Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

Γκιγιέρμο Όρσι: «Το να γράφεις λογοτεχνία βρίσκεται στους αντίποδες κάθε ηθικής στάσης»


Γεννημένος στο Μπουένος Άιρες το 1946, ο Αργεντίνος συγγραφέας και δημοσιογράφος Γκιγιέρμο Όρσι είναι ένας σπουδαίος στιλίστας του νοτιοαμερικανικού νουάρ.


Μας συστήνεται με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία από τις νεότευκτες Εκδόσεις Carnivora του βραβευμένου μυθιστορήματός του Άγια Πόλη.


Δημοσιογράφος με την «καρδιά» ενός λογοτέχνη ή λογοτέχνης με την ακριβολογία ενός δημοσιογράφου; Ή και τα δύο; Πώς θα αυτοπροσδιοριζόσασταν; 


Είμαι συγγραφέας. Αυτό ήμουν προτού καν μάθω να γράφω τα πρώτα μου γράμματα. Το να διηγούμαι ιστορίες υπήρξε πάντοτε η ανάσα μου, θα πέθαινα από ασφυξία αν για κάποιον λόγο με εμπόδιζαν να το κάνω. 


Τα επαγγέλματα που μαθαίνεις ή εξασκείς για να ζήσεις έρχονται εκ παραλλήλου και μπορεί να έχουν ή να μην έχουν σχέση με τη συγγραφή.


«Ο αστυνομικός είναι σαν τον χειρουργό, ανοίγει τα σπλάχνα μιας μιαρής πόλης», λέει κάπου ο Σκοτσέζος. Ως συγγραφέας μυθιστορημάτων νουάρ, νιώθετε κι εσείς σαν «χειρουργός», ίσως ανατόμος, μιας «μιαρής» κοινωνίας;


Δεν προσδοκώ τόσα πολλά, μου αρκεί να καθρεφτίζεται στα κείμενά μου αυτό που συμβαίνει έξω από τα χρονογραφήματα, οι προσωπικές και κοινωνικές συγκρούσεις σε μια χώρα του αποκαλούμενου Τρίτου Κόσμου. 


Αυτές οι συγκρούσεις, μόλο που δεν είναι πολύ διαφορετικές, ενσωματώνουν την περιθωριοποίηση, όπου η βία προσλαμβάνει κάποιες φορές οπερετικές διαστάσεις και η τρωτότητα των πιο φτωχών προσβάλλει την ανθρώπινη ευαισθησία. 


Δεν είμαι χειρουργός, διότι δεν επεμβαίνω και δεν αφαιρώ κάτι το οποίο νοσεί, απλώς το καταδεικνύω, με τον τρόπο που η λογοτεχνία καταδεικνύει τα γεγονότα, λέγοντας ιστορίες, ξεδιπλώνοντας ιστορίες, προσπαθώντας να βρει μέσα σ’ αυτές τις αποχρώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. 


Ποιους θα κατονομάζατε ως λογοτεχνικούς σας «προγόνους» και «απογόνους»;


Κάθε είδος λογοτεχνίας μπορεί να σε επηρεάσει. 


Δεν έχω πανεπιστημιακή μόρφωση, ήμουν και συνεχίζω να είμαι εκλεκτικιστής ως αναγνώστης. Δεν ενημερώνομαι για νέες τάσεις και μόδες, διαβάζω ό,τι με τραβάει για το ύφος του κατ’ αρχάς. 


Μ’ αρέσει να ανακαλύπτω σιγά σιγά την πλοκή, κάπως σαν να χώνομαι στην καταχνιά δίχως άλλο εργαλείο πέρα από τη διαίσθησή μου. 


Η ανάγνωση, για μένα, μοιάζει πολύ με τη συγγραφή, δε με νοιάζει τόσο το τέλος, όσο το ν’ αρχίσω να περιηγούμαι σε ένα κείμενο που μου φάνηκε ελκυστικό εκ πρώτης όψεως.


Κάθε άλλο παρά «άγια πόλη» φαντάζει το Μπουένος Άιρες μέσα από το ομώνυμο μυθιστόρημά σας: πιο πολύ βίαιη, βρώμικη, διεφθαρμένη και κακή. Έτσι τη βιώνετε;


Είναι όμορφη πόλη το Μπουένος Άιρες, τουρίστες απ’ όλον τον κόσμο αλλά και από τη δική μας, εκτεταμένη, χώρα το επισκέπτονται ασμένως. Δεν είναι πιο βρόμικη από άλλες μεγαλουπόλεις του κόσμου. 


Και διεφθαρμένη, ναι, είναι, στο βαθμό που το καπιταλιστικό σύστημα το οποίο μας κυβερνά έχει ανάγκη τη διαφθορά για τις δουλειές του. 


Ο λαός δεν είναι διεφθαρμένος.


Εκατομμύρια άνθρωποι τόσο σε τούτη την πόλη όσο και στις άλλες πόλεις της Αργεντινής είναι εργάτες σε ένα σύστημα που προσφέρει λίγες εγγυήσεις και ελέγχεται από μια παρασιτική κοινωνική τάξη, συμμέτοχη στην ιμπεριαλιστική πολιτική θεώρηση της Λατινικής Αμερικής.


Συμμερίζεστε και σε προσωπικό επίπεδο τον κυνισμό και το σαρκασμό -στα όρια του μηδενισμού- που «διαποτίζουν» τους ήρωές σας; Ή πρόκειται περισσότερο για χαρακτηρολογικά στοιχεία συνδεόμενα με το «σύμπαν» του νουάρ;


Ούτε συμμερίζομαι ούτε απορρίπτω τους χαρακτήρες των ηρώων μου. Μου επιβάλλονται, απλώς. Έτσι είναι και τους σέβομαι. Το να γράφεις λογοτεχνία βρίσκεται στους αντίποδες κάθε ηθικής στάσης. 


Πολύ περισσότερο στο νουάρ μυθιστόρημα, όπου η συμπάθεια προς τους χαρακτήρες δεν υπακούει -δεν πρέπει να υπακούει για να μην τους προδώσεις- σε κανέναν ηθικό κώδικα. 


Αν ένας τέτοιος κώδικας υπάρχει, οφείλει να προκύπτει από τις πράξεις που τους έλαχε να πραγματοποιήσουν και ποτέ να μην επιβάλλεται από τον συγγραφέα.


Πώς προέκυψε ο τσακισμένος χαρακτήρας του Τζάγκουαρ;


Όπως προκύπτει κάθε διασπαστικός, α-κοινωνικός χαρακτήρας, από το καπέλο του μάγου.


O απόηχος της στυγνής δικτατορίας του Βιδέλα είναι έντονος στην Άγια Πόλη. Τι έχει χαραχτεί πιο έντονα στη μνήμη σας από εκείνη την περίοδο;


Οι δικτατορίες αποτέλεσαν το πρωταρχικό εργαλείο για την επιβολή της αποικιοκρατικής εξουσίας στα δικά μας έθνη. 


Εξυπηρέτησαν και συνεχίζουν να εξυπηρετούν την πολιτική των ισχυρών, επιβάλλονται για να διακόψουν τις δημοκρατικές διαδικασίες, υποχρεώνουν σε οπισθοχώρηση εφαρμόζοντας πολιτικές οι οποίες ευεργετούν τον λαό, προκειμένου να επανακατευθύνουν τα έσοδα στους πραγματικούς κατόχους της εξουσίας. 


Η στρατιωτική χούντα με επικεφαλής τον Βιδέλα δεν ήταν διαφορετική: απλώς πολύ πιο βάρβαρη από άλλες παλιότερα και η συνέπειά της ήταν να ισοπεδώσει την κοινωνική και πολιτική συνείδηση η οποία είχε οικοδομηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. 


Είχε επιτυχία, ίσως όχι αυτή που περίμεναν, αλλά η ανοικοδόμηση των δημοκρατικών αξιών θέλει χρόνο και μεγάλη σαφήνεια στόχων, ιδίως σε κοινωνίες πολύπλοκες από πάντα.


Κυριαρχούν και στην Αργεντινή η ατιμωρησία των υπεύθυνων και η ατομική και συλλογική αμνησία σε σχέση με την πενταετία της δικτατορίας, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής;


Η δικτατορία του 1976 ήταν μια κτηνωδία πρωτοφανής για την Αργεντινή. 


30 χιλιάδες αγνοούμενοι, ένας πόλεμος εναντίον της Αγγλίας και ένας άλλος που παραλίγο να ξεσπάσει εναντίον της Χιλής δεν άφησαν τίποτα όρθιο, μαζί με την καταστροφή της οικονομίας και την τρομοκρατία του πανταχού παρόντος Κράτους χάραξαν ένα σημάδι πολύ βαθύ για να ξεχαστεί. 


Οι δίκες των συνεργών της δικτατορίας από την εκλεγμένη κυβέρνηση του 1983, όπως και οι κατοπινές, των απαγωγέων μωρών, από την εκλεγμένη κυβέρνηση του 2003 -μετά τη μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση του 2001-, απαρτίζουν κομμάτι της κουλτούρας μας.


Το «ποτέ ξανά» έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στο κοινωνικό μας σώμα.


«Οι Σουηδοί δίνουν πάντα άσυλο στους κυνηγημένους, το έχουν αυτό το καλό, αυτό και τον Μπέργκμαν», γράφετε. Σας αρέσει ο Μπέργκμαν; Παρακολουθείτε κινηματογράφο;


Μπέργκμαν, Τριφό, Αντονιόνι, Γκοντάρ, Κουροσάβα, Φελίνι, ο ιταλικός νεορεαλισμός, η ενδοσκόπηση του σουηδικού κινηματογράφου, οι γλώσσες της nouvelle vague, λειτούργησαν ως η αναγκαία τροφή για την κινηματογραφική μου όρεξη.


Από ποια μυθιστορήματα και λογοτεχνικά είδη αντλείτε τη μεγαλύτερη απόλαυση;


Ως αναγνώστης αντλώ απόλαυση από καλογραμμένα κείμενα των οποίων τω ύφος ηχεί όπως η όμορφη μουσική. 


Δεν έχει σημασία τόσο η πλοκή όσο το ύφος, η φόρμα. 


Μέσα από τη φόρμα η τέχνη εισχωρεί στις γκρίζες ζώνες και στους μυστηριώδεις τόπους, σε εγκαταλειμμένα, σήμερα, σπήλαια της ανθρώπινης υπόστασης, στα οποία η επίσκεψη είναι απαγορευμένη διαφορετικά. 


Ως αναγνώστης διαμορφώθηκα κατά τη διάρκεια αυτού που έγινε γνωστό ως boom της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας: Κορτάσαρ, Αργέδας, Γκαρσία Μάρκες, Βάργας Γιόσα, Μανουέλ Σκόρσα, Ερνέστο Σάμπατο, Μπόρχες, Αρόλδο Κόντι...


Στην ίδια επίσης κατεύθυνση, συγγραφείς λιγότερο γνωστοί που με εντυπωσίασαν κάποια στιγμή, όπως ο Χερμάν Ροζενμάχερ, η Αμάλια Χαμίλις, η Σιλβίνα Οκάμπο, η Σάρα Γκαγιάρδο, και τόσοι άλλοι που δημοσίευαν τη δουλειά τους σε περιοδικά μυθικά όπως ο Χρυσός Σκαραβαίος, ο Νότος, οι Μυθοπλασίες, Η κουλτούρα σήμερα...


Το Μπουένος Άιρες λειτουργούσε τότε σαν ένα είδος μεγάλης βιτρίνας για οτιδήποτε γραφόταν στην Αργεντινή


H Άγια Πόλη (Εκδόσεις Carnivora) είναι το πρώτο μυθιστόρημά σας που μεταφράζεται και κυκλοφορεί στα ελληνικά. Ποια είναι η σχέση σας με την ελληνική λογοτεχνία -αστυνομική και μη- και την Ελλάδα, γενικότερα;


Δυστυχώς, δεν έχω διαβάσει σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, με εξαίρεση τον μεγάλο Πέτρο Μάρκαρη, σημείο αναφοράς για το νουάρ μυθιστόρημα παγκοσμίως.


Ευχαριστώ θερμά την Ασπασία Καμπύλη, «ψυχή» των Εκδόσεων Carnivora, για τη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά, καθώς και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.


Το μυθιστόρημα του Γκιγιέρμο Όρσι Άγια Πόλη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Carnivora σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου