Roger Eno (Photo credit: Cecily Eno) |
Πολύπλευρος
συνθέτης και μουσικός,
ο Roger
Eno, αδερφός του «πατέρα» της
ambient
μουσικής,
Brian
Eno, συνυπογράφει με τον αδερφό του το άλμπουμ Mixing
Colours,
που καθόρισε το 2020.
Στις 4 Αυγούστου συμπράττουν για
πρώτη φορά συναυλιακά στο Ηρώδειο. Συνομιλώντας με τον πνευματώδη
και αναπάντεχα χιουμορίστα Roger Eno.
Πρώτα
από όλα θα ήθελα να σας ευχαριστήσω γι’ αυτή την απροσδόκητη χαρά που μου
προσφέρατε με το Mixing Colours
σε σκοτεινούς καιρούς.
Μπορείτε να μου πείτε πώς συνθέτετε στο πιάνο, κατ’ αρχάς;
Ξεκινώ αυτοσχεδιάζοντας.
Πίσω μου βλέπεις αυτό το keyboard. Σήμερα ξύπνησα και
αυτοσχεδίασα πάνω σ’ ένα κομμάτι κι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κάτι ή όχι. Αν
κάνεις κάτι, υπάρχει η πιθανότητα να οδηγήσει κάπου. Αν όχι, δε θα οδηγήσει.
(Γέλιο)
Βλέπω τη σύνθεση μουσικής
όπως οι ψαράδες το ψάρεμα στο ποτάμι. Μερικές φορές είσαι τυχερός, άλλες όχι,
αλλά αν δεν είσαι εκεί, δεν πρόκειται να πιάσεις ψάρι.
Τι
συμβαίνει ως επί το πλείστον στην περίπτωσή σας; «Ψαρεύετε» πολύ;
(Γέλιο) Πιάνω αρκετά,
νομίζω!
Ξαφνικά
χτυπά το τηλέφωνο, στην άλλη γραμμή βρίσκεται ο Brian Eno!
Ήταν ο αδερφός μου, ο Brian.
Πού
βασίζεται αυτός ο αυτοσχεδιασμός; Πρόκειται για ένα συναίσθημα, μια ιδέα, μια
σκέψη που σας «τρώει» και θέλει να βγει στην επιφάνεια;
Πολλά από όσα κάνω
σχετίζονται με ένα παιχνίδι, τη σύγκρουση ανάμεσα σε τόνους και ημιτόνια.
Υπάρχει και στην παραδοσιακή ελληνική μουσική.
Μου αρέσει αυτή η ένταση
και το πού μπορεί να οδηγήσει.
Υποθέτω
ότι οι μουσικές πηγές της έμπνευσής σας είναι εξαιρετικά ποικιλόμορφες. Είναι
και η παραδοσιακή μουσική μια από αυτές;
Ναι, πολύ. Κι ένας από
τους λόγους γι’ αυτό είναι η αγνότητά της.
Μουσική που έχει συντεθεί
από ευφυείς ανθρώπους είναι πολύ εγκεφαλική, μπορεί να χάσει την περιοχή της
ανυπαρξίας, κι αυτή είναι η περιοχή που μου αρέσει. Η παραδοσιακή μουσική
διαθέτει πολλή αγνότητα.
Αυτό
ισχύει και για τη μουσική του Ερίκ Σατί.
Όταν ήμουν έφηβος, μου
έδειξε ότι είναι εφικτό να είσαι συνθέτης χωρίς να χρειάζεται να είσαι ευφυής.
Ήταν ένα είδος πανκ νοοτροπίας.
Σ’
αυτό το σημείο εμφανίζεται για λίγο στην κάμερα κι ο γάτος του Roger Eno, τον οποίο υπεραγαπά, για να με «καλημερίσει».
Το στοιχείο της εξυπνάδας
δεν είναι, λοιπόν, κάτι που μ’ ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Πώς, όμως, αναπτύσσεις
μια ιδέα χωρίς να είσαι ευφυής; Δεν είναι δίκαιο να επαναλαμβάνεσαι προκαλώντας
βαριεστημάρα στο κοινό.
Κάθε
άλλο παρά βαρετή θα αποκαλούσα τη δικιά σας μουσική, πάντως. Το αντίθετο: πολύ
πυκνή και ανακουφιστική.
Το
Mixing
Colours, συγκεκριμένα, έχει αυτή τη στοχαστική,
ακόμα και θεραπευτική ποιότητα, γεγονός σπάνιο και χρειαζούμενο.
Προσπαθώ είναι να κάνω
μουσική που με τοποθετεί σε έναν συγκεκριμένο χώρο ή εντός μιας ατμόσφαιρας, κι
ελπίζω αυτό να «μεταφράζεται» και σε άλλους.
Πρόκειται,
απ΄ όσο ξέρω, για την πρώτη κοινή δουλειά των αδερφών Eno. Πώς εξελίχθηκε αυτή η συνεργασία
μέσα από τα χρόνια;
Ήταν κάτι τυχαίο.
Ξυπνάω νωρίς το πρωί. Είτε
βγαίνω για βόλτα με το ποδήλατο, είτε βγάζω τον σκύλο βόλτα, είτε συνθέτω
κομμάτια, που αργότερα τα στέλνω σε φίλους.
Ένας από αυτούς ήταν και ο
Brian,
ο οποίος είναι και ένας αξιοσέβαστος παραγωγός. Συνέλεγε τα -χωρίς υπερβολή- εκατοντάδες
κομμάτια που του έστελνα ανά τα χρόνια. Αποδείχτηκε, λοιπόν, ότι είχαμε ένα
ζωντανό πρότζεκτ.
Έβαλα, επομένως, τα
κομμάτια μου σ’ ένα αρχείο ήχου καθώς και σ’ ενα αρχείο midi, γεγονός που του επέτρεπε να «παίξει»
με την πληροφορία.
Το αποτέλεσμα ήταν το Mixing Colours.
Νόμισα ότι είχα «πιάσει» κάτι, κι εκείνος έφτιαξε μια συνταγή από αυτό! (Γέλιο)
Μου
ακούγεται σαν μια πολύ δημιουργική συνεργασία.
Ήταν απολύτως ιδανική.
Μοιράζεστε
την ίδια προσέγγιση όσον αφορά στη σύνθεση μουσικής;
Είμαστε πολύ όμοιοι. Τα
πεδία μας είναι αρκετά διαφορετικά, βέβαια. Είμαι πολύ πιο παραδοσιακός,
σκεπτόμενος την παραδοσιακή μελωδία και αρμονία.
Ο Brian, από την άλλη, ενδιαφέρεται πολύ
περισσότερο για τον κόσμο του ήχου. Λατρεύει όσα μπορεί να κάνει για να
επηρεάσει τον τόνο του ήχου.
Το σπουδαίο μ’ αυτό το
πρότζεκτ ήταν η εμπιστοσύνη στη συνεργασία με τον Brian.
Αν
οπτικοποιούσα το άλμπουμ, θα έλεγα πως είναι ένας ιμπρεσιονιστικός πίνακας. Πώς
το οπτικοποιείτε εσείς από ζωγραφικής άποψης και ποια είναι η σχέση σας με τη
ζωγραφική;
Έχω το ίδιο πιάνο που
χρησιμοποιούσα από δεκαπέντε χρονών. Όταν ήμουν πολύ νεότερος, έβλεπα
φωτογραφίες από πίνακες του Μπρίγκελ και αυτοσχεδίαζα, συνέθετα ένα soundtrack γι’
αυτά τα τοπία.
Η μουσική -κι αυτή είναι
μια αντίληψη που μοιραζόμαστε με τον Brian- δεν είναι μόνο μια πρωταρχική μορφή τέχνης, αλλά και
μια ισχυρή υποστηρικτική πράξη, όπως η μουσική για κινηματογράφο.
Επιλέξαμε τα χρώματα,
γιατί παρέχουν τη δυνατότητα ενός άγραφου νοητικού «καμβά» στους ανθρώπους.
Επιθυμούσαμε να ακούσουν τα κομμάτια και να πάνε όπου θέλουν χωρίς κάποιον
οδηγό.
Είσαστε
όσο ισορροπημένος και ήρεμος η μουσική σας αφήνει να εννοηθεί ή πρόκειται για
κάτι παραπλανητικό;
Είναι απολύτως
παραπλανητικό!
Κάνω τέτοια μουσική,
γιατί εκεί θέλω να βρίσκομαι. (Γέλιο) Χάνω την ψυχραιμία μου πολύ εύκολα.
Μπορεί
να χάνετε την ψυχραιμία σας εύκολα, δημιουργώντας όμως τέτοια μουσική
προσφέρετε στους ακροατές την πολύ απαραίτητη ηρεμία σε μια εποχή όπου
κυριαρχεί ο διαφόρων ειδών θόρυβος.
Σας
ενοχλεί αυτός ο θόρυβος;
Δε νομίζω ότι είναι
υγιής.
Ένας από τους λόγους που
δε μ’ αρέσει να πηγαίνω στο Λονδίνο είναι πως, κατεβαίνοντας από το τρένο, στο
δευτερόλεπτο υπάρχει οπτικός θόρυβος.
Δεν έχω τηλεόραση, για
παράδειγμα, γιατί δεν αντέχω το διαρκές μπαράζ πληροφορίας. Ζω στην εξοχή,
οπότε τον περισσότερο καιρό δραπετεύω από αυτή την κατάσταση.
Βλέπω την τέχνη όχι μόνο
ως θεραπεία, αλλά και ως κάτι σχεδόν θρησκευτικό. Ίσως έχει αντικαταστήσει τον
Θεό. Πολλοί βρίσκουν την έννοια της θρησκείας δύσκολη. Η τέχνη είναι πιο
εύκολη. Δεν έχει τις υποδηλώσεις των παραμυθιών.
Οπότε οι άνθρωποι μπορούν
να ονειρευτούν μέσα σ’ ένα μουσικό κομμάτι, κι όχι σε μια προσευχή που μιλά για
μια ανώτερη ύπαρξη με γενειάδα.
Επομένως,
μέσω της σύνθεσης και της ακρόασης θέλετε να μεταφέρετε μια αίσθηση ονείρου;
Ναι. Της γαλήνης ή της
ενδοσκόπησης. Αν υπάρχει ένα «κλειδί» για την ευτυχία, είναι πιο πιθανό να
βρίσκεται μέσα στο άτομο, κι όχι σε κάτι που μπορείς να αγοράσεις σε μια “Black Friday”.
Ενυπάρχει
τέτοιου είδους αίσθηση σε μουσική που βρίσκεται κάπου τριγύρω μας;
Το βρίσκω στην πρώιμη
μουσική, που κι αυτή βασίζεται σε εκκλησιαστικά θέματα, όπως του Thomas Tallis. Ή ενός ακόμα Άγγλου, του John Dunstable. Πολύ μοντέρνα, αν και
είναι του 14ου αιώνα. O
Sibelius,
επίσης, είναι θαυμάσιος.
Τέτοιου είδους
καλλιτέχνες μού αρέσουν.
Θα
περιγράφατε τη μουσική σας ως “ambient”,
«μινιμαλιστική» ή «σύγχρονη κλασική», όπως πολλοί κάνουν, ή είναι τέτοιες
κατηγοριοποιήσεις περιοριστικές;
Αντιλαμβάνομαι το γιατί
οι άνθρωποι θα έβαζαν κάποια ταμπέλα. Δε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
Όταν ο Brian επινόησε
τον τίτλο «ambient
μουσική»,
ήταν τέλειος γι’ αυτό που έκανε. Η δικιά μου μουσική βασίζεται πολύ πολύ στην
παράδοση, όπως προανέφερα. Αλλά έπειτα, πώς θα μπορούσες να την αποκαλέσεις;
Το αφήνω στους άλλους
ανθρώπους, μπορούν να την αποκαλέσουν όπως επιθυμούν.
Ζούμε
σε παράξενους καιρούς. Έχει επηρεαστεί η αντίληψή σας για τη σύνθεση της μουσική
από τη λεγόμενη «πανδημική εποχή»;
Για να είμαι ειλικρινής,
δεν έχει επηρεαστεί σχεδόν καθόλου. Ο τρόπος δουλειάς μου δεν επηρεάζεται από
εξωτερικούς παράγοντες. Εξακολουθώ να προσπαθώ να βρω τη ρίζα αυτού που
συμβαίνει μέσα μου.
Αυτό που μου προκάλεσε
αισιοδοξία κατά το πρώτο διάστημα της πανδημίας ήταν ότι οι άνθρωποι θα
μπορούσαν να σκεφτούν διαφορετικά για τον καταναλωτισμό και την αξιολόγηση των
περιβαλλοντικών ζητημάτων.
Αλλά έπειτα, μόλις τα
πράγματα πάνε λίγο καλύτερα, επιστρέφουν στα παλιά μοτίβα συμπεριφοράς. Ελπίζω,
ωστόσο, πως οι άνθρωποι θα σκεφτούν ότι υπάρχει τρόπος να συζητήσουν λογικά.
Η
πανδημία έχει αλλοιώσει την έννοια της ζωντανής εμπειρίας μιας συναυλίας, με
όλα τα livestreaming και
τα σχετικά. Ποια είναι η γνώμη σας επ’ αυτού;
Κατά την άποψή μου δεν
πρόκειται για live.
Είναι τόσο live
όσο μια τηλεοπτική δραστηριότητα.
Ένα από τα πράγματα που
μου αρέσει να κάνω στη διάρκεια των συναυλιών είναι να μιλάω στο κοινό. Δε θέλω
να έχουν οι άνθρωποι την εντύπωση πως πρόκειται για μια διαδικασία υπερβολικά
πολύτιμη ή εύθραυστη.
Για να τους κάνω να
νιώσουν πιο άνετα, λοιπόν, τους μιλάω, τους λέω αστεία (γέλιο), κάτι που φυσικά
αλλάζει, αν δεν υπάρχει κοινό. Δε φαντάζει φυσικό.
Ανυπομονώ
να παρακολουθήσω μια συναυλία σας, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, λοιπόν.
Θα είναι πραγματική
ευχαρίστηση να παίξω στην Αθήνα. (Γέλιο)
Η συνέντευξη με τον Roger
Eno πραγματοποιήθηκε
μέσω Zoom
τον
Δεκέμβριο του 2020.
Ευχαριστώ
θερμά την Martina
Connors, υπεύθυνη επικοινωνίας του Roger Eno,
για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της.
Περισσότερες
πληροφορίες για τον Roger Eno
μπορείτε
να αναζητήσετε στο προσωπικό του site.
Την Τετάρτη 4 Αυγούστου του 2021
Brian
και Roger Eno
συμπράττουν
για πρώτη φορά συναυλιακά
στη σκηνή του Θεάτρου Ηρώδου Αττικού, στις
9.30 το βράδυ, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ
Αθηνών-Επιδαύρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου