλιστή Νίκο Τσάγκαρη, παραγωγό και του Δήμου Αβδελιώδη, ο οποίος είχε μπει στην ανεξάρτητη παραγωγή.

Του είχε αρέσει το πτυχιακό μου φιλμ, ένα οικολογικό ντοκιμαντέρ που είχε δει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κατόπιν, του πήγα ένα σενάριο και, χωρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε χρήματα και μου έδωσε.

Οπότε είχα μια οικονομική ανεξαρτησία, κι έτσι βγήκε η ταινία ασπρόμαυρη σε 35mm, με καλό ήχο, καλή εικόνα. Είχε να «πει» κάτι.

Το Σπιρτόκουτο, ωστόσο, άργησε, σε σχέση με τη Δράμα.

Άργησε γιατί είχα διάφορες περιπέτειες. Το άλμα στις μεγάλου μήκους είναι πολύ βασανιστικό.

Το ένιωθες σαν ένα άλμα στο κενό;

Κι αυτό μπορείς να το πεις. Αν σέβεσαι τον εαυτό σου και το σινεμά που κάνεις, η μετάβαση στη μεγάλου μήκους συνιστά άλλη ευθύνη. Αλλά και πάλι, η ζωή ισορροπεί κάπως τα πράγματα μόνη της.

Όταν είχα πρωτοδεί το Σπιρτόκουτο είκοσι χρόνια πριν σε ένα κατάμεστο Άστυ, θυμάμαι πόση έκπληξη, ένταση και οργή είχα βιώσει. Παρακολουθώντας το είκοσι χρόνια μετά, μού «βγάζει» και πολλή θλίψη- πια.

Το καταλαβαίνω.

Η ανάγκη σου να δημιουργήσεις αυτή την ταινία πήγαζε πιο πολύ από την οργή;

Είχα ζήσει μια πενταετία μεγάλης ταλαιπωρίας, καθώς προσπαθούσα να υλοποιήσω το πρώτο μου φιλμ που δε γινόταν: «έπεφτε», «ξανασηκωνόταν», έβρισκε «τοίχους», ξεκίναγε, σταμάταγε.

Είχα «φάει» πολλή ματαίωση από τον χώρο, ένιωθα θυμό. Άρχιζα να βλέπω μπροστά μου το αδιέξοδο σοβαρά, διερωτώμενος τι νόημα έχει αυτό που επέλεξα. Βρισκόμουν σε μια σκοτοδίνη, είχα τάσεις αυτοκαταστροφής.

Μέχρι που υιοθέτησα το χαϊκού του Μιχάλη Γκανά, «Τα πολυβόλα βαράνε χαμηλά/Ή σκύβεις ή απογειώνεσαι».

«Δε γαμιέται», είπα, «αν δεν μπορείς να κάνεις το μάξιμουμ, ας κάνεις το μίνιμουμ, αυτό που μπορείς. Με ό,τι υλικό διαθέτεις». Κι έτσι σηκώθηκα από τον καναπέ.

Σκαρφίστηκα, λοιπόν, μια «ανάποδη» διασκευή του Πατέρα του Στρίντμπεργκ, εισάγοντας στοιχεία κωμικοτραγωδίας και σαρκασμού.

Είχα την τύχη και όλοι μου οι συνεργάτες να είναι νεοφερμένοι και «ξεκρέμαστοι». Η ενέργεια όλων μας, επομένως, προσανατολίστηκε στον κοινό στόχο, τη δημιουργία αυτής της ταινίας.

Το Σπιρτόκουτο έγινε σαν σπιρτόκουτο: ο ένας έδινε ενέργεια στον άλλο και αρπάζαμε «φωτιά».

Ήταν το Σπιρτόκουτο και μια «απόδειξη» στους δικούς σου πως μπορείς να τα καταφέρεις;

Με τους δικούς μου είχα πια τελειώσει. Για τον εαυτό μου ενδιαφερόμουν, και σε δεύτερο επίπεδο για τον κινηματογραφικό χώρο, για το κοινό.

Στην ουσία πρόκειται για μια μεταφορά για την κοινωνία, τις ανθρώπινες σχέσεις και τη «λύσσα» των χαρακτήρων να «καβαλήσουν» ο ένας τον άλλο, την εξουσία. Απλά το «ντεκόρ» είναι μια οικογένεια κι ένα διαμέρισμα.

Σε βαθύτερο επίπεδο έχει να κάνει με τον άνθρωπο και τα πάθη, τα κουσούρια και τα «σκοτάδια» του.

Έβλεπες αυτή τη «σκοτεινιά» στην ελληνική οικογένεια εκείνης της περιόδου.

Πρόκειται, έτσι κι αλλιώς, για κάτι διαπολιτισμικό και διαχρονικό.

Τώρα, βέβαια, είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα.

Αυτό είναι το στενάχωρο, στο οποίο αναφέρθηκες πριν. Τώρα η κατάσταση έχει ξεφύγει. Το ίδιο ισχύει και με την Ψυχή στο στόμα, όπου μιλάω για ακόμα πιο ακραία πράγματα, τα οποία σήμερα βρίσκονται μπροστά μας.

Και τα δύο φιλμ διέπονται από μια «αντρική» ματιά.

Από μια αντρική ματιά πάνω στους άντρες.

Όχι ότι οι γυναικείοι χαρακτήρες δε διαδραματίζουν τον ρόλο τους, αλλά είναι πιο πολύ εστιασμένα στις σχέσεις μεταξύ αντρών, στα μίση τους, στα πάθη τους...

Και στο ξεμπρόστιασμά τους. Οι ταινίες μου ξεμπροστιάζουν σε μεγάλο βαθμό τον αντρικό κόσμο, το πώς υπάρχουν οι άντρες πίσω από τις γυναίκες, την ασχήμια του αντρικού πολιτισμού.

Για πολλά χρόνια υπήρχε η παρεξήγηση, η σύγχυση ότι ο Οικονομίδης είναι μισογύνης. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το ξεμπρόστιασμα που κάνω στον αντρικό κόσμο δεν έχει προηγούμενο.

Το γεγονός πως ανέκαθεν είχες μια τέτοια κινηματογραφική «οικογένεια» ήταν μεγάλη ευτυχία, έτσι;

Αυτό είναι αλήθεια. Η οικογένεια ξεκίνησε με τον Ερρίκο Λίτση, πήγε στον Βαγγέλη Μουρίκη- και μεγάλωσε: Κεχαγιόγλου, Τσορτέκης, Αναστασάκης, Παπαδοπούλου, Ξυκομηνός... Ωραίο «υλικό». Ποτέ δεν εγκατέλειψα το συλλογικό.

Το Σπιρτόκουτο ήταν κάτι μοναδικό.

Ήταν «πρωτόγονη» και η φόρμα του, αν και κατασκευαστικά είναι άρτιο. Έπεσε πολλή δουλειά στο μοντάζ και στον ήχο. Απλά δίνει την εντύπωση του «ακατέργαστου».

Και εξακολουθεί να επικοινωνεί με κοινά ανεξαρτήτως ηλικίας μέσα από τον χρόνο. Πού το αποδίδεις αυτό;

Στην αυθεντικότητα της ταινίας, πιστεύω. Εμπεριέχει βιωμένο χρόνο. Όταν υπάρχει μια βιωμένη «πύρινη» πραγματικότητα, την οποία έχεις συλλάβει και εντάξει σ’ ένα κάδρο, δε χάνεται ποτέ.

Αυτό είναι το μεγαλείο του σινεμά, αποτελεί μια τέχνη χρόνου. Προσπαθώ να «γραπώσω» το μυστικό, το μαγικό, το ανείπωτο, αυτό που νομίζεις ότι δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει.

Μετατοπίζεσαι και στον χώρο: ξεκινάς από ένα αστικό περιβάλλον, και σταδιακά αποφασίζεις να «ξεδιπλώσεις» τη μυθοπλασία σου εκτός αστικού πλαισίου. Είναι σημαντικό να εκτυλίσσονται οι αφηγήσεις κι οι ιστορίες αλλού;

Είναι σημαντικό οι ιστορίες να εκτυλίσσονται αλλού. Είναι κι η ανάγκη για εξεύρεση νέων εικόνων, νέας ανθρωπογεωγραφίας. Υπάρχει τέτοιος πλούτος.

Επί πολλά χρόνια όλα ξεκινούσαν και τέλειωναν στα Εξάρχεια, στην Πανεπιστημίου, στην Κυψέλη, στις λεωφόρους Κηφισίας και Μεσογείων.

«Παίζω» με το υλικό που συναντώ εκεί έξω. Άντε να έχω ελάχιστα πλάνα από το κέντρο της Αθήνας στις ταινίες μου. Νιώθω αποστροφή γι’ αυτό, δε μ’ εμπνέει.

Τα κωμικά στοιχεία είναι αισθητά στις δουλειές σου, περισσότερο ή λιγότερο, αν και «μαύρα». Θα γύριζες ποτέ μια «καθαρόαιμη» κωμωδία;

Αυτό επιχείρησα με την Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς. Δεν ξέρω κατά πόσο το πέτυχα. Μπορεί να το ξαναδοκιμάσω στο μέλλον.

Αυτό που επιδιώκω να επιχειρήσω με την επόμενη ταινία, Μεγάλη πέτρα σε μικρό κεφάλι, είναι ένα «καθαρόαιμο» δράμα χωρίς χιούμορ.

Μετά από δύο χρόνια δουλειάς μέσα στα λοκντάουν ολοκληρώσαμε ένα σενάριο με τον Βαγγέλη Μουρίκη. Βρισκόμαστε στο στάδιο της προ-παραγωγής και ανεύρεσης πόρων. Αν το χρηματοδοτικό σχέδιο ευοδωθεί, πάμε για γύρισμα αρχές του 2024.


Γιάννης Οικονομίδης, Φεστιβάλ Δράμας (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)


Παραδίδεις ένα μάστερκλας (σημ.: η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου, λίγη ώρα πριν τη διεξαγωγή του μάστερκλας) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Δράμας, ένας όρος που δε μου αρέσει.

Ούτε και σε μένα! Δεν ξέρω πότε έγινε μόδα. Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια; Τον χρησιμοποιούμε σαν ψωμοτύρι. Με ενοχλεί.

Τι, ωστόσο, θεωρείς ότι διδάσκεται από τη σκηνοθεσία;

Μια κουβέντα μπορείς να κάνεις με ένα κόσμο που θέλει να ακούσει και ξέρει τη δουλειά σου και κάποια πράγματα σχετικά με την κατασκευή φιλμ.

Το ζητούμενο είναι να έχεις μπροστά σου έναν ειλικρινή άνθρωπο που θα πει αλήθειες και θα βοηθήσει/προστατέψει τον κόσμο απέναντί του, δίνοντάς του να καταλάβει τι έχει να αντιμετωπίσει.

Κάποιος που θα μιλήσει με ανοιχτά χαρτιά, χωρίς να σκέφτεται την πόζα ή την υστεροφημία του ή να έχει κρυμμένη ατζέντα.

Αν μπορώ να υποψιάσω κάποιον άνθρωπο, να τον προγκήξω -ακόμα κι αν τον δυσαρεστήσω-, τότε καλώς έχει.

Χαίρομαι γιατί σε νιώθω κατασταλαγμένο δημιουργικά. Δεν είναι σημαντικό να μη βιώνεις μια διαρκή αγωνία ως προς ποιος είσαι, τι κάνεις, γιατί το κάνεις κ.λπ.;

Επειδή η δουλειά μας έχει να κάνει πολύ με τον χρόνο, κάτι τέτοιο το ζουν πολλοί στα ενδιάμεσα στάδια- και μιλάω για την Ελλάδα, που είμαστε μια βιοτεχνία στην οποία δεν υπάρχουν έτοιμα σενάρια άξια να γίνουν ταινία, ούτε χτυπάνε τα τηλέφωνα.

Στην ουσία πάντα μόνος σου πορεύεσαι μέχρι να βρεις την επόμενη ιδέα και να καλλιεργήσεις μια συνεργασία, έχοντας να διαχειριστείς και την αδιαφορία ενός περιβάλλοντος.

Δεν είμαστε, εξάλλου, μια κινηματογραφία που «σπαρταράει». Αν ξαφνικά πέσω απ’ την καρέκλα, κανένας δε θα με αναζητήσει.

Αυτά τα μεσοδιαστήματα, λοιπόν, είναι μια βασανιστική περίοδος, κατά την οποία έρχεσαι αντιμέτωπος με πολλούς εφιάλτες.

Όταν ο στόχος γίνεται ορατός, περνάς από την εσωστρέφεια στην εξωστρέφεια. «Πιάνεσαι» από κάτι και προχωράς. Όπως συμβαίνει και στη ζωή.

Απλά δεν ξέρω αν είμαι τόσο κατασταλαγμένος. Σίγουρα, όμως, έχω πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Μπορεί να φτάσω στο χείλος του γκρεμού, αλλά δε θα πέσω- εύκολα, τουλάχιστον.

Η συνέντευξη με τον Γιάννη Οικονομίδη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 45ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Ευχαριστώ θερμά την Ευάννα Βενάρδου, υπεύθυνη Τύπου του Φεστιβάλ, για την πολύτιμη συνδρομή στη διοργάνωσή της.

Το Σπιρτόκουτο προβάλλεται, είκοσι χρόνια μετά την πρεμιέρα του, σε κόπια 35mm στον κινηματογράφο Τριανόν από τις 8 Σεπτεμβρίου.