Βραβευμένο ως το καλύτερο ντεμπούτο στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών, το φιλμ του Γουατεμαλανού Σεζάρ Ντίαζ Οι μητέρες μας καταπιάνεται με εντιμότητα, αξιοπρέπεια και λεπτότητα
με το τραυματικό ζήτημα του εμφυλίου στη χώρα.
Στο επίκεντρό του
βρίσκεται η ιστορία του νεαρού ανθρωπολόγου
Ερνέστο που ταυτοποιεί αγνοούμενους,
ενώ αναζητά τα ίχνη του πατέρα του. Συνομιλώντας εγκάρδια με τον σκηνοθέτη λίγο πριν την έξοδο της
ταινίας στις 27 Φεβρουαρίου.
Το
πιο σημαντικό αφετηριακό ερώτημα για μένα είναι αν εσύ ή κάποιο άλλο μέλος της
οικογένειάς σου υπέφερε από παρόμοια τραύματα τον καιρό του εμφυλίου στη
Γουατεμάλα.
Πρώτα απ’ όλα, σ’
ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σου σχετικά με τη δουλειά μου.
Δεν ήθελα να κάνω μια
αυτοβιογραφική ταινία γιατί δε νομίζω ότι αυτό είναι ενδιαφέρον: απλώς
αναπαριστάς τις αναμνήσεις από τη ζωή σου. Πάλευα με την ανάγκη μου να μιλήσω
γι’ αυτή την εποχή, γι’ αυτό το τραύμα.
Ευτυχώς η μητέρα μου δεν
πιάστηκε ούτε βιάστηκε ποτέ, και είμαι γιος του πατέρα μου. Απ’ όσο ξέρω!
(Γέλιο)
Απ’ό,τι
σου έχουν πει!
Πάλεψα, λοιπόν, πολύ με
όλα αυτά τα ζητήματα. Κι ο λόγος που μου πήρε τόσο καιρό να γράψω το σενάριο
είναι γιατί ο ανθρωπολόγος Ερνέστο, ο πρωταγωνιστής, ήταν πολύ κοντά σε μένα.
Από
ποια άποψη;
Είναι νεαρός, έχει αυτή
την ιστορία πίσω του, και προσπαθεί να αποδώσει δικαιοσύνη και να κάνει τη
μνήμη του να δουλέψει σε μια χώρα που δε θέλει να θυμάται. Προσπαθεί επίσης να
έχει μια φυσιολογική ζωή- να βγαίνει στα μπαρ, να κάνει σεξ.
Το χειρότερο στη γενιά
μου είναι πως κληρονομήσαμε κάποιες αξίες όπως η δικαιοσύνη κι ο αγώνας ενάντια
στην αδικία, έχουμε αυτή την κομμουνιστική και σοσιαλιστική παράδοση, χωρίς τα
εργαλεία που είχαν οι παλαιότερες γενιές.
Τον καιρό των γονιών μου
πίστευαν πως όντως μπορούσαν ν’ αλλάξουν τη χώρα, γιατί είχαν τα εργαλεία, τις
τεράστιες διαδηλώσεις, την πολιτική αντίσταση, κι ασφαλώς τη στρατιωτική
αντίσταση. Είχαν ένα μονοπάτι για να υλοποιήσουν αυτό το σύστημα.
Ενώ
διεξήγαγες έρευνα σχετικά με την ταινά σου, γιατί ένιωσες την ανάγκη να
αναδείξεις την παρουσία των γυναικών; Επειδή έχουν υποφέρει πιο πολύ κατά τη
διάρκεια εκείνης της περιόδου;
Υπέφεραν πιο πολύ απ’
όλους κι είναι οι μόνες που επέζησαν, γιατί ο στρατός σκότωσε κυρίως τους
άντρες, επειδή ήταν πιθανοί μαχητές, κι επίσης παιδιά, επειδή θα ήταν η
καινούρια κομμουνιστική γενιά.
Βίασαν, απήγαγαν,
βασάνισαν γυναίκες. Κι όμως, έπειτα απ’ όσα συνέβησαν είναι ακόμα όρθιες, εξακολουθούν
να αναζητούν δικαιοσύνη, να πολεμάνε, απλά ζουν. Είναι εκπληκτικό. Θέλω απλώς
να αποτίσω φόρο τιμής σ’ αυτές.
Ήταν
κυρίως ιθαγενείς Μάγιας οι γυναίκες που υπέστησαν τα πιο πολλά;
Η πλειονότητα των νεκρών
ήταν Μάγιας, γιατί ο πόλεμος διεξαγόταν στις αγροτικές περιοχές, όπου ζουν,
αλλά κι επειδή υποστήριζαν την αντίσταση.
Μετά την αμερικανική
εμπειρία στο Βιετνάμ, η εγχώρια δικτατορία κατανόησε ότι έπρεπε να αποκόψει την
κοινωνική υποστήριξη της αντίστασης. Γι’ αυτό ξεκίνησε να βασανίζει, να σκοτώνει,
να εξαλείφει τους Μάγιας.
Πόσο
δύσκολο ήταν να πετύχεις αυτό το επίπεδο αξιοπρέπειας, εντιμότητας και λεπτότητας
που χαρακτηρίζει την προσέγγισή σου;
Ήταν πολύ δύσκολο, κι
υπήρξε ομαδική δουλειά. Οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι είναι κομμάτι
του φιλμ από την αρχή.
Ήμασταν όλοι μαζί και στ’
αλήθεια τους άνοιξα την καρδιά μου, λέγοντας πως δεν ήθελα να κάνω μια πολιτική
μπροσούρα, αλλά να καταπιαστώ με την ανθρώπινη κατάσταση.
«Γι’ αυτό αν γινόμαστε μελοδραματικοί ή πολιτικοί με την κακή έννοια, ή
το πάμε μακριά με τη μάχη μητέρας-γιού, παρακαλώ πείτε μου, για να κάνουμε όλοι
δυο βήματα πίσω», τους προέτρεπα.
Η Γουατεμάλα δεν έχει,
εξάλλου, πολλές εικόνες από τον πόλεμο. Υπάρχουν λίγες, φτιαγμένες από τους
Αμερικανούς, αλλά όχι το πολιτισμικό ή το συλλογικό φαντασιακό σχετικά με τον
πόλεμο.
Προσπαθούμε, λοιπόν, να
το αναπαραστήσουμε στο φιλμ, να χτίσουμε αυτές τις εικόνες που δεν έχουμε.
Οι
γυναίκες Μάγιας που απεικονίζονται στην ταινία, λοιπόν, είναι ένα είδος φορέα
όλης αυτής της μνήμης που είναι χαμένη ή ανεπαρκώς αναπαραστημένη.
Βεβαίως. Κουβαλάνε τη
μνήμη και την κουλτούρα των Μάγιας μαζί τους. Είναι αυτές που φροντίζουν τα
παιδιά, το νοικοκυριό, που γράφουν την Ιστορία. Είναι οι παραλήπτριες της
μνήμης στη Γουατεμάλα.
Μπήκες
σε μεγάλο κόπο, προκειμένου να επιλέξεις τις γυναίκες που παίζουν στο φιλμ;
Είναι ερασιτέχνες ηθοποιοί ή απλώς ντόπιες;
Δεν είναι ηθοποιοί, είναι
πραγματικά θύματα. Και τα γυρίσματα έγιναν σ’ ένα χωριό που είχε παρόμοια
Ιστορία με εκείνη του χωριού στην ταινία.
Την πρώτη φορά που το
επισκέφτηκα, με πήγαν στο σημείο που είχε συμβεί η σφαγή, και μου είπαν την
ιστορία.
Ήταν τόσο παράξενες. Δεν
έκλαιγαν, κατανόησαν ότι έπρεπε να την πουν πολλές φορές, για να την κρατήσουν
ζωντανή. Αποφάσισα, λοιπόν, να ενσωματώσω όλες τις γυναίκες στη διαδικασία.
Κάναμε αυτό το εργαστήρι
για το φιλμ, τη μνήμη, την αδικία, κι ήταν μια εκπληκτική εμπειρία για όλο το
συνεργείο.
