Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Ρίγα: η μητρόπολη της Βαλτικής





Απλωμένη στις όχθες του ποταμού Νταούγκαβα (Daugava), είναι η μεγαλύτερη πόλη στη Βαλτική και, ταυτόχρονα, ένα υπαίθριο μουσείο art nouveau τεχνοτροπίας, ενώ το ιστορικό κέντρο της έχει κηρυχτεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO το 1997. Φημίζεται για τα κομψά πάρκα της, χαρακτηρίζεται, όμως, και από ορατές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Πρόκειται για τη Ρίγα, την πρωτεύουσα της Λετονίας.


Φτάνω στη Ρίγα οδικώς απογευματάκι, μετά από μια ακόμη αναζωογονητική επίσκεψη-"αστραπή" στο νεανικό Βίλνιους, την πρωτεύουσα της γειτονικής Λιθουανίας. Ο καιρός, γλυκός και δροσερός, με μια οσμή βροχής να πλανιέται, ωστόσο, στον αέρα με προδιαθέτει θετικά. Αφού τακτοποιούμαι στο κατάλυμά μου, δε χάνω την ευκαιρία να βγω για την πρώτη μου βόλτα με τα πόδια, τον ιδανικό τρόπο να ανακαλύψεις την πόλη. Ευτυχώς που προνόησα να πάρω και την ομπρέλα μου μαζί, γιατί ένα ψιλόβροχο έχει στο μεταξύ ήδη κάνει την εμφάνισή του, μαζί με ένα τσούρμο Λετονών εφήβων που σχηματίζουν ουρές έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες του κέντρου!


Μέσα σε μόλις δύο ώρες, έχω πάρει μια πρώτη «γεύση» της λιθόστρωτης Παλιάς Πόλης, η οποία "ξεχειλίζει" από ιστορικά κτίρια χρονολογούμενα ακόμα κι από τον 13ο αιώνα! Έχω, επίσης , εντοπίσει το «κεντρικά» της ντόπιας αλυσίδας ζαχαροπλαστείων Εμίλια Γκουστάβα (Emihla Gustava), όπου παρασκευάζεται η βελγικού τύπου χειροποίητη σοκολάτα με το ίδιο όνομα, ανάμεσα σε άλλους γλυκούς πειρασμούς! Στο θέαμα αυτών των πειρασμών, το στομάχι μου αρχίζει να γουργουρίζει με δυσαρέσκεια. Για να το… καθησυχάσω, αναζητώ πυρετωδώς εστιατόριο.


Στη Ρίγα υπάρχουν, σε γενικές γραμμές, δυο κατηγορίες εστιατορίων: αυτά που απευθύνονται περισσότερο σε ξένους και στη λετονική "ελίτ" και τα… υπόλοιπα, τα οποία παραπλανητικά ονομάζονται cafés, θαμώνες των οποίων είναι, κυρίως, οι ντόπιοι. Στα πρώτα, ο χώρος θυμίζει κατά κανόνα οτιδήποτε άλλο εκτός από Λετονία, οι τιμές είναι όσο ακριβές θα ήταν και στη χώρα…προέλευσής τους και το μενού έχει τόσο λετονικό χαρακτήρα, όσο κι ένα… big mac. Φυσικά, η συνεννόηση στα αγγλικά είναι, ως επί το πλείστον, άψογη. Συνιστώ τα άλλα. Εκεί, η διακόσμηση είναι ρουστίκ, ένα πλήρες γεύμα με επιδόρπιο δεν κοστίζει συνήθως πάνω από 8 ευρώ και συχνά υπάρχει self-service μπουφέ με τοπικές λιχουδιές. Σπάνια, βέβαια, κάποιος σερβιτόρος θα μπορέσει να σε εξυπηρετήσει στα αγγλικά. Μετά από ένα χορταστικό δείπνο που περιλάμβανε καπνιστό σολoμό, ψιλοκομμένα μοσχαρίσια εσκαλόπ, ένα ζουμερό πορτοκάλι κι ένα ποτήρι κέφιρ, την τοπική εκδοχή του ξινόγαλου, επιστρέφω στη… βάση μου για ξεκούραση.




H επόμενη μέρα ξεκινά με ένα γευστικότατο πρωινό στο ήσυχο café Passerella, το οποίο στεγάζεται σε ένα από τα παλαιότερα art nouveau κτίρια της πόλης. Επόμενος σταθμός μου, η εκκλησία του Αγίου Πέτρου (Petera baznica) στην Παλιά Πόλη. Όταν ανεγέρθηκε τον 13ο αιώνα, ήταν ξύλινη. Δυο αιώνες αργότερα, ξαναχτίστηκε από ντόπιους μαστόρους με πέτρα. Από το παρατηρητήριό της, που βρίσκεται σε ύψος 72 (!) μέτρων, μπορείς να απολαύσεις μια ανεπανάληπτη θέα της Παλιάς Πόλης, του περίφημου Καθεδρικού της (Doma baznica), της μεγαλύτερης εκκλησίας στη Βαλτική, και του ποταμού Νταούγκαβα. Το πρωινό ξεροβόρι κυριολεκτικά με διαπερνά, αλλά αισθάνομαι τόσο αναζωογονημένος που δε μου κάνει καρδιά να φύγω. Έπρεπε να αρχίσω να τουρτουρίζω, για να συνειδητοποιήσω ότι, αν δεν ήθελα να αρπάξω ένα αλησμόνητο… βαλτικό κρυολόγημα, έπρεπε σιγά σιγά να κατέβω!




Τα βήματά μου με οδηγούν σε λίγα λεπτά στην Πλατεία Δημαρχείου (Rats laukums), όπου, παραδόξως , δε δεσπόζει το κτίριο του δημαρχείου, αλλά ο απαράμιλλης αισθητικής Οίκος των Blackheads (Melngavlju nams), ένα αρχιτεκτονικό "διαμάντι" που χρονολογείται από τον 14ο αιώνα! Στο κτίριο αυτό, που ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 2001, στεγαζόταν στο παρελθόν η συντεχνία των εργένηδων εμπόρων, των οποίων τα βακχικά γλέντια έχουν αφήσει εποχή… Επί πολλή ώρα χαζεύω αποσβολωμένος την περίτεχνη, αναγεννησιακού ρυθμού, πρόσοψή του, καθώς ακτινοβολεί στον πρωινό ήλιο! Και μάλλον δεν είμαι ο μόνος…


Το σοσιαλιστικού ρεαλισμού κτίριο που φιλοξενεί το Μουσείο της Κατοχής της Λετονίας (Latvijas Okupazijas muzejs) έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με τον Οίκο των Βlackheads στα δεξιά του. Όσο εντυπωσιακός, στα όρια της υπερβολής ίσως, φαντάζει ο πρώτος, τόσο μίζερο είναι το δεύτερο. Αλλά στην περίπτωση του μουσείου, είναι το αντικείμενό του που υπερέχει. Σε τι αφορά; Στη λεπτομερή και εξαιρετικά ψύχραιμη παρουσίαση της Ιστορίας της Λετονίας και κυρίως των διαδοχικών καταλήψεών της, τόσο από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όσο και από τους Ναζί, μέσα από την παράθεση πληθώρας επίσημων εγγράφων, καθώς και πλούσιου φωτογραφικού υλικού.




Ανεξάρτητη, πλέον, από το 1991 και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2004, η Λετονία φαινομενικά βίωνε μέχρι πρότινος ένα οικονομικό "θαύμα" που συνοψιζόταν στο τρίπτυχο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης-ελεγχόμενος πληθωρισμός-χαμηλό ποσοστό ανεργίας. Ο πρόσφατος κύκλος οικονομικής κρίσης αποκάλυψε, ωστόσο, ότι τα θεμέλια αυτού του "θαύματος" ήταν απολύτως σαθρά. Έτσι, η λετονική κυβέρνηση υπήρξε η δεύτερη σε ευρωπαϊκό επίπεδο που αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά την ισλανδική, εν μέσω βίαιης κοινωνικής αναταραχής. Η πλέον ορατή απόδειξη της αυξανόμενης φτώχειας είναι οι γλυκύτατες και εξαιρετικά αξιοπρεπείς μπάμπουσκες που είτε ζητιανεύουν σε κεντρικά σημεία της πόλης, είτε βγάζουν δύσκολα το μεροκάματο ως μικροπωλήτριες. Και δεν είναι λίγες…




Μ’ αυτές τις ζοφερές σκέψεις, αφήνω πίσω μου την Παλιά Πόλη, κατευθυνόμενος προς τη Νέα, και συγκεκριμένα στον art nouveau "θύλακα" που ορίζουν οι οδοί Ελιζαμπέτες (Elizabetes iela), Αντόνιγιας (Αntonijas iela), Αλμπέρτα (Alberta iela) και Στρελνιέκου (Strelnieku iela), για να σταθώ στις σημαντικότερες. Μαζί με τη Βαρκελώνη και τις Βρυξέλλες, η Ρίγα αποτελεί ένα art nouveau "διαμάντι". Τα περισσότερα κτίρια αυτού του ρυθμού οικοδομήθηκαν ανάμεσα στο 1896 και το 1913, ενώ τα αξιολογότερα δείγματα είναι δημιουργίες του διάσημου αρχιτέκτονα Μιχαήλ Άιζενσταϊν, πατέρα του εξίσου διάσημου σκηνοθέτη Σεργκέι! Αξίζει τον κόπο να αφιερώσετε τουλάχιστον ένα απόγευμα, έστω και απλώς κοιτάζοντας τα κτίρια αυτά και κάθε περίτεχνη λεπτομέρειά τους. "Είναι η ομορφιά προσωποποιημένη", όπως παρατήρησε ένας καλός φίλος!




Το απομεσήμερο είναι για άλλη μια φορά γλυκό και ηλιόλουστο. Αποφασίζω, λοιπόν, να το απολαύσω περιδιαβαίνοντας τα πάρκα της Νέας Πόλης, από το Κρονβάλντα (Κronvalda Parks) και το Εσπλανάντ (Esplanade), μέχρι το Ούζβαρας (Uzvaras) στην απέναντι πλευρά του ποταμού. Eκτεταμένα όσο και κομψά, αποτελούν δημοφιλείς τόπους συνάντησης και χαλάρωσης για τους Λετονούς κάθε ηλικίας: μητέρες με τα παιδάκια τους, νεαρά ζευγαράκια, γεροντοπαρέες που κουβεντιάζουν ζωηρά ή παίζουν σκάκι, μέχρι τον νεαρό γιάπη που "την έκανε" από το πνιγηρό γραφείο του (παρέα με το laptop του!). Για όλους υπάρχει χώρος!




Η επόμενη μέρα είναι κυρίως αφιερωμένη σε μια επίσκεψη στο υπαίθριο Εθνογραφικό Μουσείο, 12χμ ανατολικά του κέντρου της πόλης, κοντά στη λίμνη Γιούγκλα (Jugla). Εκεί εκτίθενται περισσότερα από 100 παραδοσιακά, κυρίως ξύλινα, κτίρια κάθε είδους που έχουν συγκεντρωθεί από όλη τη χώρα. Ένα γεύμα στο αγαπημένο υπόγειο κουτούκι στην οδό Τόρνα (Torna iela) και μερικά επιλεγμένα ψώνια θα προσθέσουν τις τελευταίες "πινελιές" στην παραμονή μου. Το ίδιο βράδυ θα φύγω- οδικώς, όπως είχα έρθει. Με προορισμό τη Βαρσοβία, αυτή τη φορά…






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου