Λερντ Χαντ (Φωτογραφία: Eva Sikelianos Hunt) |
Εμπνευσμένο
από το λιντσάρισμα δύο Αφροαμερικανών
το 1930 στην Ιντιάνα, το μυθιστόρημα του Λερντ Χαντ, Ο νυχτερινός δρόμος, εξερευνά το «φεγγαρόλουστο σκοτάδι»
που «διαποτίζει» τη συλλογική βορειοαμερικανική «ψυχή».
Μια εκτενής συνομιλία με τον συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία
του βιβλίου τον περσινό χειμώνα από
τις Εκδόσεις Πόλις.
Το
μυθιστόρημα Ο νυχτερινός δρόμος, πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά,
αποκαλύπτει, όπως και το προηγούμενό σου, το Neverhome,
ένα βαθύ ενδιαφέρον για τη βορειοαμερικανική
Ιστορία, και κυρίως για τις πιο σκοτεινές πτυχές της.
Τι
σε προσελκύει σ’ αυτό το πεδίο εμπειρίας, γνώσης και τραύματος;
Το μυθιστόρημα O νυχτερινός δρόμος είναι
μέρος μιας ανεπίσημης τετραλογίας που καταπιάνεται με ουσιαστικά ζητήματα και
στιγμές στην Ιστορία των Η.Π.Α.
Το Kind
One (2012) ασχολείται με τη σκλαβιά,
ενώ το Neverhome (2014) με τον
Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Το Ο νυχτερινός δρόμος (2017) με τα συμπτώματα του συστημικού ρατσισμού
της τραγικής περιόδου των νόμων του «Jim Crow».
Το In the House in the Dark of the Woods
(2018), τέλος, ρίχνει μια ματιά στην καταπίεση της αποικιακής περιόδου και τη σχετιζόμενη
υστερία απέναντι στις μάγισσες.
Αν και τα μέρη του σπανίως
συνδέθηκαν ανοιχτά από τους διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους που τα έβγαλαν στον
κόσμο, αυτό το «σκοτεινό αμερικανικό κουαρτέτο» ήταν η προσπάθειά μου να λάβω υπόψη
τις ακόμα παρούσες πρακτικές και στάσεις οι οποίες συνέβαλαν στην πολύ
καθυστερημένη γέννηση των κινημάτων #blacklivesmatter και
#metoo στις
Η.Π.Α. του 21ου αιώνα.
Η αίσθησή μου όταν εγκαινίασα
αυτό το δεκαετούς διάρκειας και τεσσάρων μυθιστορημάτων εγχείρημα ήταν η εξής:
Για να αντιμετωπίσεις την
Ιστορία των Η.Π.Α., έπρεπε να είσαι έτοιμος να κοιτάξεις κάποιο σοβαρό κακό κατάματα
και να καταγράψεις πόσο εσύ ο ίδιος και οι άνθρωποι γύρω σου -σχεδόν όλοι στην
πραγματικότητα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- ήταν συνένοχοι.
Βασισμένο
στα γεγονότα του λιντσαρίσματος δύο Αφροαμερικανών, των Thomas Shipp και Abram Smith, στις 7 Αυγούστου 1930 στην Ιντιάνα,
το μυθιστόρημά σου εξερευνά το «φεγγαρόλουστο
σκοτάδι» που «διαποτίζει» τη συλλογική βορειοαμερικανική «ψυχή».
Επιπλέον,
αναδεικνύει την «κοινοτοπία του κακού» του «μέσου» λευκού Βορειοαμερικανού της εποχής,
ο οποίος φαίνεται να νιώθει δικαιωμένος ως ανώτερος όταν γίνεται μάρτυρας ή δράστης
πράξεων ρατσιστικής βίας.
Είναι
αυτή η «κοινοτοπία» κάτι που σε απασχολεί πολύ;
Πέρασα πολύ καιρό μεγαλώνοντας
στο σπίτι της γιαγιάς μου στην αγροτική Ιντιάνα: πέντε χρόνια στο σπίτι της κι
έπειτα τέσσερα ακόμα στην πολιτεία για τις πανεπιστημιακές σπουδές μου.
Ούτε μια φορά, σ’ όλα εκείνα
τα χρόνια, δεν άκουσα κάτι για το διαβόητο λιντσάρισμα που έλαβε χώρα στο Μάριον
της Ιντιάνα, ούτε καν για τη διασύνδεσή του με το τραγούδι το οποίο η Billie Holiday έκανε
διάσημο, το Strange
Fruit.
Όταν για πρώτη φορά άκουσα
για το λιντσάρισμα, που συνέβη σε απόσταση μιας ώρας με το αυτοκίνητο από τη φάρμα
της γιαγιάς μου και έλαβε τεράστια δημοσιότητα, σοκαρίστηκα.
Στην αρχή σχεδόν είχα την
αίσθηση ότι η ίδια η γη είχε είχε «διπλώσει» το περιστατικό και το είχε θάψει κάτω
από τις πόλεις και τα χωράφια.
Αλλά καθώς συλλογιζόμουν και
διάβαζα, μου έκανε εντύπωση η κοινοτοπία στην οποία αναφέρθηκες, αυτή η πρωτόγνωρη
στιγμή της αρπαγής ανθρώπων που αντιμετωπίζεται σαν καρναβάλι ή ταινία προς παρακολούθηση,
αλλά όχι προς σκέψη.
Για πολλούς ανθρώπους της
εποχής, λοιπόν, όλο αυτό είχε απλώς ξεχαστεί, ένα φρικτό γεγονός ανάμεσα σε τόσα
πολλά.
Περιγράφω ένα συναίσθημα που
βίωσα σχετικά με το γιατί κανένας δε μιλούσε γι’ αυτό: όχι τα γεγονότα του ζητήματος.
Αλλά οι συνέπειες της σκέψης ήταν ενοχλητικές.
Αν δεν υπήρχε το τραγούδι
της Billie
Holiday
κι
εκείνη η απαίσια φωτογραφία λευκών που γιόρταζαν δείχνοντας προς τους δολοφονημένους
νεαρούς, ίσως και να μην ξέραμε καν για
εκείνη τη μέρα, πόσο μάλλον να αισθανόμασταν κάτι γι’ αυτή.
Στην τελική, έχουν συμβεί
τόσο πολλά παρόμοια περιστατικά απ’ άκρου εις άκρον των Η.Π.Α.
Δεν ξέρω πώς ως είδος μπορούμε
να νιώσουμε πιο «δυνατά» για μια τέτοια φρικωδία που έχει προκληθεί από
ανθρώπους. Ούτε και ξέρω πώς μπορούμε να θυμόμαστε πιο χρήσιμα κατόπιν.
Έχω, όμως, αισθανθεί να
παρακινούμαι σε βιβλία όπως το Kind
One και Ο νυχτερινός δρόμος να προσπαθήσω
να εξερευνήσω την πιθανότητα με κάποιον τρόπο να το κάνουμε.
Τρεις
γυναικείοι χαρακτήρες διαφορετικού φυλετικού, κοινωνικού και εκπαιδευτικού υποβάθρου
είναι οι αφηγήτριες του μυθιστορήματός σου. Γιατί εστιάζεις τόσο συχνά στη θηλυκή
αντίληψη της ανθρώπινης κατάστασης;
Εξ αρχής ήταν σαφές για μένα
ότι η οποιαδήποτε στάση οικειότητας με τους δύσκολους χαρακτήρες και τα συγκείμενα
με τα οποία καταπιανόμουν θα ήταν ανεπαρκής.
Απλά δε θα λειτουργούσε υπαρξιακά
αν διέτρεχα χάσκοντας μερικά από τα πιο δύσκολα ερωτήματα που αφορούν τις Η.Π.Α.
Και δεν υπάρχει καλύτερος
τρόπος για έναν συγγραφέα -με προσοχή, σεβασμό, ταπεινότητα- να ατενίσει τον
κόσμο από το να το κάνει μέσα από μυαλά και σώματα που δε μοιάζουν με τα δικά
του.
Στις Η.Π.Α., τουλάχιστον,
έχουμε τα τελευταία χρόνια εμφυσήσει στους εαυτούς μας ανελέητα τη σπουδαιότητα
τού να μην το κάνουμε αυτό, «σφυροκοπώντας» μας ένα δόγμα:
Ότι το να αφηγηθείς
ιστορίες υπό ένα πρίσμα που δεν είναι απολύτως ταυτόσημο με το δικό σου
ισοδυναμεί με την πρόκληση βλάβης.
Οι κανόνες γύρω από αυτό είναι
όλο και πιο δύσκολο να αναλυθούν και ποτέ δεν είναι ξεκάθαρο ποιος τους διαμορφώνει
και προβαίνει σε κρίσεις, είναι όμως ευρέως διαδεδομένοι και εσωτερικεύονται από
ολοένα και περισσότερους συγγραφείς.
Οι ίδιοι οι συγγραφείς, πάντως,
κάνουν εξαιρέσεις για τους εαυτούς τους, όπως είναι βολικό.
Ο Νυχτερινός δρόμος είχε γραφτεί πριν το βάρος των συγκεκριμένων περιορισμών
κυριαρχήσει πλήρως και ήμουν απλά αρκετά ξεροκέφαλος να μην τα παρατάω ακόμα κι
αφότου αυτό είχε συμβεί.
Το μυθιστόρημα, που
κυκλοφόρησε ακριβώς μετά το εκλογικό φιάσκο του Ντόναλντ Τραμπ, δέχτηκε σκληρή
κριτική βάσει αυτής της επιχειρηματολογίας, αλλά δε θα άλλαζα την προσέγγισή
μου ακόμα κι αν, όπως λένε, γύριζα τον χρόνο πίσω.
Είναι, νομίζω, σημαντικό να
προσθέσω πως ουδέποτε είπα στον εαυτό μου, με κάποιον μηχανικό τρόπο: «Θέλω να γράψω αυτό το βιβλίο από τη σκοπιά
μιας γυναίκας»...
Οι φωνές αυτοπροτάθηκαν και
το βιβλίο προέκυψε από τις φωνές. Η διαδικασία ήταν οργανική και η μέθοδος αναγκαία.
Χρησιμοποιείς ευφημισμούς («καλαμποκολούλουδα», «καλαμποκομούστακα», «καλαμποκόριζες») αναφερόμενος
σε Αφροαμερικανούς, λευκούς και ιθαγενείς Αμερικανούς, επιλογή που συμβαδίζει
με τον εκτοπισμό της βίας από το «κάδρο».
Θα
ήθελες να αναλύσεις το σκεπτικό αυτών των επιλογών;
Είμαι πλέον προσεκτικός όταν
απαντώ σ’ αυτή την ερώτηση, καθώς ορισμένοι κριτικοί δραττόμενοι από μια προγενέστερη
καλοπροαίρετη απόπειρα, ένιωσαν ότι «αφηγήθηκα
μια ιστορία που δεν ήταν δικιά μου» για κάποιου είδους πλάκα.
«Πασάλειψε» μερικούς ευφημισμούς
για να αποφύγεις τις βαθιά ριζωμένες δυσκολίες της εδραιωμένης ρατσιστικής γλώσσας
και κάνε λίγη πλάκα κ.λπ.
Η απλή κι όχι πολύ πρωτότυπη
σκέψη μου ήταν πως τα καθιερωμένα φυλετικά επίθετα και οι υποτιμητικές περιγραφές
ήταν ιδιαιτέρως βαρύνουσας σημασίας στο γραπτό κείμενο, για να μην πω μη
βιώσιμα όσον αφορά στη χρήση τους από μένα ως λευκού ανθρώπου στο πλαίσιο του
21ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν καθιερωμένα φυλετικά
επίθετα σε κάποιο από τα τέσσερα βιβλία που ανέφερα.
Θα μπορούσα έτσι να εμβαθύνω
περισσότερο στη διαχείριση της φρίκης εκείνης της νύχτας χωρίς τον περσπασμό ενός
μικρού αριθμού λέξεων συχνά χρησιμοποιούμενων τότε, αλλά σήμερα αδύνατο να προφερθούν.
Δημιούργησα ένα διαφορετικό
είδος περισπασμού χρησιμοποιώντας άλλες λέξεις προς αντικατάστασή τους; Πιθανόν.
Αλλά πρόκειται για διαφορετικού είδους περισπασμό, και μπορώ να ζήσω μ’ αυτόν.
Λιντσαρίσματα
όπως αυτά που συνέβαιναν στις Η.Π.Α. σε προηγούμενους αιώνες μπορεί να μη συμβαίνουν
πια, αλλά ο θεσμοθετημένος φυλετικός, θρησκευτικός και κοινωνικός στιγματισμός παραμένει
ανεξέλεγκτος. Γιατί;
Ιδού ένα από τα σπουδαία ερωτήματα
της εποχής μας. Μακάρι να είχα μια απάντηση. Δε θα προσβάλω εσένα ή τους αναγνώστες
σου ξεπετώντας κάποια γρήγορη, εύκολη και ασφαλώς λανθασμένη απάντηση.
«Το να κάνεις λάθος είναι ένα είδος αγάπης,
γιατί όταν κάνεις λάθη μαθαίνεις, και το να μαθαίνεις είναι ένα είδος αγάπης
και η αγάπη είναι πάντα καλή», συμπεραίνει η Κυρά των Αγγέλων.
Είναι
η αγάπη, όσο αφελές κι αν αυτό ακούγεται, ένα αντίδοτο στην προαναφερθείσα «κοινοτoπία του κακού»;
Ακόμα κι όταν ζούσα στην Ιντιάνα
τη δεκαετία του 1980, πολλές δεκαετίες μετά τα γεγονότα που αναπλάθω στον Νυχτερινό δρόμο, συχνά με εξέπληττε ο εύκολος,
καθημερινός ρατσισμός κι ο μισογυνισμός τους οποίους συναντούσα.
Αυτό συνέβαινε στο πλαίσιο
μιας έντονης θρησκευτικότητας, συνοδευόμενης από προσευχή πριν και μετά από κάθε
αθλητική εκδήλωση και σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που γνώριζα παρακολουθούσαν κάποιου
είδους θρησκευτική λειτουργία την Κυριακή.
Φτάνει πια με την ειρήνη και
την αγάπη και το να κάνεις στους άλλους όσα θα ήθελες να σου κάνουν!
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα
απολύτως ασυνήθιστο σε μια τέτοια υποκρισία και δεν εννοώ πως όλοι όσοι με περιέβαλλαν «έσταζαν» ρατσιστική
και μισογυνική σκέψη.
Κι αν ήταν να αποδώσω βασικές
ιδιότητες στους πολλούς καλούς ανθρώπους που είχα στη ζωή μου στην Ιντιάνα, θα
τοποθετούσα την ικανότητά τους για αγάπη πολύ ψηλά στη λίστα.
Σε
ένα πιο στέρεα πολιτικό επίπεδο, ποιος είναι ο αντίκτυπος κινημάτων όπως το «Black Lives Matter» στην κατεύθυνση μιας αλλαγής
παραδείγματος στις Η.Π.Α.;
Το κίνημα #blacklivesmatter έχει
κάνει τεράστιο καλό κι έχει παρακινήσει σπουδαία θετική δράση σε όλη τη χώρα.
Υπήρξαν αναποδιές καθ’ οδόν; Βέβαια.
Αλλά για το είδος της κλίμακας στο οποίο αναφερόμαστε
όταν συζητάμε για τα κινήματα #blm και
#metoo κάτι
τέτοιο είναι και αναπόφευκτο.
Γενικά έχουν υπάρξει πολύ
θετικά κι έχουν προσφέρει ελπίδα ενόψει δυσεπίλυτων ζητημάτων σε πολλούς ανθρώπους,
εμού συμπεριλαμβανομένου!
Είσαι
παντρεμένος με την ποιήτρια Ελένη Σικελιανού. Παραθέτεις επίσης Michael Palmer, τον αγαπημένο μου σύγχρονο
Βορειοαμερικανό ποιητή, στην αρχή του μυθιστορήματός σου.
Είναι
το βίωμα της ποίησης -μαζί με την Ιστορία και τους μύθους- ένας βαθύτερος τρόπος
κατανόησης του εαυτού και επίτευξης προόδου, είτε σε ατομικό είτε σε ευρύτερα κοινωνικό
επίπεδο;
Χαίρομαι τόσο πολύ που μοιραζόμαστε
ένα ενδιαφέρον για τον Michael
Palmer!
Διαβάζω τη δουλειά του από τη δεκαετία του 1990 όταν ξεκίνησα ως συγγραφέας.
Είναι έξοχος ποιητής, αν και δε νομίζω ότι διαβάζεται στις μέρες μας όσο του αξίζει.
Πράγματι, οι ποιητές γενικά
δε διαβάζονται σχεδόν όσο πρέπει γιατί -δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο-
στη σπουδαία ποίηση, όπως και στη σπουδαία μουσική, θα έλεγα, μπορούμε να γνωρίσουμε
τους εαυτούς μας πληρέστερα.
Ευχαριστώ
θερμά την Άλκηστη
Τριμπέρη (Εκδόσεις Πόλις) για την
πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.
Ευχαριστώ
επίσης
τον συγγραφέα για την ευγενική παραχώρηση της φωτογραφίας του που συνοδεύει το κείμενο.
Το μυθιστόρημα του Λερντ Χαντ
Ο νυχτερινός δρόμος
κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Χρήστου
Οικονόμου.