Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Σταύρος Ψυλλάκης: «Το να φτιάξεις μια ταινία ντοκιμαντέρ είναι μια υιοθεσία»


Άνθρωπος σπάνιας ευγένειας και σεμνότητας και, συνάμα, από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους του ανθρωποκεντρικού ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα, ο Σταύρος Ψυλλάκης είναι, επιπλέον, ένας χειμαρρώδης, αν και χαμηλών τόνων, συνομιλητής, με βλέμμα διαπεραστικό και σπινθηροβόλο. Συναντηθήκαμε πρόσφατα στα Εξάρχεια, με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ του Ολυμπία, το οποίο έχει ως κεντρικό «ήρωα» την 33χρονη καρκινοπαθή έγκυο Ολυμπία. Το ντοκιμαντέρ προβάλλεται στα πλαίσια του 21ου Διεθνoύς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας- Νύχτες Πρεμιέρας (Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου, Ταινιοθήκη της Ελλάδος, 19:00).

Γιατί οι άνθρωποι κατέχουν τόσο κεντρικό ρόλο σε όλες σας τις δουλειές;

Στις ταινίες μου συνήθως δεν κάνω τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από ό,τι κάνω στη ζωή μου. Τι αναζητώ και ποιον συναναστρέφομαι. Δεν είμαι ένας άνθρωπος που βιώνει το γίγνεσθαι στην ιστορική του διάσταση. Ναι μεν διαβάζω και ενημερώνομαι, αλλά πολύ περισσότερο με ενδιαφέρουν οι ίδιοι οι άνθρωποι κι οι ανθρώπινες ιστορίες και στα πλαίσια του συγχρωτισμού με τους ανθρώπους μπορεί να μου βγουν τα καλύτερα και τα χειρότερα συναισθήματα. Δεν είναι πως ξεκινάω από μια μεγάλη πίστη κι εκτίμηση για το ανθρώπινο γένος- περισσότερο το αντίθετο ισχύει, θα έλεγα. Προσπαθώ να βρω «ψήγματα» ανθρώπων και να τσιγκλίσω κάποιες καταστάσεις, κατά τις οποίες οι άνθρωποι δικαιώνουν με την παρουσία τους αυτό το ίδιο το γεγονός της ζωής. Ούτε ως δούλοι ήρθαμε, ούτε για να γίνουμε κομμάτια ενός μεγάλου οικονομικού και παραγωγικού συστήματος. Αν μέσα στη ζωή μας δεν μπουν το όνειρο, η μαγεία, το παράλογο, όλα τα υπόλοιπα φαίνονται λίγα. Σε σχέση με τον προσωπικό τρόπο που βιώνω τη ζωή, με ενδιαφέρουν, λοιπόν, οι άνθρωποι πάρα πολύ. Προσπαθώ, έτσι, να ανακαλύψω γιατί μπαίνουν στις περιπέτειες που μπαίνουν και γιατί ορισμένοι από αυτούς, από επιλογή ή από συγκυρία, συμβαίνει συχνά να περπατάνε στα όρια κάποιων καταστάσεων. Δεν κατηγορώ κανέναν, ούτε είμαι εισαγγελέας ή κάποιος που ξέρει ποιο είναι το καλό και τι πρέπει να γίνει στον κόσμο. Δεν ξέρω τίποτε, κι όσο περνούν τα χρόνια δεν έχω σχεδόν καμία βεβαιότητα

Όταν έκανα την ταινία Ο άνθρωπος που ενόχλησε το σύμπαν...

...Την οποία παρακολούθησα χτες το βράδυ, για να τη «φρεσκάρω» στη μνήμη μου.

...συμμετείχαν ωραίοι άνθρωποι, μπορώ να το λέω κι εγώ, τώρα που έχουν περάσει 17-18 χρόνια- είναι σαν να την έχει κάνει κάποιος άλλος. Σε αυτή την ταινία δεν ξεκινάω από φιλανθρωπική διάθεση, ούτε ακτιβιστική. Aυτά είναι παρεπόμενα. Ξεκινάω από την αγωνία ως άνθρωπος να ανακαλύψω τι είναι η τρέλα. Τυχαία αυτοί είναι μέσα και τυχαία οι περισσότεροι από μας έξω- δεν επέλεξε κανείς τα κάγκελα του ψυχιατρείου. Tαυτόχρονα, αυτή η οριακή κατάσταση επιτρέπει στον άνθρωπο να βιώσει αφιλτράριστες πολλές εμπειρίες. Η τρέλα είναι κάτι που κλονίζει τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού. Οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου έβγαλαν κάτι πολύ πλούσιο, που αποτελεί τεράστιο μάθημα.

 
Από αυτή την εσωτερική ανάγκη, της γνωριμίας με ανθρώπους που «περπατάνε στα όρια κάποιων καταστάσεων», προέκυψαν κι οι συναντήσεις με τους υπόλοιπους «χαρακτήρες» σας;

Κυρίως ξεκινούν από κει. Αλλά εδώ πρέπει να σου εξομολογηθώ μια άλλη μεγάλη αλήθεια, που σιγά σιγά νιώθω, ότι ο κάθε άνθρωπος έχει την ιστορία του και το ενδιαφέρον του. Το να φτιάξεις μια ταινία ντοκιμαντέρ- γιατί αυτό ξέρω να κάνω- είναι μια υιοθεσία. Όλοι οι άνθρωποι και τα περιστατικά που μπορεί να περιλαμβάνονται σε μια ταινία υπήρχαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Κάποια στιγμή οι συγκυρίες της ζωής σε κάνουν να «κουτουλήσεις» πάνω τους. Είναι σαν να σου άφησαν ένα μωρό έξω από την πόρτα σου και να εναπόκειται σε σένα τι θα το κάνεις: θα το αφήσεις να πεθάνει, ή θα το υιοθετήσεις; Μια τέτοια «υιοθεσία» συμβαίνει και με τους ανθρώπους που εμφανίζονται στις ταινίες μου κι έπειτα αρχίζει η περιπέτεια. Κυρίως με ενδιαφέρει να φέρω τον συνομιλητή μου σε βολική θέση για τον ίδιο: από το πού θα κάτσει, μέχρι την κουβέντα που θα κάνουμε, σαν δυο φίλοι. Nα μου πει τον πόνο, το όνειρό του, τη χαρά του.

 
Στο ΜΕΤΑΞΑ, ακούγοντας το χρόνο υπάρχει, θυμάμαι, ένας άνθρωπος, ο Βασίλης ο Τριφύλλης, με ένα κίτρινο μπλουζάκι, ο οποίος προς το τέλος της ταινίας αρχίζει να μιλάει για τις μάσκες που φοράει ο καθένας στη ζωή του. Αυτός ο άνθρωπος ζήτημα είναι αν είχε τελειώσει το Δημοτικό. Ήταν αποθηκάριος στην Ελαΐδα και ζούσε κάπου στη Νίκαια σε ένα φτωχικό, λαϊκό σπίτι, σε ένα περιβάλλον όπου το θρησκευτικό στοιχείο ήταν έντονο, με μια γυναίκα, η οποία τον πρόσεχε, αλλά ήταν και νευρωτικά προστατευτική. Κάποια στιγμή τον ρωτάω «τι σου αρέσει, τι σε ευχαριστεί;». Και τότε αρχίζει να ξεδιπλώνεται ένας άλλος άνθρωπος, να βγάζει μια τέτοια ευαισθησία, τόσο πυκνό και στέρεο λόγο, που αναρωτιέσαι από πού προέκυψε. Τεράστια έκπληξη. Του είμαι ευγνώμων.

Όλη η ιστορία του ντοκιμαντέρ ξεκίνησε από έναν γιατρό, τον Νίκο τον Καρβούνη, ο οποίος είχε αρρωστήσει και παίζει στην ταινία, κι αυτός μου πρότεινε να γίνει. Τα περισσότερα πρόσωπα μου τα πρότεινε, επίσης, ο ίδιος και το ένα έφερε το άλλο.

Την Ολυμπία πώς θα την περιγράφατε ως άνθρωπο;

Η Ολυμπία είναι ίσως ότι πιο δύσκολο έχω γυρίσει. Η ιστορία της συνδέεται με το ΜΕΤΑΞΑ, γιατί στη δεύτερη προβολή του στη Θεσσαλονίκη (σημ.: στο 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2012) παρευρισκόταν ένας γιατρός, πνευμονολόγος. Είδε την ταινία και 2 χρόνια μετά έτυχε να έχει αυτό το περιστατικό, ήταν ο γιατρός της. Με πήρε τηλέφωνο και προθυμοποιήθηκε να μου κάνει τα έξοδα. Ανέβηκα, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη, αφού είχε πρώτα μιλήσει με την οικογένεια, και τους επισκεφτήκαμε. Μια γλυκύτατη οικογένεια, πολύ φιλόξενη και ζεστή, μια Ολυμπία περίπου στην κατάσταση που εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ, ένα γλυκύτατο κορίτσι. Τα πράγματα, όμως, είναι δύσκολα και βαριά. Φεύγοντας από κει, λέω στο γιατρό «έχει ενδιαφέρον, αλλά δεν έχω αντοχές, δεν μπορώ άλλο» και τότε γυρνά και μου λέει: «Μα για αυτό φώναξα εσένα». Με «τούμπαρε».

 
Μετά από καμιά δεκαριά μέρες επιστρέφω με την Θέκλα την Μαλάμου, έναν πολύ ικανό κι ευχάριστο άνθρωπο, για να κάνει τη φωτογραφία. Χωρίς άλλο συνεργείο, καθόμαστε 4 μέρες. Εισπράξαμε όσα εισπράξαμε. Είναι μια λαϊκή οικογένεια: τα παιδιά του σογιού μπαινοβγαίνουν, ο παππούς είναι μουσικός που παίζει σε πανηγύρια, η μάνα παιδί μεταναστών που έχει γεμίσει το σπίτι εικονίσματα, χωρίς όμως να θυμίζει νευρωτική θεούσα. Πίστευε με τον τρόπο που πίστευε ο πατέρας ή η μάνα μου. Με τον ίδιο τρόπο που, παρά τα προσωπικά μου πιστεύω, μπορεί να με δεις στον Επιτάφιο ή να μπω σε ένα εκκλησάκι να πω ένα «γεια». Υπήρχε κι η Ολυμπία. Δεν ξέρω πού εβρισκε τη δύναμη. Η κατάστασή της ήταν πολύ κρίσιμη, ήξερα ότι δε θα κρατούσε πολύ. Η ίδια είχε πάρει τεράστια δύναμη από τη γέννηση του παιδιού. Έχω ένα σκηνικό, όπου συνυπάρχουν η ζωή κι ο θάνατος σφιχταγκαλιασμένοι. Ο θάνατος κάθεται έξω από την πόρτα με το μαύρο παλτό και παρακολουθεί λέγοντάς σου «εγώ είμαι ο άρχοντας» και ξαφνικά, ενώ εκείνος περιμένει τη λεία του, έχεις έναν άνθρωπο που λέει «θέλω να ζήσω, αγαπώ τον Παναγιώτη», ο οποίος έχει γεννηθεί υγιέστατος- κι όλα αυτά μέσα σε μια μεγάλη αγκαλιά. Δεν ξέρω μέσα της τι πίστευε, όπως κι άλλοι στα πρόθυρα του θανάτου, ούτε και μπορούσα να την ρωτήσω.

Αν και φαινομενικά αντιφατικό, ντοκιμαντέρ όπως το ΜΕΤΑΞΑ ή η Ολυμπία αποτελούν μαθήματα ζωής, ανθρωπιάς κι αξιοπρέπειας, παρότι αναφέρονται στη φθορά και το θάνατο.

Αυτή είναι η ζωή. Αυτός, όμως, είναι κι ο δικός σου φόβος του θανάτου, που ενεργοποιείται όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τη φθορά και το θάνατο. Δεν μπορώ να μιλήσω για το πώς διαχειρίζομαι το δικό μου φόβο. Δεν ξέρω πώς τον διαχειρίζομαι, αλλά αυτό είναι ένα ερώτημα που αφορά τον κάθε πολιτισμό. Μέσα μου πιστεύω ότι όλο το ανθρώπινο κατασκεύασμα υπάρχει, για να ξορκίσει το φόβο του θανάτου.

Ξορκίζεται, τελικά;

Παιχνίδια κάνουμε, για να τον ξορκίσουμε. Είναι ωραία, όμως, τα παιχνίδια. Ξαφνικά βλέπεις να βγαίνουν αριστουργήματα, για να ξεχάσει ο άλλος τη θνητότητά του. Τι είναι η ζωή, όμως; Όλα αυτά που περνάμε, αυτό είναι η ζωή. Όρισέ μου την κάπως αλλιώς. Δεν μπορείς, όμως, να αντιμετωπίζεις το θάνατο μοιρολατρικά, να μη σε αφήνει να κάνεις τίποτα. Ακόμη κι αν κάποιος αποφασίσει να αυτοκτονήσει, επειδή δε βλέπει νόημα σε όλα αυτά, δέχομαι την απόφασή του. Παρότι έχω γευτεί γενναιόδωρα τη ζωή, δεν πρέπει να είμαι αχάριστος, απέναντι σε κάποιον που φιλοσοφικά υποστηρίζει  αυτή τη θέση δεν έχω σοβαρότατα επιχειρήματα, για να του πω «μην το κάνεις».

Από την επικοινωνία σας με τους καρκινοπαθείς και τις όποιες αντιδράσεις του κοινού, θεωρείτε ότι ως κοινωνία έχουμε μάθει, με τα χρόνια, λίγο περισσότερο να τα συζητάμε αυτά τα θέματα, εν προκειμένω του καρκίνου, ή παραμένουν ζητήματα ταμπού κρυμμένα πίσω από λέξεις όπως η «επάρατος» κ.λπ;

Κοίταξε, Γιάννη, σίγουρα έχουν αλλάξει κάποια πράγματα, γιατί τα κρούσματα του καρκίνου είναι πολύ σύνηθες φαινόμενο πλέον. Δεν μπορείς να το κρύβεις συνέχεια, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας εξακολουθεί να είναι πίσω σε αυτό το πράγμα. Φοβάται, δεν το λέει, το θεωρεί σαν στίγμα. Ας πούμε, όταν οι προβολές του ΜΕΤΑΞΑ γίνονται σε κάποιο σύλλογο που έχει σχέση με καρκινοπαθείς, η προσέλευση μπορεί να είναι αθρόα. Στην Ταινιοθήκη δε συνέβη κάτι τέτοιο. Αλλά και πολλοί φίλοι, που ξέρουν τη δουλειά μου, δεν ήρθαν επειδή άκουσαν το θέμα.

Περιγράψτε μου τη δικιά σας σχέση ζωής με το ντοκιμαντέρ.

Το ντοκιμαντέρ έχει μια άγρια ομορφιά. Όταν τέλειωνα τη Σχολή Χατζίκου, οι περισσότεροι είχαμε την εντύπωση ότι ντοκιμαντέρ είναι κάτι που αφορά αρχαιολογικά, ιστορικά, φυσιολατρικά θέματα. Ευτυχώς που βρέθηκα στη Γαλλία με μια υποτροφία κι ήρθα σε επαφή με το μεταπολεμικό ανθρωποκεντρικό ντοκιμαντέρ, οπότε ξαφνικά ανακάλυψα μια διάσταση που δεν είχα στο νου μου κι ήταν πολύ κοντά στο χαρακτήρα μου και στις σχέσεις που αναπτύσσω με τους ανθρώπους και δεν είχα πια ανάγκη ούτε από σενάρια, ούτε από ηθοποιούς. Η ίδια η ζωή με τροφοδοτούσε συνέχεια με ένα σωρό πράγματα. Η πρώτη μου γλυκιά αίσθηση από το ντοκιμαντέρ είναι η γνωριμία με τον άλλο, τον διαφορετικό. Όλα τα μίση, οι εθνικισμοί είναι απόρροια φόβου: δεν ξέρουμε τίποτε για τον άλλο κι απλά το στερημένο κομμάτι της δικιάς μας ζωής έρχεται να προστεθεί και να επενδυθεί πάνω στη φιγούρα του, εισπράττοντάς τον ως τη μόνιμη απειλή. Δεν είναι έτσι ο άλλος. Όπως πονάς, υποφέρεις, έχεις αγωνίες κι έγνοια πώς θα φέρεις βόλτα τη ζωή, έτσι είναι κι αυτός. Στο ντοκιμαντέρ, λοιπόν, ερχόμενος σε επαφή με το πρόσωπο της διπλανής πόρτας, το γνωρίζεις και στο τέλος βγαίνει το πέπλο της απειλής και του φόβου. Αυτή η δυνατότητα γνωριμίας και μοιράσματος με τον άλλο είναι η γοητεία του ανθρωποκεντρικού ντοκιμαντέρ. Όλες οι ιστορίες είναι μπροστά μας, έχουν ειπωθεί. Αυτό που έχει σημασία είναι η αισθητική και το στιλ, με τα οποία αφηγεισαι την ιστορία, τι σου βγάζει ο άνθρωπος, τι «κέντημα» μπορεί να κάνει κι έπειτα, μπαίνοντας στη διαδικασία του μοντάζ, πώς θα μεταφέρεις αυτό που σου έχει μείνει ως αίσθηση.

Αν ήθελα να δώσω ένα ιδανικό τίτλο στις δουλειές μου, αυτός είναι πως όλες αυτές είναι ιστορίες εμπιστοσύνης ανάμεσα σε ανθρώπους. Είναι μια δύσκολη διαδικασία. Κι ευτυχώς με τους περισσότερους παραμένουμε πολύ φίλοι και μετά την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ. Πρέπει να την «ποτίζεις» αυτή τη φιλία. Και συνέχεια ζητάει. Δεν έχεις το ηθικό δικαίωμα να αφήσεις σύξυλο τον άλλο, αφότου σου έχει ανοίξει την καρδιά του. Δεν είναι μόνο για την πάρτη μας τα πράγματα.

 
Το ντοκιμαντέρ Ολυμπία του Σταύρου Ψυλλάκη, μετά τη πανελλήνια πρεμιέρα του στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε το βραβείο κοινού, προβάλλεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος τη Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου, 19:00, στα πλαίσια του 21ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας- Νύχτες Πρεμιέρας, ενώ σύντομα θα προβληθεί και σε εμπορική διανομή.

Στο μεταξύ, ο Σταύρος Ψυλλάκης ολοκλήρωσε την καινούρια του δουλειά Το μέσα φως, που έκανε το φεστιβαλικό της ντεμπούτο τον Αύγουστο, στα πλαίσια του 2ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Ιεράπετρας, ενώ έχει επιλεγεί και στο 3ο  Φεστιβάλ AegeanDocs (28 Σεπτεμβρίου- 4 Οκτωβρίου).

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Jan Švankmajer: «Λειτουργώ παιδιάστικα, έτσι δε μετανιώνω για τίποτε!»


Σκηνοθέτης, κουκλοπαίχτης, ανιματέρ, γλύπτης, συγγραφέας, ο Τσέχος σουρεαλιστής Jan Švankmajer είναι ένας ζωντανός θρύλος. Γεννημένος στην Πράγα το 1934, είναι κυρίως γνωστός για τη χρήση τρισδιάστατων stop-motion τεχνικών στη δημιουργία animation, έχει γυρίσει από το 1964 περισσότερες από 30 μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες, έχει επηρεάσει πολλούς σπουδαίους σκηνοθέτες, από τον Karel Zeman μέχρι τον Terry Gilliam και τους αδερφούς Quay, ενώ ετοιμάζει και καινούρια ταινία! Τον θυμάμαι αγέρωχο, ευθυτενή και νευρώδη να διανύει, με βήμα εφηβικό, την απόσταση έως το ξενοδοχείο Thermal μέσα στο ομιχλώδες, βροχερό απομεσήμερο, λίγες ώρες μετά από άλλη μια βράβευσή του στις 10 Ιουλίου 2014 στο Φεστιβάλ του Κάρλοβυ Βάρυ και μένα να ζηλεύω τα 80 του χρόνια. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 2015 ο Jan Švankmajer γιορτάζει τα 81 του χρόνια! Τον ευχαριστώ για τα κινηματογραφικά «μονοπάτια» που έχει ανοίξει και για τη συνομιλία μαζί του, που ακολουθεί.

 
Ποιο στοιχείο σας προσέλκυσε στις διάφορες μορφές τέχνης, κατ’ αρχήν;

Η παιδική ηλικία είναι η πιο σημαντική πηγή δημιουργικής φαντασίας. Για αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να μην κλείνεις την πόρτα σου σε αυτή. Μια από τις «αποφασιστικές συναντήσεις» ήταν ένα χριστουγεννιάτικο δώρο, το οποίο κάποτε μου δόθηκε από τον πατέρα μου. Όταν ήμουν 8 χρονών, μου έδωσε ένα οικογενειακό κουκλοθέατρο. Για μένα, που ήμουν ένα εσωστρεφές παιδί, ήταν ένα ανεκτίμητο δώρο. Μέσω το θεάτρου μπόρεσα να απορρίψω τους «λογαριασμούς» μου με τον κόσμο των ενηλίκων. Κάπου εδώ εντοπίζω τη βασική μου στάση απέναντι στη δημιουργικότητα, η οποία εναντιώνεται στην καλαισθησία. Κάπου εδώ ξεκίνησε. «Μετράω» όλη μου τη ζωή με αυτό το δώρο.

Πώς ορίζετε και πώς βιώνετε το σουρεαλισμό, και ποια είναι η επικαιρότητά του στη σύγχρονη κοινωνία;

Για μένα, ο σουρεαλισμός εξακολουθεί να παραμένει ένα είδος εναλλακτικής για τους ανθρώπους που δεν είναι ικανοποιημένοι με την κατάσταση του πολιτισμού μας.

Γιατί νομίζετε ότι η πρώην Τσεχοσλοβακία κι η Πράγα, συγκεκριμένα, υπήρξαν τόσο ενεργά κέντρα σουρεαλιστικής πολιτιστικής δραστηριότητας κατά το παρελθόν;

Έχω μια εντελώς προσωπική εξήγηση για αυτό. Ο καιρός του Ροδόλφου του Δευτέρου (σημ.: αυτοκράτορας των Αψβούργων και πάτρονας των καλλιτεχνών και των μάγων, ο οποίος κατοικούσε στην Πράγα το 16ο αιώνα) με το μανιερισμό του που «λιπάνθηκε» με την αλχημεία και τη μαγεία, τις οποίες αυτός ο Αψβούργος αυτοκράτορας απόλαυσε τόσο πολύ στη Βοημία, άφησε ένα ανεξίτηλο ίχνος. Η ατμόσφαιρα αυτής της disegno interno (σημ.: κατά τον Πλωτίνο, πρόκειται για μια σπίθα από τη φωτιά της θείας διάνοιας που εκδηλώνεται στο νου, εκείνο το τμήμα του μυαλού, το οποίο συμμετέχει στο θείο. Η μορφή εισέρχεται στην ύλη μέσω του σχεδίου κι η διάνοια είναι το εργαλείο που πλάθει τη μορφή), καθώς πιστεύω, απλώς «χύθηκε» στο αρχικό μοντέλο του τσέχικου σουρεαλισμού.

Ποια είναι η σημασία της ψυχανάλυσης για σας- τόσο ως κινηματογραφιστή όσο κι ως άτομο;

Για να είμαι ειλικρινής, η ψυχανάλυση ως θεραπεία δε με ενδιαφέρει πολύ. Είναι, ωστόσο, ενδιαφέρουσα για μένα ως το πιο θαυμαστό, το πιο περίπλοκο ερμηνευτικό σύστημα του κόσμου και του ανθρώπου μέσα σε αυτόν.

 
Η χειροπιαστή διάσταση είναι αισθητή στην ολότητα του έργου σας, κυρίως στο animation. Σκεφτήκατε ποτέ να χρησιμοποιήσετε περισσότερο «σύγχρονες» τεχνικές, βασισμένες στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές;

Έχω συγκεκριμένες επιφυλάξεις. Μια τέτοια τεχνική δεν περιλαμβάνει τη χειροπιαστή διάσταση, για αυτό και τη θεωρώ περιορισμένης ποιότητας. Δεν την υπολογίζω στη δουλειά μου. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι έκανα μια λήψη με τη συνδρομή υπολογιστή στον Μικρό Ότικ (2000): είναι η σκηνή, όπου ο Οτεσάνεκ θηλάζει από το στήθος της μητέρας του. Δεν μπορέσαμε να κινηματογραφήσουμε εκείνη την πράξη πειστικά με ένα κλασικό animation. Έτσι, υπάρχουν στιγμές, κατά τις οποίες οι επιφυλάξεις σου πρέπει να παραμερίζονται. Για αυτό το λόγο, τα κινούμενα σχέδια μέσω υπολογιστών είναι απλώς μια τεχνική κι ως τέτοια δεν είναι σημαντική. Αυτό που είναι σημαντικό είναι με τι την τροφοδοτούμε.

Η σχέση σας με τις αρχές δεν έχει υπάρξει ακριβώς ομαλή, φαντάζομαι- κυρίως στη διάρκεια του προηγούμενου καθεστώτος. Πώς καταφέρατε να ξεπεράσετε τις δυσκολίες και τους περιορισμούς και να συνεχίσετε να κινηματογραφείτε, χωρίς να διακινδυνεύετε την καλλιτεχνική σας ακεραιότητα;

Κι εγώ ο ίδιος αναρωτιέμαι για αυτό. Στην πραγματικότητα, λειτουργώ με παιδιάστικο τρόπο, κι έτσι δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσα να επιβιώσω σε αυτό τον κόσμο των λογικών ενηλίκων και, πολύ λιγότερο, να κάνω ό,τι θέλω. Ίσως συνεβη ακριβώς για αυτό το λόγο.

Είστε πηγή έμπνευσης για πολλούς- ομότεχνους και σινεφίλ, εξίσου. Έχετε ποτέ φοβηθεί μήπως εξελιχτείτε σε είδωλο, σε μύθο; Σε μια θεσμική φιγούρα, με λίγα λόγια.

Ειλικρινά, δε με απασχολεί κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον εδώ στην Τσεχία δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος!

Σχεδιάζετε, επίσης, να γυρίσετε μια καινούρια ταινία, με τον τίτλο Insects (Έντομα), που είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει το 2018. Θα μπορούσατε, ίσως, να πείτε κάτι περισσότερο για αυτό το εγχείρημα;

Έχω ένα καινούριο σενάριο για μια μεγάλου μήκους ταινία. Το θέμα εμπνέεται ελεύθερα από το From the insect life  (Από τη ζωή των εντόμων, 1922), ένα θεατρικό έργο των αδερφών Karel και Josef Čapek (σημ.: Karel Čapek, 1890–1938, Τσεχοσλοβάκος συγγραφέας, Josef Čapek, 1887–1945, Τσεχοσλοβάκος ζωγράφος αντιπολεμικών και πρωτοποριακών έργων, ο οποίος πέθανε σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης). Στο σενάριό μου, ερασιτέχνες ηθοποιοί ετοιμάζονται για τη δεύτερη πράξη (Looters, Πλιατσικολόγοι) του θεατρικού των αδερφών Čapek. Η μοίρα των ηθοποιών διαπλέκεται με τις τύχες των χαρακτήρων του έργου. Ο Κάφκα μπερδεύεται, για μένα, λίγο σε αυτό. Θα είναι, κατά κύριο λόγο, μία ταινία με ηθοποιούς, με παρεμβολές τρικ. Αναζητούμε χρήματα, για να την υλοποιήσουμε.

Κοιτάζοντας προς τα πίσω, υπάρχει κάποιος ή κάτι που σας λείπει; Ή κάτι, το οποίο, με την εκ των υστέρων πείρα ζωής σας, θα είχατε κάνει διαφορετικά;

Όπως ήδη επισήμανα, λειτουργώ με παιδιάστικο τρόπο- κι είναι γνωστό ότι όσοι λειτουργούν έτσι δε μετανιώνουν για τίποτε!

Περισσότερες πληροφορίες για τον Jan Švankmajer και το έργο του μπορείτε να αναζητήσετε, μεταξύ άλλων, και στο επίσημο site της εταιρείας παραγωγής πολλών από τις ταινίες του από το 1987 κι εξής Athanor http://www.athanor.cz/

Ευχαριστώ θερμά τον Bruno Solarik, μέλος (όπως άλλωστε κι ο Jan Švankmajer) της Ομάδας των Τσεχο-Σλοβάκων Σουρεαλιστών (http://www.analogon.cz/), για τη μετάφραση της συνέντευξης από τα τσέχικα στα αγγλικά και την υπομονή του!

Ο Jan Švankmajer στο Κάρλοβυ Βάρυ, 10 Ιουλίου 2014 (Φωτογραφία: Milan Malíček)