Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Ψαρογιώργης: «Το μάλαγμα από τη μουσική σκόνη θέλω να θυμίσω»

 


Συνομιλώντας με τον Ψαρογιώργη, έναν από τους αξιότερους σύγχρονους εκπροσώπους της κρητικής παράδοσης, ενόψει της συναυλίας του στο Temple στις 26 Δεκεμβρίου, όπου θα παρουσιάσει το σόλο για λαούτο και φωνή, Χώμα.

Για τον Ψαραντώνη, τον πατέρα σου, τρέφω δέος, θαυμασμό, σεβασμό και -ίσως- λίγο φόβο. Έχει περάσει και η δικιά σου σχέση μαζί του, όπως και με τους θείους σου, Ψαρονίκο και Ψαρογιώργη, από αντίστοιχο στάδιο;

Ο Ψαραντώνης είναι γλυκύτατος άνθρωπος -πράος, θα έλεγα-, αλλά έχει μέσα του ένα ηφαίστειο. Μόλις πιάσει τη λύρα, γίνεται η έκρηξη.

Απογειώνεται.

Ο παλμός που είχε -κι ακόμα έχει- ο πατέρας μου παίζοντας πάντα μου προκαλούσε δέος.

Ο Ψαραντώνης δίνει χώρο σε μια ήδη φορτωμένη μελωδική γραμμή, όπως είναι αυτή των κρητικών τραγουδιών, επιλέγοντας ποια θα κρατήσει και ποια όχι και δίνει το περιθώριο στον παλμό να αναδυθεί.

Προερχόμενος από ένα τέτοιο περιβάλλον, ήταν αναπόφευκτη η εμπλοκή σου με τη μουσική;

Γεννήθηκα μέσα στη μουσική. Αυτή ήταν ο κορυφαίο στοιχείο της ζωής μου, αλλά και της ζωής του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγάλωσα στα Ανώγεια.

Το ποιος, πότε και με ποιους έπαιζε και παίζει ήταν και είναι αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας.

Ο πατέρας μου και οι θείοι μου ήταν τότε και είναι ακόμα πηγή τρεχάμενη για μένα. Όταν ήμουν έφηβος, εκείνοι βρίσκονταν στην πιο δημιουργική φάση τους.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, παιδί ακόμα, ένιωθα κάτι να με τσιγκλίζει όταν άκουγα τη λύρα του Ψαρονίκου. Είχε πολύ ιδιαίτερο άκουσμα.

Το γάντζωμα του δοκαριού στη χορδή και το γρέζι στη φωνή του έβγαζαν συναισθήματα πολύ έντονα για μένα. Ο Ψαραντώνης μού έμαθε κάτι πολύ σημαντικό και συμπαντικό, τη μουσική της σιωπής και τον ψίθυρο από τ’ άστρα.

Από το άγγιγμα της πένας στις χορδές αναγνώριζες τον Ψαρογιάννη, από την πρώτη πενιά.

Από έντεκα χρονών συνόδευα τον πατέρα μου στα διάφορα γλέντια και στο μαγαζί που έπαιζε στο Ηράκλειο.

Μεταξύ 1978 και 1987 τον είχα συνοδεύσει επανειλημμένως τόσο σε φεστιβάλ όσο και σε συναυλιακούς χώρους, σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Εκτός από την κρητική μουσική, σε τι άλλα ακούσματα ήσουν εκτεθειμένος στη νεότητά σου;

Τα ξαδέρφια μου που έμεναν στο Ηράκλειο τότε άκουγαν ξένο ρεπερτόριο - από Rolling Stones μέχρι Bob Dylan. Άλλη παρέα άκουγε ηπειρώτικα.

Το ρεμπέτικο επανερχόταν στο προσκήνιο, τους πρωτομάστορες της κρητικής μουσικής, διπλή κασέτα που είχε βγει τότε, την είχα «φάει».

Από πολύ νωρίς επίσης είχα φιλικές σχέσεις με τον Λαβύρινθο και τον Ross Daly, με τον οποίο γυρίζαμε την Κρήτη δίνοντας συναυλίες. Έτσι ήρθα σε επαφή με τα ανατολίτικα ακούσματα.

Αργότερα, η συνεργασία με τον Αχιλλέα Περσίδη μου έδωσε έμπνευση να βρω τον δικό μου τρόπο. Έμαθα πολλά από τον τρόπο του.

Το πεδίο των ακουσμάτων μου ήταν ανοιχτό και νομίζω ότι σταδιακά, από νωρίς, άρχισε να βγαίνει στο παίξιμό μου.

Πέρασες από διάφορα όργανα, κατέληξες όμως στο λαούτο. Τι ανακάλυψες σ’ αυτό που δεν είχες βρει στη λύρα ή στο μαντολίνο και γιατί θέλησες, τελικά, να του αφιερωθείς;

Το λαγούτο είναι ένα γοητευτικό όργανο. Όποιος ασχοληθεί μ’ αυτό, τον συνεπαίρνει.

Όταν ο πατέρας μου ήθελε να κάνει πρόβες στο σπίτι, μου το έδινε και μου έδειχνε τα πατήματα και τις συγχορδίες και τον συνόδευα στους ρυθμούς που ήθελε να δοκιμάσει. Έτσι, μου έμεινε. Ως φυσική εξέλιξη.

Με γοήτευε το ανοιχτό κούρδισμά του, μπορούσα να παίξω μελωδία και ρυθμό και να χτυπήσω το φτερό ν’ ακουστεί σαν κρουστό, οι χορδές - που η μία είναι πρίμα και το ζευγάρι πιο μπάσο και οι αρμονικές που ξεχύνονται από το σκάφος.

Έβλεπες από νωρίς τον εαυτό σου στο πεδίο της μουσικής ή δεν το σκεφτόσουν ακόμα τότε;

Τότε, όχι. Αισθανόμουν χαρά να παίζω με τον πατέρα μου και να πιάνω το λαγούτο.

Αλλά κι από οκτώ χρονών, στις παρέες έπαιζα μαντολίνο. «Φώναξε το Γιωργιώ να παίξει μαντολίνο», με προσκαλούσαν.

Θυμάμαι να ξενυχτάμε στις διακοπές του Πάσχα προσέχοντας τα αρφανόξυλα με τους άλλους πιτσιρικάδες, παρέα με το μαντολίνο. Άλλα παιδιά μιμούνταν τον τρόπο με τον οποίο χόρευαν οι γεροντότεροι και τα καλούσαμε στην «πίστα».

Είχαμε από νωρίς εκπαιδευτεί στον χορό και στον τρόπο που διεξάγεται το γλέντι.

Από την περίοδο κατά την οποία μετακόμισες στη Μελβούρνη άρχισες να συνειδητοποιείς πως η ενασχόλησή σου με τη μουσική θα αποκτούσε πιο επαγγελματική/βιοποριστική διάσταση; Ή αυτό είχε ήδη συμβεί;

Είχε συμβεί πολύ νωρίτερα. Στα είκοσί μου ήμουν ήδη επαγγελματίας, από τη μουσική ζούσα. Ήξερα ότι έτσι θα συνέχιζα.

Πάντα σκεφτόμουν πώς θα εξελίξω τον ήχο μου, παίζοντας στο σπίτι επί ώρες, και μέσα από τα γλέντια, συνοδεύοντας τον πατέρα μου και ερμηνεύοντας σιγά σιγά το «παζλ» των οδηγιών του.

Οι οποίες στόχευαν να σε βοηθήσουν να βρεις τον εαυτό σου κι όχι να σε υποτάξουν σε κάποιο καλούπι.

Ακριβώς αυτό έκανε ο Ψαραντώνης και ήταν πολύ αυστηρός δάσκαλος.

Η μετάβασή σου στη Μελβούρνη εμπλούτισε την ανοιχτότητα του βλέμματος και του παιξίματος στην οποία έχεις αναφερθεί;

Στην Αυστραλία γνωρίστηκα με πολλούς μουσικούς, Έλληνες και Αυστραλούς.

Μέσα από την παρέα δημιουργήθηκε το Xylouris Ensemble, σε μια περίοδο κατά την οποία εγώ ήδη έπαιζα σε κοινωνικές εκδηλώσεις της ελληνικής κοινότητας και σε μουσικούς χώρους σόλο λαγούτο και φωνή.

Όπως κάνω και τώρα με το σόλο Χώμα, που θα παρουσιάσω στις 26 Δεκεμβρίου στο Τemple.

Το Xylouris Ensemble ήταν ένα σχήμα όπου άλλοτε ήμασταν δέκα άτομα επί σκηνής κι άλλοτε πέντε ή τρία.

Το ρεπερτόριο εξαρτιόταν από το ποιοι θα παίζαμε, και αυτό κράταγε τον ενθουσιασμό στο να βρεθούμε, να προβάρουμε και να δοκιμάσουμε νέα πράγματα. Αυτό γινόταν κάθε εβδομάδα σταθερά.

Ο πρώτος δίσκος του σχήματος κυκλοφόρησε το 1990 και κάναμε άλλους τέσσερις μαζί. Είχαμε παίξει σε διαφορετικούς χώρους και μπροστά σε διαφορετικά κοινά, από την Όπερα του Σίδνεϋ και τους ελληνικούς συλλόγους, μέχρι τις παμπ της Μελβούρνης.

Σε ζηλεύω για τα ταξίδια σου, γιατί τα έκανες ασχολούμενος μ’ αυτό που αγαπάς και συνεργαζόμενος με ανθρώπους με τους οποίους συνδεόσασταν με σεβασμό και αλληλοεκτίμηση.

Η Μελβούρνη είναι μια μουσική και πολυπολιτισμική πρωτεύουσα όπου δίπλα σε ένα ελληνικό μαγαζί βρίσκεται ένα τουρκικό, ένα κινέζικο κι ένα αφρικανικό. Τα οκτώ χρόνια που έζησα εκεί ήταν όλο μουσική.

Στη μια γωνιά άκουγες λιβανέζικα, αλλού κλαρίνο, παρακάτω Καζαντζίδη. Είδα μπάντες σε παμπ και συναυλιακούς χώρους από την Ινδία μέχρι την Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιρλανδία. Γνώρισα την ελληνική μουσική ξανά.

Στη Μελβούρνη είχαν πάει πολλοί μουσικοί να παίξουν οι οποίοι τελικά έμειναν εκεί: Ηπειρώτες, Στερεοελλαδίτες, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Πόντιοι. Γνώρισα και έπαιξα με πολλούς από αυτούς.

Μετά από οκτώ «γεμάτα» χρόνια στην Αυστραλία επέστρεψες στην Ελλάδα γιατί είχε ολοκληρωθεί ένας κύκλος ζωής και δημιουργίας;

Ναι, ήταν γεμάτα τα χρόνια εκεί, δημιούργησα την οικογένειά μου. Η απέραντη γη και οι διαδρομές, ο ήχος του ωκεανού τα βράδια που έμεινα με τη σκηνή εκεί κοντά, είναι αποτυπωμένα στη μνήμη μου. Η Αυστραλία είναι έμπνευση η οποία με ακολουθεί.

Στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ελλάδα προέκυψε δουλειά εδώ. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε για λίγο, κατόπιν, ωστόσο, ήταν γεγονός.

Στην Αυστραλία γνώρισες και τον Jim White, έτσι δεν είναι;

Εκεί τον γνώρισα, γύρω στα 1992, όταν είχαν ξεκινήσει οι Dirty Three. Κάποια στιγμή με κάλεσαν να παίξω μαζί τους ως guest. Από τότε παίξαμε και ηχογραφήσαμε αρκετές φορές μαζί.

Με τον Jim είχαμε πολύ καλή επικοινωνία όποτε παίζαμε. Είχαμε μέρη όπου κάναμε έναν διάλογο, ντραμς και λαγούτο. Μας άρεσε πολύ αυτό που κάναμε και συχνά λέγαμε πότε θα ηχογραφήσουμε μαζί.

Αυτό συνέβη πολύ αργότερα, όταν ήρθε ο Jim στην Ελλάδα το 2011-12 για διακοπές. Εδώ στην Κρήτη, λοιπόν, όταν πήγαμε σ’ ένα στούντιο, αυτό που προέκυψε μας άρεσε και αμέσως μετά συνεχίσαμε τις ηχογραφήσεις στη Νέα Υόρκη.

Με γοητεύει η ανοιχτότητα του πνεύματος και η διάθεση για ανακάλυψη, ανάμιξη και πειραματισμό οι οποίες σε χαρακτηρίζουν: μια δημιουργική ανησυχία εν γένει.

Μ’ αρέσει να βιώνω ένα κομμάτι. Να δοθώ στη στιγμή και να δημιουργήσω μέσα της ανάλογα με τη διάθεση η οποία προκύπτει εκεί επιτόπου. Έτσι ανακαλύπτω το κομμάτι ξανά και ξανά.

Στη συνεργασία σου με τον Αγγελάκα και τον Βελιώτη τι απρόσμενο ανακάλυψες;

Η συνεργασία με τον Αγγελάκα και τον Βελιώτη έγινε πριν από εκείνη με τον White. Η εμπειρία ήταν σημαντική για μένα γιατί και οι δύο είναι πολύ ιδιαίτεροι καλλιτέχνες και μαζί τους είδα πώς προσεγγίζουν τη μουσική μου. 

Κάθε συνεργασία σού προσφέρει εμπειρίες που σου μένουν, και γίνονται κομμάτι από αυτό το οποίο κάνεις.

Από το μοίρασμα της γνώσης και της εμπειρίας σου στο λαούτο με νεότερες γενιές ανθρώπων που ενδιαφέρονται να το γνωρίσουν και να το δουλέψουν, τι αντλείς, τι βιώνεις και τι κερδίζεις ως άνθρωπος;

Υπάρχει μια νεότερη γενιά ανθρώπων η οποία μπορεί να κάνει όμορφα πράγματα με τον τρόπο της στο μέλλον;

Αυτό το οποίο θα ήθελα να μεταδώσω, και μέσα απ’ τα μαθήματα που κάνω κατά καιρούς, είναι αυτό το οποίο ψάχνω κι εγώ.

Γιατί αυτό που εντοπίζω στο λαγούτο, μιλώντας για κρητική μουσική, είναι πως όχι μόνο έχουν ξεχάσει, αλλά αγνοούν -και πολλές φορές σνομπάρουν- τους παλιότερους, με συνέπεια να μην εμβαθύνουν στον τρόπο, παρά να ικανοποιούνται με το θεαθήναι.

Λυπάμαι αν αυτό ακούγεται σκληρό, αλλά σε γενικό πλαίσιο ανταποκρίνεται στη μετριότητα της παρούσας πραγματικότητας. Υπάρχουν, όμως, εξαιρέσεις πολύ φωτεινές.

Στην πρώτη ύλη, στο χώμα δηλαδή, αν μπορείς να το φτάσεις ως εκεί, μετά από μόνο του θα σε πάει μπροστά, θα σου δώσει φτερά για να πας μπροστά, ας πούμε στο σύγχρονο.

Να φτάσουμε στα ακούσματα αυτά που δονούνται μέσα στα απλά πράγματα και στα βαθύτερα κίνητρα που μας συνδέουν με τον τόπο και τη φύση μας.

Τι επιδιώκεις ν’ αναδείξεις μέσα από τη μουσική σου;

Η «καρδιά» αυτού που κι εγώ αναζητώ είναι ο ίδιος ο παλμός, η απλή, ταπεινή πρώτη ύλη. Πώς ένας παππούς αντιλαμβάνεται τον συρτό και την κοντυλιά και πώς χορεύει η γιαγιά μου τον πηδηχτό χορό.

Βλέπω, επομένως, το μονοπάτι που ίσως με οδηγήσει σ’ αυτόν τον ψυχισμό για να πάω μπροστά μέσα απ’ αυτό. Ακολουθώντας το βγαίνω σ’ ένα δάσος, όπου ανοίγονται άλλα μονοπάτια, γιατί την κάθε μελωδία την παίζει κάθε άνθρωπος λίγο διαφορετικά.

Χρειάζεται, όμως, η πληροφορία αυτή για να κάνεις την καλή τη μαγεριά. Αυτή θα δώσει το καινούριο.

Το μάλαγμα από τη μουσική σκόνη θέλω να θυμίσω.

Ευχαριστώ τον Ψαρογιώργη για τον χρόνο του και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Ο Γιώργης Ξυλούρης (Ψαρογιώργης) στο λαούτο και τη φωνή παρουσιάζει το σόλο Χώμα παρέα με τον Μάρκο Πινακουλάκη στον ήχο και τις ηχητικές παρεμβάσεις την Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου, 20:30, στο Temple (Ιάκχου 17, Γκάζι).

Μαζί τους ο Καθαρός Χαλκός.

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Emilija Gašić: «Όταν γράφω, αναζητώ νέους τρόπους αφήγησης μιας ιστορίας»

 

Emilija Gašić (Φωτογραφία: Alex Wiske)

Εκτυλισσόμενο στην επαρχιακή Σερβία την περίοδο των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών του 1999, το 78 ημέρες, μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Σέρβας σκηνοθέτριας Emilija Gašić, είναι μια επώδυνη ιστορία ενηλικίωσης.

Ενόψει της πανελλήνιας πρεμιέρας του φιλμ στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας (5-18 Δεκεμβρίου) συζητάμε με την σκηνοθέτρια.

Εκτυλισσόμενο στην επαρχιακή Σερβία την περίοδο των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών του 1999, το 78 ημέρες είναι μια ιστορία ενηλικίωσης που επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ των αδελφών Sonja, Dragana και Tijana.

Πόσο καθοριστικές/τραυματικές ήταν αυτές οι 78 ημέρες για σένα, αρχικά ως παιδί και πολύ αργότερα ως καλλιτέχνιδα/κινηματογραφίστρια/πολιτικοποιημένο άνθρωπο; Πόσα μοιράζεσαι με τις νεαρές πρωταγωνίστριες της ταινίας σου;

Θα έλεγα ότι εκείνη εποχή ήταν πολύ καθοριστική για μένα.

Ήμουν επτά χρονών κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών και έχω ακόμα έντονες αναμνήσεις.

Δεν πηγαίναμε σχολείο και συνδεόμασταν όλοι μεταξύ μας, με τους ανθρώπους γύρω μας, με τους γείτονες, τα ξαδέρφια κ.λπ. Ήταν η περίοδος των ισχυρότερων δεσμών κι επίσης φόβου.

Στα πρώτα στάδια της συγγραφής διεξήγαγα μια ανώνυμη έρευνα η οποία με ενέπνευσε να γράψω το σενάριο.

Οι άνθρωποι μοιράστηκαν γενναιόδωρα τις εμπειρίες τους από αυτή τη χρονική περίοδο και έμεινα έκπληκτη με το πώς η ζωή βρίσκει τον δρόμο της και οι άνθρωποι, ειδικά τα παιδιά, συνηθίζουν τις καταστάσεις.

Νομίζω ότι αυτός ήταν ένας αμυντικός μηχανισμός, γιατί διαφορετικά οι άνθρωποι δε θα μπορούσαν να επιβιώσουν.

Υπάρχει μία φράση από την έρευνα που με καθοδήγησε σε όλη τη διαδικασία δημιουργίας της ταινίας: «Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που μπήκα σε κάθε σπίτι της γειτονιάς μου».

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας των προβών μοιράστηκα τις εμπειρίες μου με τις νεαρές ηθοποιούς ειδικά, γιατί όλες γεννήθηκαν μετά από την περίοδο των βομβαρδισμών. Αφιερώσαμε μια ολόκληρη μέρα στην περίοδο της δεκαετίας του 1990.

Αλλά η βασική μου τακτική ήταν να τις κάνω να έρθουν κοντά η μία στην άλλη γιατί αυτός είναι ο πυρήνας του φιλμ, νομίζω.

Στιλιστικά, η ταινία σου βρίσκεται στη διασταύρωση ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, σε σημείο που ένας ανυποψίαστος θεατής μπορεί πράγματι να πιστεύει ότι βλέπει μια «σπιτική»  κασέτα VHS.

Γιατί έκανες αυτή την αφηγηματική επιλογή; Για να ενθαρρύνεις τη διαδικασία αμφισβήτησης της αντίληψης, των ορίων και των περιορισμών της μυθοπλασίας και της πραγματικότητας, αντίστοιχα;

Όλα ξεκίνησαν με τις κασέτες μου Hi8, το οικογενειακό μου αρχείο που μου κίνησε το ενδιαφέρον, ανά τα χρόνια.

Πάντα ήξερα πως θα ήθελα να κάνω μια ταινία που να συνδέεται με αυτό, αλλά δεν ήμουν σίγουρη τι θα ήταν μέχρι το 2019/2020. Τότε ήταν που σχημάτισα μια πρώτη σύνοψη στο μυαλό μου.

Υπήρχε κάτι κινηματογραφικό στο μέσο και στον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα θα γίνονταν αυθόρμητα στην κάμερα και θα έμοιαζαν σαν να ήταν προϊόν σκηνοθεσίας ή μοντάζ χωρίς φυσικά να είναι.

Όταν βρήκα κάποια πλάνα της οικογένειάς μου κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του 1999, τότε ήταν που όλα έβγαλαν νόημα για μένα.

Μου αρέσει η ιδέα μια ταινία να είναι τόσο εμβυθιστική, όταν ως θεάτρια αναρωτιέμαι αν αυτό που βλέπω είναι ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασία. Ήθελα, λοιπόν, να προσπαθήσω να κάνω κάτι αντίστοιχο.




Οι πρωταγωνίστριές σου υποδύονται τους χαρακτήρες τους πειστικά και με πάθος.

Πόσο απαιτητικό ήταν να ενσταλάξεις μια αίσθηση ιστορικότητας στην υποκριτική τους προσέγγισή τους, δεδομένου του ότι δεν είχαν καν γεννηθεί κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του 1999;

Τα πάντα χτίστηκαν πρώτα βάσει των οικογενειακών τους σχέσεων και των χαρακτήρων τους. Καθώς οι χαρακτήρες διαμορφώνονταν σωστά, αρχίσαμε σιγά σιγά να συνυφαίνουμε το πλαίσιο της εποχής.

Η μεγαλύτερη πρόκληση εξ αρχής ήταν να βρούμε τις ηθοποιούς. Μόλις αυτό συνέβη, προσπάθησα να δημιουργήσω μια αίσθηση παιχνιδιού και έναν ασφαλή χώρο μαζί τους, ώστε να μπορέσουμε να εξερευνήσουμε όλα όσα χρειαζόταν.

Ήταν σημαντικό να γίνουν τα γυρίσματα σε πραγματικές τοποθεσίες που ήταν επίσης διαθέσιμες σε εμένα σε είκοσι τετράωρη/εβδομαδιαία βάση και μπορούσαμε να πάμε εκεί ανά πάσα στιγμή.

Από τη στιγμή που δημιουργείς τις συνθήκες για τις/τους ηθοποιούς, νομίζω ότι κάνουν πράγματα με φυσικότητα.

Το 78 ημέρες έκανε την πρεμιέρα του στο Ρότερνταμ, «λίκνο» της πειραματικής/καινοτόμου κινηματογραφικής δημιουργίας. Διαγωνίζεται επίσης στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας.

Ποιος είναι ο ρόλος των κινηματογραφικών φεστιβάλ στην προώθηση και απόρριψη ταινιών και, κυρίως, στη διαμόρφωση του «επιτρεπτού» πλαισίου εντός του οποίου πρέπει να υπάρχουν οι διαγωνιζόμενες ταινίες;

Νομίζω πως τα κινηματογραφικά φεστιβάλ είναι ένα σημαντικά γιατί συγκεντρώνουν επαγγελματίες του κινηματογράφου από όλο τον κόσμο και είναι μέρη που εμπνέουν.

Από την άλλη, η κινηματογραφική βιομηχανία αλλάζει, καθώς υπάρχουν πολύ περισσότερες ταινίες από πριν, οπότε νομίζω ότι οι κινηματογραφιστές βρίσκουν νέους τρόπους για να προσεγγίσουν το κοινό στις μέρες μας.

Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτό στο μέλλον.

Η υποβολή φιλμ σε φεστιβάλ μπορεί να είναι αρκετά αποθαρρυντική για έναν κινηματογραφιστή.

Στην περίπτωση μιας από τις μικρού μήκους ταινίες μου το ποσοστό αποδοχής ήταν 1 στα 60. Φέτος, με τη μεγάλου μήκους, βίωσα μια εντελώς διαφορετική εμπειρία.

Ποιος είναι ο προσωπικός ορισμός σου του πειραματικού/καινοτόμου σινεμά στις μέρες μας, τόσο σε επίπεδο φόρμας όσο και περιεχομένου;

Δε νομίζω πως μπορώ να μιλήσω για την πειραματική κινηματογραφική παραγωγή καθ’ εαυτή, καθώς οι ταινίες μου δεν καταδύονται πλήρως σ’ αυτό το είδος.

Μ’ αρέσει, όμως, η λέξη «καινοτόμος», με την έννοια ότι, όταν γράφω, τείνω να αναζητώ νέους τρόπους αφήγησης μιας ιστορίας.

Μ’ αρέσει να αναμιγνύω είδη ή να προσπαθώ να συνδέσω πράγματα που μπορεί να φαίνονται ασύνδετα. Είμαι θεάτρια που βαριέται εύκολα, οπότε μάλλον χρησιμοποιώ αυτή την οπτική γωνία πολύ όταν δημιουργώ.




Νιώθεις ότι, ως σκηνοθέτρια βαλκανικής καταγωγής, προσδοκάται από σένα κυρίως να παραδίδεις ταινίες που θα στοχάζονται πάνω τους πρόσφατους πολέμους στην περιοχή;

Και αν ναι, πώς αντιμετωπίζεις αυτή την καλλιτεχνικά πατερναλιστική, κατά τη γνώμη μου, στάση;

Προσπαθώ να μη σκέφτομαι πολύ τις προσδοκίες, γιατί δε θα έκανα ταινίες τότε.

Στην περίπτωση του 78 ημέρες υπήρχαν πολλές ερωτήματα σχετικά με το πόσο κινηματογραφικό θα ήταν το φιλμ λόγω του φορμά του. Πίστεψα σ’ αυτό, όμως, κι έπρεπε να προσπαθήσω.

Το επόμενο πρότζεκτ πάνω στο οποίο δουλεύω στην πραγματικότητα δε διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του πολέμου, οπότε ίσως μπορούμε να μιλήσουμε για την εμπειρία μου σε λίγα χρόνια.

Σε κάθε περίπτωση -και για να το θέσω λίγο προβοκατόρικα-, υπάρχει κοινό για πειραματικά φιλμ αυτή τη στιγμή, τόσο στη Σερβία όσο και διεθνώς;

Και αν υποθέσουμε πως ναι, ποια είναι τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του, με βάση την εμπειρία σου;

Πιστεύω ότι υπάρχει πάντα κοινό για κάθε τύπο ταινίας. Είμαστε όλοι τόσο διαφορετικοί και μας αρέσουν διαφορετικά πράγματα, το ζήτημα είναι απλώς να βρουν αυτές οι ταινίες τον δρόμο τους προς το κοινό.

Κάνοντας το 78 ημέρες ήξερα ότι το σερβικό κοινό και το κοινό των Βαλκανίων γενικότερα θα αντιδρούσε σε αυτό, αλλά δεν είχα ιδέα πώς θα το έβλεπαν οι άνθρωποι από άλλες χώρες.

Νομίζω ότι φέτος με εξέπληξαν ευχάριστα κάποιες θετικές αντιδράσεις προερχόμενες από μακρινές χώρες. Κατά τη διάρκεια της προβολής της ταινίας στην Χιλή, έλαβα πολλά θετικά σχόλια στο Letterboxd. Ήταν πραγματικά ενδιαφέρον για μένα.

Αυτός είναι ίσως ο λόγος που αγαπώ τον κινηματογράφο γενικά, επειδή μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους όπου κι αν βρίσκονται και ό,τι κι αν κάνουν.

Ευχαριστώ θερμά την σκηνοθέτρια για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.

Η ταινία της Emilija Gašić 78 ημέρες προβάλλεται, σε ελληνική πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού Τμήματος Reframing Images του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοπoριακού Κινηματογράφου της Αθήνας (5-18 Δεκεμβρίου, Ταινιοθήκη της Ελλάδος).

Η προβολή πραγματοπoιείται το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου, 22:30, στην Αίθουσα Β της Ταινιοθήκης, παρουσία της σκηνοθέτριας.

Η ταινία είναι επίσης διαθέσιμη στη διαδικτυακή πλατφόρμα του 13ου ΦΠΚΑ από την Κυριακή 15 Δεκεμβρίου.



Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Kovacs: «Η μουσική με βοηθάει να βρω μια θέση για όλα τα δύσκολα πράγματα»

 


Ολλανδικής καταγωγής τραγουδίστρια με βαθιά σόουλ φωνή που θυμίζει Billie Holiday, Beth Gibbons και Amy Winehouse και ιδιαιτέρως αγαπητή στην Ελλάδα, η Kovacs έρχεται για δύο συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (14-15 Δεκεμβρίου).

Εξίσου ειλικρινής με τους στίχους που γράφει, μάς μιλά για την μέχρι τώρα διαδρομή της στην ζωή και την τέχνη ενόψει των συναυλιών.

Έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που το Shades of Black, η πρώτη σου κυκλοφορία, σε έβαλε στον μουσικό χάρτη και σε εκτόξευσε στην φήμη. Πώς αντιμετωπίζεις τις συνέπειες -και τις παγίδες- της φήμης σε τόσο νεαρή ηλικία;

Ναι, έχει ήδη περάσει πολύς καιρός. Δεν είμαι πια τόσο νέα, αλλά όταν βγήκε το Shades of Black, ήμουν γύρω στα είκοσι δύο.

Πριν κυκλοφορήσω αυτό το άλμπουμ, περνούσα πολύ χρόνο στο στούντιο, δουλεύοντας σκληρά, αλλά είχα και τον δικό μου χώρο - πήγαινα σχολή, διέθετα ελεύθερο χρόνο και μπορούσα ακόμα να κάνω τα δικά μου.

Μετά από την κυκλοφορία, όλα ήταν πολυάσχολα. Δεν είχα πραγματικά χρόνο για τον εαυτό μου. Για να εξελιχθώ προσωπικά, ξέρεις.

Ένιωθα σαν να ήμουν σε ένα κινούμενο τρένο, απλώς κινούμουν, και τα πρώτα χρόνια ήταν εξαιρετικά πολυάσχολα. Ήταν ένα τρενάκι του λούνα παρκ με σκαμπανεβάσματα, βρίσκοντας τον δικό μου δρόμο μέσα από τα πάντα.

Δε θα ήθελα να έχω χάσει αυτήν την κατάσταση, γιατί με έκανε ό,τι είμαι σήμερα. Αλλά εκείνη την στιγμή, απλά ασχολείσαι με αυτήν.

Μόνο αργότερα συνειδητοποιείς πως ίσως κάποια πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει διαφορετικά. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα και δεν υπήρχε πολύς χρόνος για να σκεφτώ τα πράγματα.

Τώρα, είμαι πιο συνειδητοποιημένη στις αποφάσεις μου, έχω βρει περισσότερο τον δικό μου δρόμο στην μουσική βιομηχανία κι έχω μάθει πώς να γίνω καλλιτέχνις με έναν τρόπο που λειτουργεί για μένα - βρίσκοντας την ισορροπία μου, υποθέτω.

Τα ίχνη της Billie Holiday, της Nina Simone, της Amy Winehouse και της Beth Gibbons μπορεί να ακουστούν ή να γίνουν αισθητά στην μοναδική φωνή σου. Νιώθεις κομμάτι αυτής της πολύτιμης γενεαλογίας γυναικείων φωνών;

Λατρεύω τις παλιές φωνές και την παλιά μουσική. Δεν είναι, όμως, μόνο η φωνή. Έχει να κάνει και με την αφήγηση.

Τραγουδίστριες όπως η Billie, η Nina και η Amy τραγουδούν για πραγματικές, συχνά σκοτεινές εμπειρίες. Δεν τραγουδούν για χαρούμενα θέματα, και νομίζω ότι εκεί συνδεόμαστε.

Όλες αυτές οι καλλιτέχνιδες έφτιαξαν μουσική επειδή έπρεπε, επειδή ήταν η κάθαρσή τους - μια ελληνική λέξη, στην πραγματικότητα, που σημαίνει συναισθηματική απελευθέρωση. Και για μένα είναι το ίδιο.

Νομίζω πως είναι κάτι το οποίο μας λείπει στην σημερινή μουσική. Πολλά από όσα ακούμε είναι είτε επιθετικά, πολύ χαρούμενα ή απλά ασφαλή και κάπου στην μέση. Προτιμώ να βουτάω στα βαθιά, να πηγαίνω σε εκείνα τα ευάλωτα μέρη.

Σε σχέση με το Cheap Smell, έχεις αναφέρει ότι σε βοήθησε να γίνεις πιο ευτυχισμένη και πως μέσω αυτού έμαθες πολλά για τον εαυτό σου από μουσικής άποψης.

Σε ποιον βαθμό σε βοηθά η μουσική να επανακτάς την  αυτοπεποίθησή σου;

Δε θα έλεγα ότι πρόκειται για αυτοπεποίθηση, στην πραγματικότητα. Πιο πολύ έχει να κάνει με την αποδοχή. Η μουσική με βοηθάει να βρω μια θέση για όλα τα δύσκολα, ευαίσθητα πράγματα. Για παράδειγμα, τα τραύματα.

Με βοηθάει, λοιπόν, να βάλω αυτά τα πράγματα σε μια προοπτική, δίνοντάς τους ένα μέρος όπου μπορώ να τα κοιτάξω, να τα επεξεργαστώ με αργούς ρυθμούς και να συμφιλιωθώ μαζί τους. Είναι κάτι θεραπευτικό.

Κι όχι μόνο για μένα, αλλά και για το κοινό μου. Η μουσική δημιουργεί μια κοινότητα, έναν χώρο για να δουν οι άνθρωποι πως δεν είναι μόνοι σ’ αυτό που αισθάνονται.

Στο Child of Sin, τραγουδάς: «Πού ξεκινώ; Δεν είμαι εξαιρετική. Δεν είμαι παιδί της αγάπης, είμαι παιδί της αμαρτίας».

Πόσο καιρό σου πήρε για να διατυπώσεις λεκτικά την ίδια την κακοποιητική εμπειρία που είχες βιώσει; Και γιατί τραγουδάς αυτό το τραγούδι ως ντουέτο με τον Till Lindemann;

Ειλικρινά, αυτή η ιστορία υπήρχε ήδη στο πρώτο και στο δεύτερο άλμπουμ μου, αλλά δεν ήμουν έτοιμη να την αντιμετωπίσω κατάματα. Είναι ένα πολύ ευαίσθητο και ευάλωτο θέμα.

Πρέπει να βρίσκεσαι σε ένα μέρος στην ζωή σου όπου νιώθεις ασφαλής, περιτριγυρισμένη από άτομα τα οποία εμπιστεύεσαι, προτού μπορέσεις να πεις μια τέτοια ιστορία ανοιχτά.

Για πολύ καιρό ήμουν σε κατάθλιψη, αναισθητοποιούσα τον εαυτό μου με χάπια ή χόρτο, δοκίμαζα τα πάντα -φήμη, αγάπη-, αλλά συνέχιζα να τρέχω κόντρα στον ίδιο τοίχο.

Τελικά, άρχισα να παίρνω τον εαυτό μου πιο σοβαρά, ρωτώντας τι συμβαίνει μέσα μου. Τι με ενοχλούσε; Ποιο ήταν το τραύμα μου; Γιατί κάνω μουσική; Για την αποδοχή, την αγάπη ή απλώς για να μοιραστώ συναισθήματα;

Έκανα ψυχοθεραπεία και τότε έγινα πραγματικά η καλλιτέχνις που ήθελα να γίνω. Μου πήρε πολύ χρόνο και το τραγούδησα με τον Till γιατί ήμουν ακόμα ανασφαλής.

Χρειαζόμουν κάποιον δίπλα μου για υποστήριξη, και τον αισθανόμουν ως το τέλειο ταίρι. Η φωνή και η παρουσία του ταίριαζαν με την σκοτεινιά του τραγουδιού.

Στο Freedom διακηρύσσεις: «Ελευθερία, αξίζει να παλέψεις γι’ αυτήν; Ελευθερία, αξίζει να πεθάνεις γι’ αυτήν; Ελευθερία, αν δε μας νοιάζει πολύ πια, η Ελευθερία σέρνεται έξω από την πόρτα».

Πόσο σκληρά έχεις αγωνιστεί για την ελευθερία σου; «Σέρνεται έξω από την πόρτα» η ελευθερία στις μέρες μας;

Παλεύω ακόμα για την ελευθερία μου - την ελευθερία μου ως καλλιτέχνιδας, ως ανθρώπου. Παλεύω για την ψυχική υγεία και με τα τραύματα του παρελθόντος μου.

Έγραψα το Freedom όταν ταξίδευα σε διάφορες χώρες -μέρη όπως η Ρωσία και η Ουκρανία- και σε όλα ένιωθα πολύ κοντά στο σπίτι μου.

Ξαφνικά, τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν σε μεγάλο βαθμό, κι αυτό με έκανε να σκεφτώ πόσο εύθραυστη είναι η ελευθερία.

Στην μουσική βιομηχανία πρέπει επίσης να παλέψεις για την ελευθερία σου, για να μην είσαι απλώς ένα προϊόν, για να μείνεις πιστή στον εαυτό σου. Και ως γυναίκα σε αυτόν τον κλάδο, δεν είναι πάντα εύκολο.

Θέλω να κάνω τα πράγματα που θέλω να κάνω, όχι να τα προδίδω όλα για την φήμη. Είναι μια πρόκληση γιατί, αν δε συμμορφώνεσαι, οι πόρτες κλείνουν.

Η εργασία για την ψυχική υγεία είναι επίσης ένα είδος αγώνα. Αν δεν την επιτελέσεις, μπορεί να χάσεις τον εαυτό σου. Η ελευθερία είναι κάτι για το οποίο οι άνθρωποι έχουν αγωνιστεί κι έχουν πεθάνει - δεν μπορείς να το θεωρήσεις δεδομένο.

Στο Child of Sin, τραγουδάς ότι δε σε «τρομάζουν οι γίγαντες». Τι σε τρομάζει; Και πώς αντιμετωπίζεις εκείνους τους φόβους;

Οι γίγαντες είναι τα τραύματα, οι εσωτερικοί δαίμονες. Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι το ίδιο μου το μυαλό, πώς μπορεί να κάνει τα πράγματα πολύ μεγαλύτερα από ό,τι είναι. Αυτά είναι τα τέρατα στο κεφάλι μου.

Αυτό που με φοβίζει περισσότερο είναι να χάσω την ελευθερία μου - να εγκλωβιστώ σε κάτι ή από κάποιον.

Αντιμετωπίζω τους φόβους μου συγκρουόμενη μαζί τους, προσπαθώντας να έχω προοπτική και να μην αφήνοντάς τους να με ελέγχουν.

Έχοντας χάσει πρόσφατα τη μητέρα μου από καρκίνο, ακούγοντας το Mama με κάνει να κλαίω και να αισθάνομαι χαρά. Θα ήθελες να αναλύσεις το υπόβαθρο αυτής της σύνθεσης;

Λυπάμαι πραγματικά που το ακούω και στέλνω τα συλλυπητήριά μου.

Το Mama έχει να κάνει με την σχέση μου με την μητέρα μου - με το ότι είναι πάντα η μαμά μου, παρόλο που οι μητέρες κάνουν λάθη. Αφορά τα πάνω και τα κάτω μας, τα καλά και τα κακά.

Τώρα που μεγάλωσα, την καταλαβαίνω περισσότερο. Έχουμε περάσει τόσα πολλά, αλλά στο τέλος είναι ζήτημα αποδοχής και αγάπης. Είμαι ευγνώμων που βρισκόμαστε σ’ ένα καλό σημείο τώρα και καταλαβαίνουμε η μια την άλλη γι’ αυτό που είμαστε.

Οι επικείμενες συναυλίες σου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στις 14 και 15 Δεκεμβρίου, αντίστοιχα, συμπίπτουν με την, κατά πολλούς, ωριμότερη δημιουργική περίοδό σου μέχρι στιγμής.

Πόσο σημαντικό είναι να εξελίσσεσαι μέσω από τις ηχογραφήσεις και τις συναυλίες;

Μου αρέσει να δημιουργώ. Αυτήν την στιγμή, βρίσκομαι σε θεατρική περιοδεία στην Ολλανδία και αλλάζω συνεχώς τα πράγματα.

Ξεκίνησα ακόμη και να φτιάχνω ένα μουχλιασμένο φόρεμα εμπνευσμένο από μύκητες - μου αρέσει να φτιάχνω τέτοια.

Έχω αρχίσει να ράβω ρούχα, να ζωγραφίζω και να κάνω βίντεο. Θέλω να έχω ενεργό ρόλο σε όλα, από τα οπτικά στοιχεία μέχρι την ατμόσφαιρα που δημιουργώ στην σκηνή.

Είναι σημαντικό για μένα το κοινό να βιώνει το όραμά μου όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πώς το βλέπω εγώ.

Στο παρελθόν, η συνεργασία με πάρα πολλούς ανθρώπους οδήγησε σε συμβιβασμούς και ένιωσα πως έχανα κάτι.

Θέλω να συμμετέχω σε βάθος σε κάθε πτυχή και να μαθαίνω νέες δεξιότητες για να βεβαιωθώ ότι έχω τον έλεγχο του δημιουργικού μου προϊόντος. Όλα έχουν να κάνουν με την κατανόηση της τέχνης, έτσι ώστε οι άλλοι να σε πάρουν στα σοβαρά.

Ανυπομονώ πραγματικά να έρθω στην Ελλάδα κι ελπίζω αυτή η συνέντευξη να βοηθήσει τον κόσμο να καταλάβει λίγο περισσότερα για μένα.

Ευχαριστώ θερμά την Anouk van Esch (REBIS - Artist Management) για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και την παραχώρηση της φωτογραφίας της καλλιτέχνιδας.

Η Kovacs εμφανίζεται λάιβ στην Αθήνα στο Fuzz Live Music Club το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου και στην Θεσσαλονίκη την Κυριακή 15 Δεκεμβρίου στο Principal Club Theater. Οι πόρτες ανοίγουν στις 21:00.



Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Αντουανέττα Αγγελίδη: «Δική μου γενέθλια γη είναι οι ταινίες μου»

 

 Η Αντουανέττα Αγγελίδη μιλά. Έμμονες ώρες στον τόπο της πραγματικότητας (2022) της Ρέας Βαλντέν

Προσηνής, στοχαστική και αποπνέουσα ιδιαίτερη ζωτικότητα, η Αντουανέττα Αγγελίδη είναι μια εκ των πλέον διακεκριμένων εκπροσώπων του εγχώριου φεμινιστικού και πρωτοποριακού κινηματογράφου.

Συζητώντας μαζί της ενόψει του αφιερώματος στο έργο της στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας (5-18 Δεκεμβρίου, Ταινιοθήκη της Ελλάδος).

Σπουδάσατε αρχιτεκτονική αλλά, από νεαρή ηλικία, αφοσιωθήκατε στον κινηματογράφο, τόσο ως σκηνοθέτρια όσο και, μεταγενέστερα, ως διδάσκουσα.

Γιατί, τελικά, σας «κέρδισε» ο κινηματογράφος, και δη ο έντονα πολιτικοποιημένος/φεμινιστικός/πρωτοποριακός/πειραματικός; Διαδραμάτισε κάποιον ρόλο το ασφυκτικό, καταπιεστικό εγχώριο κλίμα της περιόδου;

Σε ποιον βαθμό επηρέασαν οι αρχικές σπουδές σας τη δόμηση του εν γένει καλλιτεχνικού σας βλέμματος;

Επέλεξα να πάω στην Αρχιτεκτονική και όχι στην Καλών Τεχνών, παρ’ ότι ζωγράφιζα εμμονικά στην εφηβεία μου.

Ο Σαραφιανός, που περνούσα τα απογεύματα ζωγραφίζοντας στο εργαστήρι του, με απέτρεψε από τη συντηρητική τότε Καλών Τεχνών. Θεωρούσε πως θα με καταπίεζε.

Φοίτησα στην Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ μεταξύ 1968 και 1973. Η σχολή ήταν αποδεκατισμένη από τους καθηγητές που είχαν διωχθεί λόγω πολιτικών φρονημάτων.

Ως σπουδάστρια ήμουν πολύ ενεργή στον αντιδικτατορικό αγώνα. Εκτός από τη στράτευση, είχε μεγάλη σημασία για μένα η μελέτη της ιστορίας της τέχνης.

Το 1972, στο τέταρτο έτος, είδα ένα πολύ σημαδιακό για μένα όνειρο. Το ονόμασα εκ των υστέρων «το όνειρο του Magritte», γιατί ονειρεύτηκα έναν πίνακα που έμοιαζε με Magritte, και που μέσα του είχε μια αδιόρατη κίνηση.

Όταν ξύπνησα, είχα ήδη πάρει την απόφαση να κάνω σινεμά. Και μάλιστα είχα καταλάβει τί είδος σινεμά ήθελα να κάνω: ένα σινεμά αποδομημένων πινάκων. Δεν υπήρχε ακόμα τότε το σινεμά που ονειρεύτηκα.

Όταν βρέθηκα στο Παρίσι το 1973, μετά το μήνυμα «ή φεύγεις ή μπαίνεις στην παρανομία», βρέθηκα σε ένα πολύ γόνιμο περιβάλλον διαλόγου σημειωτικής, ψυχανάλυσης και φεμινισμού.

Και εντάχθηκα άμεσα στο δεύτερο φεμινιστικό κύμα, που τόσο με εξέφραζε το σύνθημά του «το προσωπικό είναι πολιτικό».

Στην κινηματογραφική σχολή IDHEC μπήκα το 1974. Εκεί, αποφάσισα να βυθίσω τα προσωπικά μου βιώματα στους πίνακες ζωγραφικής που αγαπούσα.

Ήταν μια ιδέα εντελώς πρωτότυπη, που δεν είχε καμιά κινηματογραφική αναφορά. Είχε όμως εσωτερική συνέπεια.

Μελετώντας το Φάουστ του Μουρνάου, στο πρώτο έτος της σχολής, αναγνώρισα ότι και ο κινηματογράφος, όπως οι εικαστικές τέχνες και η αρχιτεκτονική που είχα μελετήσει, νοηματοδοτεί με τη χρήση χαράξεων και αξόνων.

Έτσι κατάλαβα τη συνέχεια που είχα ανάγκη: μια συνέχεια από τη ζωγραφική στην αρχιτεκτονική και μετά στον κινηματογράφο.

«Βαθυσκάφος που εξερευνά τους βυθούς του ασυνειδήτου ανακαλύπτοντας έναν κόσμο που βυθίζουν στο σκοτάδι τα τερτίπια της μίμησης κι οι απαγορεύσεις του πατρικού Νόμου», έχει χαρακτηρίσει το σινεμά σας ο Σάββας Μιχαήλ.

Γιατί οι κόσμοι του ασυνείδητου, του ανοίκειου και του ονείρου σάς ασκούν τόση σαγήνη; Ποια ήταν -και είναι- η σχέση σας με την ψυχανάλυση;

Όταν έφτασα στο 6ο κεφάλαιο διαβάζοντας την Ερμηνεία των ονείρων του Φρόυντ, εκεί όπου αναφέρεται στο «μηχανισμό των ονείρων» και τι τον συγκροτεί -εικονοποίηση, μετάθεση, συμπύκνωση-, κατάλαβα ότι ασυνείδητα χρησιμοποιούσα αυτόν ακριβώς το μηχανισμό ως συνθετική αρχή στις ταινίες που είχα ήδη φτιάξει.

Συνειδητοποίησα πως αυτός είναι ο τρόπος σύνθεσης της γραφής μου. Συνθέτω τις εικόνες βιωμάτων και πινάκων με βάση το μηχανισμό του ονείρου, που, ως πρωτογενής μηχανισμός, είναι και ο τρόπος που λειτουργεί το ασυνείδητο.

Ο μηχανισμός του ονείρου μπήκε στη δουλειά μου αρχικά βιωματικά, και στη συνέχεια έγινε συνειδητή μέθοδος της δουλειάς, μαζί με την προσωπική μου ψυχανάλυση.

Πολύ αργότερα, έγινε η μέθοδος διδασκαλίας μου, όταν δίδαξα για πολλά χρόνια στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ. Μια μέθοδος που δίνει διαφορετικά κάθε φορά αποτελέσματα, ανάλογα με τα προσωπικά βιώματα του κάθε νέου δημιουργού.

Πόσο επίπονη υπήρξε και παραμένει η διαδικασία διάλυσης των -πατριαρχικών- σκοταδιών και απαγορεύσεων με φιλμικούς -και όχι μόνο- όρους;

Όσο για τη διάλυση των πατριαρχικών σκοταδιών, είναι μια τρομαχτικά δύσκολη υπόθεση. Και επειδή έχουν κάνει αποικίες ακόμα και στο ασυνείδητο των γυναικών.

Οι δομές των εξουσιαστών πάντα κάνουν αποικίες και μέσα στους εξουσιαζόμενους. Γι’ αυτό η μάχη είναι ακόμα πιο δύσκολη.


 Η Αντουανέττα Αγγελίδη υποδύεται τον νεκρό Mαρά. Idées Fixes/Dies Irae (1977) της Αντουανέττας Αγγελίδη


Το Ιdées Fixes/Dies Irae (Παραλλαγές στο ίδιο θέμα) (1977), το μεγάλου μήκους κινηματογραφικό ντεμπούτο σας, μάς καθιστά κοινωνούς  -ορισμένων εκ- των «εμμονών» σας, κατά κάποιον τρόπο συνοψίζοντάς τις:

Την αναπαραστασιμότητα του γυναικείου σώματος στη σύγχρονη τέχνη, την επανάσταση που αργεί, τη φύση του Δυτικού πολιτισμού. Πώς ορίζετε την έννοια της «εμμονής» και πώς σχετίζεστε με τον Δυτικό πολιτισμό;

Θεωρώ την εμμονή αναγκαία για κάθε καλλιτέχνη. Για μένα η επανάσταση στην τέχνη είναι ο ΤΡΟΠΟΣ ΓΡΑΦΗΣ και όχι η απλή θεματολογία.

Γι’ αυτό και στο Ιdées Fixes/Dies Irae εγγράφω το ίδιο μου το σώμα, το αιδοίο μου, το στόμα μου, την αυτό-ειρωνεία του να παίζω η ίδια τον δολοφονημένο Μαρά του Νταβίντ.

Όσο για τα κινήματα της τέχνης του Δυτικού πολιτισμού, τα αναμειγνύω και τα αναστρέφω πολλαπλά, κι έτσι φανερώνω τις ρωγμές ενός ψευδούς, φαινομενικά αρραγούς κόσμου.

Η ταινία Τόπος (1985) συνιστά «μια παραβολή πάνω στις μεταμορφώσεις» και συνάμα «μια μελέτη της φύσης των εικόνων». Συγκροτεί ο κινηματογράφος (σας) ένα είδος παραβολής; Ποια είναι η φύση των εικόνων;  

Για μένα η διαφορά σχηματίζεται από το ότι οι εικόνες αναλύονται σε κώδικες, που ο καθένας έχει τη δική του αφήγηση. Όλα τα στοιχεία των εικόνων και των ήχων αφηγούνται ταυτοχρόνως.

Έτσι, έχουμε πολλές παράλληλες αφηγήσεις, που ανασυντίθενται συνεχώς φτιάχνοντας έναν σύνθετο ιστό, ο οποίος μπορεί να διαβαστεί συγχρονικά και διαχρονικά, δηλαδή και κάθετα και οριζόντια. 

Το Οι Ώρες: Μια τετράγωνη ταινία (1995) αποτέλεσε, τουλάχιστον δύο δεκαετίες πριν, το σημείο εισόδου στο φιλμικό σας σύμπαν για μένα.

Πρόκειται για μια βαθιά προσωπική δουλειά που «αρδεύει» από προσωπικές μνήμες/τραύματα. Θα θέλατε να εμβαθύνετε στον τρόπο με τον οποίο «μεταβολίζετε» φιλμικά τα εκάστοτε προσωπικά βιώματά σας;

Παίρνω τα βιώματά μου και τα βυθίζω σε πίνακες ζωγραφικής από όλη την Ιστορία της Τέχνης. Κι ενώ η δραματουργία προέρχεται από το βίωμα, ο χώρος μπορεί να προέρχεται από έναν πίνακα του Balthus και το ρούχο από ένα κολλάζ του Max Ernst.

Έτσι αποκτώ απόσταση από το τραύμα του βιώματος και σκηνοθετώ ψύχραιμα. Είναι σαν να μη πονάνε πια τα βιώματα. Αποτελούν μέρος μιας σύνθεσης.


Η Κλαίρη Μιρτσέκη ως το κοριτσάκι με το τσέρκι από τον πίνακα του ντε Κίρικο. Τόπος (1985) της Αντουανέττας Αγγελίδη


Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Καρλ Ντράγιερ, Νίκος Εγγονόπουλος, Κώστας Σφήκας: τέσσερις άνθρωποι και καλλιτέχνες οι οποίοι σας επηρέασαν. Με ποιον τρόπο καθένας εξ αυτών;

Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο είναι η μελαγχολία στο κέντρο του φωτεινού και ζεστού καλοκαιρινού μεσημεριού, μιας άδειας, έρημης πλατείας σε μια πόλη της Μεσογείου. Το μυστήριο του μεσημεριού με ταράζει πάντα σε αυτούς τους πίνακες του 1914.

Ο Ντράγιερ είναι ίσως ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης στον κινηματογράφο. Και το Dies Irae (Μέρες οργής, 1943) είναι από τα πιο πρόωρα φεμινιστικά έργα.

Η αγάπη και η εκτίμηση του Νίκου Εγγονόπουλου είναι ίσως ο βασικός λόγος που έμεινα στην Αρχιτεκτονική.

Η πρωινή μας συζήτηση πριν από το μάθημα, μου δίδαξε τη σημασία της ψυχικής και σωματικής προετοιμασίας πριν τη δημιουργική εργασία. Την ανάγκη της αφοσίωσης.

Τον αγαπημένο Κώστα Σφήκα θεωρώ τον πιο γενναίο Έλληνα, και όχι μόνο, σκηνοθέτη κινηματογράφου.

«Ενορχηστρώνετε» τον ήχο, τον «θόρυβο», τη μουσική και τη σιωπή με έναν εξαιρετικά προσωπικό -θα έλεγα ιδιοφυή- τρόπο. Γιατί αποδίδετε σε καθένα από αυτά τα στοιχεία τόση βαρύτητα;

Θεωρώ ότι ο λόγος, ο θόρυβος, η μουσική και η σιωπή είναι μια συνέχεια. Ο Christian Metz, που ανέλυσε τον κινηματογράφο ως μέσο ετερογενές, ξεχωρίζει στον ήχο τρεις ποιότητες: το λόγο, τη μουσική, και τους θορύβους.

Εγώ, από μικρή τις θεωρούσα σαν μια συνέχεια, ως μνήμη της νηπιακής ηλικίας σε σχέση με το λόγο των ενηλίκων, ως εμπειρία της αφωνίας που πέρασα στα δέκα, μετά από ένα κακοποιητικό περιστατικό, αλλά και ως αίσθηση της ξένης σε ξένη χώρα που δεν μιλάς τη γλώσσα, όπως ένιωσα στο Παρίσι.

Ο λόγος μπορεί να γίνει απλός θόρυβος πολύ εύκολα, ακόμα κι όταν απλώς δεν σε ενδιαφέρει η συζήτηση.

Επίσης, η σιωπή είναι πολύ σημαντικά νοηματοφόρα και πολύ διαφορετική ανά περίσταση. Και ας μην ξεχνάμε και τους ήχους που ακούμε ως έμβρυα στην κοιλιά της μάνας μας. 

Δεδομένου ότι σας ενδιαφέρει η συνομιλία με τα εκάστοτε κοινά των ταινιών σας, πώς εκτιμάτε ότι καθίσταται αντιληπτή/αισθητή η δουλειά σας στο διάβα του χρόνου, ιδίως από τις νεότερες ηλικίες;

Με συγκινούν πολύ τα νέα κοινά. Έχω συναντήσει νέους ανθρώπους να μου μιλούν για το είδος της ανάγνωσης των ταινιών μου, εκεί που δεν το περίμενα.

Με συγκινούν οι αυθόρμητες εκφράσεις των θεατών και θεατριών μου, που δεν τους ζητώ προηγούμενη γνώση, αλλά ανοιχτή διάθεση.

Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να διευρυνθεί/εμβαθυνθεί το επίπεδο της κινηματογραφικής παιδείας στην Ελλάδα, έτσι ώστε να μην «παράγει» τεχνικά καταρτισμένους/-ες, αλλά καλλιτεχνικά «αναλφάβητες»/-ους αποφοίτους;

Ποιος, ειδικότερα, μπορεί -ή πρέπει- να είναι ο ρόλος φορέων όπως η Ταινιοθήκη της Ελλάδος;

Η παιδεία στην ανάγνωση του οπτικοακουστικού κόσμου πρέπει να ξεκινά στο σχολείο. Γιατί η οπτικοακουστική ανάγνωση είναι εξίσου αναγκαία με την ανάγνωση των λέξεων. Είναι αναγκαία για όλους και όλες.

Η άποψή μου για την εκπαίδευση των κινηματογραφιστών ειδικά, είναι γνωστή. Την έχω εφαρμόσει τα πολλά χρόνια που δίδαξα στο Πανεπιστήμιο.

Βασίζεται στην αρχή της έμπρακτης θεωρίας, επειδή θεωρώ ότι η ανάλυση είναι προϋπόθεση της σύνθεσης, αλλά και καμιά θεωρία δεν γίνεται σημαντική χωρίς τη σύνδεσή της με την πράξη. Για να μπορούμε να είμαστε ελεύθερες στην πράξη.

Από εκεί και ύστερα, όσες και όσοι θέλουν να γίνουν δημιουργοί, η βασική προϋπόθεση είναι να βρουν το προσωπικό τους βλέμμα. Και αυτό είναι πραγματικά δύσκολο.


Η Δέσποινα Κουβάτσου ως η Σπένδω τριών χρονών. Οι ώρες: Μια τετράγωνη ταινία (1995) της Αντουανέττας Αγγελίδη


Το 13ο ΦΠΚΑ (5-18 Δεκεμβρίου) σας τιμά προβάλλοντας μια αντιπροσωπευτική ρετροσπεκτίβα του έργου σας.

Πώς αντιλαμβάνεστε τον φεμινιστικό πρωτοποριακό κινηματογράφο στις μέρες μας, εγχώριο και μη; Υπάρχει ως έκφραση αμφισβήτησης του καπιταλιστικού υπάρχοντος, ή μήπως έχει αφομοιωθεί από αυτό και πρέπει να επινοηθεί εκ νέου;

Οι αγώνες των καταπιεσμένων είναι πάντα αλληλένδετοι και πάντα παρόντες. Δεν υπάρχει μόνο ένας φεμινισμός ούτε μόνο ένας τρόπος πρωτοπορίας. Εφευρίσκουμε κάθε φορά τον κινηματογράφο από την αρχή. Όπως και τον κόσμο.

«Γενέθλια γη δεν είναι ο τόπος που γεννηθήκαμε. Γενέθλια γη μπορεί να είναι μόνο μια κηλίδα», αφηγείστε στον Τόπο. Σε τι συνίσταται αυτή η «κηλίδα»; Και ποιος είναι, τελικά, ο δικός σας γενέθλιος τόπος;

Δική μου γενέθλια γη είναι οι ταινίες μου. Όσο για την κηλίδα εκκίνησης είναι το σημείο αναστροφής του κόσμου σε τέχνη. «Δός μοι πᾷ στῶ καί τάν γᾶν κινάσω».

 

Ευχαριστώ θερμά την Αντουανέττα Αγγελίδη για τον χρόνο της και για την παραχώρηση των φωτογραφιών που συνοδεύουν το κείμενο και την Ρέα Βαλντέν για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Ακολουθεί το πλήρες πρόγραμμα του αφιερώματος στην Αντουανέττα Αγγελίδη στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας:

 

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου

16:30 // Αίθουσα Α, Ταινιοθήκη της Ελλάδος

Είσοδος ελεύθερη.

1. Masterclass Αντουανέττας Αγγελίδη

Το masterclass θα διεξαχθεί στα ελληνικά και θα υπάρχει διαδοχική διερμηνεία στα αγγλικά. 

2. Διάλογος για το έργο της Αντουανέττας Αγγελίδη

Η συζήτηση θα διεξαχθεί στα ελληνικά

Συνομιλούν οι:

Αθηνά Αθανασίου

Καθηγήτρια, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ρέα Βαλντέν

Επίκουρη καθηγήτρια, Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Φιλ Ιερόπουλος

Σκηνοθέτης, καλλιτέχνης και ερευνητής

Σάββας Μιχαήλ

Συγγραφέας

Έλενα Χαμαλίδη

Αναπληρώτρια καθηγήτρια, Τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο

 

Την εκδήλωση διευθύνει η Ρέα Βαλντέν

 

*Η εκδήλωση θα βιντεοσκοπηθεί.

Δήλωση συμμετοχής

 

Ο Νίκος Παντελίδης ως ο Ηθοποιός. Κλέφτης ή Η Πραγματικότητα (2001) της Αντουανέττας Αγγελίδη

 

***ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΤΑΙΝΙΩΝ | ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΤΑ ΑΓΓΕΛΙΔΗ

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου

19:00 // Αίθουσα Α, Ταινιοθήκη της Ελλάδος

ΤΟΠΟΣ (1985, 80’), της Αντουανέττας Αγγελίδη

Ελληνικά, με αγγλικούς υποτίτλους

Παρουσία της σκηνοθέτριας

 

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου

18:45 // Αίθουσα Β, Ταινιοθήκη της Ελλάδος

ΕΜΜΟΝΕΣ ΩΡΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ- ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΤΑΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗ (Η ΕΝΑ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ) (2022, 88’), της Ρέας Βαλντέν

Ελληνικά, με αγγλικούς υποτίτλους

Παρουσία της σκηνοθέτριας και της Αντουανέττας Αγγελίδη

 

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου

19:15 // Αίθουσα Β, Ταινιοθήκη της Ελλάδος

IDÉES FIXES/DIES IRAE (ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΘΕΜΑ) (1977, 60’), της Αντουανέττας Αγγελίδη

Γαλλικά και ελληνικά, με ελληνικούς και αγγλικούς υποτίτλους

Παρουσία της σκηνοθέτριας

121280 RITUAL (1980/2008, 16’), της Αντουανέττας Αγγελίδη και της Ρέας Βαλντέν

Αγγλικά, με ελληνικούς υποτίτλους

Παρουσία των σκηνοθετριών

ΩΡΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ (2006, 31’), της Αντουανέττας Αγγελίδη και της Ρέας Βαλντέν

Ελληνικά, με αγγλικούς υποτίτλους

Παρουσία των σκηνοθετριών

 

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου

19:15 // Αίθουσα Β, Ταινιοθήκη της Ελλάδος

ΟΙ ΩΡΕΣ - ΜΙΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΗ ΤΑΙΝΙΑ (1995, 80’), της Αντουανέττας Αγγελίδη

Ελληνικά, με αγγλικούς υποτίτλους

Παρουσία της σκηνοθέτριας

 

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου

21:00 // Αίθουσα Α, Ταινιοθήκη της Ελλάδος

ΚΛΕΦΤΗΣ Ή Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (2001, 80’), της Αντουανέττας Αγγελίδη

Ελληνικά, με αγγλικούς υποτίτλους

Παρουσία της σκηνοθέτριας.