Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Ψαρογιώργης: «Το μάλαγμα από τη μουσική σκόνη θέλω να θυμίσω»

 


Συνομιλώντας με τον Ψαρογιώργη, έναν από τους αξιότερους σύγχρονους εκπροσώπους της κρητικής παράδοσης, ενόψει της συναυλίας του στο Temple στις 26 Δεκεμβρίου, όπου θα παρουσιάσει το σόλο για λαούτο και φωνή, Χώμα.

Για τον Ψαραντώνη, τον πατέρα σου, τρέφω δέος, θαυμασμό, σεβασμό και -ίσως- λίγο φόβο. Έχει περάσει και η δικιά σου σχέση μαζί του, όπως και με τους θείους σου, Ψαρονίκο και Ψαρογιώργη, από αντίστοιχο στάδιο;

Ο Ψαραντώνης είναι γλυκύτατος άνθρωπος -πράος, θα έλεγα-, αλλά έχει μέσα του ένα ηφαίστειο. Μόλις πιάσει τη λύρα, γίνεται η έκρηξη.

Απογειώνεται.

Ο παλμός που είχε -κι ακόμα έχει- ο πατέρας μου παίζοντας πάντα μου προκαλούσε δέος.

Ο Ψαραντώνης δίνει χώρο σε μια ήδη φορτωμένη μελωδική γραμμή, όπως είναι αυτή των κρητικών τραγουδιών, επιλέγοντας ποια θα κρατήσει και ποια όχι και δίνει το περιθώριο στον παλμό να αναδυθεί.

Προερχόμενος από ένα τέτοιο περιβάλλον, ήταν αναπόφευκτη η εμπλοκή σου με τη μουσική;

Γεννήθηκα μέσα στη μουσική. Αυτή ήταν ο κορυφαίο στοιχείο της ζωής μου, αλλά και της ζωής του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγάλωσα στα Ανώγεια.

Το ποιος, πότε και με ποιους έπαιζε και παίζει ήταν και είναι αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας.

Ο πατέρας μου και οι θείοι μου ήταν τότε και είναι ακόμα πηγή τρεχάμενη για μένα. Όταν ήμουν έφηβος, εκείνοι βρίσκονταν στην πιο δημιουργική φάση τους.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, παιδί ακόμα, ένιωθα κάτι να με τσιγκλίζει όταν άκουγα τη λύρα του Ψαρονίκου. Είχε πολύ ιδιαίτερο άκουσμα.

Το γάντζωμα του δοκαριού στη χορδή και το γρέζι στη φωνή του έβγαζαν συναισθήματα πολύ έντονα για μένα. Ο Ψαραντώνης μού έμαθε κάτι πολύ σημαντικό και συμπαντικό, τη μουσική της σιωπής και τον ψίθυρο από τ’ άστρα.

Από το άγγιγμα της πένας στις χορδές αναγνώριζες τον Ψαρογιάννη, από την πρώτη πενιά.

Από έντεκα χρονών συνόδευα τον πατέρα μου στα διάφορα γλέντια και στο μαγαζί που έπαιζε στο Ηράκλειο.

Μεταξύ 1978 και 1987 τον είχα συνοδεύσει επανειλημμένως τόσο σε φεστιβάλ όσο και σε συναυλιακούς χώρους, σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Εκτός από την κρητική μουσική, σε τι άλλα ακούσματα ήσουν εκτεθειμένος στη νεότητά σου;

Τα ξαδέρφια μου που έμεναν στο Ηράκλειο τότε άκουγαν ξένο ρεπερτόριο - από Rolling Stones μέχρι Bob Dylan. Άλλη παρέα άκουγε ηπειρώτικα.

Το ρεμπέτικο επανερχόταν στο προσκήνιο, τους πρωτομάστορες της κρητικής μουσικής, διπλή κασέτα που είχε βγει τότε, την είχα «φάει».

Από πολύ νωρίς επίσης είχα φιλικές σχέσεις με τον Λαβύρινθο και τον Ross Daly, με τον οποίο γυρίζαμε την Κρήτη δίνοντας συναυλίες. Έτσι ήρθα σε επαφή με τα ανατολίτικα ακούσματα.

Αργότερα, η συνεργασία με τον Αχιλλέα Περσίδη μου έδωσε έμπνευση να βρω τον δικό μου τρόπο. Έμαθα πολλά από τον τρόπο του.

Το πεδίο των ακουσμάτων μου ήταν ανοιχτό και νομίζω ότι σταδιακά, από νωρίς, άρχισε να βγαίνει στο παίξιμό μου.

Πέρασες από διάφορα όργανα, κατέληξες όμως στο λαούτο. Τι ανακάλυψες σ’ αυτό που δεν είχες βρει στη λύρα ή στο μαντολίνο και γιατί θέλησες, τελικά, να του αφιερωθείς;

Το λαγούτο είναι ένα γοητευτικό όργανο. Όποιος ασχοληθεί μ’ αυτό, τον συνεπαίρνει.

Όταν ο πατέρας μου ήθελε να κάνει πρόβες στο σπίτι, μου το έδινε και μου έδειχνε τα πατήματα και τις συγχορδίες και τον συνόδευα στους ρυθμούς που ήθελε να δοκιμάσει. Έτσι, μου έμεινε. Ως φυσική εξέλιξη.

Με γοήτευε το ανοιχτό κούρδισμά του, μπορούσα να παίξω μελωδία και ρυθμό και να χτυπήσω το φτερό ν’ ακουστεί σαν κρουστό, οι χορδές - που η μία είναι πρίμα και το ζευγάρι πιο μπάσο και οι αρμονικές που ξεχνιούνται από το σκάφος.

Έβλεπες από νωρίς τον εαυτό σου στο πεδίο της μουσικής ή δεν το σκεφτόσουν ακόμα τότε;

Τότε, όχι. Αισθανόμουν χαρά να παίζω με τον πατέρα μου και να πιάνω το λαγούτο.

Αλλά κι από οκτώ χρονών, στις παρέες έπαιζα μαντολίνο. «Φώναξε το Γιωργιώ να παίξει μαντολίνο», με προσκαλούσαν.

Θυμάμαι να ξενυχτάμε στις διακοπές του Πάσχα προσέχοντας τα αρφανόξυλα με τους άλλους πιτσιρικάδες, παρέα με το μαντολίνο. Άλλα παιδιά μιμούνταν τον τρόπο με τον οποίο χόρευαν οι γεροντότεροι και τα καλούσαμε στην «πίστα».

Είχαμε από νωρίς εκπαιδευτεί στον χορό και στον τρόπο που διεξάγεται το γλέντι.

Από την περίοδο κατά την οποία μετακόμισες στη Μελβούρνη άρχισες να συνειδητοποιείς πως η ενασχόλησή σου με τη μουσική θα αποκτούσε πιο επαγγελματική/βιοποριστική διάσταση; Ή αυτό είχε ήδη συμβεί;

Είχε συμβεί πολύ νωρίτερα. Στα είκοσί μου ήμουν ήδη επαγγελματίας, από τη μουσική ζούσα. Ήξερα ότι έτσι θα συνέχιζα.

Πάντα σκεφτόμουν πώς θα εξελίξω τον ήχο μου, παίζοντας στο σπίτι επί ώρες, και μέσα από τα γλέντια, συνοδεύοντας τον πατέρα μου και ερμηνεύοντας σιγά σιγά το «παζλ» των οδηγιών του.

Οι οποίες στόχευαν να σε βοηθήσουν να βρεις τον εαυτό σου κι όχι να σε υποτάξουν σε κάποιο καλούπι.

Ακριβώς αυτό έκανε ο Ψαραντώνης και ήταν πολύ αυστηρός δάσκαλος.

Η μετάβασή σου στη Μελβούρνη εμπλούτισε την ανοιχτότητα του βλέμματος και του παιξίματος στην οποία έχεις αναφερθεί;

Στην Αυστραλία γνωρίστηκα με πολλούς μουσικούς, Έλληνες και Αυστραλούς.

Μέσα από την παρέα δημιουργήθηκε το Xylouris Ensemble, σε μια περίοδο κατά την οποία εγώ ήδη έπαιζα σε κοινωνικές εκδηλώσεις της ελληνικής κοινότητας και σε μουσικούς χώρους σόλο λαγούτο και φωνή.

Όπως κάνω και τώρα με το σόλο Χώμα, που θα παρουσιάσω στις 26 Δεκεμβρίου στο Τemple.

Το Xylouris Ensemble ήταν ένα σχήμα όπου άλλοτε ήμασταν δέκα άτομα επί σκηνής κι άλλοτε πέντε ή τρία.

Το ρεπερτόριο εξαρτιόταν από το ποιοι θα παίζαμε, και αυτό κράταγε τον ενθουσιασμό στο να βρεθούμε, να προβάρουμε και να δοκιμάσουμε νέα πράγματα. Αυτό γινόταν κάθε εβδομάδα σταθερά.

Ο πρώτος δίσκος του σχήματος κυκλοφόρησε το 1990 και κάναμε άλλους τέσσερις μαζί. Είχαμε παίξει σε διαφορετικούς χώρους και μπροστά σε διαφορετικά κοινά, από την Όπερα του Σίδνεϋ και τους ελληνικούς συλλόγους, μέχρι τις παμπ της Μελβούρνης.

Σε ζηλεύω για τα ταξίδια σου, γιατί τα έκανες ασχολούμενος μ’ αυτό που αγαπάς και συνεργαζόμενος με ανθρώπους με τους οποίους συνδεόσασταν με σεβασμό και αλληλοεκτίμηση.

Η Μελβούρνη είναι μια μουσική και πολυπολιτισμική πρωτεύουσα όπου δίπλα σε ένα ελληνικό μαγαζί βρίσκεται ένα τουρκικό, ένα κινέζικο κι ένα αφρικανικό. Τα οκτώ χρόνια που έζησα εκεί ήταν όλο μουσική.

Στη μια γωνιά άκουγες λιβανέζικα, αλλού κλαρίνο, παρακάτω Καζαντζίδη. Είδα μπάντες σε παμπ και συναυλιακούς χώρους από την Ινδία μέχρι την Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιρλανδία. Γνώρισα την ελληνική μουσική ξανά.

Στη Μελβούρνη είχαν πάει πολλοί μουσικοί να παίξουν οι οποίοι τελικά έμειναν εκεί: Ηπειρώτες, Στερεοελλαδίτες, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Πόντιοι. Γνώρισα και έπαιξα με πολλούς από αυτούς.

Μετά από οκτώ «γεμάτα» χρόνια στην Αυστραλία επέστρεψες στην Ελλάδα γιατί είχε ολοκληρωθεί ένας κύκλος ζωής και δημιουργίας;

Ναι, ήταν γεμάτα τα χρόνια εκεί, δημιούργησα την οικογένειά μου. Η απέραντη γη και οι διαδρομές, ο ήχος του ωκεανού τα βράδια που έμεινα με τη σκηνή εκεί κοντά, είναι αποτυπωμένα στη μνήμη μου. Η Αυστραλία είναι έμπνευση η οποία με ακολουθεί.

Στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ελλάδα προέκυψε δουλειά εδώ. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε για λίγο, κατόπιν, ωστόσο, ήταν γεγονός.

Στην Αυστραλία γνώρισες και τον Jim White, έτσι δεν είναι;

Εκεί τον γνώρισα, γύρω στα 1992, όταν είχαν ξεκινήσει οι Dirty Three. Κάποια στιγμή με κάλεσαν να παίξω μαζί τους ως guest. Από τότε παίξαμε και ηχογραφήσαμε αρκετές φορές μαζί.

Με τον Jim είχαμε πολύ καλή επικοινωνία όποτε παίζαμε. Είχαμε μέρη όπου κάναμε έναν διάλογο, ντραμς και λαγούτο. Μας άρεσε πολύ αυτό που κάναμε και συχνά λέγαμε πότε θα ηχογραφήσουμε μαζί.

Αυτό συνέβη πολύ αργότερα, όταν ήρθε ο Jim στην Ελλάδα το 2011-12 για διακοπές. Εδώ στην Κρήτη, λοιπόν, όταν πήγαμε σ’ ένα στούντιο, αυτό που προέκυψε μας άρεσε και αμέσως μετά συνεχίσαμε τις ηχογραφήσεις στη Νέα Υόρκη.

Με γοητεύει η ανοιχτότητα του πνεύματος και η διάθεση για ανακάλυψη, ανάμιξη και πειραματισμό οι οποίες σε χαρακτηρίζουν: μια δημιουργική ανησυχία εν γένει.

Μ’ αρέσει να βιώνω ένα κομμάτι. Να δοθώ στη στιγμή και να δημιουργήσω μέσα της ανάλογα με τη διάθεση η οποία προκύπτει εκεί επιτόπου. Έτσι ανακαλύπτω το κομμάτι ξανά και ξανά.

Στη συνεργασία σου με τον Αγγελάκα και τον Βελιώτη τι απρόσμενο ανακάλυψες;

Η συνεργασία με τον Αγγελάκα και τον Βελιώτη έγινε πριν από εκείνη με τον White. Η εμπειρία ήταν σημαντική για μένα γιατί και οι δύο είναι πολύ ιδιαίτεροι καλλιτέχνες και μαζί τους είδα πώς προσεγγίζουν τη μουσική μου. 

Κάθε συνεργασία σού προσφέρει εμπειρίες που σου μένουν, και γίνονται κομμάτι από αυτό το οποίο κάνεις.

Από το μοίρασμα της γνώσης και της εμπειρίας σου στο λαούτο με νεότερες γενιές ανθρώπων που ενδιαφέρονται να το γνωρίσουν και να το δουλέψουν, τι αντλείς, τι βιώνεις και τι κερδίζεις ως άνθρωπος;

Υπάρχει μια νεότερη γενιά ανθρώπων η οποία μπορεί να κάνει όμορφα πράγματα με τον τρόπο της στο μέλλον;

Αυτό το οποίο θα ήθελα να μεταδώσω, και μέσα απ’ τα μαθήματα που κάνω κατά καιρούς, είναι αυτό το οποίο ψάχνω κι εγώ.

Γιατί αυτό που εντοπίζω στο λαγούτο, μιλώντας για κρητική μουσική, είναι πως όχι μόνο έχουν ξεχάσει, αλλά αγνοούν -και πολλές φορές σνομπάρουν- τους παλιότερους, με συνέπεια να μην εμβαθύνουν στον τρόπο, παρά να ικανοποιούνται με το θεαθήναι.

Λυπάμαι αν αυτό ακούγεται σκληρό, αλλά σε γενικό πλαίσιο ανταποκρίνεται στη μετριότητα της παρούσας πραγματικότητας. Υπάρχουν, όμως, εξαιρέσεις πολύ φωτεινές.

Στην πρώτη ύλη, στο χώμα δηλαδή, αν μπορείς να το φτάσεις ως εκεί, μετά από μόνο του θα σε πάει μπροστά, θα σου δώσει φτερά για να πας μπροστά, ας πούμε στο σύγχρονο.

Να φτάσουμε στα ακούσματα αυτά που δονούνται μέσα στα απλά πράγματα και στα βαθύτερα κίνητρα που μας συνδέουν με τον τόπο και τη φύση μας.

Τι επιδιώκεις ν’ αναδείξεις μέσα από τη μουσική σου;

Η «καρδιά» αυτού που κι εγώ αναζητώ είναι ο ίδιος ο παλμός, η απλή, ταπεινή πρώτη ύλη. Πώς ένας παππούς αντιλαμβάνεται τον συρτό και την κοντυλιά και πώς χορεύει η γιαγιά μου τον πηδηχτό χορό.

Βλέπω, επομένως, το μονοπάτι που ίσως με οδηγήσει σ’ αυτόν τον ψυχισμό για να πάω μπροστά μέσα απ’ αυτό. Ακολουθώντας το βγαίνω σ’ ένα δάσος, όπου ανοίγονται άλλα μονοπάτια, γιατί την κάθε μελωδία την παίζει κάθε άνθρωπος λίγο διαφορετικά.

Χρειάζεται, όμως, η πληροφορία αυτή για να κάνεις την καλή τη μαγεριά. Αυτή θα δώσει το καινούριο.

Το μάλαγμα από τη μουσική σκόνη θέλω να θυμίσω.

Ευχαριστώ τον Ψαρογιώργη για τον χρόνο του και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Ο Γιώργης Ξυλούρης (Ψαρογιώργης) στο λαούτο και τη φωνή παρουσιάζει το σόλο Χώμα παρέα με τον Μάρκο Πινακουλάκη στον ήχο και τις ηχητικές παρεμβάσεις την Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου, 20:30, στο Temple (Ιάκχου 17, Γκάζι).

Μαζί τους ο Καθαρός Χαλκός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου