Με πρωταγωνιστές τον Εβαρίστο
και τον Ισάουρο, τελευταίους εν ζωή ομιλητές μιας υπό εξαφάνιση ιθαγενικής γλώσσας που
δεν επικοινωνούν μεταξύ τους επί δεκαετίες, και τον νεαρό γλωσσολόγο Μαρτίν που προσπαθεί να διασώσει τη γλώσσα τους
αναμοχλεύοντας ένα επώδυνο παρελθόν,
το Ονειρεύομαι
σε άλλη γλώσσα είναι η συγκινητική
και πολυεπίπεδη τελευταία ταινία του Μεξικανού σκηνοθέτη Ερνέστο Κοντρέρας.
Με παγκόσμια πρεμιέρα και βραβείο
κοινού στο περσινό Σάντανς και πανελλήνια στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έρχεται και
στους κινηματογράφους στις 30 Αυγούστου.
Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη.
Το
Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα, η απολύτως
συγκινητική και πολυεπίπεδη τελευταία ταινία σου, είναι ένας στοχασμός πάνω στη
γλώσσα: τη γλώσσα της καταπιεσμένης αγάπης, την εξαφανιζόμενη γλώσσα ενός
ιθαγενικού πληθυσμού και τη γλώσσα του σινεμά. Έτσι τη συνέλαβες εξ αρχής;
Για μένα ως σκηνοθέτη, κάθε
ταινία αναπαριστά ένα διαφορετικό ταξίδι, το οποίο ξεκινά από τις προκλήσεις που
τίθενται από το σενάριο, το οποίο μέχρι στιγμής γράφεται από τον αδερφό μου Κάρλος.
Στην περίπτωση του Ονειρεύομαι σε άλλη
γλώσσα, από τα πρώιμα στάδια της σύλληψής του άρχισα να το αντιλαμβάνομαι ως
ένα ταξίδι που θα ήταν πιο φωτεινό και ποιητικό από τις προηγούμενες ταινίες
μου. Εξερευνά διαφορετικά επίπεδα, τα οποία έχουν τη ρίζα τους στη σπουδαιότητα
της απώλειας μιας γλώσσας, τι αυτή σημαίνει, και την κατανόηση του ότι μια
γλώσσα δεν είναι μόνο λέξεις, αλλά και ένας τρόπος να εκφράζουμε πώς βλέπουμε
τον κόσμο, επικοινωνίας με το παρελθόν μας και κατανόησης του ποιοι είμαστε.
Επίσης, σε σχέση με το φανταστικό
στοιχείο, ή το μαγικό ρεαλισμό, δεν ήθελα να εξαρτάται από τα ψηφιακά εφέ, αλλά
να το επιλύσω με την κάμερα, τη σκηνοθεσία, και απ’ όλα το σχεδιασμό ήχου, κατά
τρόπο που ο ερχομός και η αναχώρηση ανά χρονικά διαστήματα ή οι συναντήσεις με
τους νεκρούς να λύνονται πολύ απλά, σε μια προσπάθεια να διεγείρω τη φαντασία
του κοινού.
Για
τους σκοπούς του φιλμ, αποφάσισες να δημιουργήσεις με τη βοήθεια γλωσσολόγων ένα
εντελώς νέο ιδίωμα, που ενσωματώνει στοιχεία υπαρχουσών ιθαγενικών γλωσσών.
Γιατί απέκλεισες την πιθανότητα χρήσης μιας από αυτές τις γλώσσες και πόσο απαιτητική
και χρονοβόρα υπήρξε η διαδικασία δημιουργίας του ιδιώματος;
Αρχικά, νόμιζα ότι θα χρησιμοποιούσαμε
μια υπαρκτή γλώσσα. Όταν, όμως, ξεκίνησα να ανταλλάσσω ιδέες με γλωσσολόγους, αλλά
κυρίως ομιλητές μερικών υπό εξαφάνιση γλωσσών, κατάλαβα πόσο πολύτιμη και σημαντική
είναι αυτή η γνώση, κυριολεκτικά ένας θησαυρός. Κι αυτό με έκανε να σκεφτώ ότι δεν
ήθελα κάποιος να νομίσει πως «χρησιμοποιώ» αυτή την ιερή γνώση για την ταινία
μου. Έτσι προέκυψε η ιδέα να προσκαλέσω έναν γλωσσολόγο να «διασκευάσει» μια γλώσσα
από την περιοχή. Αλλά τότε συνάντησα τον Francisco Javier Félix Valdez, έναν παθιασμένο γλωσσολόγο, και μου
πρότεινε να επινοήσει κάτι εντελώς καινούριο για το φιλμ.
Μου ζήτησε να του δώσω καναδυό
μήνες, κι όταν επέστρεψε έφερε μαζί του ένα «Εγχειρίδιο των Ζικρίλ», το οποίο περιλάμβανε
λεξιλόγιο, κανόνες γραμματικής, κλίση των ρημάτων και προφορά, κάτι που
αποδείχτηκε ιδιαιτέρως συναρπαστικό. Αργότερα, ζήτησα από τους ηθοποιούς να κάνουν
μαθήματα Ζικρίλ μαζί του κι ευτυχώς είχα την αφοσίωση και την πλήρη υποστήριξή τους
στην εκμάθηση της γλώσσας και, το πιο σημαντικό, στο να την κάνουν δική τους,
ώστε, όταν θα έφτανε η ώρα να γυρίσουμε χρησιμοποιώντας τη, να μην αποτελεί
περισπασμό γι’ αυτούς και να μπορούν πραγματικά να εστιάσουν στα συναισθήματα
που απαιτούνταν από το σενάριο.
Το
γκέι στοιχείο ξεδιπλώνεται -σταδιακά, αλλά διακριτικά- παράλληλα με την αφήγηση
του φιλμ. Το αντιλήφθηκες ως απαιτητική επιλογή;
Ήθελα να κάνω μια ταινία που
θα αποτύπωνε τη σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπινες υπάρξεις ανεξαρτήτως του φύλου τους,
και αποφάσισα να τη φιλμάρω κατ’ αυτό τον τρόπο, με λεπτότητα αλλά ένταση, με την
πιο απόλυτη εμπλοκή των ηθοποιών, οι οποίοι ήταν κυριολεκτικά ερωτευμένοι στη διάρκεια
των γυρισμάτων- ή έτσι είπαν. Το γεγονός αυτό κατέστησε πιο εύκολο να βγάλω αυτό
το συναίσθημα στην οθόνη και να μεταδώσω όσα απαιτούσε η ιστορία.
Ειδική
μνεία πρέπει, λοιπόν, να γίνει στους εξαιρετικά εκφραστικούς πρωταγωνιστές σου,
José
Manuel
Poncelis
και Eligio
Meléndez. Πώς τους ανακάλυψες; Μέσω της
συνήθους διαδικασίας casting;
Κατά τη διάρκεια της συγγραφικής
διαδικασίας ποτέ δε βάζω πρόσωπα στους χαρακτήρες, ούτε καν μου αρέσει να τα φαντάζομαι,
γιατί μια από τις στιγμές που απολαμβάνω και με συνεπαίρνει πιο πολύ είναι ακριβώς
όταν κάνω casting.
Είναι μια περίοδος κατά την οποία βλέπω πάρα πολλούς ηθοποιούς, με διαφορετικά χαρακτηριστικά,
μέχρι που ξαφνικά ανακαλύπτω, μπροστά στα μάτια μου, εκείνο ή εκείνη τον/την ηθοποιό
που θα γίνει ο χαρακτήρας, ο οποίος για τόσο καιρό βρισκόταν στη φαντασία μου.
Στην πραγματικότητα, είμαι πεπεισμένος ότι οι χαρακτήρες είναι εκείνοι που βρίσκουν
τους ηθοποιούς.
Όταν ήρθε ο Eligio Meléndez για
το casting,
αμέσως ήξερα πως ήταν ο Εβαρίστο. Λίγο αργότερα, ο José Manuel Poncelis έγινε
ο Ισάουρο, και τότε προέκυψε η πρόκληση να βρω δυο νεαρούς ηθοποιούς, οι οποίοι
θα ήταν πραγματικά καλοί ηθοποιοί και, ιδανικά, θα είχαν μια ομοιότητα με τους ηλικιωμένους.
Υπήρξα τυχερός που βρήκα τον Juan
Pablo de Santiago και τον Hoze Meléndez, κάτι που μου επέτρεψε να συνθέσω
την τέλεια εξίσωση για την ταινία.
Δεν
μπορώ να μη σκεφτώ ότι ο νεαρός γλωσσολόγος (Fernando Álvarez-Rebeil), που ξεκινά να ερευνήσει και να διατηρήσει
μια εξαφανιζόμενη γλώσσα, μοιάζει με τα καλοπροαίρετα άτομα, τα οποία, κατά τη
διαδικασία διάσωσης αυτού που αγαπούν, καταλήγουν να το καταστρέφουν. Μέσω του χαρακτήρα
του είχες την πρόθεση να κάνεις ένα σχόλιο πάνω στην ανάγκη να χαράσσεται μια διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα στο σεβασμό και την εκμετάλλευση μιας κουλτούρας;
Ναι, σίγουρα. Στην πραγματικότητα,
είναι κάτι που σχολίασαν και οι πραγματικοί γλωσσολόγοι. Πολλές φορές, στη διάρκεια
της ερευνητικής διαδικασίας τα υποκείμενα κεφαλαιοποιούν την κατάσταση. Δραματουργικά
μιλώντας, σκέφτηκα πως αυτό θα μπορούσε να ενταχθεί στην ιστορία, καθώς ως θεατές
έχουμε συνηθίσει να ταυτιζόμαστε με τον «ήρωα», ο οποίος έρχεται να σώσει την
κατάσταση. Αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, όλα αρχίζουν να αλλάζουν από τη στιγμή που
ο νεαρός γλωσσολόγος ξεκινά να παίρνει τις λάθος αποφάσεις, οι οποίες θα καταλήξουν
να αναμοχλεύσουν ένα παρελθόν που παρέμενε σε ύπνωση για δεκαετίες, γεγονός το
οποίο μπορεί να είναι θετικό, αλλά και να βγει εκτός ελέγχου.
Εκτιμάς
ότι η πρόσφατη εκλογή του Λόπεζ Ομπραδόρ ως προέδρου του Μεξικού θα επηρεάσει το
πολιτιστικό «τοπίο» της χώρας με οποιοδήποτε τρόπο, κυρίως στον τομέα της
κινηματογραφικής παραγωγής/συμπαραγωγής;
Το ελπίζω, για το καλό.
Το κυβερνητικό του σχέδιο κάνει λόγο για πολλές αλλαγές και για τη μετατροπή
του πολιτισμού, και κυρίως του κινηματογράφου, σε όχημα ειρήνευσης και
ανάπτυξης για το Μεξικό. Ελπίζω να γίνει έτσι. Υπάρχει πολύ ταλέντο στο Μεξικό-
και δεν εννοώ μόνο σκηνοθέτες, αλλά και φωτογράφοι, σεναριογράφοι, ηθοποιοί, που
όλοι τους έχουν πολλές ιστορίες να πουν.
Στην
τελική, σε ποια γλώσσα ονειρεύεσαι, μεταφορικά μιλώντας;
Πολλά χρόνια πριν, αποφάσισα
να αφιερώσω τη ζωή μου στη δουλειά μου, στις ταινίες μου, γι’ αυτό και οι ταινίες
είναι στ’ αλήθεια αυτό που ονειρεύομαι ως μορφή έκφρασης, αλλά και ανάπτυξης.
Είμαι πεπεισμένος πως αυτή είναι η καλύτερη δουλειά στον κόσμο, όχι μόνο γιατί έχω
την ευκαιρία να λέω ιστορίες, αλλά και λόγω της πιθανότητας να συνδεθώ με τον
κόσμο- όπως, σ’ αυτή την περίπτωση, με τους ανθρώπους στην Ελλάδα.
Ευχαριστώ
θερμά τον παραγωγό της
ταινίας Luis
Albores για
την πολύτιμη συνδρομή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.
Η ταινία του Ερνέστο Κοντρέρας Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα
προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 30 Αυγούστου σε διανομή της Seven
Films.