Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Marva Von Theo: «Θέλει θάρρος η πρωτοτυπία και η αυθεντικότητα»

 


Αποτελούμενοι από την Mάρβα Βούλγαρη (φωνητικά, στίχοι) και τον Τεό Φοινίδη (synths, σύνθεση, παραγωγή), οι Marva Von Theo είναι ένα μουσικά αταξινόμητο ντουέτο που «παίζει» με τα όρια της ποπ, υπερβαίνοντάς την.

Μια συνάντηση μαζί τους ενόψει της συναυλιακής τους σύμπραξης με τους Valisia Odell, Dramachine και Bipolia την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου στο Gagarin205.

Συναντηθήκατε τυχαία, αρχικά στην καθημερινότητα και κατόπιν καλλιτεχνικά;

Μάρβα Βούλγαρη: Με τον Τεό [Φοινίδη] συναντηθήκαμε το 2014 στην Ξάνθη, όπου σπούδαζα αρχιτεκτονική. Είχε έρθει να παρακολουθήσει τη συναυλία ενός μουσικού σχήματος στο οποίο συμμετείχε ένας παιδικός φίλος του και εγώ.

Έτσι προέκυψε το καλλιτεχνικό «προξενιό», λοιπόν.

Μ.Β.: Διένυα μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ήθελα να κάνω πιο δικά μου πράγματα στη μουσική και δε συμβάδιζαν τα γούστα μου με εκείνα των παιδιών που συνεργαζόμουν στην Ξάνθη.

Είχα σκεφτεί να παρακολουθήσω μαθήματα μουσικής παραγωγής και μου προτάθηκε να κάνω με τον Τεό διαδικτυακά. Έτσι και έγινε.

Κατόπιν, μετακόμισα στην Αθήνα, ενώ προέκυψε η οικονομική κρίση και ήταν δύσκολο να ορθοποδήσεις. Τα μαθήματα συνεχίζονταν, ωστόσο, και ο Τεό με ρωτούσε πώς σκόπευα να προωθήσω τα κομμάτια που συνέθετα στο πλαίσιό τους.

Υπήρχε σύγκλιση στη μουσική κατεύθυνση;

Μ.Β.: Τόσο εγώ όσο και ο Τεό δεν εμπνεόμαστε μόνο από τη μουσική, αλλά και από τον κινηματογράφο και τις εικαστικές τέχνες.

Όταν, λοιπόν, αυτή η αφαιρετική προσέγγιση εφαρμόζεται στη μουσική δημιουργία, είναι σαν να ανακαλύπτουμε εκ νέου κάθε φορά τη μουσική.

Πότε άρχισε να κυοφορείται η μεταξύ σας συνεργασία και σε επίπεδο ηχογράφησης πρωτότυπης μουσικής και σε επίπεδο συναυλιών;

Τεό Φοινίδης: Όσο εγώ βρισκόμουν στη Βιέννη και η Μάρβα στην Αθήνα, η συνεργασία μας ήταν κυρίως διαδικτυακή. Η τεχνολογία βοηθούσε, βέβαια, στο να φτάσουν οι συνθέσεις σε πολύ καλό επίπεδο.

Στη συνέχεια, για διάφορους λόγους επέστρεψα στην Ελλάδα και στην Αθήνα. Ένα κεφάλαιο της ζωής μου είχε κλείσει, ένα άλλο άνοιγε, και μια από τις «σελίδες» του ήταν η Μάρβα.

Βελτιώσαμε, επομένως, τις ήδη προχωρημένες συνθέσεις και κυκλοφορήσαμε το πρώτο μας άλμπουμ, το Dream Within a Dream.

Το οποίο αφιερώνετε σε όσους και όσες «επιμένουν να ζουν μέσα στο όνειρο». Επειδή με ενδιαφέρει και μένα το όνειρο τόσο ως δημιουργική διαδικασία όσο και ως κατάσταση του μυαλού, θα ήθελα να το θίξουμε στην κουβέντα μας.

Τ.Φ.: Όταν η Μάρβα τελείωσε τις σπουδές της, έκανε συναυλίες με διασκευασμένο υλικό. Βλέποντάς την να παίζει σε σχήματα έχοντας συνθέσει κομμάτια, ένιωσα την ανάγκη να της προτείνω να κάνει κάτι δικό της.

Όχι γιατί δεν μπορείς να εκφραστείς μέσω του υλικού ενός άλλου ανθρώπου, αλλά αν έχεις αυθεντικό, καλλιέργησε και εξέλιξέ το. Πολλοί, ωστόσο, βιώνουν αμφιβολίες και φοβία συγκρίνοντας τη δουλειά του με ήδη υπάρχουσες και μεγάλες.

Εδώ υπεισέρχεται το όνειρο το οποίο, με την έννοια του ορίζοντα, έχει συρρικνωθεί στην εποχή μας. Όταν, αντιθέτως, ξεκινούσαμε τη συνεργασία μας με την Μάρβα βλέπαμε έναν πολύ πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Εξακολουθούν να κινητοποιούν και να τροφοδοτούν η επιθυμία, η φαντασία, η φαντασίωση τις δημιουργικές ανησυχίες και των δυο σας;

Τ.Φ.: Όντας «old school» με την έννοια του ρομαντικού, σίγουρα μας κινητοποιεί. Το όνειρο, για εμάς, βρίσκεται στην άλλη πλευρά του χάρτη και του φράχτη. Αυτό, βέβαια, ενέχει και ανασφάλεια.

Δε μου αρέσει ο όρος «ωριμότητα» με την έννοια της προσαρμογής, της υποχώρησης, της μη εξέλιξης.

Μπορεί τα όσα λέω να ακούγονται αφαιρετικά, αλλά πραγματώνονται στη μουσική μας, και στην παραμικρότερη λεπτομέρειά της.

Δυσχεραίνουν καμιά φορά η τυχόν ανασφάλεια και οι αμφιβολίες τη δημιουργική διαδικασία; Και πώς τις υπερβαίνετε;

Μ.Β.: Είμαι πιο επιρρεπής σε αμφιβολίες και πραγματίστρια. Έχω την αίσθηση ότι η πραγματικότητα προσπαθεί διαρκώς να συνθλίψει το όνειρο.

Ίσως παλαιότερα ονειρευόμουν πως θα αλλάξω τα πράγματα, ενώ τώρα βλέπω ότι είναι πιο δύσκολο. Κάποιες φορές έχω τη δύναμη να το κάνω, άλλες όχι.

Αυτό, άρα, που ανά πάσα στιγμή μου συμβαίνει αντικατοπτρίζεται και στα κομμάτια, καθώς εγώ γράφω τους στίχους.

Μπορεί, επομένως, να ξεκινώ με την προοπτική να γράψω επιτέλους έναν ευχάριστο στίχο, αλλά για κάποιον λόγο τα πράγματα δεν πάνε καλά κι όλα βυθίζονται στο σκοτάδι.

Σε κάθε περίπτωση, η συγγραφή των στίχων αποτελεί ένα ανοιχτό πεδίο. Μπορεί να ξεκινήσει από μία βάση, αλλά μετά από συζήτηση μεταξύ μας να κινηθεί σε άλλη κατεύθυνση.

Η φωνή σου, Μάρβα, έχει ιδιαίτερη ποιότητα και χροιά, αποτελώντας έναν πρώτο πόλο έλξης και σημείο εισόδου για μένα στο σύμπαν που χτίζετε. Σε ένα δεύτερο επίπεδο βρίσκονται τα ηχοτοπία. Σε ένα τρίτο, το στιχουργικό.

Όσο, λοιπόν, κι αν κι εγώ δυσανασχετώ με την έννοια της «ωριμότητας», η συνύφανση των τριών αυτών επιπέδων στη δουλειά σας αποπνέει, κατά τη γνώμη μου, μια ορισμένη ωριμότητα.

Μ.Β.: Δε γνωρίζουμε μια μεθοδολογία ξεκινώντας τη σύνθεση ενός κομματιού. Το ίδιο το κομμάτι μάς οδηγεί, γεγονός το οποίο βρίσκω πολύ δημιουργικό.

Τ.Φ.: Ιδιοσυγκρασιακά και από άποψη ταχύτητας εργαζόμαστε με διαφορετικό τρόπο. Εγώ, ας πούμε, «σκάβω» στην περιοχή μου για να μην εισβάλει κάποιος άλλος.

Η Μάρβα έχει τον τρόπο της να περνάει το «χαντάκι». Μου δίνει την άδεια να μπω στον χώρο της κι εγώ της δίνω να μπει στον δικό μου.

Έτσι, στο τέλος η συνεργασία μας είναι πολύ γόνιμη και υπάρχει ένας κοινός παλμός τον οποίο νιώθουμε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Παρά τη μοναξιά που κι οι δυο βιώνουμε, το χέρι είναι πάντα απλωμένο και προχωράμε μαζί.

Υπάρχουν άνθρωποι και σχήματα με τους οποίους και τα οποία αισθάνεστε ότι συγγενεύετε μουσικά και ευρύτερα εντός μιας κοινότητας περισσότερο παρά σκηνής, πέρα από προγραμματισμένες συναυλιακές συμπράξεις;

Μ.Β.: Δε νιώθω πως υπάρχει μια τέτοια σκηνή. Εσύ;

Τ.Φ.: Σε λάιβ πηγαίνουμε και ό,τι υπάρχει διαθέσιμο από τα σχήματα τα οποία θα συμμετάσχουν στη συναυλία της Παρασκευής 14 Νοεμβρίου το έχουμε ακούσει, αλλά δεν αισθάνομαι πως υπάρχει σκηνή.

Η εποχή τείνει να γίνει όλο και πιο ατομικιστική, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που αυτό ενέχει.

Μ.Β.: Δημιουργείται, ωστόσο, σκηνή από ανθρώπους οι οποίοι παίζουν ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, για παράδειγμα τζαζ.

Τ.Φ.: Πλέον, όμως, υπό τη γενική «ομπρέλα» «ποπ», «ροκ», «τζαζ» μπορείς να ακούσεις συνθέσεις που απέχουν πολύ από το αρχικό πεδίο.

Οπότε, αν χρησιμοποιήσω έναν μεγεθυντικό φακό, θα ανακαλύψω ατομικότητες και η καθεμιά θα είναι από μόνη της ένα στιλ και μια σκηνή.

Δε χρειάζεται να ανήκει πια κάπου κάποιος για να εκφραστεί. Αυτό, το θεωρώ πλεονέκτημα.

Δημοσιογραφικά, και προκειμένου να συνεννοηθούμε, μπορεί να τοποθετηθεί μια ταμπέλα, αλλά δεν έχει ενδιαφέρον.

Εξίσου μη ταξινομήσιμη είναι κι η δική σας μουσική δημιουργία.

Μ.Β.: Δεν υπάρχει καν κοινή «ομπρέλα» σε όλα τα κομμάτια. Ανέκαθεν ήταν πολύ σημαντικό για μένα να έχω τον δικό μου χαρακτήρα σε αυτό που κάνω χωρίς να μιμούμαι κάποιον, αν και είμαι ένα μίγμα ακουσμάτων που έχω ανά τα χρόνια.

Τ.Φ.: Ο μουσικός δε γίνεται να μη μιμηθεί, έστω και μέσω της εκπαίδευσης.

Χρειάζεται θάρρος για να απομακρυνθούμε από τη μίμηση και την απλή αναδιατύπωση, κι αυτό έγκειται στο ότι θα δημιουργήσω κάτι, θα συγκρουστώ μ’ αυτό και μετά θα πάω παρακάτω.

Δε θα διστάσω, δε θα σκεφτώ αν είναι καλό ή όχι ή τι θα πει ο κόσμος. Όταν η δημιουργία συνιστά σε μεγάλο βαθμό λογοκλοπή, αυτό συμβαίνει γιατί δεν τολμάμε να κάνουμε όσα μάς υπαγορεύει ο ίδιος μας ο εαυτός.

Ας τολμήσουμε, λοιπόν, να πούμε «όχι» ακόμα και σ’ αυτά τα οποία θαυμάζουμε και ας ακολουθήσουμε ένα διπλανό «μονοπάτι». Όλα τα μουσικά «μονοπάτια» δύσβατα είναι, άλλωστε. Θέλει θάρρος η πρωτοτυπία και η αυθεντικότητα.

Δραττόμενος από τον τίτλο του πιο πρόσφατου σινγκλ σας, The Woman I Left Behind, πόσο σημαντικό είναι να αφήνεις πίσω σου ανθρώπους, καταστάσεις, συνθήκες, για να μπορέσεις να συνεχίσεις προς άλλες κατευθύνσεις;

Μ.Β.: Όταν η πραγματικότητα συνθλίβει το όνειρο, πρέπει, όσο μπορούμε, να κρατάμε κομμάτια του εαυτού μας ζωντανά, να διατηρούμε το βλέμμα μας στραμμένο στο μέλλον και να γινόμαστε οι καλύτερες εκδοχές του εαυτού μας.

Τ.Φ.: Η Μάρβα έχει έναν τρόπο να πατάει στέρεα στο έδαφος.

Εγώ, πάλι, θέλω να ανοίγω τη μηχανή, να εξετάζω όλα τα καλώδια και τους αρμούς και να φαντάζομαι τον δημιουργό. Να βρίσκω μια αρχή, μια αφετηρία. Μου προσφέρει ασφάλεια.

Οπότε, δεν είναι απαραίτητα αισιόδοξο το μέλλον. Aκριβώς εκεί, όμως, κρύβεται κι η αισιοδοξία, στο ότι δε μ’ ενδιαφέρει τι θα βρω μπροστά μου, αλλά στο ότι κινούμαι.

Δεν υπάρχει κάτι να με καθοδηγήσει, μια αρχή με την έννοια της εξουσίας, αλλά ένας μαγνήτης προς το ανέφικτο, το ουτοπικό, ο οποίος με βοηθά να δημιουργήσω το φως ακόμα κι αν δεν υπάρχει.

Να μη δεσμευόμαστε εμμονικά με κάτι που είχαμε, καλό ή κακό. Ό,τι είναι αδρανές, φθείρεται.

Ευχαριστώ θερμά τους Marva Von Theo για την παραχώρηση της φωτογραφίας τους.

Οι Marva Von Theo μoιράζονται τη σκηνή του Gagarin205 Live Music Space (Λιοσίων 205) την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου με τους Valisia Odell, τους Dramachine και την Bipolia.

Οι πόρτες ανοίγουν στις 20:30.



Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Dramachine: «Σε λάιβ όπου δεν έχει υπάρξει ένταση, γινόμαστε ράκος»

 


Συνταιριάζοντας την πανκ ένταση και την electropop μελαγχολία, οι Dramachine είναι από τα πλέον αξιόλογα σχήματα της εγχώριας dark wave/post-punk σκηνής.

Μια συνάντηση με τα μέλη της μπάντας Ελένη Μάκκα και Γιώργο Πάλλη ενόψει της συναυλιακής σύμπραξης των Dramachine με τους Valisia Odell, Marva Von Theo και Bipolia την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου στο Gagarin205.

Κι οι δυο σας (αλλά και ο Χάρης Ζαχαρόπουλος που απουσιάζει σήμερα) έχετε παρελθόν στον χώρο της μουσικής, αλλά οι Dramachine είναι σχετικά «φρέσκο» σχήμα. Πώς προέκυψε αυτή η δημιουργική συνάντηση;

Ελένη Μάκκα: Εγώ είχα συμμετάσχει στους Testera, στους Deadbeat Club και στους La Noia. Ο Γιώργος [Πάλλης] στους ατζινάβωτο φέγι, ενώ ο Χάρης στους Nurse of War και στους Μαύρο Γάλα.

Γνωριζόμασταν ήδη χρόνια, και είχαμε συζητήσει το ενδεχόμενο να φτιάξουμε μια μπάντα. Ξεκινήσαμε πρόβες το φθινόπωρο του 2019. Στην πρώτη όλοι είχαμε κάποια αμηχανία.

Γιατί αυτό;

Ε.Μ.: Λόγω διαφορετικών μουσικών καταβολών. Δεν ξέραμε αν θα παίζαμε dark wave ή πανκ ροκ, αλλά θέλαμε να βρεθούμε κι ό,τι γίνει. Στην πρώτη πρόβα γράψαμε και το πρώτο μας κομμάτι, το Ήρθε η ώρα.

Είχε έρθει η ώρα.

Ε.Μ.: Ήταν περίεργη συνθήκη, αλλά το γουστάραμε ταυτόχρονα, κι έτσι αποφασίσαμε να συνεχίσουμε.

Βρισκόμασταν κάθε εβδομάδα στο Περιστέρι, στα Ignite Studios. Κάθε φορά, πριν την πρόβα, ανταλλάσσαμε τα νέα της εβδομάδας, που ήταν πάντα δραματικά, κι έτσι προέκυψε το όνομα της μπάντας.

Έξυπνο λογοπαίγνιο, παραπέμπει τόσο σε μια «μηχανή» η οποία παράγει δράμα, όσο και στο ντραμ μασίν.

Ε.Μ.: Ισχύουν και τα δύο. Αν θυμάμαι καλά, οι πρόβες μας γίνονταν την Κυριακή.

Αυτά που σας είχαν συμβεί ή στα οποία θέλατε να εμβαθύνετε στιχουργικά και συνθετικά ήταν κυρίως δραματικά;

Ε.Μ.: Ήταν δραματικά, αλλά τα αντιμετωπίζαμε και με χιούμορ.

Γιώργος Πάλλης: Η Κυριακή διαδέχεται το Παρασκευσάββατο, κατά τα οποίο συμβαίνουν τα πιο δραματικά, παράδοξα και περίεργα γεγονότα της εβδομάδας.

Μέσα από ποιου είδους συλλογική διεργασία άρχισαν σταδιακά να μετασχηματίζονται τα νέα που μοιραζόσασταν σε ιστορίες και στίχους;

Ε.Μ.: Σε έναν βαθμό άρχισαν να αποτυπώνονται σε στίχους, αλλά όχι τόσο συνειδητά. Το δραματικό στοιχείο είχε περισσότερο να κάνει με το ύφος και τη σκηνική παρουσία μας ως σχήμα, τελικά.

Γ.Π.: Το πρώτο μας ΕΡ, που κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 2020 λίγο πριν την καρραντίνα, αποτυπώνει ουσιαστικά τις προσωπικές διαδρομές των μελών του σχήματος σε βάθος εξαμήνου, οι οποίες συνομιλούν μεταξύ τους.

Η αφήγηση, ωστόσο, δεν είναι στιβαρή και «μπετοναρισμένη», ούτε θεωρούσαμε πως λέμε κάτι πολύ σημαντικό. Μια ιστορία απλώς, όπως όλες οι άλλες.

Ε.Μ.: Περιλάβαμε, μάλιστα, μια διασκευή του Σαν με κοιτάς, κοροϊδεύοντας λιγάκι το δράμα.

Κατ’ εξοχήν «ποπ» τραγούδι.

Ε.Μ.: Ποπ, αλλά έχει και μελαγχολία, που την «μπασταρδέψαμε λιγάκι.

Η μακρά περίοδος της πανδημίας που ακολούθησε σίγουρα επηρέασε -αν όχι καθόρισε- τον τρόπο με τον οποίο συνθέτετε μουσική και γράφετε στίχους. Τι βγήκε, τελικά, από αυτό το διάστημα;

Ε.Μ.: Ζούσαμε μια φρίκη και καταφέραμε να την αποτυπώσουμε συλλογικά.

Λόγω των συνθηκών και επειδή είχαμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας, συναντιόμασταν για πρόβες συχνότερα, κυρίως το πρωί, στο Ίδρυμα 2.14, το οποίο, για να επιβιώσει, είχε μετατραπεί σε προβάδικο.

Οι συναντήσεις ήταν επιτακτικές, ένας τρόπος να την παλέψουμε μέσα στην καραντίνα, να κάνουμε κάτι δημιουργικό και να μη φρικάρουμε.

Γ.Π.: Μέσα από όλη αυτήν τη δυσκολία γνωριστήκαμε λίγο καλύτερα, «δέσαμε» με διάφορους τρόπους, καταλάβαμε τι μουσική θέλουμε και μπορούμε να γράψουμε και γίναμε μπάντα.

Οπότε κατόπιν είχατε πλέον αποκτήσει ένα στίγμα, μια ταυτότητα.

Γ.Π.: Μπασταρδεμένοι ήμασταν ακόμα, αλλά πιο συνειδητοί, νομίζω.

Ε.Μ.: Αρχίσαμε να αναπτύσσουμε κάποια patterns στη μουσική και να χτίζουμε στιλ.

Yπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ σας σε σχέση με την κατεύθυνση της μπάντας;

Ε.Μ.: Στη Συγκινησιακή Πανούκλα λειτουργούσαμε πιο συνειδητά. Ξέραμε προς ποια κατεύθυνση πηγαίναμε, χωρίς να γνωρίζουμε πώς να ονοματίσουμε το είδος στο οποίο κινούμασταν, αν και το synth-punk μάς ταιριάζει.

Η μουσική και οι στίχοι σας βγάζουν πολλή ένταση και πολύ άγχος.

Γ.Π.: Δεν κρυβόμαστε πολύ εύκολα!

Ε.Μ.: Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το άγχος, την απόγνωση, τα αρνητικά συναισθήματα. Μάς ακολουθούν.

Επειδή, όμως, έχουμε διάφορα ποπ διαλείμματα, μερικά πιο μελωδικά στοιχεία στις συνθέσεις μας, αυτό «σπάει» την αγωνία. Όταν τζαμάρουμε στις πρόβες, πάντα προκύπτει το μελωδικό break.

Με το κοινό σας, πώς επικοινωνείτε; Ποιο είναι το ηλικιακό του εύρος;

Και, τελικά, πόσο πλατιά είναι η «ομπρέλα» ακουσμάτων τα οποία μπορούν να περιγραφούν ως dark wave, post punk, synth-pop ή όπως αλλιώς μπορείς να σκεφτείς;

Γ.Π.: Γύρω στα 2008-2009 αυτός ο ήχος, που ήταν ξεχασμένος κάπου στα 80s, άρχισε να αφορά και πάλι ανθρώπους οι οποίοι δεν προσδιορίζονται με «ορθόδοξο» τρόπο όσον αφορά στις μουσικές τους ανησυχίες.

Έκτοτε, αυτή η σκηνή συνεχίζει να παράγει νέα γεγονότα. Συντίθεται, λοιπόν, αφ’ ενός από όσους το 2010 ήταν στα είκοσί τους και σήμερα έχουν φτάσει στα τριάντα πέντε, αφ’ ετέρου από νεαρούς και νεαρές που τους παίρνει αυτό το «κύμα» και γουστάρουν.

Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η συγκεκριμένη μουσική σκηνή και η αντίστοιχη κοινότητα ακροατών και ακροατριών έχει τέτοια ζωντάνια στην Ελλάδα - σχεδόν αντίστοιχη με εκείνη της χιπ χοπ σκηνής/κοινότητας;

Ε.Μ.: Υπάρχει η συναισθηματική διάσταση η οποία σχετίζεται με τη χρόνια καλλιεργούμενη αίσθηση εγκλωβισμού. Η αναγέννηση, επομένως, αυτής της σκηνής έχει μια κοινωνιολογική ερμηνεία.

Γ.Π.: Σε σχέση με την αισθητική της θλίψης, δεν είναι τυχαίο πως και πολλές από τις χιπ χοπ μπάντες στην Ελλάδα των οποίων ο στίχος «κοιτούσε» προς ζητήματα όπως η απομόνωση, η κατάθλιψη ή η πρέζα είχαν μεγάλη δημοφιλία.

Σκέφτομαι, για παράδειγμα, τους Ψυχόδραμα 07 ή Τα μάτια των πνιγμένων.

Εσείς, ως σχήμα, νιώθετε ως κομμάτι ενός μεγαλύτερου πράγματος;

Ε.Μ.: Πώς το εννοείς;

Με την έννοια της συνάφειας με ανθρώπους, σχήματα, χώρους.

Γ.Π.: Διατηρούμε προσωπικές σχέσεις με ανεξάρτητους μουσικούς και ανεξάρτητες δισκογραφικές σε Ελλάδα και Ευρώπη, και τις φροντίζουμε.

Συνομιλούμε, μας βοηθούν, βοηθάμε. Όσο μπορούμε, προφανώς. Αυτό είναι το πιο σημαντικό που έχουμε, όχι κάποιο αφηρημένο ιδεώδες.

Ανθεί και διεθνώς αυτή η σκηνή;

Γ.Π.: Και σε επίπεδο μουσικής/δισκογραφικής παραγωγής, αλλά και «επιμελητειακό», μέσω της κυκλοφορίας ντοκιμαντέρ, σε πόλεις όπως η Μαδρίτη, χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία και ήπειροι όπως η Λατινική Αμερική.

Παράγονται, λοιπόν, πράγματα τα οποία κινούνται ανάμεσα σε μια ρετρό αισθητική και μια ανάγκη να ειπωθεί κάτι καινούριο, συμβατό με την εποχή μας.

Ε.Μ.: H συμβατότητα με την εποχή καθιστά ένα άκουσμα και επίκαιρο.

Υπάρχουν δύο ακραίες προσεγγίσεις: η μία, η μαρκετίστικη, βάσει της οποίας σε μια σύνθεση χωράνε όλα, προκειμένου να «πιάσεις» μεγαλύτερο κοινό. Η άλλη είναι η πιο αυστηρή, λειτουργεί με τη λογική των 80s.

Είναι, πάντως, δύσκολο να εντοπίσεις τι καθιστά μια σύνθεση στιλιστικά συμβατή με την εποχή.

Μέσα στο δημιουργικό και άλλο άγχος το οποίο βιώνετε, υπάρχουν κάποιες κατευθύνσεις που θα θέλατε να εξερευνήσετε κάποια στιγμή στο μέλλον;

E.M.: Ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου μια συγκεκριμένη μουσική κατεύθυνση. Σε επίπεδο ήχου, όμως, θα ήθελα να εξερευνήσουμε τις πιθανότητες του μη low-fi, κάτι το οποίο κάνουμε τελευταία περισσότερο. Έχει ενδιαφέρον το πώς παίζεις με τον ήχο.

Το πόσο πληθωρική ή minimal είναι μια σύνθεση είναι κάτι που αλλάζει, επίσης.

Εσύ, Γιώργο, θέλεις να συμπληρώσεις κάτι;

Γ.Π.: Αλλάζω γνώμη κάθε εβδομάδα. (Γέλιο).

Το τελευταίο διάστημα πειραματιζόμαστε με congas και λίγο πιο tribal στοιχεία. Θέλω να αγκαλιάσουμε την jungle μουσική και να την εντάξουμε σ’ αυτό που κάνουμε.

Ε.Μ.: Απομακρυνόμαστε λίγο από τον κιθαριστικό ήχο. Δοκιμάζουμε να μην ακουγόμαστε τόσο πανκ ροκ. Αυτή είναι μια ακόμα αλλαγή.

Οπότε μπορεί στην επικείμενη συναυλιακή σύμπραξη την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου στο Gagarin205 να προκύψουν στοιχεία που δεν τα έχετε δουλέψει και τόσο;

Ε.Μ.: Σίγουρα θα παίξουμε ακυκλοφόρητα κομμάτια, αν εννοείς αυτό.

Και αυτό, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο εκτελείται/εκτελείτε το σετ σας. Αν, δηλαδή, είστε ανοιχτοί/ανοιχτές σε διαθέσεις και δυνατότητες.

Γ.Π.: Από λάιβ σε λάιβ πάντα δοκιμάζουμε νέα πράγματα - και επειδή βαριόμαστε, και επειδή ο πειραματισμός έχει ενδιαφέρον.

Κατά τα άλλα, δε θα κάνουμε κάτι τελείως διαφορετικό. Δεν μπορούμε να το υποσχεθούμε, δυστυχώς!

Ε.Μ.: Πέρα από κάποιες κινήσεις οι οποίες επαναλαμβάνονται αναπόφευκτα, κάθε λάιβ είναι διαφορετικό και η περφόρμανς προφανώς επηρεάζεται από το κοινό και την ενέργεια που εκπέμπει ή όχι.

Το καλό με τα λάιβ των Dramachine είναι η ενέργεια του κοινού. Πάντα υπάρχει μια ένταση από κάτω! (Γέλιο).

Γ.Π.: Μας σώζει αυτό, αλλιώς δε θα παίζαμε. Σε λάιβ όπου δεν έχει υπάρξει ένταση γινόμαστε ράκος.

Ευχαριστώ θερμά τους Dramachine για την παραχώρηση της φωτογραφίας τους.

Οι Dramachine μoιράζονται τη σκηνή του Gagarin205 Live Music Space (Λιοσίων 205) την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου με τους Valisia Odell, τους Marva Vοn Theo και την Bipolia.

Οι πόρτες ανοίγουν στις 20:30.



Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Simon Allard: «Καθώς μεγαλώνω, μετανιώνω λιγότερο»

 


Frontman της εμβληματικής -και πολύ αγαπημένης στην Ελλάδα- βρετανικής post-punk μπάντας Sad Lovers & Giants, ο Simon Allard μάς ανοίγει την καρδιά και το μυαλό του ενόψει της συναυλίας τους το Σάββατο 15 Νοεμβρίου στο Gagarin205.

«Και όταν κοιτάζω έξω/ Υπάρχει ένας κόσμος όπου πουθενά δεν μπορώ να κρυφτώ από την ψυχρή πραγματικότητα/ Έχω κυνηγήσει αμέτρητους φίλους/ Γέμισα τη ζωή μου με αμέτρητες τάσεις/ Αλλά δε με έκανε να δω», απελπίζεσαι στο Imagination, από το πρώτο EP των Sad Lovers & Giants.

Συνδεόταν άραγε αυτό το αίσθημα απογοήτευσης με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1980, ή μήπως είχε να κάνει και με τα αδιέξοδα των μελών του συγκροτήματος;

Δεν ήταν κανένα από τα δύο. Οι περισσότεροι στίχοι του Imagination προέρχονται από ένα ποίημα που έγραψα περίπου ένα χρόνο νωρίτερα.

Ήμουν είκοσι δύο ετών και ήθελα απεγνωσμένα να φύγω από το σπίτι, κι έτσι μετακόμισα σε ένα φθηνό διαμέρισμα στο Λονδίνο χωρίς κανέναν γνωστό.

Δούλευα σε μια τράπεζα. Αρχικά όλα πήγαν καλά και πήρα προαγωγή, αλλά μετά δυσκολεύτηκα πολύ.

Τα βράδια έπινα πολύ μόνος μου, έγραφα ποίηση και άσχημα τραγούδια, ενώ ονειρευόμουν να δραπετεύσω και να μπω σε μια μπάντα. Οπότε τώρα μπορείς να δεις από πού προέρχεται η απελπισία!

«Αλλά στο βάθος ενός ονείρου/ Όπου το γρασίδι είναι πάντα τόσο πράσινο/ Και ο ουρανός είναι πάντα γαλανός/ Δραπετεύω σιωπηλά/ Απορρίπτω βίαια/ Αυτόν τον κόσμο για κάτι καινούργιο», ελπίζεις στο ίδιο τραγούδι.

Έγραψα τον τελευταίο στίχο όταν με είχαν υποβιβάσει στην τράπεζα, σύρθηκα στο σπίτι στους γονείς μου, ήμουν πολύ πιο ευτυχισμένος και εντάχθηκα στους Traumatics που έγιναν οι SL&G.

Στην πραγματικότητα, αυτός ο στίχος θα μπορούσε σχεδόν να αφορά το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα και είναι περιτριγυρισμένο από δέντρα και χωράφια.

Το εξώφυλλο, μάλιστα, του άλμπουμ των Echo and The Bunnymen, Crocodiles, φωτογραφήθηκε σε δάσος περίπου 500 μέτρα από τον κήπο των γονιών μου.

Ποιος είναι ο ρόλος που παίζουν τα όνειρα και η φαντασία στην καλλιτεχνική και προσωπική/κοινωνική σου ζωή;

Διευκολύνουν απλώς προσωρινές φανταστικές αποδράσεις ή μήπως επιτρέπουν και την πραγματική μεταμόρφωση της πραγματικότητας, κοινωνικής και προσωπικής;

Είναι ένα πολύ υπαρξιακό ερώτημα στο οποίο είναι δύσκολο να δοθεί απάντηση και τροφοδοτεί την «προσωπική ταυτότητα», που είναι ένα από τα αγαπημένα μου θέματα. Θα προσπαθήσω να σου απαντήσω αξιοπρεπώς.

Τα όνειρα δεν είναι πραγματικότητα, αλλά τίποτα δε γίνεται πραγματικότητα χωρίς να το ονειρευτεί πρώτα κάποιος.

Η γυναίκα μου λέει πάντα:

«Σπαταλάς τον χρόνο σου ονειρευόμενος πράγματα που δε θα συμβούν ποτέ». Εγώ λέω: «Για μένα είναι περισσότερο σαν στόχοι· πρέπει να έχω κάτι στο οποίο να αποσκοπώ». Εκείνη απαντά: «Πρέπει να ζεις περισσότερο στο παρόν». Όλα αυτά είναι αλήθεια.

Αλλά μερικά από τα όνειρά μου έχουν μεταμορφώσει τη ζωή μου.

Όταν ήμουν ένας μίζερος 22χρονος τραπεζικός υπάλληλος, ζώντας μόνος μου σε μια ξένη πόλη, καπνίζοντας και πίνοντας μέχρι θανάτου, ονειρευόμουν να είμαι σε μια μπάντα.

Στην πραγματικότητα, προσκολλήθηκα σε αυτό το όνειρο και αυτό από πολλές απόψεις με έσωσε.

Όταν έγραψα τους στίχους του Imagination, μου δόθηκε η ταυτότητά μου. Ήξερα ότι ήμουν στιχουργός, όχι τραπεζικός υπάλληλος. Λοιπόν, κυρία Allard, έχετε συχνά δίκιο, αλλά σε αυτή την περίπτωση ίσως όχι.

Με ποια έννοια είναι επίσης «Εξομολογήσεις στους νεκρούς/ Σαν μια ξεχασμένη αμαρτία»; (Siren).

Τα περισσότερα από τα όνειρά μου δεν είναι ασήμαντα πράγματα, όπως οι εξομολογήσεις στους νεκρούς.

Στο Siren, αυτά τα λόγια τα τραγουδάει η Σειρήνα, λέγοντας στο θύμα ότι είναι εντάξει να αποπλανηθεί από αυτήν.

Στο εν λόγω τραγούδι εξερεύνησα την αποπλάνηση και τη σχετική λύπη, την ενοχή και το σκοτάδι που περιβάλλουν τις πράξεις μας σε σχέση με τη συχνά θολή αίσθηση του σωστού και του λάθους.

Στην ομηρική Οδύσσεια, ο Οδυσσέας αποφεύγει το δόλωμα των Σειρήνων βάζοντας κερί στα αυτιά του πληρώματός του και δένοντας τον εαυτό του στο κατάρτι, αλλά ήταν ηρωικός και οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε.

Το Epic Garden Music, ντεμπούτο άλμπουμ των SL&G, καθορίζει το είδος και περιέχει αρκετές συνθέσεις-ορόσημα. Μία εξ αυτών, το Things We Never Did, φαινομενικά ένα ερωτικό τραγούδι, μπορεί να διαβαστεί και ευρύτερα υπαρξιακά.

Ανατρέχοντας στην μουσική σου «καριέρα» αλλά και στην προσωπική σου ζωή, υπάρχουν τύψεις είτε για επιλογές/χειρονομίες οι οποίες έγιναν είτε για όσες δεν έγιναν - ή τουλάχιστον δεν έγιναν σωστά/έγκαιρα;

Η ζωή μου είναι γεμάτη τύψεις. Να και πάλι η λέξη «υπαρξιακός».

Όταν έγραφα τους στίχους του Things We Never Did, βρισκόμουν σε μια εξαιρετική σχέση, ήμουν ικανός στην τραπεζική μου δουλειά και συμμετείχα σε ένα συγκρότημα που μόλις είχε κάνει ένα session για τον John Peel στο BBC.

Θα μπορούσα να έχω γράψει ένα ερωτικό τραγούδι, αλλά δεν το έκανα επίτηδες.

Υποθέτω ότι η επιρροή των Joy Division ήταν ένας παράγοντας, αλλά έγραψα αυτά τα λόγια γνωρίζοντας πως θα γεράσω, όπως μου συμβαίνει τώρα, και θα πεθάνω.

Οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι πιστεύουν αλαζονικά ότι είναι αθάνατοι, αλλά εμείς είμαστε απλοί άνθρωποι με τις ελπίδες, τους φόβους και τα όνειρά μας. Αυτό το τραγούδι λέει πως ακόμα και μέσα στην αγάπη βρισκόμαστε στον θάνατο.

Για να είμαι ειλικρινής, καθώς μεγαλώνω μετανιώνω λιγότερο.

Συνήθιζα να μετανιώνω που δεν έφυγα από την τράπεζα, συνήθιζα να μετανιώνω που δεν πήγα στην Καλών Τεχνών, που οι SL&G δεν υπέγραψαν σε κάποια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία και πιο πρόσφατα που άφησα τον κόσμο να με φωνάζει Garce!

Αλλά καθώς κάνουμε πρόβες για τη συναυλία τον Νοέμβριο, βάζουμε τις τελευταίες πινελιές στο 8ο κανονικό μας άλμπουμ και συνεργαζόμαστε με την ολλανδική εταιρεία η οποία γυρίζει μια ταινία για εμάς, νιώθω πολύ ευλογημένος.

Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σε αυτό το στάδιο της ζωής μου που έχουν την ευκαιρία να κάνουν κάτι για το οποίο είναι τόσο παθιασμένοι, να ταξιδέψουν σε πόλεις όπως η Αθήνα, για τις οποίες είναι επίσης παθιασμένοι, και να γνωρίσουν ανθρώπους παθιασμένους με τους SL&G.

Είναι ένας όμορφος κύκλος και εσύ Γιάννη, είσαι μέρος του.

«Γιατί ακούγεται τόσο καλό αυτό στη μέση της νύχτας;» σχολιάζει ένας χρήστης του YouTube για το 3ο άλμπουμ σας, The Mirror Test. Υπάρχουν ώρες της ημέρας -ή της νύχτας- που σου αρέσει ιδιαίτερα να συνθέτεις μουσική/γράφεις στίχους;

Συνήθιζα να γράφω μέσα στη νύχτα, αλλά πρόσφατα ανακάλυψα τον ύπνο και τη νηφαλιότητα, οπότε το γράψιμο κατά τη διάρκεια της ημέρας λειτουργεί μια χαρά αυτήν τη στιγμή.

Το Treehouse Poetry είναι από τα αγαπημένα μου κατοπινά άλμπουμ σας. Πώς σχετίζεσαι με την ποίηση;

Πριν αρχίσω να γράφω στίχους, διάβαζα λογοτεχνία και ποίηση. Η μητέρα μου έχει διδακτορικό στην αγγλική λογοτεχνία, οπότε υποθέτω ότι αυτό με επηρέασε.

Ήμουν ενεργός αθλητής, αλλά αγαπούσα και τα βιβλία, συνήθως την ιστορική ή κλασική λογοτεχνία, επομένως η ελληνική μυθολογία μου είναι οικεία, αλλά δε θα ισχυριζόμουν πως είμαι μελετητής Κλασικών Σπουδών.

Έχω πτυχίο στις Καλές Τέχνες, αν και θα ήμουν εξίσου ευτυχής σπουδάζοντας λογοτεχνία.

Υπάρχουν ορισμένα ποιήματα τα οποία απλώς υπάρχουν σε μια ζώνη όπου ο χρόνος σταματάει και ξέρω ποιες είναι οι απαντήσεις στα μεγάλα μυστήρια της ζωής.

Συχνά αναφέρομαι στη λογοτεχνία και τα ποιήματα στους στίχους μου, για παράδειγμα σε ένα τραγούδι από το νέο άλμπουμ με τίτλο Down To The Wire το ρεφρέν λέει:

«Θα τελειώσει ο κόσμος με πάγο ή με φωτιά, με παγωμένο μίσος ή με φλόγες επιθυμίας;» Ο στίχος προέρχεται από ένα ποίημα του Ρόμπερτ Φροστ, αλλά ακούγεται τόσο επίκαιρος στο σήμερα.

Κάποια στιγμή κάποιος θα ψάξει όλους τους στίχους μου και θα βρει μια τεράστια λίστα με αναφορές σε ποιήματα και βιβλία.

Δεν είμαι, όμως, ποιητής. Αυτήν τη στιγμή βλέπω τον εαυτό μου ως Οδυσσέα, με τους Sad Lovers & Giants να είναι το τελευταίο μου ταξίδι.

Το Melting in the Fullness of Time, το 6ο κανονικό άλμπουμ των SL&G, διαθέτει έναν ακόμη ευρηματικό τίτλο. Με ποια έννοια μπορεί κάποιος να «λιώσει» στην πληρότητα του χρόνου; Και πώς νιώθεις για το πέρασμα του χρόνου, γενικά;

Το Melting in the Fullness of Time ήταν ένα άλμπουμ που ηχογραφήθηκε και γράφτηκε σε μεγάλο βαθμό από εμένα και τον Tony McGuinness.

Υπήρξε μια απροσδόκητη ευχαρίστηση και ήρθε μετά από μια παύση αφότου είχε καταρρεύσει η δισκογραφική Midnight Music.

Όταν τελειώσαμε την ηχογράφηση, αισθανόμουν σαν να ήταν πιθανώς το τελευταίο μας άλμπουμ, οπότε ο τίτλος δίνει μια αίσθηση σταδιακής αποσύνθεσης, κάτι που κατά κάποιο τρόπο είναι ειρωνικό, αν το σκεφτείς.

Στη συνέχεια κάναμε περιοδεία στην Αμερική, παρουσιάσαμε τις εμφανίσεις μας στο SXSW, παίξαμε σε μερικές από τις μεγαλύτερες συναυλίες μας στην Ευρώπη και μέχρι το 2026, θα κυκλοφορήσουμε δύο ακόμη άλμπουμ.

Σχετικά με το πέρασμα του χρόνου γενικά, αν πω ότι έχω περάσει τη ζωή μου προσπαθώντας να φτάσω στον ωκεανό, αλλά τώρα που έχω φτάσει εκεί, τι κάνω μετά, θα καταλάβαινες;

Έχω, ωστόσο, φτάσει στον ωκεανό και πρέπει με κάποιο τρόπο να είμαι ικανοποιημένος.

Beauty is Truth, συμπεραίνετε στο τελευταίο σας άλμπουμ μέχρι σήμερα, Mission Creep. Γιατί βρίσκεις αλήθεια στην ομορφιά; Πού αλλού βρίσκεις ομορφιά -και αλήθεια- στις μέρες μας;

«Η ομορφιά είναι αλήθεια και η αλήθεια, ομορφιά» είναι ένας στίχος από ένα ποίημα ενός από τους αγαπημένους μου ποιητές, του John Keats, με τίτλο Ωδή σε μια ελληνική υδρία.

Τον εκλαμβάνω ως ένδειξη ότι η Αλήθεια και η Ομορφιά είναι το ίδιο, όπως ακριβώς κάποια ποίηση είναι όμορφη και ειλικρινής.

Σε μια υποτιθέμενη εποχή της «μετά-αλήθειας», διαπιστώνω πως το έργο των ποιητών και των καλλιτεχνών συχνά απευθύνεται στους ισχυρούς που κηρύττουν άσχημες αλήθειες.

Οι SL&G έχουν διαλυθεί και επανενωθεί αρκετές φορές, συχνά με διαφορετικές συνθέσεις. Τι εξακολουθεί να «τροφοδοτεί τη φλόγα», για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο του υπέροχου δεύτερου άλμπουμ σας;

Κάτι λειτουργεί στο τωρινό μας line-up. Υπάρχει μια δημιουργική ένταση, αλλά ποτέ δεν καταλήγει σε αλληλοσυγκρούσεις.

Επίσης, παίζουμε μόνο όταν έχουμε όρεξη και φροντίζουμε να μένουμε σε καλά ξενοδοχεία και να τρώμε υπέροχα.

Tο γεγονός ότι δουλεύουμε συνεχώς πάνω σε νέο υλικό, αν και με ταχύτητα παγετώνα, βοηθάει να διατηρούμε τα πάντα ζωντανά, αντί να γινόμαστε μια tribute μπάντα των SL&G η οποία παίζει μόνο τα τραγούδια των δύο πρώτων άλμπουμ.

Υποθέτω πως με ένα νέα άλμπουμ και μια ταινία που θα κυκλοφορήσουν σύντομα θα πρέπει να κάνουμε κάποια προώθηση, κάτι στο οποίο θα προβούμε με χαρά, αλλά οι μέρες που κοιμόμασταν σε ένα βαν έχουν περάσει προ πολλού.

Ποια είναι η άποψή σου για τη σύγχρονη post-rock/darkwave «σκηνή» στην Ευρώπη, στην ανάπτυξη της οποίας αναμφισβήτητα έχετε ως γκρουπ συμβάλει;

Έχουμε παίξει με τους Lebanon Hanover μερικές φορές και έχω συναντήσει τους Drab Majesty και τον κιμπορντίστα τους που ήρθε στην τελευταία μας συναυλία στο Λονδίνο.

Είναι, λοιπόν, περίεργο όταν τους μιλάς για την άποψή τους για το παρελθόν, του οποίου είμαστε μέρος, αλλά το βρίσκω πολύ αναζωογονητικό.

Επιστρέφετε στην Αθήνα για μια ακόμη συναυλία το Σάββατο 15 Νοεμβρίου στο Gagarin205. Πού μπορεί να αποδοθεί η ιδιαίτερη σχέση την οποία φαίνεται να διατηρείτε με το ελληνικό κοινό;

Πάντα είχαμε μια μεγάλη βάση θαυμαστών στην Ελλάδα, το τρίτο μας άλμπουμ είχε μεγάλη διανομή στην Ελλάδα και από τότε που κάναμε μια συναυλία στο Gagarin205 το 2010, επιστρέφουμε τακτικά ενώπιον ενός αυξανόμενου κοινού.

Νομίζω ότι οι Έλληνες είναι παθιασμένοι και εκφραστικοί και σίγουρα τους αρέσει να συζητούν και να αντιπαρατίθενται σχετικά με διάφορα θέματα. Υπάρχει πολύ κοινό έδαφος στη μουσική μας και στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται το ελληνικό κοινό.

Η προσωπική μου παρατήρηση είναι ότι μοιραζόμαστε αυτό το «σήκωμα των ώμων» που επιδεικνύουμε στον κόσμο όταν μας λέει τι να κάνουμε.

Ευχαριστώ θερμά τον Simon Allard για τον χρόνο του και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγκροτήματος.

Oι Sad Lovers & Giants εμφανίζονται ζωντανά το Σάββατο 15 Νοεμβρίου στο Gagarin205 Live Music Space (Λιοσίων 205). Τη συναυλία ανοίγουν οι Forever Grey και οι Data Fragments.