Άνθρωπος
σπάνιας ευγένειας και σεμνότητας και, συνάμα, από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους του ανθρωποκεντρικού ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα, ο Σταύρος Ψυλλάκης είναι, επιπλέον, ένας χειμαρρώδης, αν και χαμηλών τόνων, συνομιλητής, με βλέμμα διαπεραστικό και σπινθηροβόλο. Συναντηθήκαμε πρόσφατα στα Εξάρχεια, με
αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ του Ολυμπία, το οποίο έχει ως κεντρικό «ήρωα»
την 33χρονη καρκινοπαθή έγκυο Ολυμπία. Το ντοκιμαντέρ προβάλλεται στα
πλαίσια του 21ου Διεθνoύς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της
Αθήνας- Νύχτες Πρεμιέρας (Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου, Ταινιοθήκη της Ελλάδος, 19:00).
Γιατί
οι άνθρωποι κατέχουν τόσο κεντρικό ρόλο σε όλες σας τις δουλειές;
Στις ταινίες μου συνήθως
δεν κάνω τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από ό,τι κάνω στη ζωή μου. Τι αναζητώ
και ποιον συναναστρέφομαι. Δεν είμαι ένας άνθρωπος που βιώνει το γίγνεσθαι στην
ιστορική του διάσταση. Ναι μεν διαβάζω και ενημερώνομαι, αλλά πολύ περισσότερο
με ενδιαφέρουν οι ίδιοι οι άνθρωποι κι οι ανθρώπινες ιστορίες και στα πλαίσια
του συγχρωτισμού με τους ανθρώπους μπορεί να μου βγουν τα καλύτερα και τα χειρότερα
συναισθήματα. Δεν είναι πως ξεκινάω από μια μεγάλη πίστη κι εκτίμηση για το
ανθρώπινο γένος- περισσότερο το αντίθετο ισχύει, θα έλεγα. Προσπαθώ να βρω «ψήγματα»
ανθρώπων και να τσιγκλίσω κάποιες καταστάσεις, κατά τις οποίες οι άνθρωποι
δικαιώνουν με την παρουσία τους αυτό το ίδιο το γεγονός της ζωής. Ούτε ως
δούλοι ήρθαμε, ούτε για να γίνουμε κομμάτια ενός μεγάλου οικονομικού και
παραγωγικού συστήματος. Αν μέσα στη ζωή μας δεν μπουν το όνειρο, η μαγεία, το
παράλογο, όλα τα υπόλοιπα φαίνονται λίγα. Σε σχέση με τον προσωπικό τρόπο που
βιώνω τη ζωή, με ενδιαφέρουν, λοιπόν, οι άνθρωποι πάρα πολύ. Προσπαθώ, έτσι, να
ανακαλύψω γιατί μπαίνουν στις περιπέτειες που μπαίνουν και γιατί ορισμένοι από
αυτούς, από επιλογή ή από συγκυρία, συμβαίνει συχνά να περπατάνε στα όρια
κάποιων καταστάσεων. Δεν κατηγορώ κανέναν, ούτε είμαι εισαγγελέας ή κάποιος που
ξέρει ποιο είναι το καλό και τι πρέπει να γίνει στον κόσμο. Δεν ξέρω τίποτε, κι
όσο περνούν τα χρόνια δεν έχω σχεδόν καμία βεβαιότητα
Όταν έκανα την ταινία Ο άνθρωπος που ενόχλησε το σύμπαν...
...Την
οποία παρακολούθησα χτες το βράδυ, για να τη «φρεσκάρω» στη μνήμη μου.
...συμμετείχαν ωραίοι
άνθρωποι, μπορώ να το λέω κι εγώ, τώρα που έχουν περάσει 17-18 χρόνια- είναι
σαν να την έχει κάνει κάποιος άλλος. Σε αυτή την ταινία δεν ξεκινάω από
φιλανθρωπική διάθεση, ούτε ακτιβιστική. Aυτά είναι παρεπόμενα. Ξεκινάω από την
αγωνία ως άνθρωπος να ανακαλύψω τι είναι η τρέλα. Τυχαία αυτοί είναι μέσα και
τυχαία οι περισσότεροι από μας έξω- δεν επέλεξε κανείς τα κάγκελα του
ψυχιατρείου. Tαυτόχρονα, αυτή η οριακή κατάσταση επιτρέπει στον άνθρωπο να
βιώσει αφιλτράριστες πολλές εμπειρίες. Η τρέλα είναι κάτι που κλονίζει τα
θεμέλια του δυτικού πολιτισμού. Οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου έβγαλαν κάτι πολύ
πλούσιο, που αποτελεί τεράστιο μάθημα.
Από
αυτή την εσωτερική ανάγκη, της γνωριμίας με ανθρώπους που «περπατάνε στα όρια κάποιων καταστάσεων», προέκυψαν κι οι
συναντήσεις με τους υπόλοιπους «χαρακτήρες» σας;
Κυρίως ξεκινούν από κει.
Αλλά εδώ πρέπει να σου εξομολογηθώ μια άλλη μεγάλη αλήθεια, που σιγά σιγά νιώθω,
ότι ο κάθε άνθρωπος έχει την ιστορία του και το ενδιαφέρον του. Το να φτιάξεις
μια ταινία ντοκιμαντέρ- γιατί αυτό ξέρω να κάνω- είναι μια υιοθεσία. Όλοι οι
άνθρωποι και τα περιστατικά που μπορεί να περιλαμβάνονται σε μια ταινία
υπήρχαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Κάποια στιγμή οι συγκυρίες της
ζωής σε κάνουν να «κουτουλήσεις» πάνω τους. Είναι σαν να σου άφησαν ένα μωρό
έξω από την πόρτα σου και να εναπόκειται σε σένα τι θα το κάνεις: θα το αφήσεις
να πεθάνει, ή θα το υιοθετήσεις; Μια τέτοια «υιοθεσία» συμβαίνει και με τους
ανθρώπους που εμφανίζονται στις ταινίες μου κι έπειτα αρχίζει η περιπέτεια.
Κυρίως με ενδιαφέρει να φέρω τον συνομιλητή μου σε βολική θέση για τον ίδιο:
από το πού θα κάτσει, μέχρι την κουβέντα που θα κάνουμε, σαν δυο φίλοι. Nα μου
πει τον πόνο, το όνειρό του, τη χαρά του.
Στο ΜΕΤΑΞΑ, ακούγοντας το χρόνο
υπάρχει, θυμάμαι, ένας άνθρωπος, ο Βασίλης ο Τριφύλλης, με ένα κίτρινο
μπλουζάκι, ο οποίος προς το τέλος της ταινίας αρχίζει να μιλάει για τις μάσκες
που φοράει ο καθένας στη ζωή του. Αυτός ο άνθρωπος ζήτημα είναι αν είχε
τελειώσει το Δημοτικό. Ήταν αποθηκάριος στην Ελαΐδα και ζούσε κάπου στη Νίκαια
σε ένα φτωχικό, λαϊκό σπίτι, σε ένα περιβάλλον όπου το θρησκευτικό στοιχείο
ήταν έντονο, με μια γυναίκα, η οποία τον πρόσεχε, αλλά ήταν και νευρωτικά
προστατευτική. Κάποια στιγμή τον ρωτάω «τι
σου αρέσει, τι σε ευχαριστεί;». Και τότε αρχίζει να ξεδιπλώνεται ένας άλλος
άνθρωπος, να βγάζει μια τέτοια ευαισθησία, τόσο πυκνό και στέρεο λόγο, που
αναρωτιέσαι από πού προέκυψε. Τεράστια έκπληξη. Του είμαι ευγνώμων.
Όλη η ιστορία του
ντοκιμαντέρ ξεκίνησε από έναν γιατρό, τον Νίκο τον Καρβούνη, ο οποίος είχε
αρρωστήσει και παίζει στην ταινία, κι αυτός μου πρότεινε να γίνει. Τα
περισσότερα πρόσωπα μου τα πρότεινε, επίσης, ο ίδιος και το ένα έφερε το άλλο.
Την
Ολυμπία πώς θα την περιγράφατε ως άνθρωπο;
Η Ολυμπία είναι ίσως ότι πιο δύσκολο έχω γυρίσει. Η ιστορία της
συνδέεται με το ΜΕΤΑΞΑ, γιατί στη
δεύτερη προβολή του στη Θεσσαλονίκη (σημ.: στο 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ
Θεσσαλονίκης το 2012) παρευρισκόταν ένας γιατρός, πνευμονολόγος. Είδε την
ταινία και 2 χρόνια μετά έτυχε να έχει αυτό το περιστατικό, ήταν ο γιατρός της.
Με πήρε τηλέφωνο και προθυμοποιήθηκε να μου κάνει τα έξοδα. Ανέβηκα, λοιπόν,
στη Θεσσαλονίκη, αφού είχε πρώτα μιλήσει με την οικογένεια, και τους
επισκεφτήκαμε. Μια γλυκύτατη οικογένεια, πολύ φιλόξενη και ζεστή, μια Ολυμπία περίπου
στην κατάσταση που εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ, ένα γλυκύτατο κορίτσι. Τα
πράγματα, όμως, είναι δύσκολα και βαριά. Φεύγοντας από κει, λέω στο γιατρό «έχει ενδιαφέρον, αλλά δεν έχω αντοχές, δεν
μπορώ άλλο» και τότε γυρνά και μου λέει: «Μα για αυτό φώναξα εσένα». Με «τούμπαρε».
Μετά από καμιά δεκαριά
μέρες επιστρέφω με την Θέκλα την Μαλάμου, έναν πολύ ικανό κι ευχάριστο άνθρωπο,
για να κάνει τη φωτογραφία. Χωρίς άλλο συνεργείο, καθόμαστε 4 μέρες. Εισπράξαμε
όσα εισπράξαμε. Είναι μια λαϊκή οικογένεια: τα παιδιά του σογιού
μπαινοβγαίνουν, ο παππούς είναι μουσικός που παίζει σε πανηγύρια, η μάνα παιδί
μεταναστών που έχει γεμίσει το σπίτι εικονίσματα, χωρίς όμως να θυμίζει
νευρωτική θεούσα. Πίστευε με τον τρόπο που πίστευε ο πατέρας ή η μάνα μου. Με
τον ίδιο τρόπο που, παρά τα προσωπικά μου πιστεύω, μπορεί να με δεις στον
Επιτάφιο ή να μπω σε ένα εκκλησάκι να πω ένα «γεια». Υπήρχε κι η Ολυμπία. Δεν
ξέρω πού εβρισκε τη δύναμη. Η κατάστασή της ήταν πολύ κρίσιμη, ήξερα ότι δε θα
κρατούσε πολύ. Η ίδια είχε πάρει τεράστια δύναμη από τη γέννηση του παιδιού.
Έχω ένα σκηνικό, όπου συνυπάρχουν η ζωή κι ο θάνατος σφιχταγκαλιασμένοι. Ο
θάνατος κάθεται έξω από την πόρτα με το μαύρο παλτό και παρακολουθεί λέγοντάς
σου «εγώ είμαι ο άρχοντας» και
ξαφνικά, ενώ εκείνος περιμένει τη λεία του, έχεις έναν άνθρωπο που λέει «θέλω να ζήσω, αγαπώ τον Παναγιώτη», ο
οποίος έχει γεννηθεί υγιέστατος- κι όλα αυτά μέσα σε μια μεγάλη αγκαλιά. Δεν
ξέρω μέσα της τι πίστευε, όπως κι άλλοι στα πρόθυρα του θανάτου, ούτε και
μπορούσα να την ρωτήσω.
Αν
και φαινομενικά αντιφατικό, ντοκιμαντέρ όπως το ΜΕΤΑΞΑ ή η Ολυμπία
αποτελούν μαθήματα ζωής, ανθρωπιάς κι αξιοπρέπειας, παρότι αναφέρονται στη
φθορά και το θάνατο.
Αυτή είναι η ζωή. Αυτός,
όμως, είναι κι ο δικός σου φόβος του θανάτου, που ενεργοποιείται όταν έρχεσαι
αντιμέτωπος με τη φθορά και το θάνατο. Δεν μπορώ να μιλήσω για το πώς
διαχειρίζομαι το δικό μου φόβο. Δεν ξέρω πώς τον διαχειρίζομαι, αλλά αυτό είναι
ένα ερώτημα που αφορά τον κάθε πολιτισμό. Μέσα μου πιστεύω ότι όλο το ανθρώπινο
κατασκεύασμα υπάρχει, για να ξορκίσει το φόβο του θανάτου.
Ξορκίζεται,
τελικά;
Παιχνίδια κάνουμε, για να
τον ξορκίσουμε. Είναι ωραία, όμως, τα παιχνίδια. Ξαφνικά βλέπεις να βγαίνουν
αριστουργήματα, για να ξεχάσει ο άλλος τη θνητότητά του. Τι είναι η ζωή, όμως; Όλα
αυτά που περνάμε, αυτό είναι η ζωή. Όρισέ μου την κάπως αλλιώς. Δεν μπορείς,
όμως, να αντιμετωπίζεις το θάνατο μοιρολατρικά, να μη σε αφήνει να κάνεις
τίποτα. Ακόμη κι αν κάποιος αποφασίσει να αυτοκτονήσει, επειδή δε βλέπει νόημα
σε όλα αυτά, δέχομαι την απόφασή του. Παρότι έχω γευτεί γενναιόδωρα τη ζωή, δεν
πρέπει να είμαι αχάριστος, απέναντι σε κάποιον που φιλοσοφικά υποστηρίζει αυτή τη θέση δεν έχω σοβαρότατα επιχειρήματα,
για να του πω «μην το κάνεις».
Από
την επικοινωνία σας με τους καρκινοπαθείς και τις όποιες αντιδράσεις του
κοινού, θεωρείτε ότι ως κοινωνία έχουμε μάθει, με τα χρόνια, λίγο περισσότερο
να τα συζητάμε αυτά τα θέματα, εν προκειμένω του καρκίνου, ή παραμένουν
ζητήματα ταμπού κρυμμένα πίσω από λέξεις όπως η «επάρατος» κ.λπ;
Κοίταξε, Γιάννη, σίγουρα
έχουν αλλάξει κάποια πράγματα, γιατί τα κρούσματα του καρκίνου είναι πολύ σύνηθες
φαινόμενο πλέον. Δεν μπορείς να το κρύβεις συνέχεια, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι
της κοινωνίας εξακολουθεί να είναι πίσω σε αυτό το πράγμα. Φοβάται, δεν το
λέει, το θεωρεί σαν στίγμα. Ας πούμε, όταν οι προβολές του ΜΕΤΑΞΑ γίνονται σε κάποιο σύλλογο που έχει σχέση με καρκινοπαθείς,
η προσέλευση μπορεί να είναι αθρόα. Στην Ταινιοθήκη δε συνέβη κάτι τέτοιο. Αλλά
και πολλοί φίλοι, που ξέρουν τη δουλειά μου, δεν ήρθαν επειδή άκουσαν το θέμα.
Περιγράψτε
μου τη δικιά σας σχέση ζωής με το ντοκιμαντέρ.
Το ντοκιμαντέρ έχει μια
άγρια ομορφιά. Όταν τέλειωνα τη Σχολή Χατζίκου, οι περισσότεροι είχαμε την
εντύπωση ότι ντοκιμαντέρ είναι κάτι που αφορά αρχαιολογικά, ιστορικά,
φυσιολατρικά θέματα. Ευτυχώς που βρέθηκα στη Γαλλία με μια υποτροφία κι ήρθα σε
επαφή με το μεταπολεμικό ανθρωποκεντρικό ντοκιμαντέρ, οπότε ξαφνικά ανακάλυψα μια
διάσταση που δεν είχα στο νου μου κι ήταν πολύ κοντά στο χαρακτήρα μου και στις
σχέσεις που αναπτύσσω με τους ανθρώπους και δεν είχα πια ανάγκη ούτε από
σενάρια, ούτε από ηθοποιούς. Η ίδια η ζωή με τροφοδοτούσε συνέχεια με ένα σωρό
πράγματα. Η πρώτη μου γλυκιά αίσθηση από το ντοκιμαντέρ είναι η γνωριμία με
τον άλλο, τον διαφορετικό. Όλα τα μίση, οι εθνικισμοί είναι απόρροια φόβου: δεν
ξέρουμε τίποτε για τον άλλο κι απλά το στερημένο κομμάτι της δικιάς μας ζωής
έρχεται να προστεθεί και να επενδυθεί πάνω στη φιγούρα του, εισπράττοντάς τον ως
τη μόνιμη απειλή. Δεν είναι έτσι ο άλλος. Όπως πονάς, υποφέρεις, έχεις αγωνίες
κι έγνοια πώς θα φέρεις βόλτα τη ζωή, έτσι είναι κι αυτός. Στο ντοκιμαντέρ,
λοιπόν, ερχόμενος σε επαφή με το πρόσωπο της διπλανής πόρτας, το γνωρίζεις και
στο τέλος βγαίνει το πέπλο της απειλής και του φόβου. Αυτή η δυνατότητα γνωριμίας
και μοιράσματος με τον άλλο είναι η γοητεία του ανθρωποκεντρικού ντοκιμαντέρ.
Όλες οι ιστορίες είναι μπροστά μας, έχουν ειπωθεί. Αυτό που έχει σημασία είναι
η αισθητική και το στιλ, με τα οποία αφηγεισαι την ιστορία, τι σου βγάζει ο
άνθρωπος, τι «κέντημα» μπορεί να κάνει κι έπειτα, μπαίνοντας στη διαδικασία του
μοντάζ, πώς θα μεταφέρεις αυτό που σου έχει μείνει ως αίσθηση.
Αν ήθελα να δώσω ένα
ιδανικό τίτλο στις δουλειές μου, αυτός είναι πως όλες αυτές είναι ιστορίες
εμπιστοσύνης ανάμεσα σε ανθρώπους. Είναι μια δύσκολη διαδικασία. Κι ευτυχώς με
τους περισσότερους παραμένουμε πολύ φίλοι και μετά την ολοκλήρωση του
ντοκιμαντέρ. Πρέπει να την «ποτίζεις» αυτή τη φιλία. Και συνέχεια ζητάει. Δεν έχεις
το ηθικό δικαίωμα να αφήσεις σύξυλο τον άλλο, αφότου σου έχει ανοίξει την
καρδιά του. Δεν είναι μόνο για την πάρτη μας τα πράγματα.
Το ντοκιμαντέρ Ολυμπία
του Σταύρου Ψυλλάκη, μετά τη
πανελλήνια πρεμιέρα του στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου
απέσπασε το βραβείο κοινού, προβάλλεται
στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος τη Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου, 19:00, στα πλαίσια του 21ου Διεθνούς Φεστιβάλ
Κινηματογράφου της Αθήνας- Νύχτες
Πρεμιέρας, ενώ σύντομα θα προβληθεί και σε εμπορική διανομή.
Στο μεταξύ, ο Σταύρος
Ψυλλάκης ολοκλήρωσε την καινούρια του δουλειά Το μέσα φως, που έκανε το
φεστιβαλικό της ντεμπούτο τον Αύγουστο, στα πλαίσια του 2ου Διεθνούς
Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Ιεράπετρας, ενώ έχει επιλεγεί και στο 3ο Φεστιβάλ AegeanDocs (28
Σεπτεμβρίου- 4 Οκτωβρίου).