Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Βιέννη: όσο κρατάει ένας καφές...



 Όταν ο πολυμήχανος κατάσκοπος, διπλωμάτης και έμπορος Γέρζυ Κουλτσύτσκι άνοιγε το πρώτο café στη Βιέννη, λίγο μετά τη δεύτερη απελευθέρωσή της από την οθωμανική κυριαρχία το 1683, μάλλον δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι γινόταν υπεύθυνος για τη γέννηση μιας παράδοσης, και συνάμα ενός θεσμού, ο οποίος έκτοτε αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της βιεννέζικης καθημερινότητας.


Το νέο ρόφημα έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από τους Βιεννέζους, κι έτσι πολύ σύντομα ολοένα και περισσότερα cafés άρχισαν να εμφανίζονται. Στα παλαιότερα που εξακολουθούν να διασώζονται στις μέρες μας συγκαταλέγεται και το café "Φράουενχουμπερ" ("Frauenhuber"), το αγαπημένο του Μότσαρτ. Τα βιεννέζικα cafés γνώρισαν τη μεγαλύτερη ακμή τους προς το τέλος του 19ου αιώνα, οπότε και πληθώρα συγγραφέων, καλλιτεχνών, επιστημόνων και πολιτικών-ανάμεσά τους οι Άλφρεντ Πόλγκαρ, Άρτουρ Σνίτσλερ, Γκούσταβ Κλιμτ,  Ζίγκμουντ Φρόυντ, Τέοντορ Χέρτσλ και Λέον Τρότσκυ- τα χρησιμοποιούσαν ως στέκια τους. Από το 1950 και μετά, η γοητεία τους άρχισε να ξεθωριάζει, τόσο λόγω της δημοφιλίας της τηλεόρασης, όσο και της εμφάνισης των σύγχρονων espresso bars. Πολλά από αυτά τα στέκια εξακολουθούν, ωστόσο, να λειτουργούν, ενώ το τουριστικό ρεύμα, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ιστορία τους, έχει συμβάλει στην αναβίωσή τους.


Το café "Βέστεντ" ("Westend"), χτισμένο απέναντι από τον δυτικό σιδηροδρομικό σταθμό (Westbahnhof), "καλωσορίζει" με την ξεθωριασμένη του μεγαλοπρέπεια τους επισκέπτες στη Βιέννη, αποτελώντας ταυτόχρονα την ιδανική εισαγωγή στο θεσμό των cafés.Από εδώ ξεκινά κι η δική μου περιήγηση ένα ηλιόλουστο απόγευμα, λίγο μετά την άφιξή μου με τραίνο από το Ζάγκρεμπ.


Το εκτυφλωτικό φως, "σύντροφός" μου για το υπόλοιπο της μέρας, με αποσπά, αναπόφευκτα, από τη σκιερή σάλα του café. Τα βήματά μου σύντομα με οδηγούν στην πολύβουη Μαρίαχιλφερστρασε (Μariahilferstrasse), την κεντρική εμπορική αρτηρία της Βιέννης και "παράδεισο" του προνομιούχου καταναλωτή. Μια αίσθηση ευμάρειας, καθαριότητας, ομοιομορφίας και  "τακτοποίησης" κυριαρχεί. Ευτυχώς που υπάρχουν οι οικονομικοί μετανάστες και οι παρέες πάνκηδων που την αράζουν στα πεζοδρόμια για να υπενθυμίζουν ότι υπάρχει και μια άλλη, παράλληλη, πραγματικότητα., περισσότερο ζόρικη και λιγότερο "τακτοποιημένη" …


Φτάνω στο τέρμα του δρόμου. Στα αριστερά μου, ορθώνεται επιβλητική η MuseumsQuartier, η "συνοικία των μουσείων", δηλαδή, ένα δαιδαλώδες συγκρότημα από μουσεία, γκαλερί, cafés, εστιατόρια και καταστήματα που στεγάζεται στο χώρο των πρώην αυτοκρατορικών στάβλων! Διασχίζω την πλατεία της Μαρίας-Θηρεσίας (Μaria-Theresien Platz), βγαίνω στη Μπούργκρινγκ (Βurgring) και σε λίγο αντικρίζω το Χόφμπουργκ (Hofburg), το αυτοκρατορικό παλάτι της δυναστείας των Αψβούργων: η αρχιτεκτονική τελειότητα που αποπνέει με "πνίγει". Οι  ρυτίδες στους ανθρώπους και στα κτήρια με συγκινούν περισσότερο…



 Η αρ-νουβώ πρόσοψη του σχετικά πρόσφατα ανακαινισμένου café "Γκρινστάιντλ" ("Griensteidl") ξεχωρίζει στην πλατεία Μικαέλερ (Μichaelerplatz). Στα αριστερά της εκτείνεται η Χέρενγκασε (Ηerrengasse). Στο νούμερο 14 βρίσκεται το café "Τσεντράλ" ("Central"), το διασημότερο και λαμπρότερο βιεννέζικο café. Μέσα σε ένα περιβάλλον πολυτέλειας αλλοτινών καιρών, η οποία αντανακλάται στα λουστραρισμένα πατώματα, τους βελούδινους καναπέδες, τα μαρμάρινα τραπέζια και τους γοτθικούς κίονες που με περιστοιχίζουν, υποκύπτω στην τρυφηλή απόλαυση ενός καφέ μελάνζ (mélange) κι ενός κομματιού ντόμποστορτε (dobostorte), υπό τους ήχους του "Moon River" σε ζωντανή εκτέλεση από τον γηραιό πιανίστα. Εδώ ο καφές, η σοκολάτα, το γλυκό μετατρέπονται σε μια γευστική και οσφρητική πανδαισία, και συνάμα ένα κοινωνικό γεγονός που προϋποθέτει χρόνο, για να βιωθεί ολοκληρωμένα. Ποιος θα το φανταζόταν ότι οι Βιεννέζοι κάποιες στιγμές γίνονται περισσότερο…Ανατολίτες από τους…καθ’ ημάς Ανατολίτες!



Κοντεύει να σουρουπώσει, όταν καταφτάνω στον "βασιλιά" των café-ζαχαροπλαστείων "Ντέμελ" ("Demel") στον αριθμό 14 της Κόλμαρκτ (Κohlmarkt), μια ανάσα από τον φημισμένο ναό του Αγίου Στεφάνου (Stephansdom), από τον οποίο θα συνέχιζα την περιπλάνησή μου την επομένη. Έχοντας ιδρυθεί το 1888, εξακολουθεί να διαφημίζεται ως "αυτοκρατορικό και βασιλικό ζαχαροπλαστείο".Το θορυβώδες γκρουπ των Ταϊβανέζων τουριστών που με σχεδόν φορτικό τρόπο επιμένει να φωτογραφηθεί με την ταλαίπωρη, αλλά μάλλον απολύτως εξοικειωμένη με τέτοιες απαιτήσεις σερβιτόρα, δε με εμποδίζει, πάντως, να θαυμάσω το εξαιρετικής αισθητικής εσωτερικό του café, όσο και τους κάθε λογής γλυκούς πειρασμούς που φιγουράρουν στις προθήκες του!


Ο ναός του Αγίου Στεφάνου κυριαρχεί στον βιεννέζικο ουρανό εδώ και αιώνες. Το γεγονός, μάλιστα, ότι επέζησε διαδοχικών πολιορκιών, βομβαρδισμών και επιθέσεων από τους Οθωμανούς, τον Ναπολέοντα, τους Αμερικανούς και τους Σοβιετικούς τού έχει εξασφαλίσει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά των Βιεννέζων. Μια αντίστοιχη θέση φαίνεται να έχει εξασφαλίσει, σε μικρότερο ίσως βαθμό, ο αμφιλεγόμενος πολιτικός, ιδρυτής και ηγέτης του Χριστιανοσοσιαλιστικού κόμματος της Αυστρίας και δήμαρχος της Βιέννης από το 1897 μέχρι και το 1910, Καρλ Λύγκερ (Κarl Luger). Αν και γνωστός για τις εθνικιστικές, ρατσιστικές και αντισημιτικές θέσεις που εξέφραζε, τιμάται με δύο μνημεία, ενώ μια πλατεία της πόλης φέρει το όνομά του.


Απέναντι από την πλατεία αυτή, στη συμβολή των οδών Φολτσάιλε (Wollzeile) και Στούμπενρινγκ (Stubenring), βρίσκεται το café "Πρύκελ" ("Pruckel"), «το ιδανικό μέρος για ανθρώπους που θέλουν να είναι μόνοι τους, αλλά έχουν ανάγκη και από παρέα», όπως κάποτε έγραψε ο Άλφρεντ Πόλγκαρ. Παρότι έχει χάσει σημαντικό τμήμα του αυθεντικού του εσωτερικού, η ανακαίνισή του τη δεκαετία του 1950 του έδωσε νέα πνοή, με αποτέλεσμα σήμερα να προσελκύει ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων κάθε ηλικίας.




Αποζητώντας ένα ποτό, κατηφορίζω τη Φολτσάιλε, στρίβω δεξιά στην Πόστγκασε (Ροstgasse) κι έπειτα αριστερά στην Μπέκερστρασε (Backerstrasse), όπου βρίσκεται το μποέμικο café-μπυραρία "Αλτ Βιν" ("Alt Wien"). Στέκι, μεταξύ άλλων, της "εναλλακτικής" βιεννέζικης νεολαίας, πρόκειται για ένα καπηλειό με ατμόσφαιρα τόσο σκοτεινή που δεν τη διαπερνά ούτε το πιο δυνατό φως του ήλιου κι αφίσες κολλημένες σε τοίχους "ποτισμένους" από τη νικοτίνη. Βρίσκω, χωρίς δυσκολία, ένα γωνιακό τραπέζι και παραγγέλνω στο γηραιό σερβιτόρο ένα μεγάλο ποτήρι παγωμένη βαρελίσια μπύρα, συνοδευόμενη από ένα πιάτο με κρύα αλλαντικά και καυτερό κρεμμύδι. Σύντομα ακολουθεί και δεύτερο…


Το επόμενο πρωινό, τελευταίο μου στη Βιέννη, είναι συννεφιασμένο, μελαγχολικό και υγρό. Ιδανικό, επομένως, για μια ακόμη επίσκεψη σε café! Το πιο κοντινό στο κατάλυμά μου είναι το φημισμένο café "Σπερλ" ("Sperl"),το οποίο δεν έχει μετακινηθεί από το νούμερο 11 της οδού Γκούμπεντορφερ (Gumpendorfer Strasse) από το 1811, οπότε και εγκαινιάστηκε. Παραγγέλνω μια κούπα αχνιστό καφέ Σπερλ, ένα κομμάτι από τη διάσημη "σπιτική" τάρτα και μερικά λαχταριστά φρέσκα στρούντελ (strudel). Είμαι τυχερός, γιατί δεν τα πετυχαίνεις κάθε πρωί! Έξω έχει αρχίσει να βρέχει δυνατότερα, η ώρα είναι περασμένη κι αναγκάζομαι να επισπεύσω την επιστροφή μου στον δυτικό σιδηροδρομικό σταθμό, απ’ όπου κι επιβιβάζομαι στο λεωφορείο για το αεροδρόμιο. Λίγη ώρα πριν από την πτήση μου, θα υποκύψω στον πειρασμό ενός κομματιού ζάχερτορτε…




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου