Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

Kalandra: «Το να αναλαμβάνεις ρίσκα σε κάνει να παραμένεις περίεργος»


 

Από τα ανερχόμενα -και πλέον υποσχόμενα- ονόματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής post rock, με έντονες folk επιρροές, σκηνής, το νορβηγικό συγκρότημα Kalandra εμφανίζεται το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου στο Temple.

Κουβεντιάζοντας με την βασική συνθέτρια και τραγουδίστρια του γκρουπ, Katrine Stenbekk, και τον κιθαρίστα του, Jogeir Daae Mæland.

Γιατί σας ελκύουν τόσο πολύ η φύση, η σκανδιναβική μυθολογία και οι σκανδιναβικοί μύθοι και πώς αποφασίσατε να συνδυάσετε αυτές τις αναφορές σε μουσικό πλαίσιο;

Katrine Stenbekk: Συμβαίνει με φυσικό τρόπο, εν μέρει έχουμε μεγαλώσει σ’ αυτό το περιβάλλον.

Εμπνεόμαστε, όμως, και από άλλα συγκροτήματα και από την παραδοσιακή μουσική που ακούμε - όχι μόνο τη νορβηγική, αλλά και από όλο τον κόσμο.

Το ίδιο ισχύει και για τη σύγχρονη μουσική από όλο τον κόσμο, που επίσης ακούμε. Συλλέγουμε, λοιπόν, στοιχεία από εδώ και από εκεί και τα συνδυάζουμε κατά τρόπο που να βγάζει νόημα για εμάς.

Πρόκειται, επομένως, για μια αυθόρμητη, διαισθητική, οργανική διαδικασία. Θα την περιγράφατε κάπως έτσι;

Katrine: Για μένα έτσι είναι, αλλά σε επίπεδο συνεργασίας με το υπόλοιπο συγκρότημα δεν είναι κατ’ ανάγκη οργανική. Εμπεριέχει και πολλή δουλειά.

Μιλώντας, λοιπόν, για δουλειά, πώς δουλεύετε σε επίπεδο σύνθεσης, προβών και συναυλιών;

Jogeir Daae Mæland: Με κάθε καινούρια σύνθεση προσπαθούμε να ανακαλύψουμε εκ νέου τον τρόπο δημιουργίας. Πρέπει να είναι ενδιαφέρων και να έχει πλάκα.

Στο παρελθόν δεν ξέραμε τι θέλαμε ως συγκρότημα, ξέραμε όμως τι δε θέλαμε. Αφαιρώντας, άρα, όσα στοιχεία δεν είναι αρκετά καλά, τελικά οδηγούμαστε σε κάτι καλό.

Στην πορεία γίνεται ξεκάθαρο τι δεν είναι αρκετά καλό;

Katrine: Νομίζω ότι εύκολα αντιλαμβάνεσαι τι δε θέλεις. Από εκεί και πέρα, κάνεις συμβιβασμούς με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος.

Jogeir: Η μουσική φέρει εγγενώς ένα συναίσθημα. Αν η ηχογραφημένη σύνθεση είναι συνεπής προς το αρχικό συναίσθημα, πετυχαίνει τον στόχο της. Με κάποιες ανατροπές, ίσως, καθ’ οδόν.

Ό,τι μπαίνει εμπόδιο στη βίωση αυτού του πρωταρχικού συναισθήματος είναι λάθος.

Οπότε εστιάζετε στο να μεταφέρετε τα συναισθήματα τα οποία κρύβονται ή είναι εγγενή σε κάθε σύνθεσή σας, αν κατάλαβα καλά.

Jogeir: Όχι κατ’ ανάγκη μόνο ένα συναίσθημα, αλλά και μια ιστορία, καθώς θέλεις το συναίσθημα να προκύπτει στο σωστό σημείο της ιστορίας ενός τραγουδιού.

Πώς καταφέρνετε να εξισορροπείτε τη μουσική με τη στιχουργική πτυχή των συνθέσεών σας κάθε φορά;

Katrine: Ποτέ δεν ξέρεις ποια είναι αυτή η ισορροπία. Θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε πολλά τραγούδια μας.

Είσαι η βασική συνθέτρια ή η διαδικασία είναι συνεργατική;

Katrine: Είναι συνεργατική, αλλά θα ήταν λάθος να ισχυριστώ πως κάθε μέλος γράφει εξίσου στην ίδια έκταση. Πάντα τείνω να ξεκινώ εγώ και, προς το τέλος, περιλαμβάνω και τους υπόλοιπους.

Jogeir: Στις περισσότερες συνθέσεις του πιο πρόσφατου άλμπουμ συνέλαβες την αρχική μελωδία, βίωσες το πρωταρχικό συναίσθημα και συνέγραψες το 95% των στίχων.

Είναι βαρύ ή ελαφρύ ένα τέτοιο φορτίο, Katrine;

Katrine: Προσεγγίζω τη δημιουργία τραγουδιών όπως θα προσέγγιζα τη συγγραφή ενός άρθρου, ενός δοκιμίου ή τις εξετάσεις σε μια ξένη γλώσσα.

Αρχικά γράφω ένα ένα συνονθύλευμα από λέξεις και μετά το «ψειρίζω» με τη βοήθεια ενός λεξικού.

Επομένως, οι στίχοι δε ρέουν πάντα από μέσα μου: πρώτα εξετάζω τι θέλω να πω και κατόπιν κάθομαι -κυριολεκτικά- και αναζητώ καλύτερες λέξεις. Είναι σαν σχολική εργασία!

Αν και όπως περιγράφεις τη διαδικασία σύνθεσης των τραγουδιών σας ακούγεται ακαδημαϊκή, ως ακροατής έχω την αίσθηση μιας ρέουσας οντότητας που εμπεριέχει μουσική και στίχο και αποπνέει μια ορισμένη ατμόσφαιρα.

Κatrine: Αυτός είναι ο τελικός στόχος. Εγώ, πάντως, κάθομαι σαν ακαδημαϊκός προσπαθώντας να βρω τη σωστή ροή.

Jogeir: Όσον αφορά στη ροή, ξέρεις πως ένας ορισμένος αριθμός συλλαβών ή μια συγκεκριμένη μελωδία θα προκαλέσει ένα συναίσθημα, κι αν αυτά δεν είναι τα κατάλληλα, θα πρέπει να τα αναθεωρήσεις/βελτιώσεις.

Αν, επομένως, μια λέξη δεν είναι η σωστή, θα πρέπει να βρεις μια άλλη. Γι’ αυτό και πρέπει να ξέρεις εκ των προτέρων τι θέλεις.

Πώς βάζετε στην άκρη τους εγωισμούς του ενός και της άλλης όταν προσπαθείτε να δημιουργήσετε κάτι που τελικά σας αντιπροσωπεύει συλλογικά;

Katrine: Αυτή είναι η πιο δύσκολη δουλειά.

Jogeir: Είναι ένας χορός.

Κatrine: Ένας χορός, ναι. Και το ζήτημα δεν επιλύεται ποτέ.

Σχετίζεται με το να κάνεις συμβιβασμούς, όπως προανέφερα, και με το να ενημερώνεις τα υπόλοιπα μέλη γιατί νιώθεις τόσο έντονα για κάτι, άρα να καταλάβεις και γιατί κάποιος θέλει να αναλάβει ένα συγκεκριμένο ρίσκο ή από πού προέρχεται.

Jogeir: Στις περισσότερες μπάντες ένα ή δύο άτομα είναι οι κινητήριες δυνάμεις, οι ηγετικές φυσιογνωμίες και τα υπόλοιπα οι απλήρωτοι session μουσικοί, οι ακόλουθοι, κατά κάποιον τρόπο.

Είμαστε ευτυχείς που καθένα από τα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος έχει το δικό του πεδίο τεχνογνωσίας και όλα δουλεύουν σκληρά για το συγκρότημα.

Κατά διαστήματα έχουμε διαφορετικές ιδέες σχετικά με το πώς πρέπει να είναι η μπάντα -ακόμα και σε μουσικό επίπεδο-, αλλά η τελική ευθύνη επικοινώνησης του κάθε τραγουδιού πέφτει στην Katrine.

Είναι ο τελικός κριτής τού αν νιώθει όσα τραγουδάει. Όπως αντίστοιχα εγώ είμαι τελικός κριτής τού πώς παίζω κιθάρα. Στην τελική, τι είναι καλή μουσική;

Σας αρέσει και να ρισκάρετε δημιουργικά, μετατοπίζοντας τα όριά σας και εισερχόμενοι/-ες σε μη ασφαλείς ζώνες;

Κatrine: Έτσι νομίζω. Έχω γίνει πιο σταθερή με τον καιρό, αλλά το να αναλαμβάνεις ρίσκα σε κάνει να παραμένεις περίεργος, και είναι καλό να πειραματίζεσαι και να μην επαναπαύεσαι.

Jogeir: Το να κάνεις κάτι που δεν ξέρεις είναι λιγάκι άβολο. Πρέπει πάντα ν’ αναρωτιέσαι: «Κάνω αυτό που κάνω σωστά; Μπορώ να βελτιωθώ;» Έτσι ωριμάζεις και μαθαίνεις. Aν δεν ωριμάσεις, βαλτώνεις.

Δέκα λεπτά ενασχόλησης με κάτι το οποίο δε γνωρίζεις είναι πιο αποτελεσματικά από μια ώρα ενασχόλησης με κάτι που ήδη ξέρεις. Είναι δύσκολο το να ωριμάζεις.

Αλλά σε ανταμείβει. Αισθάνεστε ότι έχετε ωριμάσει από την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ και εξής;

Katrine: Ψυχολογικά, είμαι πολύ καλύτερα, αλλά δεν ξέρω αν γράφω καλύτερα τραγούδια.

Jogeir: Διαρκώς ωριμάζουμε, αποκτούμε μεγαλύτερη ικανότητα και σταθερότητα.

Η αισθητική των εξωφύλλων των άλμπουμ σας φαίνεται να παραπέμπει σε άτομα με εικαστικές ανησυχίες/εικαστικό ταλέντο. Ποιος ευθύνεται για τον στιλιστικό προσανατολισμό τους;

Κatrine: Όλοι μας έχουμε μια γνώμη. Πάντα ήθελα τα εξώφυλλα να είναι πίνακες.

Η μαμά μου ζωγραφίζει, οπότε ως παιδί μεγάλωσα με τη ζωγραφική και πάντα ήξερα ότι δεν ήθελα να εμφανίζομαι σ’ αυτά. Είναι πολύ cringe κάτι τέτοιο και δε θέλω να πουλάω το πρόσωπό μου.

Αν οι ακροατές αγοράσουν κάτι που μοιάζει με πίνακα, ίσως το τοποθετήσουν στον τοίχο. Έτσι δεν είναι μόνο μια μουσική σύνθεση, είναι τέχνη.

Επίσης, η συγκεκριμένη αισθητική προσελκύει το βλέμμα και σε κάνει να σκέφτεσαι τι αντιπροσωπεύει μουσικά.

Jogeir: Όταν βλέπεις τα εξώφυλλα, νιώθεις όσα όταν βάλεις τον δίσκο να παίξει. Ξεκινάς ένα ταξίδι. Κρύβουμε επίσης σ’ αυτά κάποια νοήματα τα οποία αποκαλύπτονται σε όσους ακούνε προσεκτικά, ως ανταμοιβή.

Μας αρέσει, τέλος, να συνεργαζόμαστε με σπουδαίους καλλιτέχνες για τη δημιουργία τους.

Χαίρομαι που θα εμφανιστείτε ζωντανά στην Αθήνα τώρα που ετοιμάζεστε ν’ «απογειωθείτε» - όχι στη δύση της καριέρας σας, σε μια προσπάθεια για μια τελευταία «αρπαχτή».

Jogeir: Είμαι οπαδός της Ιστορίας Με συναρπάζει, επομένως, και με κάνει να νιώθω ταπεινοφροσύνη το ότι δίνουμε συναυλίες στην Ιστανμπούλ και την Αθήνα, διαδοχικά.

Δεν έχουμε «απογειωθεί», ωστόσο, δεν έχουμε φτάσει στον επιθυμητό προορισμό μας. Όσο περισσότερο ταξιδεύουμε, όσο περισσότερες συναυλίες δίνουμε, τόσο περισσότερο πρέπει να δουλέψουμε χωρίς να το έχουμε προβλέψει.

Δε βιοποριζόμαστε από τη μουσική, προς το παρόν, αλλά η δίψα να δείξουμε τι αξίζουμε παραμένει, όπως και η κόπωση.

Την προηγούμενη φορά που είχαμε έρθει ως σαπόρτ μπάντα στην Αθήνα είχαμε μείνει μισή μέρα. Μακάρι αυτήν τη φορά να καταφέρουμε να μείνουμε για μια-δυο μέρες.

Ευχαριστώ θερμά την Giulia Wyrd Svartskog (By Norse Music) για την πολύτιμη συνδρομή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Οι Kalandra εμφανίζονται λάιβ στην Αθήνα το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου στο Temple (Ιάκχου 17, Γκάζι) στις 21:00

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Ναζουάν Νταρουίς: «Κάθε ποιητής ονειρεύεται να κάνει τη λέξη σώμα και το σώμα λέξη»

 

Ναζουάν Νταρουίς (Φωτογραφία: Véronique Vercheval)

«Δεν κοιμάμαι εδώ και πολύ καιρό, ποιος μπορεί να κοιμηθεί σε μια εποχή γενοκτονίας;» εξομολογείται ο Ναζουάν Νταρουίς, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους αραβόφωνους -εν προκειμένω Παλαιστίνιους- ποιητές.

Μια συζήτηση μαζί του με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία στα ελληνικά της ποιητικής ανθολογίας του Δεν απομένει τίποτα πια για να χάσουμε.

«Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω άλλους συντρόφους παρεκτός από ετούτους - το όνειρό μου, την αυταπάτη μου, τον γλυκό μου θάνατο κάθε νύχτα», γράφεις.

Με ποιους τρόπους τα όνειρα, οι αυταπάτες, o θάνατος και η νύχτα συναντιούνται μέσα σου; Πηγάζει η ίδια σου η ενασχόληση με την ποίηση -και τη γραφή, εν γένει- από την ανάγκη να καταπιαστείς με την κυριολεκτική και τη μεταφορική νύχτα;

Όπως πλέον γνωρίζουμε καλύτερα, με τη γέννηση της ψυχανάλυσης, ο άνθρωπος έχει μια υποσυνείδητη ζωή ίσης ή μεγαλύτερης αξίας από τη συνειδητή ζωή του.

Όπως επίσης πλέον γνωρίζουμε μετά τη γενετική, η ζωή των προγόνων μάς επηρεάζει περισσότερο από ό,τι φανταζόμασταν, καθώς για παράδειγμα επηρεάζουν την καθημερινή σου ζωή βαθιά οι εμπειρίες ή οι φόβοι ενός προπάππου έβδομης γενιάς για τον οποίο δε γνωρίζεις τίποτα. 

Ο κόσμος των ονείρων ή των εφιαλτών είναι το ιδανικό μέρος για να συναντήσουμε τον υποσυνείδητο κόσμο μας και εμάς, ή τους κοντινούς ή μακρινούς προγόνους μας. Yπό αυτήν την έννοια αποτελεί έναν κατεξοχήν ιδανικό ποιητικό κόσμο.

«Όλοι οι τόποι απ’ όπου έρχομαι αντιστάθηκαν στους εισβολείς τους, δεν υπάρχει ελεύθερος άνθρωπος με τον οποίο να είμαι ενωμένος με δεσμούς συγγένειας/ και δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο ούτε ένα σύννεφο που να μην του είμαι οφειλέτης».

Αυτό διακηρύσσεις στο Δελτίο ταυτότητας, επανοικειοποιούμενος με λιτότητα αλλά και δύναμη τις έννοιες της συντροφικότητας, του διεθνισμού και της αλληλεγγύης. Θα ήθελες να αναφερθείς πιο αναλυτικά σ’ αυτές;

Δεν τα είχα σκεφτεί αυτά όταν έγραψα το συγκεκριμένο ποίημα. Αυτό αποτελεί την προσωπική μου ταυτότητα τη χρονιά που έγραψα το ποίημα, ίσως πριν από 13 χρόνια.

Σήμερα νομίζω ότι η ταυτότητά μου είναι πολύ ευρύτερη. Αυτή είναι η προσωπική μου εμπειρία με αυτό που ονομάζουμε ταυτότητα.

Λάβε υπόψη πως είναι επίσης η ταυτότητα μιας χώρας όπως η Παλαιστίνη και μιας πόλης όπως η Ιερουσαλήμ, όπου γεννήθηκα.

Σε γενικές γραμμές, δε γράφω παρακινούμενος από διανοητικές και πολιτισμικές αφαιρέσεις και έννοιες. Είμαι ένας υποσυνείδητος συγγραφέας. Παραδίνομαι ολοκληρωτικά σε αυτό που νιώθω και σε αυτό που ζω.

Για μένα, ο ποιητής είναι μια «κεραία» που συλλαμβάνει φωνές και μηνύματα και τους δίνει μορφή, πριν γίνει και ο ίδιος μια φωνή χαμένη στο σύμπαν που χρειάζεται να συλλάβουν άλλοι το μήνυμά του.

«Κι η περιφρόνησή μου για τους σιωνιστές δεν θα μ’ εμποδίσει να πω ότι επίσης υπήρξα ένας Εβραίος που τον εξόρισαν απ’ την Ανδαλουσία κι ότι ακόμη το βρίσκω λογικό υπό το φως εκείνης της δύσης», συνεχίζεις στο ίδιο ποίημα.

Υπό την έννοια της δομικής απανθρωποποίησής τους από τις αποικιοκρατικές/ρατσιστικές άρχουσες Δυτικές ελίτ, είναι οι Άραβες -ιδίως οι Παλαιστίνιοι- οι Εβραίοι του σήμερα και η ισλαμοφοβία ο πραγματικός -και γενοκτονικός- σύγχρονος αντισημιτισμός;

Η ερώτησή σου περιγράφει το ζήτημα με ακρίβεια.

Είναι σαφές σε όποιον θέλει να καταλάβει πως πολλές μορφές ισλαμοφοβίας είναι μετασχηματισμοί του αντισημιτισμού, καθώς και του ρατσισμού και των υπολειμμάτων της αποικιοκρατικής κουλτούρας που τα πολιτικά συστήματα στη Δυτική Ευρώπη, ιδίως, δεν μπόρεσαν να αποτινάξουν. 

«Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω, / δε θα το έκανα κάτω από κανένα άλλο λάβαρο/ Και πάλι θα σε αγκάλιαζα με δυο κομμένα χέρια/ Σε θέλω/ γη, / ηττημένο μου λάβαρο», θρηνείς στο Ηττημένο μου λάβαρο.

Γιατί περιγράφεις τη γη κατ’ αυτόν τον τρόπο;

Όλη τη γη, φυσικά. Είναι αλήθεια πως εννοείται η Παλαιστίνη και η προσωπική μου ζωή, αλλά εννοώ ολόκληρη τη γη. Γιατί όταν γεννιέται κάποιος, γεννιέται για όλη τη γη, και όταν πεθαίνει, πεθαίνει για όλη τη γη. 

«Η χώρα μου είναι γυναίκα, / κι αυτή η μητέρα θεά/ που μέσα από τους δρόμους της σέρνω έναν σταυρό/ είναι επίσης γυναίκα. /Έζησα τη ζωή στο έπακρο. / Είναι κρίμα που μόνο άντρες θα μεταφέρουν το φέρετρό μου/ αυτήν τη φορά».

Αυτό συμπεραίνεις στο Εξαιτίας μιας γυναίκας.  Είναι ο αγώνας ενάντια στη σιωνιστική καταπίεση και για τη συλλογική χειραφέτηση/συλλογικό αυτοκαθορισμό αγώνας και ενάντια στις πατριαρχικές δομές;

Σε μεγάλο βαθμό, αυτό είναι σωστό.

«Θέλω να γράψω τη γη, / Θέλω οι λέξεις/ να είναι η γη η ίδια. / Οι λέξεις μου βρίσκονται παντού/ κι η σιωπή είναι η ιστορία μου», επισημαίνεις στο Γράφω τη Γη.

Με ποια έννοια εγγράφεται η γραφή σου στη γη και γιατί είναι η σιωπή η ιστορία σου;

Κάθε ποιητής ονειρεύεται ή προσπαθεί να κάνει τη λέξη σώμα και το σώμα λέξη. Όπως όλοι τους, έτσι προσπαθώ κι εγώ.

Η σιωπή είναι μια από τις πιο αινιγματικές μορφές επιβίωσης. Όταν βρίσκουμε ένα αρχαίο άγαλμα, είναι η σιωπή του που μας μιλάει. Η σιωπή του είναι πιο σημαντική από τις εξηγήσεις των αρχαιολόγων.

Όταν μπαίνουμε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι ή που οι κάτοικοί του έχουν εκδιωχθεί, η σιωπή είναι η πρώτη που διηγείται την ιστορία αυτού του σπιτιού.

Αν και δηλώνεις μάλλον αγνωστικιστής, η ποίησή σου βρίθει θρησκευτικής/βιβλικής εικονοποιίας και αντίστοιχων αναφορών, με τον σταυρό και τον Ιησού να είναι ανάμεσα στις πιο επανερχόμενες.

Πώς βιώνεις τη θρησκεία ως άτομο και ως καλλιτέχνης;

Πάντα θεωρούσα ότι η ποίηση είναι μια πνευματική εμπειρία και μια πνευματική πρακτική. Η δύναμη της ποίησης προέρχεται από τη δύναμη της ψυχής.

Ο Χριστός είναι τέκνο του λαού μου και της πατρίδας μου, γεννήθηκε και σταυρώθηκε εκεί που γεννηθήκαμε και εκεί που σταυρωνόμαστε τώρα. Η ζωή του είναι ένας καθρέφτης στον οποίο κοιτάζω, ειδικά τώρα στη γενοκτονία που βιώνουμε ως λαός. 

«Στο σπίτι μου υπάρχει ένα παράθυρο που βλέπει στην Ελλάδα»,  εξομολογείσαι στο πολλάκις αναφερθέν Δελτίο ταυτότητας. Τι σηματοδοτεί η Ελλάδα για σένα σε πολιτισμικό, υπαρξιακό, ακόμα και οντολογικό επίπεδο;

Ξέρεις πως είμαστε μια γη. Είναι περισσότερα αυτά που ενώνουν τους λαούς της Μεσογείου παρά αυτά που τους χωρίζουν.

Υπάρχει μια ιστορική θεωρία -ή ένας όμορφος μύθος, αν θέλεις- ότι οι Παλαιστίνιοι κατάγονται από την Κρήτη.

Ως παιδί, συμμεριζόμουν αυτή τη θεωρία και στην πρώτη μου ποιητική συλλογή, που εκδόθηκε πριν από 25 χρόνια, υπάρχει ένα ποίημα που αρχίζει με τη φράση «Είμαι πρόσφυγας από την Κρήτη».

Υπάρχουν πολλοί πολιτιστικοί δεσμοί, ξεκινώντας από την ορθόδοξη πνευματικότητα που είναι ακόμα ζωντανή στην Παλαιστίνη, καθώς είμαστε, σε κάποιο βαθμό, μέρος του ορθόδοξου κόσμου.

Ο Καμάλ Μπουλάτα, ο μεγάλος καλλιτέχνης και ιστορικός τέχνης, συνήθιζε να μου λέει ότι έγινε ένας γάμος μεταξύ του βυζαντινού και του αραβοϊσλαμικού πολιτισμού.

Δε χρειαζόταν να συμπληρώσει τη φράση, ώστε όσοι καταλαβαίνουν την ιστορία να καταλάβουν πως εμείς, ως Παλαιστίνιοι Άραβες, είμαστε τα παιδιά αυτού του γάμου. Είναι ίδιο το χώμα, ίδια και η ελιά.

Οι πολλοί δεσμοί που νιώθουμε, αλλά δεν μπορούμε πάντα να εξηγήσουμε, είναι αυτό που κάνει τους Έλληνες ποιητές τόσο κοντά στις ψυχές μας και αυτό που μας κάνει να καταλαβαινόμαστε πέρα από το γλωσσικό φράγμα. 

«Κοιμόμαστε και ονειρευόμαστε την Παλαιστίνη», μου είχε πει η Λέιλα Χάλεντ σε συνέντευξη το 2016 στη διάρκεια της μοναδικής μέχρι στιγμής επίσκεψής της στην Ελλάδα. Τι ονειρεύεσαι όταν καταφέρνεις να κοιμηθείς, Ναζουάν;

Λέιλα Χάλεντ.

Σου γράφω τώρα από τη Χάιφα, την πόλη από την οποία εκδιώχθηκαν οι δικοί της το 1948. Την σκέφτομαι συχνά, και μια μέρα έλαβα ένα όμορφο γράμμα από εκείνη, όταν διάβασε ένα ποίημα που έγραψα γι’ αυτήν. 

Δεν κοιμάμαι, αγαπητέ Γιάννη. Δεν κοιμάμαι εδώ και πολύ καιρό, ποιος μπορεί να κοιμηθεί σε μια εποχή γενοκτονίας; 

Αισθάνεσαι, ωστόσο, καθόλου ανακούφιση τώρα που η εκεχειρία στη Γάζα μοιάζει να έχει τεθεί σε εφαρμογή;

H λέξη «εκεχειρία» είναι παραπλανητική. Τα Μ.Μ.Ε. σε όλο τον κόσμο ψεύδονται ως συνήθως, λες και υπάρχουν δύο ίσες αντιμαχόμενες πλευρές.

Για εμάς, είναι ένα διάλειμμα στη γενοκτονία για την οποία οι δολοφόνοι παραμένουν ατιμώρητοι και τα θύματα δεν έχουν αναγνωριστεί.

Αυτό σημαίνει πως η γενοκτονία εξακολουθεί να είναι ανοιχτή και πιθανή ανά πάσα στιγμή.

Ευχαριστώ θερμά τον Ρόνι Μπου Σάμπα για τη μετάφραση των απαντήσεων του Ναζουάν Νταρουίς στα ελληνικά.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον Ναζουάν Νταρουίς που, εν μέσω της γενοκτονίας των Παλαιστίνιων στη Γάζα, βρήκε την ψυχική αντοχή να ασχοληθεί με τις ερωτήσεις μου.

Τον ευχαριστώ επίσης για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Η ποιητική ανθολογία του Ναζουάν Νταρουίς Δεν απομένει τίποτα πια για να χάσουμε κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Θράκα σε εισαγωγή-μετάφραση του Δημήτρη Αγγελή και θεώρηση της μετάφρασης από τον Ρόνι Μπου Σάμπα.



Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Ute Lemper: «Η ανθρωπιά της μουσικής έχει πάει κάπου αλλού»



Φλογερή τραγουδίστρια, χορεύτρια, ηθοποιός, μουσικός, ζωγράφος, μοντέλο, η γερμανικής καταγωγής Ute Lemper παρουσιάζει στο Θέατρο Παλλάς στις 3 Φεβρουαρίου τη μουσικοθεατρική παράσταση Ραντεβού με την Μαρλέν Ντίτριχ.

Μια μακρά συνομιλία με την καλλιτέχνιδα.

Αν και ευρωπαϊκής -και συγκεκριμένα γερμανικής- καταγωγής, ζείτε εδώ και χρόνια στη Νέα Υόρκη. Πώς βιώνετε αυτήν τη συνθήκη;

Έφυγα από τη Γερμανία αμέσως μετά το λύκειο για να σπουδάσω στην Αυστρία. Κατόπιν, δούλεψα για πολλά χρόνια στο Παρίσι, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Στο μεσοδιάστημα, πηγαινοερχόμουν στη Δυτική -τότε- Γερμανία, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, εργαζόμενη στο θέατρο.

Στα μέσα της δεκαετίας του’90 μετακόμισα στο Λονδίνο κι όταν μου προσφέρθηκε μια θέση στο μιούζικαλ Σικάγο στο Μπρόντγουεϊ, την αποδέχτηκα με χαρά και στη συνέχεια παρέμεινα στις Η.Π.Α.

Παντρεύτηκα Νεοϋορκέζο και κάναμε τα παιδιά μας στη Νέα Υόρκη. Μας άρεσε η αίσθηση που αποπνέει η πόλη.

Τι εκτιμάτε/απολαμβάνετε περισσότερο στη Νέα Υόρκη;

Μου αρέσει η ανοιχτότητα, η απουσία κανονικότητας, η τεράστια ποικιλομορφία της, ο γαλάζιος ουρανός, το γεγονός ότι είναι διαρκώς ζωντανή, πως ποτέ δε νιώθεις παγιδευμένος/παγιδευμένη σ’ αυτή.

Είναι, βέβαια, μια πόλη θορυβώδης που σου τσακίζει τα νεύρα, ωστόσο μπορείς να πας παντού με τα πόδια - και λατρεύω το περπάτημα, επί ώρες καθημερινά, οπουδήποτε χρειάζεται να βρεθώ.

Πότε πότε χρησιμοποιώ το ποδήλατό μου, όλα και όλοι είναι άμεσα προσβάσιμα/-οι.

Το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, είναι η θεατρική και η μουσική σκηνή της, κυρίως η τζαζ, αλλά και το αργεντίνικο τάνγκο, η γαλλική, η βραζιλιάνικη, η εβραϊκή κι η μεσανατολίτικη μουσική. Όλα είναι ζωντανά.

Έχω ένα ήσυχο σπιτάκι στην εξοχή, όχι μακριά από τη Νέα Υόρκη, όπου πηγαίνουμε όταν ο θόρυβος και η πολυκοσμία γίνονται ανυπόφορα. Πάντα, ωστόσο, αισθάνομαι ευτυχισμένη όταν επιστρέφω στη Νέα Υόρκη, όχι συμπιεσμένη ή παρακολουθούμενη.

Είναι και το τραγούδι -αλλά και η ηθοποιία- ο τρόπος σας να βιώνετε αυτήν την ανοιχτότητα;

Εδώ και σχεδόν σαράντα έξι χρόνια, το υπέροχο πάθος μου έχει εξελιχθεί σε δουλειά. Αυτή είμαι εγώ και είμαι ευγνώμων που έχω κοινό σ’ όλο τον κόσμο.

Δε με φαντάζομαι να ζω χωρίς μουσική και χωρίς να είμαι δημιουργική. Πάντα έχω κάτι καινούριο κατά νου, όπως επίσης και τις περιοδείες, οι οποίες, καθώς μεγαλώνω, γίνονται κάπως εξαντλητικές.

Για αρκετούς ανθρώπους - κυρίως νεότερων γενεών, στις οποίες δυστυχώς δε συγκαταλέγομαι...

Με τα γένια και τα μούσια σου θα μπορούσες να είσαι οποιασδήποτε ηλικίας. Μοιάζεις με τον Μωυσή από τη Βίβλο! (Γέλια).

Δε με έχουν παραλληλίσει με τον Μωυσή ξανά!

Για να επιστρέψω, όμως, στην ερώτηση την οποία ήθελα να σας θέσω, για πολλούς ανθρώπους είστε η πύλη εισόδου στον Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον Κουρτ Βάιλ και την Λότε Λένια.

Το 2025 γιορτάζουμε τα 125 χρόνια από τη γέννηση του Κουρτ Βάιλ. Ετοιμάζω, μάλιστα, ένα άλμπουμ όπου προσπαθώ να ξαναφανταστώ τις συνθέσεις του.

Ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν για πρώτη φορά εκτεθήκατε στο έργο αυτών των ανθρώπων και στην εποχή τους, μιας και αποτελείτε μια από τις πλέον αφοσιωμένες ερμηνεύτριές του;

Τραγουδώ αυτήν τη μουσική επί σχεδόν σαράντα έξι χρόνια.

Την ανακάλυψα ως έφηβη στα δεκαέξι μου, όταν παρακολουθούσα ένα σεμινάριο για τη μουσική του Κουρτ Βάιλ στην Αυστρία.

Η ευφυία του έργου του, οι προβοκατόρικοι στίχοι και οι εξωτικοί χαρακτήρες των απόβλητων μου φάνηκαν εξωπραγματικά.

Η εκ νέου ανακάλυψη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μέσω του ρεπερτορίου του Κουρτ Βάιλ υπήρξε, εξάλλου, σημαντική.

Κατόπιν, έγινε κι ο ίδιος σημαντικός συνθέτης στο Μπρόντγουεϊ, αφήνοντας πίσω του όσα τον αντιπροσώπευαν κατά τη γερμανική περίοδό του και δημιουργώντας μια μουσική εμπορική και ρομαντική.

Αρνείτο καν να μιλήσει γερμανικά αφότου έφτασε στις Η.Π.Α., εξελισσόμενος σε έναν ακόμη από τους Εβραίους μετανάστες που εμπλούτισαν τη βορειοαμερικανική κουλτούρα με τη δικιά τους.

Ο Κουρτ Βάιλ είναι, επομένως, ένας άνθρωπος απίστευτης σημασίας για μένα επειδή ήταν ένας δημιουργικός και συνεπής προς τον εαυτό του Γερμανοεβραίος, κι όμως υπέστη εξευτελισμούς και προσβολές από τους Ναζί και εντέλει εξορίστηκε.

Πώς ερμηνεύετε τη συνεχιζόμενη σαγήνη την οποία προκαλεί αυτή η μουσική, ακόμη και σε κοινά πιο νεανικά;

Δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει και τόσο ενδιαφέρον από τις νεότερες γενιές.

Άνθρωποι ανάμεσα στα είκοσι και τα τριάντα έχουν μεγαλώσει με μια εντελώς διαφορετική ευαισθησία και γούστο όσον αφορά στη μουσική.

Με απελπίζει, λοιπόν, λίγο το πού βρισκόμαστε χωρίς γούστο στη μουσική. Η μουσική έχει εξελιχθεί σε ψηφιακή επιφάνεια και παράγεται σε κουτάκια. Η ανθρωπιά μέσα της έχει πάει κάπου αλλού.

Και βέβαια οι Η.Π.Α. επηρεάζει την παγκόσμια μουσική αγορά με χιπ χοπ και ραπ.

Από την άλλη, υπάρχουν οι παραδοσιακές μουσικές, με τις οποίες πολλοί άνθρωποι ανά τον κόσμο συνδέονται.

Για να απαντήσω, όμως, στην ερώτησή σου, η επαναστατική/εξεγερσιακή διάσταση αυτής της μουσικής και το εξωτικό στοιχείο στην αφήγηση ιστοριών προκαλούν ενδιαφέρον με έναν εναλλακτικό τρόπο στη στις νεότερες γενιές.

Κάποιες από τις μουσικές κυκλοφορίες σας θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «ποπ», ίσως με έναν προσωπικό και ιδιοσυγκρασιακό τρόπο. Το Punishing Kiss, για παράδειγμα, είναι ένα είδος ποπ άλμπουμ.

Εναλλακτικής ποπ! (Γέλιο).

Υπο ποιες συνθήκες γεννήθηκε, στην «αυγή» σχεδόν της νέας χιλιετίας;

Ήταν ένα ενδιαφέρον πρότζεκτ που επινοήθηκε από την εταιρεία Decca Music μετά από εννέα δίσκους μου παραδοσιακής μουσικής οι οποίοι είχαν κυκλοφορήσει.

Με συνάρπασε η προοπτική να συναντήσω μερικούς από τους ήρωές μου, όπως τον Τομ Γουέιτς, τον Έλβις Κοστέλο, τον Νικ Κέιβ, τον Σκοτ Γουόκερ. Απίστευτοι άνθρωποι, με δική τους φωνή.

Ωστόσο, κάτι δε μου πήγαινε καλά σε επίπεδο παραγωγής, και εντέλει έλειπε από τα τραγούδια τους. Δεν μπορούσα να βρω τη φωνή μου στο συγκεκριμένο πρότζεκτ, και δεν ήθελα να μιμηθώ κάποιον άλλο.

Το γεγονός αυτό, όμως, αποτέλεσε για μένα την έμπνευση να αρχίσω να γράφω τη δική μου μουσική, τα δικά μου τραγούδια.

Αμέσως μετά, λοιπόν, ξεκίνησα με το πρότζεκτ για τον Τσαρλς Μπουκόφσκι.

Με το πιο πρόσφατο άλμπουμ μου, το Time Traveler, το οποίο συνέπεσε με τη συγγραφή της αυτοβιογραφίας μου, στοχάζομαι πάνω στο πέρασμα του χρόνου.

Η αίσθηση αυτού του περάσματος σας ανταμείβει ή έχετε μετανιώσει και για κάτι;

Στην πραγματικότητα δε μετανιώνω για κάτι, επειδή είμαι διαισθητικός άνθρωπος και πάντα ακολουθώ το ένστικτό μου. Επί μακρόν δεν έχω υποστεί εξαναγκασμό, απλώς ακολουθώ τον δρόμο μου.

Σίγουρα ο χρόνος περνά γρήγορα. Δεν ξέρω πού πήγαν τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια! Εσωτερικά, δεν αισθάνομαι τον χρόνο.  

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, το οποίο συνέβη με την πανδημία είναι πως έχω ακόμα πιο έντονη τάση να βρω την εσωτερική μου γαλήνη και να μην εμπλέκομαι σε οτιδήποτε αγχωτικό και πιεστικό - σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό επίπεδο.

Έχω καλλιεργήσει ένα ταξίδι προς εμένα την ίδια, παρά μέσω του κόσμου. Αυτή η διαδικασία μού έχει προσφέρει γαλήνη, κι έτσι είναι ευκολότερο να αποδεχθώ τη γήρανση του σώματος.

Ενώ, λοιπόν, το σώμα μαραίνεται, μυαλό και ψυχή ισχυροποιούνται. Μέχρι που κάποια στιγμή πρέπει ν’ αποχαιρετήσεις το σώμα σου. Τι συμβαίνει μετά, δεν το γνωρίζουμε. (Γέλιο).

Εφόσον κάποιος άνθρωπος διατηρεί την πνευματική του διαύγεια και την αυτοαντίληψή του, η σωματική εξασθένηση φαντάζει λιγότερο καταστροφική.

Μερικές φορές καλό που δεν έχεις επίγνωση του εαυτού σου, ιδίως αν έχεις υπερβεί τα ενενήντα κι έχεις πλέον αποδεχτεί πως κάθε μέρα θα είναι λίγο πολύ ίδια με την προηγούμενη, αναπτύσσοντας μια συνείδηση πέρα από τον χρόνο.

Δεν έχω, πάντως, φτάσει σ’ ένα τέτοιο σημείο! Απολαμβάνω την κάθε μέρα μου και είμαι ευγνώμων για το ταξίδι το οποίο μέχρι τώρα είχα. Τα παιδιά μου μού έχουν δώσει τη μεγαλύτερη χαρά στη ζωή.

Καλλιτέχνες κι εκείνα;

Η κόρη μου είναι μυθιστοριογράφος, οι γιοι μου είναι αθλητικοί τύποι.

Ο Μαξ μου, ο μεγαλύτερος, ασχολείται με μια εταιρεία νεοφυούς επιχειρηματικότητας ζώντας με έναν εναλλακτικό τρόπο. Ο Τζούλιαν μου, ο μικρότερος, παίζει μπέιζμπολ.

Στην ηλικία τους ήμουν αγχωμένη. Μπορεί να λάτρευα το να βρίσκομαι επί σκηνής, αλλά το τίμημα ήταν τεράστιο.

Στα είκοσι δύο μου ήμουν ήδη σταρ. Περιόδευα ανά τον κόσμο και, λόγω της πίεσης, δεν μπορούσα να έχω ερωτική σχέση, η φωνή μου κουραζόταν συχνά και πάθαινα τραυματισμούς.

Αφότου, όμως, δημιούργησα οικογένεια, έθεσα προτεραιότητες. Οπότε, με την πάροδο των δεκαετιών, μεταμορφώθηκα από έναν «εκεί έξω» άνθρωπο σε έναν «εδώ μέσα». Μου αρέσει αυτή η νέα διάσταση!

Ακτινοβολείτε χαρά και εσωτερική γαλήνη. Κι αυτό αρέσει σε μένα!

Δε μιλήσαμε, όμως, καθόλου για τη συναυλία μου στο Παλλάς στις 3 Φεβρουαρίου.

Ιδού, λοιπόν.

Θα παρουσιάσω το Ραντεβού με την Μαρλέν Ντίτριχ, ένα θεατρικό έργο με μουσική την οποία συνέθεσα μόνη μου επτά χρόνια πριν και βασίζεται σε ένα τηλεφώνημα το οποίο όντως συνέβη στο Παρίσι το 1997.

Τα Μ.Μ.Ε. με περιέγραφαν τότε ως την «νέα Μαρλέν». Η Μαρλέν Ντίτριχ ήταν ακόμα ζωντανή, τότε στα ογδόντα επτά της, και ζούσε στο Παρίσι. Δεν είχε βγει από το σπίτι της επί μια δεκαετία, για να μη δείξει το γερασμένο πρόσωπό της.

Της έγραψα ένα γράμμα απολογούμενη γι’ αυτή τη σύγκριση, μιας είκοσι τετράχρονης πρωτοεμφανιζόμενης με έναν θρύλο, χωρίς να περιμένω απάντηση.

Ένα μήνα αργότερα, μου τηλεφώνησε, και είχαμε μιας τρίωρης διάρκειας πολύ σημαντική συνομιλία. Μια συνομιλία ανάμεσα σε δύο Γερμανίδες για τα πάντα:

Για την πολιτική, την Ιστορία, την αγάπη, την ποίηση, τη μουσική και -κυρίως- για τον καημό της που δεν μπορούσε να επιστρέψει στη Γερμανία επειδή είχε πολεμήσει τους Ναζί.

Ακόμα και είκοσι χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την αποκαλούσαν «προδότρια». Αυτό λέει πολλά για τη Γερμανία στην οποία μεγάλωσα.

Κράτησα το τηλεφώνημα μυστικό για πολύ καιρό μέχρι που, τριάντα χρόνια αργότερα, αποφάσισα να γράψω ένα θεατρικό βασισμένο σ’ αυτό.

Αφηγούμαι, λοιπόν, την ιστορία, τη μελαγχολία, την πικρία, τις ψευδαισθήσεις, τα όνειρά της.

Ήταν μια «γυναίκα του μέλλοντος», έτσι την αποκαλώ: στον τρόπο ζωής της, στην ελευθερία σκέψης της, της σεξουαλική χειραφέτησή της, στη διανοητική ωριμότητά της.

Δεν πρέπει να ξεχαστεί. Έγραψα, επομένως, αυτό το θεατρικό για να ξαναφέρω την ιστορία της στον κόσμο.

Ευχαριστώ θερμά την Ina Marija Ubaite (Arabella Arts) για την πολύτιμη συνδρομή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με την Ute Lemper.

Η Ute Lemper παρουσιάζει τη μουσικοθεατρική παράσταση Ραντεβού με την Μαρλέν Ντίτριχ στο Θέατρο Παλλάς τη Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου, στις 21:00.



Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Mohammad Bakri: «Δημιουργώ αισιοδοξία από την πιο βαθιά απελπισία»

 


Ο Mohammad Bakri, εκ των πλέον καταξιωμένων Παλαιστίνιων σκηνοθετών και ηθοποιών, βρίσκεται στην Αθήνα, ενόψει της προβολής την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου των δύο απαγορευμένων στο Ισραήλ ντοκιμαντέρ του για τη μαρτυρική Τζενίν.

Συναντηθήκαμε, και κουβεντιάσαμε για πολλά.

«Το θέατρο πρέπει να είναι προτεραιότητα σε οποιαδήποτε καλή κοινωνία. Το ίδιο ισχύει για τον κινηματογράφο», έχετε δηλώσει παλαιότερα. Γιατί προσδίδετε τέτοια σημασία στην τέχνη, γενικότερα, και στο θέατρο και το σινεμά, ειδικότερα;

Δεν ξέρω πώς να απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτηση, γιατί κι εγώ δεν είμαι σίγουρος.

Πιστεύω, όμως, γενικότερα ότι οι σκεπτόμενοι και δημιουργικοί άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη κάθε είδους δε βλέπουν τα πράγματα ασπρόμαυρα. Αντιλαμβάνονται περισσότερα επίπεδα.

Περισσότερες διαστάσεις.

Ακριβώς. Οι καθημερινοί άνθρωποι συνήθως είναι απασχολημένοι με τα προβλήματά τους και δεν ιεραρχούν ως προτεραιότητα το να σκέφτονται πολυδιάστατα. Δεν αντιλαμβάνονται τις «γκρίζες» ζώνες.

Οι άνθρωποι της τέχνης, από την άλλη, μπορούν να δημιουργούν πολύχρωμες ιδέες.

Η τέχνη, εξάλλου, είναι σημαντική γιατί ασκεί επίδραση στο συναίσθημα και στο μυαλό.

Όταν δουλεύω σε ένα θεατρικό έργο ή σε μια ταινία είναι πολύ σημαντικό να νομίζω, κάθε φορά, πως μέσω της δουλειάς μου μπορώ ν’ αλλάξω τον κόσμο. Κι ας μην αλλάζει κάτι.

Θα σου δώσω ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα. Όταν σκηνοθέτησα το πρώτο από τα δύο ντοκιμαντέρ μου για την Τζενίν, το Τζενίν Τζενίν (2002), ήμουν αρκετά αφελής ώστε να θεωρώ ότι επρόκειτο για μια ιστορία αγάπης.

Αγάπης για;

Αγάπης για τον τόπο και τους ανθρώπους του, οποίοι επιθυμούσαν έντονα την ειρήνη, την ελευθερία και τον τερματισμό της Κατοχής.

Το Τζενίν Τζενίν ήταν ένα τραγούδι για την ειρήνη.

Πίστευα πως θα επηρέαζε τους Ισραηλινούς σε τέτοιο βαθμό, που θα έλεγαν: «Να σταματήσει η Κατοχή». «Δεν είσαι ρεαλιστής. Δε ζεις σ’ αυτόν τον κόσμο, αν σκέφτεσαι τόσο αισιόδοξα», μου έλεγαν Ισραηλινοί φίλοι μου.

Νόμιζα ότι με πείραζαν, δεν πήρα την κριτική τους στα σοβαρά.

Ακόμα και σήμερα, ωστόσο, και παρά τη γενοκτονία στη Γάζα, είμαι σίγουρος πως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στο Ισραήλ -δεν ξέρω πόσοι-, κάποιοι πατεράδες και κάποιες μανάδες που, αν είδαν τι συνέβη στη Γάζα, νιώθουν άσχημα γι’ αυτό.

Αν εγώ, ο Mohammad Bakri,  ήμουν Ισραηλινός, ως πατέρας πέντε γιων και μιας κόρης και παππούς επτά εγγονών, θα ντρεπόμουν που ανήκω σ’ αυτήν την εγκληματική κοινωνία με τη ναζιστική της κυβέρνηση.

Χωρίς να θέλω να γενικεύσω, δεν είμαι σίγουρος πόσοι τέτοιοι Ισραηλινοί υπάρχουν.

Όταν ήμουν στο αεροδρόμιο, χρειαζόμουν να μετακινηθώ με καροτσάκι λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζω. Μια πολύ καλή Ισραηλινή κυρία, η Εϊνάτ, με οδήγησε με το καροτσάκι στην πύλη επιβίβασης.

Σε κάποια οθόνη, προβάλλονταν σκηνές από τη Γάζα. Ξέρεις τι μου είπε, το οποίο με εξέπληξε; «Ό,τι κάναμε στη Γάζα δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να κάψουμε τα πάντα».

«Ξέρεις ποιος είμαι;» της απευθύνθηκα. «Ο Mohammad Bakri». «Το ξέρω», μου απάντησε, «αλλά δε μιλάω για σας, αλλά για αυτούς». «Αλλά εγώ είμαι αυτοί», της αντέτεινα. Αισθάνθηκα άσχημα, είχα έντονη ταχυπαλμία.

«Βίασαν γυναίκες, σκότωσαν παιδιά», επέμεινε. «Αυτά είναι ψέματα», διαφώνησα. «Έχω φίλες που βιάστηκαν», ισχυρίστηκε. Ήμουν σίγουρος εκείνη τη στιγμή ότι έλεγε ψέματα.

Γιατί;

Επειδή είμαι ηθοποιός, μπορώ να ξέρω και να «μυρίζομαι» το «χρώμα» του ψεύδους. Κι αυτή ψευδόταν. Ο καλός ηθοποιός είναι ειλικρινής. Αν λέω ψέματα, δε σέβομαι τον εαυτό μου. Αν ψεύδομαι επί σκηνής, προδίδω τον εαυτό μου και το κοινό.

Ακόμα κι αν υπήρξαν βιασμοί Ισραηλινών γυναικών -και βιασμοί συμβαίνουν σε όλους τους πολέμους-, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκαν από τα ισραηλινά Μ.Μ.Ε. «ενορχηστρώθηκε» από τον Νετανιάχου, τον μεγαλύτερο ψεύτη που γνωρίζω.

Και βέβαια τυχόν τέτοια καταδικαστέα περιστατικά δε δικαιολογούν τη δολοφονία Παλαιστινίων αδιακρίτως από τον ισραηλινό στρατό και την καταστροφή υποδομών, ανάμεσά τους νοσοκομεία, σχολεία και πανεπιστήμια.

Ακριβώς. Γίνεται λόγος από την ισραηλινή πλευρά για «ολοκαύτωμα» στο κιμπούτζ που βρίσκεται στα σύνορα με τη Γάζα.

Ποιο «ολοκαύτωμα»; Πόσα σπίτια καταστράφηκαν εκεί, σε σύγκριση με όσα κατεδαφίστηκαν στη Γάζα; Αυτό που συνέβη στη Γάζα ήταν ολοκαύτωμα.

Παρόλα όσα σου λέω, πάντως, εξακολουθώ να πιστεύω -και προσεύχομαι γι’ αυτό- ότι μια μέρα οι Ισραηλινοί θα ξυπνήσουν από τον εφιάλτη ο οποίος έχει δημιουργηθεί από τη χειραγώγηση της ισραηλινής κυβέρνησης και των Μ.Μ.Ε.

Κάποια στιγμή, το Τζενίν Τζενίν θα ασκήσει την επίδραση που δεν άσκησε όταν κυκλοφόρησε.

Στο πιο πρόσφατο ντοκιμαντέρ σας για την Τζενίν, το Τζανίν Τζενίν (2024), το οποίο επίσης απαγορεύτηκε από τις ισραηλινές αρχές, επιστρέφετε στον μαρτυρικό αυτό τόπο.

Τέσσερα χρόνια μετά το Τζενίν Τζενίν, γύρισα το Since you left.

Θα ήθελα να το παρακολουθήσεις, επειδή θα σου πει πολλά για την προσωπική μου ιστορία, η οποία συνδέεται με την παγκόσμια Ιστορία και τη σύγκρουση Παλαιστίνης-Ισραήλ διαχρονικά.

Μόνο άνθρωποι άρρωστοι στο μυαλό δε θα άλλαζαν βλέποντας τέτοιες ταινίες.

Αυτή είναι η αισιόδοξη προσέγγιση.

Δημιουργώ αισιοδοξία από την πιο βαθιά απελπισία.

Αν μισείς και μόνο, δεν μπορείς να δημιουργήσεις, γιατί το μίσος είναι το αντίθετο της δημιουργίας, το αντίθετο της ζωής, υποστηρίζει τον θάνατο, είναι κακό. Κακό! Ακόμα κι αν κάποιες φορές είναι θεμιτό.

Αν δεν έχεις τη δύναμη να αυτοπροστατευτείς, μισείς. Κι αυτό είναι θεμιτό, αλλά όχι δημιουργικό.

Δεν μπορείς να «κατηγορήσεις» έναν λαό που μακελεύεται, βρίσκεται υπό κατοχή ή υπό πολιορκία -τον παλαιστινιακό, εν προκειμένω- επειδή μισεί τον δυνάστη του. Δεν πρόκειται για ρατσιστική στάση, αλλά για μια ανθρώπινη αντίδραση.

Γύρω στα είκοσι ένα χρόνια πριν, γνώρισα έναν πολύ μεγαλόσωμο, σαν κήτος άντρα με καταγωγή από τη Γάζα στο λιμάνι της Άκκα.

Πέρασα μαζί του τρεις μήνες στο πλαίσιο των προβών για ένα θεατρικό που θα ανέβαζα και έμοιαζε ακριβώς με έναν από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος στο οποίο βασιζόταν το θεατρικό.

Όσον αφορά στο θέατρο, πιστεύω στη μέθοδο Στανισλάφσκι, ότι πρέπει να είσαι ο εαυτός σου, κι αυτό θα «βγει» στον χαρακτήρα που υποδύεσαι.

Μια μέρα τον ρώτησα, λοιπόν: «Σ’ αρέσουν οι Ισραηλινοί; Πες μου την αλήθεια». Έκανε μια μεγάλη παύση, και μου απάντησε: «Όχι. Επειδή δεν τους αρέσω εγώ». Αυτό μου αρκούσε. Το μίσος είναι αντίδραση, επομένως, όπως προείπαμε, όχι δράση.

Όταν μισείς κάποιον για να αυτοπροστατυευτείς, είναι φυσιολογικό. Αν, όμως, μισείς κάποιον επειδή είναι διαφορετικός από σένα, τότε μιλάμε για ναζισμό και φασισμό.

Αυτή η αντίληψη για τους Άραβες, τους Παλαιστίνιους και τους Μουσουλμάνους κυριαρχεί στη Δύση.

Είναι η Δυτική οπτική γωνία και αντίληψη.

«Υπάρχουν δύο είδη ψέματος», έγραψα σήμερα στο Facebook, «το λευκό και το μαύρο. Το λευκό είναι αντίδραση. Σ’ αυτό καταφεύγουν τα παιδιά όταν φοβούνται να παραδεχτούν πως έκαναν ένα λάθος».

«Όταν, όμως, ψεύδεσαι με σκοπό να βλάψεις κάποιον, πρόκειται για μαύρο ψέμα. Το ισραηλινό ψέμα είναι μαύρο, επειδή εξαρχής ήθελε να πείσει τους ανά τον κόσμο Εβραίους ότι εγκαθίστανται σε μια γη χωρίς ανθρώπους».

Κι έτσι ήρθαν σε μια γη γεμάτη ανθρώπους, εκδιώκοντάς τους διά της βίας, ώστε να πείσουν τους Εβραίους πως δεν υπήρχαν άνθρωποι στην Παλαιστίνη. Οτιδήποτε συνέβη μετά το 1948 εντάσσεται στο πλαίσιο αυτού του ψεύδους.

Ας επιστρέψουμε στην Τζενίν, όπου βρεθήκατε εν μέσω ενός νέου κύκλου -εν εξελίξει αυτές τις μέρες- εισβολής, μακελέματος και καταστροφής. Άλλαξε κάτι από το 2002 και εξής;

Τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Αυτό που καθοδηγεί την ισραηλινή κυβέρνηση και τον ισραηλινό στρατό στη Γάζα -και τώρα στην Τζενίν- είναι η απλή εκδίκηση και το μαύρο μίσος. Δεν μπορώ να τους συγχωρήσω.

Είδα ένα βίντεο, όπου ένας Ισραηλινός διοικητής στη Γάζα τηλεφωνεί στην κόρη του για να της ευχηθεί για τα γενέθλιά της μέσω βιντεοκλήσης και της δείχνει πώς ανατίναξε ένα τεράστιο κτίριο. Το φαντάζεσαι;

Επιστρέφοντας από την Ελλάδα, θα φέρω μαζί μου για τα εγγόνια μου βιβλία, παιχνίδια, έναν πολύχρωμο πίνακα: κάτι που μπορούν ν’ απολαύσουν. Όχι όπλα. Όχι φωτογραφίες καταστροφής.

Θα ήταν διαστροφικό.

Αν αναθρέψω το παιδί μου έτσι ώστε να του αρέσει η καταστροφή και το όπλα, πώς θα μεγαλώσει; Αντιθέτως, μεγάλωσα τα παιδιά μου έτσι ώστε να τους αρέσει το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μουσική.

Κι είμαι περήφανος γι’ αυτό και για τα παιδιά μου, επειδή όλα τους είναι ηθοποιοί.

Είμαι ευτυχής γιατί μπορώ τώρα να πεθάνω και να κοιμηθώ ήσυχα, κάτι που δυστυχώς δε μου συμβαίνει τώρα στη ζωή λόγω των εφιαλτών μου εξαιτίας όσων συμβαίνουν.

Όταν πεθάνω, όμως, θα πεθάνω ήσυχα, επειδή θα ξέρω ότι θα συνεχίσουν ν’ αγαπούν και να δημιουργούν με τον τρόπο μου.

Τα παιδιά μου δεν είναι εγκληματίες, ούτε στρατιώτες σε οποιονδήποτε στρατό, αν κι έχουν όλους τους λόγους να είναι στρατιώτες της ελευθερίας.

Κι όμως, διαλέγουν τον τρόπο μου για να υπερασπιστούν και να προστατεύσουν την αξιοπρέπεια, τη ζωή και την ελευθερία τους.

Είμαι περήφανος για τον εαυτό μου!

Κι εγώ, επειδή σας συντροφεύω. Σας ευχαριστώ!

Κι εγώ.

Ευχαριστώ θερμά την Ντόρις Χακίμ για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης με τον Mohammad Bakri.

Τα απαγορευμένα στο Ισραήλ ντοκιμαντέρ του Mohammad Bakri, Τζενίν Τζενίν (2002) και Τζανίν Τζενίν (2024), προβάλλονται την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου στο Studio New Star Art Cinema στις 18:00 και 19:30, αντίστοιχα.

Μετά την προβολή ακολουθεί συζήτηση με τον σκηνοθέτη.