Το πολιτικό «διαθλάται» μέσα από το προσωπικό στην πολυεπίπεδη μικρού
μήκους ταινία της ηθοποιού και σκηνοθέτριας Σοφίας Γεωργοβασίλη, Memoir of a veering storm, με κύριο άξονα την άμβλωση μιας έφηβης.
Μια συνάντηση με την Σοφία
Γεωργοβασίλη ενόψει της προβολής
του φιλμ της στο πλαίσιο του
τμήματος Ελληνικές μικρές ιστορίες των 28ων Νυχτών Πρεμιέρας.
Εκφράζεσαι
και αφηγείσαι με διαφορετικούς τρόπους: και μέσω της υποκριτικής και -εσχάτως-
μέσω της σκηνοθεσίας. Καλύπτουν διαφορετικές ή παρόμοιες ανάγκες αυτά τα
εκφραστικά μέσα στη ζωή και στην τέχνη σου;
Eίναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα
και ταυτόχρονα πολύ ίδια.
Η σκηνοθεσία καλύπτει
περισσότερο την ανάγκη μου να δημιουργήσω συνολικά και συλλογικά, να συστήσω
μια οικογένεια με την οποία θα κάνουμε κάτι. Έχω ανάγκη να γράφω
κινηματογραφικά σενάρια, μου ταιριάζει. Το να σκηνοθετώ, επίσης.
Πρόκειται,
επομένως, για εξίσου συλλογικές διαδικασίες;
Είναι. Απλώς η υποκριτική
-ειδικά στο θέατρο- είναι κάτι πιο αυτιστικό. Βρίσκεσαι σε μια λούπα, και
επιπλέον απαιτεί πολύ χρόνο. Καλύπτει άλλες ανάγκες, πολύ πιο βαθιές.
Η σκηνοθεσία, από την
άλλη, καλύπτει την ανάγκη μου να ζω ως νομάς.
Με
την έννοια ότι «μεταπηδάς» από ιστορία σε ιστορία, από άνθρωπο σε άνθρωπο...
Μετακινούμαι και στον
χώρο και στον χρόνο, βρίσκομαι με διαφορετικούς ανθρώπους, αλλάζουμε
περιβάλλοντα, αλλάζουν οι ιστορίες, οι κόσμοι... Είμαι έξω, πάω.
Νιώθεις
και στα δύο πεδία εξίσου ασφαλής και ο εαυτός σου;
Περισσότερο στη
σκηνοθεσία, γιατί η υποκριτική περιλαμβάνει τις οντισιόν που τις σιχαίνομαι. Δε
νιώθω, ούτε και τα πηγαίνω καλά σ’ αυτές. Επιπλέον, για να μπορείς να σταθείς
στη σκηνή οφείλεις να διαθέτεις έναν ναρκισισμό. Αυτό με ζορίζει.
Και
στο σκηνοθετικό πεδίο δεν υπάρχουν, ωστόσο, οι οντισιόν; Των άλλων, βέβαια.
Ασκείς εξουσία εκεί -εν δυνάμει-,
φουλ!
Πώς,
λοιπόν, προσπερνάς τον «σκόπελο» μιας δυνητικά εξουσιαστικής σχέσης;
Έχει να κάνει με τη στάση
του κάθε ανθρώπου. Στη σκηνοθεσία ξεπερνιέται με το να λειτουργείς συλλογικά
και με σεβασμό. Στην υποκριτική πρέπει να το περάσεις αυτό, και να εξουσιαστείς
με έναν τρόπο.
Στην
πιο πρόσφατη μικρούς μήκους ταινία σου, Memoir of a veering storm,
τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αναλαμβάνουν ανήλικα ή οριακά ενήλικα νεαρά άτομα,
με προεξάρχουσα την εξαιρετική Δάφνη Πηλ.
Ως επί το πλείστον είχαν
μόλις «πατήσει» τα δεκαοκτώ, με εξαίρεση την Στεφανία που ήταν 25 και μόλις
τελείωνε τη δραματική σχολή.
Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν
ερασιτέχνες και τα βρήκα σε scouting
που
έκανα σε κάποιο σχολείο. Συμμετείχαν στην ομάδα κινηματογράφου κι έβλεπαν
ταινίες. Μου άρεσαν.
Από γύρισμα, ωστόσο, δεν
είχαν εμπειρία. Κάναμε, λοιπόν, πρόβες επί έναν χρόνο. Στην αρχή συζητούσαμε
πολύ για την άμβλωση, αλλά και για τον φασισμό και τον κορονοϊό. Ποια ήταν η
ερώτησή σου, όμως;
Δεν
είχε αποκρυσταλλωθεί ακόμα. Θα τη συνέδεα με τις σχέσεις εξουσίας που μπορεί να
δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του casting
και της προετοιμασίας του
φιλμ σου.
Δόθηκαν πολύ στη
διαδικασία, αλλά όχι κατόπιν πίεσης.
Είχαν
να μοιραστούν και δικά τους βιώματα- και όχι μόνο σε σχέση με την ίδια την άμβλωση;
Συζητήσαμε αρκετά σχετικά
με το τι θα έκαναν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μου έκανε εντύπωση πως ορισμένοι
έφηβοι δε θα το έλεγαν στους γονείς τους, θα διαχειρίζονταν την κατάσταση με τη
συνδρομή συνομηλίκων τους.
Οπότε
το σενάριο αναδιαμορφώθηκε με βάση τη μεταξύ σας συνεργασία;
Σαφώς.
Η
ενασχόληση με το θέμα υποθέτω ότι ξεκίνησε από μια δικιά σου ανάγκη να
καταπιαστείς μ’ αυτό και στη συνέχεια ανακάλυψες την ύπαρξη του περιστατικού
από το οποίο άντλησες έμπνευση.
Βασίστηκα πολύ στο
πραγματικό περιστατικό και εμπλουτίστηκε από τα παιδιά μέσω των αυτοσχεδιασμών.
Πολλά αναδιαμορφώθηκαν και στο μοντάζ. Και λόγω καταιγίδας.
Η
καταιγίδα ήταν θείο δώρο!
Ενώ μας έβγαλε την πίστη,
αποδείχτηκε σωτήρια!
Μου
αρέσει το κοντράστ ανάμεσα στην καταιγίδα που όλο έρχεται αλλά δε φτάνει ποτέ
και στην «καταιγίδα» που έχει ήδη συντελεστεί αλλά δεν έχει γίνει αντιληπτή από
την μητέρα του κοριτσιού, την οποία υποδύεται η Μαρία Καλλιμάνη.
Αυτό ήταν το
συγκλονιστικό στοιχείο της ιστορίας που είχα ακούσει. Έχω κάνει άμβλωση στο
παρελθόν. Είναι κάτι αρκετά σκληρό. Στην πραγματική ιστορία την μικρή την
πηγαινοφέρνουν και οι δύο γονείς.
Εσύ,
πάντως, κρατάς την μητέρα. Για λόγους οικονομίας όλων των ειδών;
Επειδή έχω μεγαλώσει κυρίως
με γυναικείες φιγούρες, πάντα έχω μια ροπή προς αυτές χωρίς να το πολυσκεφτώ.
Μου είναι πιο φυσικό.
Και
προτιμότερο από αφηγηματική άποψη.
Ακριβώς. Σε διαφορετική
περίπτωση θα περιπλέκονταν οι χαρακτήρες και οι δυναμικές.
Μου
έκανε εντύπωση -και ίσως ακουστεί χαζό ως ερώτηση-, αλλά είναι σύνηθες να
πηγαίνουν τρία πιτσιρίκια σε ένα νοσοκομείο για άμβλωση χωρίς τη συνοδεία
κάποιου ενήλικου;
Υπολογίζεται πως το 25%
των κατ’ έτος 30.000 αμβλώσεων στην Ελλάδα είναι κάτω των δεκαέξι, και εξ αυτών
πάρα πολλές είναι κρυφές από τους γονείς. Επομένως θα βρίσκουν κάποιον τρόπο να
τις κάνουν.
Αρχικά σκεφτόμουν να
δικαιολογήσω αυτή την επιλογή στη βάση ενός ντοκιμαντερίστικου ρεαλισμού, αλλά
μετά θα χρειαζόταν να δικαιολογήσω και άλλα.
Ήταν συνειδητή επιλογή να
υπάρχουν ποιητικά στοιχεία κι ο τρόπος αφήγησης να είναι πιο αφαιρετικός, ώστε
να μπορέσουν να χωρέσουν η καταιγίδα και το ελάφι.
Η
ταινία σου έχει περισσότερα στοιχεία ενός ποιητικού παρά ενός «νταρντενικού» ρεαλισμού.
Ακριβώς! Δεν κάνω
ντοκιμαντέρ, αλλά φιλμ μυθοπλασίας.
Έτσι
κι αλλιώς, όλα έχουν να κάνουν με το ίδιο το βίωμα και τη διαχείρισή του παρά
με τις όποιες γραφειοκρατικού τύπου περιπλοκές.
Δε μ’ ενδιέφερε καθόλου
αυτή η διάσταση.
Από
την άλλη, η δουλειά σου δε στερείται ρεαλισμού.
Η
ίδια η ολιγόλεπτη σκηνή της άμβλωσης, αν και και φιλμαρισμένη από απόσταση και
διαμεσολαβημένη από τζαμαρία, δεν παύει να είναι πολύ σκληρή, αναδεικνύοντας
την επώδυνη πραγματικότητα του βιώματος.
Αυτός ήταν ο στόχος.
Πρέπει ο θεατής κάπως να το νιώσει. Το συγκεκριμένο πλάνο και ο ρυθμός του φιλμ
ήταν ο δικός μου τρόπος να προκαλέσω τη συγκίνηση του θεατή ή την ταύτισή του.
Ήξερα ότι θα ενοχλήσει,
αλλά η άμβλωση είναι πολύ ενοχλητική διαδικασία.
Δάφνη Πηλ (αριστερά), Σοφία Γεωργοβασίλη (δεξιά) |
Η
ματιά σου είναι λιτή και αποδραματοποιημένη, χωρίς να γίνεται κλινική όπως στις
δουλειές του πρώιμου Χάνεκε.
Μ’ αρέσει πολύ ο Χάνεκε.
Και
μένα. Ωστόσο, το φιλμ σου παράγει συγκίνηση, κι αυτό είναι αξιοθαύμαστο όταν
επιτυγχάνεται- ιδίως σε ταινία μικρού μήκους και με τόσο δύσκολο κι «επικίνδυνο»
θέμα.
Είμαι πολύ χαρούμενη μ’
αυτό το φιλμ.
Εξίσου
-και περισσότερο επικίνδυνη- είναι βέβαια η πραγματικότητα που μέσα από τον βασικό
θεματικό άξονα αναδεικνύεται.
Όταν έγραφα το σενάριο,
δεν υπήρχε αυτή έξαρση με τις δηλώσεις και τους νόμους σχετικά με την άμβλωση
σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Δεν έβρισκα χρηματοδότηση
λόγω θέματος, στους περισσότερους φορείς που απευθύνθηκα μου έλεγαν ότι έχω
διαλέξει δύσκολο.
Συνειδητοποίησα, εξάλλου,
πως έχουμε ακόμα ταμπού όταν δεν έβρισκα ιδιωτικά σχολεία για το γύρισμα. Δεν
ήθελαν να φανεί ότι μια κοπέλα που έχει κάνει αυτή την επιλογή φεύγει από το
σχολείο τους. Κι έτσι βρήκαμε ένα δημόσιο.
Και
εγχωρίως ανακινείται πλέον το ζήτημα της άμβλωσης σε ηθικό και νομικό επίπεδο.
Βρισκόμαστε σε μια
συντηρητική φάση πολιτικά. Με βάση τη συντηρητική οπτική, το γυναικείο σώμα
υπάρχει για πολύ συγκεκριμένους λόγους.
Θα
σ’ ενδιέφερε να προβάλεις την ταινία σου σε κάποιο σχολείο;
Το παλεύω. Όχι όμως μέσω
Υπουργείου -γιατί δε θα βρούμε άκρη-, αλλά μέσω ιδιωτικών οργανισμών. Να
προβληθεί στο πλαίσιο μιας ημερίδας για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση κσι να «ανοίξει»
ως θέμα μεταξύ των εφήβων. Αυτό θέλω!
Ένα
τμήμα, πάντως, των εφήβων λειτουργεί πολύ συντηρητικά και σε σχέση μ’ αυτό το
ζήτημα, όπως μου προανέφερες.
Σίγουρα. Υπάρχουν
πιτσιρίκια που μεγαλώνουν συντηρητικά, οπότε συντηρητικά βλέπουν και τα
πράγματα. Είναι δύσκολο να ξεφύγεις από ένα πολύ συντηρητικό περιβάλλον.
Η
χρωματική παλέτα της φωτογραφίας είναι η καταλληλότερη για το φιλμ σου. Πώς
ήταν η συνεργασία σου με τον Tudor
Panduru,
τον διευθυντή φωτογραφίας;
Με τον Tudor θα
κάνουμε και το μεγάλου μήκους μου, επομένως αυτή συνεργασία ήταν ένα “crash test” και για τους δυο μας. Προς τιμήν
του, συνέδραμε φιλικά, και τον φιλοξένησα στο σπίτι μου. Φοβερό παιδί, πολύ
συμμετοχικό!
Από
τις φετινές εγχώριες μικρού μήκους ταινίες οι οποίες διαγωνίστηκαν στη Δράμα,
όπου το Memoir
of
a
veering
storm έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του,
μου έλειψε η εμπλοκή με ζητήματα κοινωνικοπολιτικής φύσης.
Συμμερίζεσαι
αυτή την αίσθηση έλλειψης; Και αν ναι, πώς την ερμηνεύεις;
Δεν είδα πολλά φιλμ λόγω
της μητρικής μου ιδιότητας -του άλλου μέρους της ταυτότητάς μου-, αλλά κάπου το
καταλαβαίνω.
Μετά από δυόμισι χρόνια
πανδημίας, δεξιάς στροφής, σκοταδισμού και μέσα σε μια μαυρίλα που μας
περιβάλλει, μπορεί οι άνθρωποι να έχουν ανάγκη να αγγίξουν θέματα όχι και τόσο
βαρύγδουπα.
Από την άλλη, το σινεμά
πάντα ήταν ένα μέσο για να αναδείξεις ζητήματα που συντελούνται στο σήμερα. Το
θέμα είναι πόσο αυτό σε αφορά.
Προσωπικά
αντιλήφθηκα μια έως και αναδίπλωση στα του «εαυτού», στις ενδοοικογενειακές και
τις ερωτικές σχέσεις- ή την απουσία τους.
Βγάζει νόημα. Μετά τον
εγκλεισμό αναθεωρείς τη σχέση σου με τους άλλους, δεν ακουμπάς ή ακουμπάς,
φιλάς ή δε φιλάς- όλο αυτό ενδεχομένως επηρεάζει τον τρόπο συγγραφής των
σεναρίων. Δεν είναι απαραίτητο να κάνουμε όλοι πολιτικό σινεμά.
Είσαι
και μαμά. Είσαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό;
Πάρα πολύ! Επειδή η
Μυρτώ, η κόρη μου, ήταν μια πολύ συνειδητή επιλογή στη ζωή μου, έτσι θα έπρεπε
να παραμείνει το θέμα της μητρότητας. Η μητρότητα πρέπει να είναι μια συνειδητή
επιλογή.
Είμαι πολύ «δυσκολεμένη»
με την μικρή, κουρασμένη και άυπνη, αλλά πολύ χαρούμενη!
Ευχαριστώ
θερμά την σκηνοθέτρια
για την ευγενική παραχώρηση φωτογραφικού υλικού από τα γυρίσματα.
Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στη φετινή Μπερλινάλε και την πανελλήνια στη Δράμα, η ταινία της Σοφίας Γεωργοβασίλη Memoir
of
a
veering
storm
προβάλλεται στο
πλαίσιο του 28ου
Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.
Η προβολή πραγματοποιείται
το Σάββατο, 1 Οκτωβρίου, στον κινηματογράφο
Δαναός
(17:30).
Σοφία Γεωργοβασίλη, Φεστιβάλ Δράμας 2022 (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |