Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Βασίλης Βηλαράς: «Όλοι παλεύουμε με την εσωτερικευμένη ομοφοβία μας»

 

Βασίλης Βηλαράς (Φωτογραφία: Θεόφιλος Τσιμάς)

Σκηνοθέτης και ηθοποιός με προσωπικό στίγμα, ο Βασίλης Βηλαράς συμπράττει με την Λένα Κιτσοπούλου στην πολυεπίπεδη παράσταση Σε φιλώ, Πέτρος, η οποία ολοκληρώνεται την Κυριακή 13 Απριλίου.

Μια συνάντηση με τον Βασίλη Βηλαρά.

Μιας και η θεατρική διαδρομή σου ξεκίνησε από το Θέατρο Κωφών Ελλάδος, θα ήθελα να μου μιλήσεις για το τι σου έχει αφήσει ως αποτύπωμα σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο.

Τα έξι χρόνια κατά τα οποία συνεργάστηκα με το Θέατρο Κωφών ήταν πολύ καθοριστικά.

Όταν αποφοίτησα από τη Δραματική Σχολή «Αρχή» της Νέλλης Καρρά, μου πρότεινε η ίδια να αναλάβω τον ρόλο του σκηνοθέτη σ’ αυτό.

Απάντησα «ναι» ενστικτωδώς, χωρίς να ξέρω αν ήθελα κάτι τέτοιο. Ήδη στη Σχολή με αποκαλούσαν «σκηνοθέτη», πάντως.

Απέπνεες «σκηνοθετίλα»;

Με έναν τρόπο, φαντάζομαι πως ναι. Ίσως επειδή έπαιρνα έναν πιο «ηγετικό» ρόλο στην οργάνωση παρουσιάσεων στο πλαίσιο της Σχολής.

Μπαίνοντας, λοιπόν, σ’ αυτό το θέατρο το σημαντικότερο που έμαθα ήταν ότι κάθε άνθρωπος θέλει τον δικό του χειρισμό για να επικοινωνήσεις μαζί του, πολύ περισσότερο όταν, σ’ αυτήν την περίπτωση, δε μιλάγαμε την ίδια γλώσσα.

Συνειδητοποίησα έτσι, πως όταν δεν μπορεί να με καταλάβει κάποιος, δε φταίει εκείνος, αλλά εγώ.

Οπότε πρέπει εγώ ν’ αλλάξω τον τρόπο με τον οποίο του απευθύνομαι.

Η συγκεκριμένη στάση λείπει στο θέατρο. Όταν, επομένως, οι σκηνοθέτες δεν μπορούν να πάρουν ό,τι ζητάνε από τους ηθοποιούς, εκνευρίζονται με τους ηθοποιούς επειδή δεν τους εκπληρώνουν το μεγάλο καλλιτεχνικό τους όραμα.

Ίσως, όμως, πρέπει οι σκηνοθέτες να βρουν έναν άλλο τρόπο.

Ακούγεται επίπονη διαδικασία.

Για μένα, ο πυρήνας της θεατρικής δουλειάς συνίσταται στο να ξέρεις πώς να απευθύνεσαι σε όλους τους συνεργάτες, εντός κι εκτός σκηνής.

Συνεπώς εκείνη η περίοδος έβαλε τα θεμέλια στην οικοδόμηση αυτής της στάσης.

Και στην αποτύπωση της κίνησης, της μελωδίας και της δύναμης της γλώσσας και των λέξεων.

Εκείνος ο πρώτος κύκλος έκλεισε περισσότερο επειδή είχες εκπληρώσει τις τότε ανάγκες σου;

Είχα πάρει όσα είχε να μου δώσει το συγκεκριμένο σύμπαν και δεν είχα άλλα να δώσω κι εγώ.

Το Θέατρο Κωφών μού έτρωγε αδιανόητα πολύ χρόνο. Οι πρόβες για τις παραστάσεις διαρκούσαν τότε εννιά μήνες κι έτσι αναγκαζόμουν να λέω «όχι» σε πράγματα που ήθελα να κάνω. Ήξερα, λοιπόν, ότι έπρεπε να πάω παρακάτω.

Πώς ορίζεται το «παρακάτω» στην περίπτωσή σου;

Μετά το Θέατρο Κωφών μπορούσα να κάνω τα πράγματα 100% με τους δικούς μου όρους, ενώ πριν υπήρχαν και απαραίτητοι καλλιτεχνικοί περιορισμοί, μολονότι είχα περάσει υπέροχα.

Σε γοητεύει εξίσου να βρίσκεσαι στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο των καλλιτεχνικών εγχειρημάτων στα οποία εμπλέκεσαι;

Γενικά μ’ αρέσει να παίζω, να είμαι ηθοποιός. Όχι άνευ όρων, όμως.


Βασίλης Βηλαράς, Λένα Κιτσοπούλου (Φωτογραφία: Χρήστος Συμεωνίδης)


Δηλαδή;

Μ’ αρέσει να δουλεύω με σκηνοθέτες που δεν είναι προσβλητικοί ή φοβικοί προς διάφορες κατευθύνσεις, είναι ευγενικοί και ξέρουν τι θέλουν, κάτι το οποίο δε μου συμβαίνει πολύ συχνά.

Μ’ αρέσει, πάντως, και η σκηνοθεσία πολύ, γι’ αυτό συχνά κάνω και τα δύο μαζί.

Αν παίζω σε κάτι που σκηνοθετώ, περνάω καλύτερα, νομίζω. Αν το παρατηρώ απέξω, νιώθω την ανάγκη να το ελέγξω και να το διορθώσω, και δεν περνάω καλά.

Οπότε η παράσταση Σε φιλώ, Πέτρος μπορεί να έχει πολλά λάθη, τα οποία θα αντιληφθώ μόνο όταν δω το βίντεο, αλλά περνάω καλύτερα απ’ ό,τι αν ήξερα τα λάθη που πρέπει να διορθώσω.

Τη χαρά του να παίζεις επί σκηνής και να εκτίθεσαι στο εκάστοτε κοινό την εισπράττω κι εγώ ως θεατής.

Kάθε παράσταση γίνεται με τους όρους που ονειρεύομαι και με συνεργάτες, συνήθως από το φιλικό μου περιβάλλον, τους οποίους επιλέγω, εκτιμώ, θαυμάζω, σέβομαι και συμπαθώ. Σ’ ένα τέτοιο σύμπαν είναι ιδανικές οι συνθήκες για να περνάω καλά.

Συνήθως διαλέγεις, σε διαλέγουν ή συμβαίνει ταυτόχρονα;

Συνήθως προτείνω σε άτομα με τα οποία θέλω να συνεργαστούμε και τις περισσότερες φορές ανταποκρίνονται, αλλά έχει τύχει να με πλησιάσουν άνθρωποι που θέλουν να συμμετάσχουν σε κάποια δουλειά μου. Αν ταιριάζουν, απαντάω θετικά.

Η παράσταση Σε φιλώ, Πέτρος λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα. Υπάρχει ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο ανταλλαγής γραμμάτων που ανάγεται στο παρελθόν αλλά συνομιλεί με το παρόν, ενώ κυριαρχεί και το μουσικό στοιχείο.

Πώς συλλάβατε και συγκεράσατε, από κοινού με την Λένα Κιτσοπούλου, τα διαφορετικά επίπεδα αφήγησης και γραφής, και μάλιστα με τρόπο απρόσμενο;

Φαντασιωνόμενος αυτό το πρότζεκτ, σκεφτόμουν πράγματα που έχω ήδη κάνει και με τα οποία νιώθω ασφάλεια, άλλα που δεν έχω δοκιμάσει και με τρομοκρατούν, και κάποια που είχα μεν κάνει, αλλά εκλάμβανα την επανάληψή τους ως πισωγύρισμα.

Καθένα, λοιπόν, από τα στοιχεία τα οποία περιέγραψες ανάγεται σε διαφορετική περίοδο της ζωής μου και αισθανόμουν την ανάγκη να επιλέξω τον λεγόμενο «κώδικα» της παράστασης, για να ξέρει ο θεατής τι βλέπει.

Κάποια στιγμή, υπό την επήρεια μέθης, συνειδητοποίησα την απλή αλήθεια:

Είμαι ενήλικας, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω και δίνω λογαριασμό μόνο στον εαυτό μου. Αν, λοιπόν, θέλω να κάνω τρία ή τέσσερα διαφορετικά είδη θεάτρου σε μια παράσταση, μπορώ. Αν αυτό αρέσει και σε κάποιον άλλο, τέλεια. Αν όχι, κρίμα.

Οπότε μπορεί δραματουργικά να μην ταιριάζουν σε μία παράσταση τα γράμματα από το 1977, η συνομιλία με την Λένα στο σήμερα και τα τραγούδια από τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, αλλά χέστηκα.

Λειτουργώ με το ένστικτο, και το κεφάλι μου φέτος είναι σ’ αυτά.

Βασίλης Βηλαράς, Λένα Κιτσοπούλου (Φωτογραφία: Χρήστος Συμεωνίδης)


Έπαιξε ρόλο και η συμπαίκτρια;

Εννοείται!

Το μεγαλύτερο κέρδος από τη συνεργασία με την Λένα είναι ότι δεν μπορώ, ούτε θέλω να φανταστώ την παράσταση με καμία άλλη γυναίκα. Είναι καταλυτικές η γενναιοδωρία κι η ανοιχτωσιά της στο πρότζεκτ.

Έχει φέρει όλο τον δικό της κόσμο, διαθέσιμο να μετασχηματιστεί με τον τρόπο που εγώ ονειρεύομαι.

Παίζει να μου έχει πει, «Είμαι εδώ να κάνω ό,τι θες», χωρίς όμως να μπει στην «παραμύθα» να θυσιάσει κάτι από τη δική της προσωπικότητα. Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό.

Έχεις ανάγκη να αναδεικνύεις το κωμικό στοιχείο της ύπαρξης ή σε ανησυχεί, σε προβληματίζει σε τι περιοχές ελαφρότητας μπορεί να διολισθήσει;

Μ’ αρέσει πολύ η εναλλαγή κωμικών και δραματικών στιγμών.

Από συναισθηματική αδυναμία να αντιμετωπίσω πολλές καταστάσεις κάθετα συχνά καταφεύγω στο χιούμορ για να ισορροπήσω.

Αυτό ξέρω για τη ζωή μου, αυτό κάνω και στο θέατρο.

Δε μ’ απασχολεί πόσο μπορεί να ξεφύγει. Βασικός γνώμονας είναι το πόσο θα γελάσω εγώ στη σκηνή.

Παράγεται συγκίνηση και μέσα από το κωμικό και μέσα από το δραματικό στοιχείο.

Στη ζωή έχουμε κλάψει γελώντας και γελάσει κλαίγοντας.

Η γκέι διάσταση άργησε να εμφανιστεί στις δουλειές σου. Τι υπαγόρευσε την ανάγκη ανάδειξης και αυτού του πυρήνα;

Όσο ζω, θα ευχαριστώ την ύπαρξη του κόβιντ, παρά την οικονομική, κοινωνική και πολιτική καταστροφή που προκάλεσε, γιατί, κυριολεκτικά, μου άλλαξε τη ζωή.

Με ποιον τρόπο;

Ο χρόνος μακριά από το θέατρο, σε συνδυασμό με την παροχή του επιδόματος που δεν έλυσε αλλά έκανε αντιμετωπίσιμο το ζήτημα της επιβίωσης, μου έδωσε τη δυνατότητα, όπως και σε άλλους, να «κοπροσκυλιάσουμε» χωρίς ενοχές.

Κι αυτό με οδήγησε στο να αναλογιστώ όντως τη ζωή μου.

Ήδη, και προ κόβιντ, σε πρώιμα χρόνια, αισθανόμουν πως σε δουλειές δεν μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου.

Σε οτιδήποτε παρέκκλινε από την ετεροκανονικότητα τού φοράγανε την ταμπέλα του «γκέι» ή του «κουίρ» θεάτρου, όχι κατ’ ανάγκη με υποτιμητικό τρόπο.

Αλλά τι είναι στ’ αλήθεια το «γκέι θέατρο»; Εξυπηρετεί όσους δεν είναι γκέι, ώστε να μην την «πατήσουν» ερχόμενοι σε μια τέτοια παράσταση;

Ή ενθαρρύνει άλλους, που είναι γκέι.

Μακάρι να συνέβαινε κάτι τέτοιο!

Αυτή η συνθήκη με αποθάρρυνε και με πίεζε, λοιπόν, τότε, και δεν ήξερα πώς να τη διαχειριστώ. Ως ηθοποιός, δεν μπορούσα να σκέφτομαι αν θα «σπάσουν» οι καρποί μου ή αν θα έπρεπε να βαρύνω τη φωνή μου.

Με την έλευση, λοιπόν, του κόβιντ, διαπίστωσα ότι έχω να πω πολύ περισσότερα απ’ όσα έλεγα μέχρι τότε και πήρα την απόφαση να το κάνω, αρχικά μέσω της φωτογραφίας και κατόπιν του κινηματογράφου.

Σταδιακά, οι τέχνες με βοήθησαν ν’ αποκτήσω μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και να συνειδητοποιήσω πως το πρόβλημα δεν το έχω εγώ, αλλά το κοινωνικοπολιτικό σύμπαν γύρω μας, αν και όλοι παλεύουμε με την εσωτερικευμένη ομοφοβία μας.

Υπάρχει πάντα μια φωνούλα μέσα σου που σου λέει, «Είσαι λίγο χαλασμένος». Το βασικό πρόβλημα του community είναι το εσωτερικευμένο μίσος απέναντι στον εαυτό του.

Ανάγεται σε περιόδους όπου δεν έχεις τον έλεγχο της ζωής σου, και θέλει πολλή δουλειά για να αποτιναχτεί. Αν μπορεί ποτέ.


Βασίλης Βηλαράς, Λένα Κιτσοπούλου (Φωτογραφία: Χρήστος Συμεωνίδης)


Πατάς σε πιο στέρεες βάσεις πια;

Γενικά, νιώθω ότι με κάθε χρόνο που περνάει είμαι πιο πιστός στον εαυτό μου και σ’ αυτό για το οποίο φτιάχτηκα, αλλά μέσα του υπάρχουν ρωγμές.

Σε μια από τις παραστάσεις του Σε φιλώ, Πέτρος αισθανόμουν πως «το είχα», ότι είχαν ανοίξει τα σύμπαντα, και μερικές μέρες αργότερα ένιωθα σκουπίδι, πως δεν μπορούσα να προσφέρω τίποτα στην Λένα ως συμπαίκτης.

Το να μην υιοθετείς την οποιαδήποτε πεπατημένη δεν αυξάνει τη αυτοπεποίθηση;

Για τον εαυτό μου δεν μπορώ να σκεφτώ ότι υπάρχει κάτι κατακτημένο που θα επαναλάμβανα με άνεση, όταν μάλιστα έχουν μεσολαβήσει δώδεκα μήνες κατά τους οποίους μου έχουν συμβεί κοσμοϊστορικά γεγονότα. Δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος.

Θεωρώ πως είμαι ένας οριακά κανένας τύπος που κάνει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι και είναι αρκετά τυχερός ώστε να υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι πληρώνουν γι’ αυτό.

Η επαφή με το κοινό λειτουργεί ανατροφοδοτικά, σε επηρεάζει, σε αφήνει αδιάφορο;

Αδιάφορο σίγουρα όχι.

Τα τελευταία χρόνια, εισπράττω πολλή αγάπη και κατανόηση, στις οποίες δεν ήμουν συνηθισμένος ούτε ως παιδί ούτε ως νέος, οπότε δεν ξέρω πώς να τις διαχειριστώ.

Γι’ αυτό και πολλές φορές δε θυμάμαι -αν και θα το ήθελα πολύ- τα θετικά σχόλια, άρα δε με επηρεάζουν.

Τα «αρνητικά» σχόλια, αντίθετα, τα θυμάμαι για μια ζωή, γιατί αυτό έχω μάθει, να «χτυπάω» τον εαυτό μου.

Αισθάνεσαι ότι κυριαρχεί ένα πνεύμα αλληλοϋποστήριξης στη θεατρική κοινότητα;

Έχει να κάνει με τις επιλογές του κάθε ανθρώπου.

Αν βρεθείς σ’ έναν κόσμο στον οποίο έχουν φορέσει την ταμπέλα του «εμπορικού» κι αυτό που μετράει είναι το ταμείο και τα εισιτήρια, μπορεί να είναι αντιπαθητικός.

Αν υπάρχει χώρος για δύο ζεν πρεμιέ και δύο ενζενί κάθε χρόνο, μάλλον θα «τρώγονται» μεταξύ τους.

Εγώ, όμως, δεν κατοικώ σ’ αυτό το σύμπαν, οπότε δεν το ξέρω.

Το σύμπαν όπου ζω είναι γεμάτο υποστήριξη, νοιάξιμο, φροντίδα. Όχι πως δεν έχει και δυσάρεστες πλευρές. Όταν θες να δουλέψεις, αλλά δουλεύουν άλλοι, σε πιάνει ένα «γαμώτο» το οποίο μπορεί να εκφραστεί με πολλούς τρόπους.

Γενικά, ωστόσο, νιώθω ότι είναι ένα φροντιστικό σύμπαν, έτοιμο να υποστηρίξει συναδέλφους.

Φαίνεται από τις πολλές καταγγελίες για σεξουαλική, λεκτική και ψυχολογική κακοποίηση τα τελευταία χρόνια.

Άνθρωποι έχουν πάει κόντρα σε μεγαλοπαράγοντες προκειμένου να υπηρετήσουν την αλήθεια του συνάδελφού τους.

Η παράσταση Σε φιλώ, Πέτρος, σε σκηνοθεσία/σύνθεση κειμένου Βασίλη Βηλαρά, με τον ίδιο και την Λένα Κιτσοπούλου, παρουσιάζεται στο Θέατρο Δίπυλον (Σαμουήλ Καλογήρου 2, Αθήνα) μέχρι και την Κυριακή 13 Απριλίου.

Μέρες & ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο (21:00), Κυριακή (19:30).



Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Αλάνα Σ. Πορτέρο: «Χρωστώ τα πιο σημαντικά μαθήματά μου στην επιθυμία»

 

Αλάνα Σ. Πορτέρο (Φωτογραφία: Flora Downes)

Μυθιστόρημα σεξουαλικής ενηλικίωσης με φόντο την εργατική τάξη, το Κακή Συνήθεια της τρανς Ισπανίδας συγγραφέως, ακτιβίστριας και δημοσιογράφου Αλάνα Σ. Πορτέρο είναι ένα βιβλίο βαθύ, ποιητικό και ταξικά συνειδητοποιημένο.

Συνομιλώντας με την συγγραφέα με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του στα ελληνικά.

Το Kακή Συνήθεια ταξινομείται ως ένα μυθιστόρημα σεξουαλικής ενηλικίωσης με φόντο την εργατική τάξη.

Σε μένα, ωστόσο, περισσότερο μοιάζει με μια συλλογή χαλαρά -και κινηματογραφικά- συνδεδεμένων διηγημάτων, με την αφηγήτρια να είναι ο μόνος χαρακτήρας που βρίσκεται παντού.

Είναι ένας καλός τρόπος να το δεις.

Το μυθιστόρημα χτίστηκε βάσει αρκετά κλασικών συντεταγμένων. Δε νομίζω ότι είναι ένα ιδιαίτερα μυθιστορηματικό κείμενο στη μορφή του.

Αλλά η παράδοση των λαϊκών παραμυθιών και η διαίρεση σε ωδές των ελληνικών επικών κειμένων είναι μεγάλη επιρροή για μένα, οπότε μου αρέσει αυτή η ιδέα της αφήγησης μιας ζωής που αποτελείται από διηγήματα.

Θα ήθελες να αναλύσεις τον τρόπο δόμησής του και τον ρόλο του περιβάλλοντος -τις εργατικές γειτονιές της Μαδρίτης που αναφέρονται στο βιβλίο και την ίδια τη Μαδρίτη ως πόλη-, και σε κοινωνικοπολιτικό και σε μυθοπλαστικό επίπεδο;

Συχνά, οι ιστορίες oι οποίες εκτυλίσσονται σε περιβάλλοντα της εργατικής τάξης είναι αφηγημένες υπό το πρίσμα ενός συγκεκριμένου «ταξικού τουρισμού» που με ενοχλεί πολύ.

Για μένα, ήταν θεμελιώδες να αφηγηθώ την τάξη με όρους πολιτικής δικαίωσης, με οριζόντια οπτική. Αυτό δε με εμποδίζει να χρησιμοποιήσω όλα τα ποιητικά και λογοτεχνικά μέσα τα οποία έχω στη διάθεσή μου.

Το να βρεις έναν όμορφο τρόπο να φανταστείς την τάξη και την πόλη είναι από μόνη του μια πολιτική πράξη.

Η φτώχεια κι η περιθωριοποίηση έχουν δικαίωμα στην ποίηση. Η λαϊκή κουλτούρα που μιλάει για τους ανθρώπους δε χρειάζεται πάντα να είναι υπερρεαλιστική.

Όσον αφορά στη Μαδρίτη, είναι μια πόλη από την οποία οι δεξιές πολιτικές έχουν αποσπάσει σχεδόν όλη την προσωπικότητα και τη γοητεία της, εκτός από το ότι την καθιστούν αβίωτη για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης.

Ήθελα να αφηγηθώ αυτήν την ιστορία καλά, να θυμηθώ πώς ήταν η πόλη χωρίς να την εξιδανικεύω, να εξιστορήσω πώς οι αλλαγές την απογυμνώνουν από σχεδόν όλα όσα την καθιστούν διαφορετική από άλλες πόλεις.

Με ποια έννοια είναι η Μαδρίτη μια πόλη «όπου η ασχήμια έβρισκε τον τρόπο να ξελογιάζει», όπως εξομολογείται η αφηγήτρια;

Επειδή η Μαδρίτη δεν έχει το πλάτος άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, δεν έχει επίσης μνημειακότητα, είναι μια πόλη στενών δρόμων, ανθρώπων.

H ομορφιά της Μαδρίτης βρισκόταν πάντα στο χάος της, στην ικανότητά της να εκπλήσσει, στο μικρό που γίνεται μεγάλο.

Κανείς δεν έρχεται στη Μαδρίτη λέγοντας, «Τι όμορφη πόλη!», αλλά φεύγοντας από αυτήν οι άνθρωποι συνηθίζουν να αναφωνούν: «Τι ωραία που πέρασα!»

Πόσο σημαντική είναι η επανοικειοποίηση των ΛΟΑΤΚΙ+ αφηγήσεων, όπως αυτή που αποτυπώνεις, από μέλη της αντίστοιχης κοινότητας;

Οι ΛΟΑΤΚΙ+ αφηγήσεις αποτελούν μέρος του καθολικού. Έχουμε το δικαίωμα να είμαστε οικουμενικές, και χωρίς εμάς η οικουμενική κουλτούρα δεν είναι πλήρης, η αφομοίωση αλλάζει τα πάντα.

Μόλις το ξεκαθαρίσουμε αυτό, οι αφηγηματικές μας φωνές θα ξεδιπλώσουν όλες τους τις δυνατότητες.

Είναι επιβεβλημένο να σταματήσουμε να γράφουμε πεπεισμένες ότι το κάνουμε από το περιθώριο και για το περιθώριο, αυτή η νοοτροπία μας κάνει μικρότερες, ασήμαντες και δεν είμαστε κάτι τέτοιο.

Όταν γράφεις, έχεις κυρίως τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα κατά νου, ή απευθύνεσαι και σε ευρύτερα αναγνωστικά κοινά;

Προσπαθώ να μη σκέφτομαι ποτέ τους αναγνώστες.

Το μεγαλύτερο σημάδι σεβασμού που μπορώ να τους προσφέρω είναι να γράφω ακριβώς αυτό το οποίο θέλω. Σε κάθε περίπτωση, ένας/μία συγγραφέας θέλει να τον διαβάζουν όλοι και να δημιουργεί συζητήσεις μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων.

Παρά τη -συνήθως σκληρή- εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα που ανακατασκευάζει και μεταφέρει, η γλώσσα σου είναι εξαιρετικά ποιητική. Πώς σχετίζεσαι με το σύμπαν της ποίησης;

Η ποίηση είναι το φυσικό μου μέσο, ​​μου ήταν δύσκολο να εγκαταλείψω το σύμπαν της καθαρής αφαίρεσης και να μάθω να τοποθετώ την ποίηση σε στέρεο έδαφος.

Η φαντασία μου, ο τρόπος που προσεγγίζω την πραγματικότητα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από μεταφορές, ίσως ως μορφή προστασίας.

Η ματιά μου στα πράγματα είναι ποιητική, πρέπει να υπενθυμίζω στον εαυτό μου κάθε μέρα ότι πρέπει να πατήσω σε στέρεο έδαφος.

Η δουλειά μου στα Μ.Μ.Ε. με βοήθησε πολύ να ενώσω αυτούς τους δύο κόσμους, οι στήλες και τα άρθρα μου με έμαθαν να χτίζω στέρεες αφηγηματικές δομές πάνω στις οποίες να υποστηρίζω το ποιητικό.

«Οι τύψεις και η αυτοσυγκράτηση έρχονται με την ηλικία, όταν υποχωρεί ο εγωισμός, καθώς περνάμε στην άλλη πλευρά της ζωής και αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει τίποτε άσχημο που να μην καταφέρει τελικά να μας αγγίξει», συλλογίζεται η αφηγήτρια.

Πώς διαχειρίζεσαι τις τύψεις, την αυτοσυγκράτηση, τον εγωισμό και το πέρασμα «στην άλλη πλευρά της ζωής»;

Κατανοώντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να διασχίσεις τον κόσμο χωρίς να βιώνεις αυτά τα συναισθήματα. Είναι μέρος της ζωής όσο καλά και αλώβητα θέλει κάποιος να τον διασχίσει.

Το να βλάπτεις τους άλλους είναι αναπόφευκτο, το να μετανιώνεις για βήματα είναι αναπόφευκτο, το να συμπεριφέρεσαι εγωιστικά είναι αναπόφευκτο.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τελειοποιήσουμε καθένα από αυτά τα στάδια της ψυχής, να μάθουμε από αυτά όσο περισσότερα μπορούμε. Είναι εξαιρετικά εργαλεία για να γράφουμε με κάποιο βάθος, για παράδειγμα.

Η ενοχή, που γενικά συνοδεύει αυτά τα συναισθήματα, είναι εντελώς άχρηστη, είναι ένας τρόπος παγώματος της μάθησης.

«Όλα τα κοριτσάκια τρανς μεγαλώνουμε στη μοναξιά», σημειώνει αλλού. Βίωσες παρόμοια μοναξιά μεγαλώνοντας; Ή υπήρχαν και συνήθειες, στιγμές, τόποι, σχέσεις -και μουσική- που έκαναν τη ζωή σου λιγάκι φωτεινότερη;

Απολύτως ναι. Και με τον καιρό και την ωριμότητα έχω καταλάβει ότι αυτή η μοναξιά την οποία βιώνουμε τα τρανς κορίτσια στην αρχή της ζωής μας γίνεται κάτι πολύ χρήσιμο.

Αφιερώνουμε πολύ χρόνο κοιτάζοντας τη ζωή απέξω, έτσι ώστε να έχουμε μια μοναδική οπτική των πραγμάτων, μια συνολική άποψη που οι άλλοι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν.

Και βέβαια, τα βιβλία, η μουσική, οι ταινίες υπήρξαν στιγμιαία λύτρωση, η πύλη για έναν άλλο κόσμο χωρίς κρίση, χωρίς μοναξιά, χωρίς τον εαυτό μου. Ήταν ένας τρόπος ύπαρξης στη θέση, στο πετσί ενός άλλου ανθρώπου. Ήταν χαρά.

«Ξέρεις ότι αγαπάς χωρίς συμπλέγματα όταν παύεις να φοβάσαι τις χειρονομίες που σε προδίδουν ως εραστή», αναγνωρίζει η αφηγήτρια. Πότε έπαψες να φοβάσαι εκείνες τις χειρονομίες;

Σταμάτησα να τις φοβάμαι χάρη στους άλλους ανθρώπους. Χάρη στην αγάπη και την επιθυμία των άλλων. Όταν υπήρξα επιθυμητή και αγαπητή με αρκετό πάθος και ελαφρότητα ώστε να μη μένει περιθώριο για φόβο.

Δε μου πήρε πολύ, στην πραγματικότητα. Χρωστώ όλα τα πιο σημαντικά μαθήματά μου στην επιθυμία. Είναι ένα ασφαλές μέρος για μένα.

Εκτός από συγγραφέας είσαι και ΛΟΑΤΚΙ+ ακτιβίστρια.

Σε ποιον βαθμό έχει υπάρξει πραγματική μεταστροφή όσον αφορά στο πώς γίνονται αντιληπτά/αντιμετωπίζονται τα ΛΟΑΤΚI+ άτομα σε κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο στην Ισπανία τις τελευταίες δεκαετίες;

Χωρίς αμφιβολία έχει υπάρξει.

Η Ισπανία είναι ένα παράδειγμα του πώς τα πράγματα γίνονται καλά με αυτήν την έννοια. Η αλλαγή από τη δεκαετία του 1970 έως τώρα είναι εντυπωσιακή.

Όταν ταξιδεύω, την παρατηρώ πολύ και νιώθω πολύ περήφανη για τη χώρα μου και την κοινωνία μου.

Τώρα υπάρχουν πολιτικές φωνές που θέλουν να μας οδηγήσουν στο σκοτάδι. Εμπιστεύομαι στην ωριμότητα της κοινωνίας μας να μην τις ακούσουμε.

Αν και δεν απορρίπτω τη σημασία των αλλαγών στο νομικό πλαίσιο των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, δεν είναι ρηχές αν δεν αμφισβητείται το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που αναπαράγει τις πατριαρχικές δομές;

Απολύτως, αλλά ενώ πέφτει η πατριαρχία και ο καπιταλισμός, πρέπει να ζούμε. Και ένα νομοθετικό πλαίσιο που εγγυάται τα δικαιώματα όλων είναι απαραίτητο.

Εντέλει, πού αναφέρεται η «κακή συνήθεια» του τίτλου;

Στη βαθιά ριζωμένη και κοινωνικά επιβαλλόμενη/αναπαραγώγιμη ανικανότητα, στην ενοχή, στην ντροπή και στον φόβο να γιορτάσουμε αυτό το οποίο είμαστε, και ως άτομα και ως μέλη μιας κοινότητας;

Ναι, ο τίτλος αναφέρεται στο σύνολο των κακών κοινωνικών εθίμων/συνηθειών που, μαζί, σχηματίζουν μια αδράνεια.

Η κακή συνήθεια να μην ξέρουμε πώς να επικοινωνούμε, να προκαταλαμβάνουμε το άτομο που έχουμε απέναντί ​​μας χωρίς καν να ρωτάμε ποιος είναι.

Η κακή συνήθεια να μην εκτιμούμε τη διαφορά ως κοινό αγαθό, η κακή συνήθεια να αφήνουμε τον φόβο να υπαγορεύει τις περισσότερες αποφάσεις που παίρνουμε στη ζωή.

Είναι, επίσης, ένας φόρος τιμής στην Κακή εκπαίδευση, την ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ.

Πώς, λοιπόν, μπορεί να ξεπεραστεί αυτή η «κακή συνήθεια»;

Βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο αν μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο κοινός εχθρός είναι αυτός που επιμένει πως οι άνθρωποι που διαχωρίζονται ιδεολογικά είναι εχθροί. Δεν είναι έτσι.

Δε χρειάζεται να σου αρέσει ο διπλανός σου, ο σύντροφός σου στο εγχείρημα της δημιουργίας ενός καλύτερου κόσμου. Σίγουρα δε χρειάζεται να σκέφτεται όπως εσύ.

Ευχαριστώ θερμά την ατζέντισσα της Αλάνα Σ. Πορτέρο, Maria Cardona Serra (Aevitas Creative Management UK) για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Την ευχαριστώ, επίσης, για την παραχώρηση της φωτογραφίας της συγγραφέως.

Το μυθιστόρημα της Αλάνα Σ. Πορτέρο Κακή Συνήθεια κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου.



Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Zu: «Γιορτάζουμε το Μεγάλο Μυστήριο του Ήχου»

 

Zu (Φωτογραφία: Ilaria Zambon)

Τζαζ στον πυρήνα τους, αλλά αψηφώντας κάθε ταξινόμηση, οι εξ Ιταλίας Zu είναι περισσότερο ένα εκρηκτικό μουσικό φαινόμενο παρά συμβατικό συγκρότημα, κι ετοιμάζονται να «βάλουν φωτιά» στην αθηναϊκή νύχτα το Σάββατο 12 Απριλίου.

Ενόψει της συναυλίας τους, έχουμε μια πολύ κατατοπιστική κουβέντα μαζί τους.

Οι Zu γεννήθηκαν στην Όστια, ένα προάστιο της Ρώμης, όπου ο Πιερ Πάολο Παζολίνι δολοφονήθηκε άγρια ​​πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια.

Στην πραγματικότητα, της έχετε αφιερώσει την ομώνυμη σύνθεση στο άλμπουμ σας Carboniferous. Γιατί «Zu», γι’ αρχή;

Ευχαριστούμε που αναφέρεις πρώτα τον Παζολίνι.

Είναι κάποιος που, μεγαλώνοντας στην Όστια, τον νιώθεις πολύ έντονα. Και κάποιος ο οποίος έχει σκοτωθεί πολλές φορές, πρώτα σωματικά και μετά πολιτιστικά, από αριστερά και δεξιά, έχει παρεξηγηθεί, ενώ του αποτίνουν φόρο τιμής οι υποκριτές.

Το μήνυμά του εξακολουθεί να είναι ισχυρό και επίκαιρο και πολύ επικίνδυνο. Στην πραγματικότητα, η δολοφονία του ανατέθηκε από πολύ υψηλά κλιμάκια και δεν ήταν μια τυχαία τραγωδία.

Αυτά τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να τα είχε περιγράψει ήδη - και μάλλον το έκανε, επειδή είχε ένα προφητικό όραμα. Το τραγούδι μας Ostia ήταν ένας φόρος τιμής στην πόλη μας, και κυρίως στον φίλο μας τον David που περιοδεύει πάντα μαζί μας.

Αλλά με πολλούς υπαινιγμούς, ως συνήθως, συμπεριλαμβανομένου ενός μυστικού νοήματος που έχει να κάνει με τους Coil, άρα με τον Παζολίνι. Έχουμε την τάση να επικαλύπτουμε τόσα πολλά επίπεδα όλη την ώρα.

Οπότε οι Zu είναι ακριβώς αυτό το πολυεπίπεδο πράγμα:

Ένα όνομα το οποίο έχει διαφορετικές σημασίες σε διάφορα μέρη του κόσμου. Προέρχεται από τη μυθολογία των Σουμερίων, αλλά μπορείς να το διαβάσεις στις πόρτες των τουαλετών τρένων στη Γερμανία.

Υψηλή και χαμηλή κουλτούρα. Μέταλ και αβανγκάρντ. Μαθηματικά και διαίσθηση. Οργή και συμπόνια.

Έχουν η Όστια ή/και ο Παζολίνι και το έργο του αφήσει αποτύπωμα στη δική σας προσέγγιση της τέχνης, είτε όσον αφορά στο θέατρο είτε στη μουσική; Και αν ναι, θα μπορούσατε να αναλύσετε τη φύση αυτού του αποτυπώματος;

Σίγουρα η Όστια έχει κάποια επίδραση, αλλά είναι δύσκολο να συγκεκριμενοποιηθεί. Είναι σαν να κατάγεσαι από την Ελευσίνα.

Από τη μία, βρίσκεσαι κοντά στην πρωτεύουσα, και πρόκειται για έναν τόπο με σημαντικά ιστορικά ερείπια. Από την άλλη, όμως, δε συμβαίνει τίποτα εκεί.

Αν, λοιπόν, θέλεις να κάνεις κάτι, εξαρτάται στ’ αλήθεια μόνο από σένα. Δεν υπάρχει μουσική σκηνή ή κάτι τέτοιο.

Αυτή ήταν η αφετηρία, επομένως.

Όσο για τον Παζολίνι, είναι μια σημαντική διανοητική αναφορά για εμάς, τόσο σε σχέση με τα δοκίμιά του όσο και με την ιερότητα του φανταστικού κόσμου του που μεταφράζεται σε ταινίες.

Επίσης, πολύ σημαντικά είναι η αιρετική προσέγγισή του και το αιρετικό όραμά του.

Η μουσική σας, αν και τζαζ στον πυρήνα της, είναι ωστόσο αδύνατο να κατηγοριοποιηθεί, καθώς ενσωματώνει οργανικά στοιχεία χέβι μέταλ, industrial, progressive rock, ambient, electronica - ακόμα και world music.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, στην περίπτωσή σας, η τζαζ είναι μια κατάσταση του νου, καθώς και μια καλλιτεχνική/πολιτική δήλωση. Πώς το σχολιάζετε; Και σε τι μουσικά ερέθισματα είχατε εκτεθεί μεγαλώνοντας;

Μεγαλώσαμε σε μια εποχή κατά την οποία τα άλμπουμ των Pink Floyd υπήρχαν σε κάθε σπίτι και οι Genesis και Tangerine Dream έδιναν sold out συναυλίες σε αρένες στην Ιταλία.

Η Kate Bush ή οι Kraftwerk, για να αναφέρουμε μόνο δύο ονόματα, προβάλλονταν σε εκπομπές υψηλής τηλεθέασης στην ιταλική Τηλεόραση.

Πολύ διαφορετικό σενάριο από αυτό που έχουμε τώρα, το οποίο μας διευκόλυνε να εκτεθούμε από πολύ μικρή ηλικία σε πολλούς λαμπρούς καλλιτέχνες.

Αρχίσαμε να πηγαίνουμε και να είμαστε ενεργοί στη σκηνή των καταλήψεων πολύ νωρίς, κι έτσι εκτεθήκαμε σε μπάντες όπως οι Fugazi, Nomeansno, The Ex.

Ταξιδεύαμε για να δούμε παραστάσεις ή φεστιβάλ, μια φορά μάλιστα πήγαμε κι ήρθαμε αυθημερόν από την Αυστρία για να δούμε τον Peter Brotzmann.

Επιπλέον, από πολύ νωρίς αρχίσαμε να παρακολουθούμε τις πειραματικές παραστάσεις του Ρομέο Καστελούτσι κι αυτό άσκησε επίσης μεγάλη επίδραση σ’ εμάς.

Ονειρευόμασταν να κατορθώσουμε να μεταφράσουμε σε μουσική την αίσθηση της μυθολογικής και ονειρικής εξουσίας.

Έτσι ξεκινήσαμε, αυτή ήταν η επώαση ενός ταξιδιού ζωής. Δε συνδεόμασταν με κατηγοριοποιήσεις, οπότε είχαμε ξεκάθαρη ιδέα σχετικά με το τι μας άρεσε σε κάθε συγκεκριμένο είδος.

Αισθανόμασταν την επιτακτικότητα του πανκ ροκ, αλλά πάντα αγαπούσαμε τη μεγαλοσύνη των ενορχηστρώσεων του Στραβίνσκυ, για να σου δώσω απλώς μια ιδέα για το πού εντρυφούσαμε.

Επιστρέφοντας, άρα, στη βασική ερώτησή σου, αυτό που αντλήσαμε από την τζαζ ήταν κυρίως η ιδέα της αδιάκοπης εξερεύνησης, η ανοιχτότητα στη συνεργασία και όχι η συγκρότηση μιας συγκεκριμένης ταυτότητας.

Το άλμπουμ Bromio έβαλε τα θεμέλια του φαινομένου τον Zu στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τι θυμάστε περισσότερο από εκείνη την εποχή; ΄Ήταν μοναχικοί καιροί για τζαζ αποδομητές στην Ιταλία;

Ενώ γράφαμε το Bromio, μπήκαμε σε λειτουργία ολικής απομόνωσης για τουλάχιστον δύο χρόνια. Η μουσική γινόταν όλο και πιο σημαντική και νιώθαμε πως κάτι ήθελε να βγει από μέσα μας: ήταν σαν μια πολύ μακρά εγκυμοσύνη, αν θέλεις.

Επίσης, δεν είχαμε άλλο στόχο από το να κυκλοφορήσουμε ένα άλμπουμ και ίσως να παίξουμε μια περιοδεία σε καταλήψεις σε όλη την Ευρώπη. Αυτό ήταν το μόνο μας όνειρο, δεν είχαμε μακροπρόθεσμα σχέδια.

Τότε όλα άρχισαν να ρολάρουν και εκτοξευτήκαμε.

Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να βάλουμε ό,τι είχαμε μέσα. Κάναμε πρόβες κάθε μέρα, όλη μέρα. Χωρίς κοινωνική ζωή, χρόνος μοιρασμένος ανάμεσα σε δουλειές για την επιβίωση και πρόβες.

Δεν ξέραμε, επομένως, τι πραγματικά συνέβαινε γύρω μας. Προσπαθήσαμε να βάλουμε όλες μας τις ιστορίες, όλες τις επιρροές μας στη μουσική μας.

Δεν αισθανόμασταν σαν αποδομητές της τζαζ γιατί, καθώς ασχολούμασταν τόσο πολύ με αυτήν, δεν είχαμε άποψη. Ήταν απλώς μια πολύ δημιουργική εποχή κι είχαμε βρει τη φωνή μας.  

Σύντομα, πάντως, ανοίξατε τα «φτερά» σας στο διεθνές κύκλωμα, συνεργαζόμενοι με σημαντικούς καλλιτέχνες όπως οι Mike Patton/Joe Lally (Fugazi), David Tibet (Current 93), FM Einheit (Einstürzende Neubauten) και Damo Suzuki (Can).

Με ποιους τρόπους έχουν αυτές οι συνεργασίες εμπλουτίσει το μουσικό σας λεξιλόγιο;

Είναι δύσκολο να το πει κάποιος, αλλά πρόκειται για μια διαδικασία ώσμωσης. Είναι όπως η διδασκαλία ενός Θιβετιανού δασκάλου, ο οποίος επισφραγίζει τη διδακτική διαδικασία αγγίζοντας το μέτωπό σου με το δικό του.

Οι οργιαστικές ζωντανές εμφανίσεις σας μοιάζουν, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, με τελετουργίες. Αισθάνεστε ως μύστες μιας πολύ προσωπικής μουσικής θρησκείας;

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος (σημ.: στα ελληνικά) και για εμάς αυτό είναι το μυστήριο και η δύναμη του Ήχου. Γιορτάζουμε το Μεγάλο Μυστήριο του Ήχου.

«Το 2024 γεννιέται μια ‘φυσική’ συνεργασία με ένα άλλο cult συγκρότημα από την άλλη άκρη του ωκεανού: το εμβληματικό ιαπωνικό noise ροκ γκρουπ Ruins», διαβάζω.

Πώς έγινε η αρχική συνάντηση και γιατί αυτή η συνεργασία ήταν «φυσική»;

Η αρχική συνάντηση με τους Ruins και τον Tatsuya Yoshida χρονολογείται από τη δεκαετία του ’90 και στη συνέχεια περιοδεύσαμε πολλές φορές τα δύο συγκροτήματα και συναντηθήκαμε αρκετές φορές και στην Ιαπωνία.

Ήμασταν πολύ επηρεασμένοι από τους Ruins στην αρχή, αλλά επηρεάστηκαν κι εκείνοι με τη σειρά τους πολύ από το ιταλικό progressive rock, οπότε τα πράγματα κάνουν τον κύκλο τους.

Ήταν ένα τηλεφώνημα του Yoshida που πυροδότησε αυτή τη νέα περιπέτεια και δεν υπήρχε τίποτα εξαναγκαστικό στον τρόπο που ρολάραμε κι εμείς. Εξ ου και ήταν «φυσική» διαδικασία. Τέλειος συντονισμός σε μουσικό και ανθρώπινο επίπεδο.

Το επικείμενο άλμπουμ σας ως RuinsZu, Jazzisdead Live, το οποίο καταβρόχθισα μια βροχερή αθηναϊκή νύχτα, είναι ο «καρπός» αυτής της γόνιμης συνεργασίας. Σε αυτό αποδομείτε περαιτέρω και αναδομείτε συνεχώς το τζαζ βίωμα.

Ποια τζαζ είναι νεκρή και ποια ζωντανή για εσάς - και γιατί;

Τέλος πάντων, ο τίτλος προέρχεται από το φεστιβάλ του Τορίνο όπου παίξαμε το τελευταίο μας σόου ως Ruinszu και όπου ηχογραφήθηκε το άλμπουμ. Οπότε χρησιμοποιείται λίγο σαν χαριτολόγημα.

Αλλά μάλλον κάθε είδος πεθαίνει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, όπως κάθε φιλοσοφική ή εσωτεριστική σχολή, όταν γίνεται μουσειακό, ή κλισέ, ή όταν ξέρεις ακριβώς τι πρόκειται να πάρεις. Τότε, το πρωταρχικό πνεύμα έχει χαθεί.

Και πιθανώς -όχι, ας πούμε σίγουρα- το πνεύμα του John Coltrane είναι πολύ ζωντανό, με μια κοσμική έννοια.

Το αποκορύφωμα της τρέχουσας περιοδείας σας ελπίζουμε να είναι η αθηναϊκή συναυλία σας το Σάββατο 12 Απριλίου. Πώς σας κάνει να αισθάνεστε αυτή η προοπτική;

Είμαστε πολύ τυχεροί και ευγνώμονες.

Η ψυχή μας είναι βαθιά ριζωμένη σε έναν ισχυρό και αρχαίο πολιτισμό τον οποίο μοιράζεται η ιστορία των δύο χωρών μας. Στην πραγματικότητα, είναι περίεργο που επικοινωνούμε στα αγγλικά εδώ!

Η αρχαιοελληνική φιλοσοφία και το αρχαίο θέατρο ήταν πάντα τόσο σημαντικά στην κοσμοθεωρία μας και σίγουρα τόσο σημαντικά όσο άλλες άμεσες μουσικές επιρροές.

Απλώς για να το ξέρεις, το κομμάτι La Grande Madre delle Bestie από το Bromio είναι άμεσα εμπνευσμένο από τον Ευριπίδη και το «βρόμιος»  είναι ένα από τα ονόματα του Διόνυσου. Για εμάς, είναι το λίκνο του κοινού μας πολιτισμού.

Ευχαριστώ θερμά τον David «Sek», road manager των Zu, για την καθοριστική συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Οι Zu εμφανίζονται λάιβ στο Temple (Ιάκχου 17, Γκάζι) το Σάββατο 12 Απριλίου, στο πλαίσιο των Scenius Series.

Τη συναυλία ανοίγουν οι ΣΤΟΜΑ.