Κι
η σύγχρονη Γουατεμάλα; Έχει αλλάξει καθόλου έκτοτε; Ή «για να ζεις σ’ αυτή την άθλια χώρα πρέπει να είσαι ή μεθυσμένος ή τρελός»,
όπως κάπου λέει ο συνάδελφος του Ερνέστο σ’ εκείνον;
Δεν έχει αλλάξει πολύ.
Αυτή η φράση προέρχεται
από τον Γουατεμαλανό νομπελίστα Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας. Και νομίζω ότι
αληθεύει, γιατί η πραγματικότητα εδώ, η καθημερινότητα σε κατακλύζει τόσο που
πρέπει να βρεις κάποια διαφυγή.
Αυτοί που έχουν την
πραγματική εξουσία είναι ακόμα εκεί, οι λόγοι για τον πόλεμο, που είναι ο
ρατσισμός, η φτώχεια, η ανισότητα, είναι ακόμα εκεί. Το πρόβλημα είναι πως αυτό
το είδος δημοκρατίας δεν επιτρέπει σ’ εμάς όντως
ν’ αλλάξουμε τα πράγματα.
Πρέπει, επομένως, να
βρούμε κάποιου είδους διαφυγή.
Κι
η δικιά σου διαφυγή από μια ορισμένη πραγματικότητα είναι το να κάνεις ταινίες
ή μέσω αυτών να την αλλάζεις λίγο;
Είναι κάπως αφελές να
νομίζεις ότι θ’ αλλάξει, αλλά διαφυγή ασφαλώς και είναι. Σου προξενεί μεγάλη
δυσφορία να έχεις τις αξίες που προανέφερα και να έρχεσαι αντιμέτωπος μ’ αυτή
την πραγματικότητα καθημερινά.
Ο Ερνέστο ήταν σαν μια
μεταφορά για όλους μας.
Προσπαθεί να βάλει τα
πράγματα σε τάξη, κι ο καλύτερος τρόπος να το πετύχει είναι ν’ ανασυνθέσει τα
πτώματα, γιατί έτσι τους δίνει αξία, τους δίνει ανθρώπινη υπόσταση και ταυτόχρονα
αναζητά την αλήθεια.
Αυτός ο χαρακτήρας είναι
κομμάτι του ταξιδιού μου.
Ελπίζω
και το φιλμ σου να συνεχίσει να ταξιδεύει, μετά την εντυπωσιακή πορεία και
βράβευσή του στις Κάννες πέρσι ως το καλύτερο ντεμπούτο μυθοπλασίας. Ανοίγουν
πόρτες για σένα.
Το ελπίζω. Κι ελπίζω να
μη χρειαστώ άλλα πέντε χρόνια για να γυρίσω το επόμενο.
Ποια
είναι η κατάσταση με την κινηματογραφική βιομηχανία της Γουατεμάλας;
Είναι πολύ δύσκολα τα
πράγματα, γιατί δεν υπάρχει κρατική υποστήριξη ή νόμος για τον κινηματογράφο.
Ούτε κι ο ιδιωτικός τομέας επενδύει σ’ αυτή, γιατί είναι πολύ μικρή.
Οι περισσότεροι που
κάνουν κάτι είναι σκηνοθέτες οι οποίοι έφυγαν από τη χώρα, όπως ο Χάιρο
Μπουσταμάντε.
Κι όμως, υπάρχουν τόσες
ιστορίες εδώ! Διεξάγω αυτή την περίοδο ένα εργαστήρι για τη συγγραφή σεναρίου
κι έχω έντεκα συμμετέχοντες. Έχουν τόση ενέργεια και δυνατές ιστορίες που χρειάζεται να γίνουν ταινία. Κι αυτό θα
είναι δύσκολο να συμβεί.
Παλεύουμε, λοιπόν, να
συνταχθεί ένας νόμος για τον κινηματογράφο- μια βιομηχανία θα δημιουργήσει
δουλειές και θα φέρει λεφτά. Πρέπει να το καταλάβουν αυτό!
Ευχαριστώ
θερμά την Σοφία
Αγγελίδου από την One
from the Heart για
τη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης με τον σκηνοθέτη.
Η ταινία του Σεζάρ Ντίαζ Οι μητέρες μας προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 27
Φεβρουαρίου σε διανομή της One from the Heart.