Δημιουργικά
ανήσυχος φωτογράφος και δάσκαλος
φωτογραφίας, και παράλληλα καθηγητής φυσικής αγωγής, ο Κοζανίτης Αλέξανδρος Βρεττάκος τρέφει βαθιά αγάπη για τα Βαλκάνια
και τους ανθρώπους τους.
Κουβεντιάζουμε
μαζί του με αφορμή τη συμμετοχή του
στον φετινό διαγωνισμό φωτογραφίας πορτρέτου του φημισμένου περιοδικού LensCulture.
Μπήκες
στον κόσμο της φωτογραφίας από μικρός ή αυτό συνέπεσε με τη σπουδή σου στον
τομέα της φυσικής αγωγής στο Νόβι Σαντ;
Στράφηκα στη φωτογραφία
ξαφνικά, γιατί είναι η πιο καλλιτεχνική πόλη της Σερβίας, με πολλούς μουσικούς,
ζωγράφους, γλύπτες. Είναι πανέμορφη, και βολεύει να μετακινείσαι με τα πόδια.
Τη δεκαετία του ’80 που
ήταν πανάκριβα τα φωτογραφικά υλικά στην Ελλάδα, εκεί ήταν πάμφθηνα. Με κόστιζε
το φιλμ μία δραχμή, να φανταστείς! Έπαιρναν πολύ φτηνά φωτογραφικά από τη
Ρωσία.
Ανέκαθεν
σε γοήτευε ο σκοτεινός θάλαμος.
Ο φωτογραφικός θάλαμος
μου δημιουργούσε την αίσθηση ότι τα ‘κανα όλα μόνος μου, με τα χέρια μου. Τότε
στην Ελλάδα δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα.
Επειδή δεν υπήρχε το
διαδίκτυο, πολλά έμεναν μυστικά και στους φωτογράφους. Δεν μπορούσες να τα
μάθεις από κανέναν παρά μόνος σου. Το μεγάλο μυστικό ήταν βέβαια η ίδια η
δουλειά.
Άρα πρώτη αφετηρία ήταν η
αγάπη μου για το μυστήριο του σκοτεινού θαλάμου. Ακόμα και σήμερα, τυπώνω κάποια
φιλμ για να αισθανθώ πως κάτι μυστικιστικό γεννιέται.
Για
να μην ξεχνιέσαι.
Ακόμα και στις μέρες μας,
όταν κάποια παιδιά που ασχολούνται με την ψηφιακή γνωρίζουν την αναλογική,
παρατάνε την ψηφιακή.
Έζησες
και σπούδασες στο Νόβι Σαντ σε μια περίοδο που υπήρχε ακόμα η Γιουγκοσλαβία.
Ποιο ήταν το περισσότερο γοητευτικό στοιχείο της εμπειρίας σου ως φοιτητή;
Γι’ αυτούς που ζούσαν
εκεί, όταν τους έλεγα «Τι ωραία περνάτε»,
δεν το αναγνώριζαν.
Εγώ, όμως, έβλεπα ότι
υπήρχε ομορφιά. Μπορεί να υπήρχε ένα πέπλο μελαγχολίας στα μεγάλα κτίρια και
τους ομιχλώδες χειμώνες, αλλά ένιωθες σαν να να βρισκόσουν μονίμως σε μια
ταινία του Ταρκόφσκι.
Δεν είχε σημασία πώς
είναι το σπίτι σου. Από τη στιγμή που έβγαινες και κυκλοφορούσες έξω, όλα ήταν
εκεί. Εδώ δε μας ενδιαφέρει τόσο αυτό.
Πώς
ήταν οι άνθρωποι στην αλληλεπίδραση; Η μελαγχολία που χαρακτήριζε το αστικό
τοπίο χαρακτήριζε σε έναν βαθμό κι αυτούς;
Όχι ιδιαίτερα, ήταν πιο
πολύ προσωπικό θέμα. Υπήρχε βέβαια μια μελαγχολία που πήγαζε από πολιτικούς
παράγοντες και τις αλλαγές που συντελούνταν.
Επειδή ήμουν Έλληνας, όμως,
με είχαν αγκαλιάσει πολύ οι Σέρβοι. Υπάρχει μια αίσθηση των Βαλκανίων που είναι
κοινή σε όλες τις χώρες.
Προσωπική
μου αγάπη είναι η Βοσνία και το Σαράγεβο, αλλά μπορώ να αντιληφθώ την εγγύτητα
και την οικειότητα. Γενικά αισθάνομαι πολύ μεγάλη άνεση στα Βαλκάνια.
Ακριβώς. Μόλις βλέπουν
ελληνικό διαβατήριο στα Βαλκάνια, ανοίγουν όλες οι πόρτες και κυκλοφορείς
παντού. Κι αυτό βοηθάει πολύ τη δουλειά μου, γιατί φωτογραφίζω.
Ήταν,
λοιπόν, κι ένα σχολείο η εκεί παραμονή σου, σε φωτογραφικό και κοινωνικό
επίπεδο;
Περισσότερο υπήρξε
σχολείο η ατμόσφαιρα της χώρας. Η αυστρο-ουγγρική αρχιτεκτονική, τα πιάνα και τα
βιολιά που άκουγα από τα ανοιχτά παράθυρα, οι γραμμές του χώρου -και τα δέντρα
ακόμα- έπαιζαν όλα το ρόλο τους.
Η
επιλογή της ενότητας με την οποία πρόσφατα διαγωνίστηκες στο LensCulture, Αξιοπρέπεια,
έγινε με κριτήριο την αγάπη που τρέφεις για τα Βαλκάνια και τους ανθρώπους
τους;
Ήθελα να λάβω μέρος σ’
αυτό τον διαγωνισμό και η σχέση μου με τους ανθρώπους είναι πολύ καλή.
Δημιουργείται μια πολύ παράξενη κατάσταση όταν φωτογραφίζεις ανθρώπους,
ιδιαίτερα άγνωστους.
Με κάποιους συνδέεσαι
αμέσως και σου ανοίγονται. Από αυτή τη δουλειά, που την είχα κάνει στα
Βαλκάνια, επέλεξα τα καλύτερα πορτρέτα. Είδα ότι, ενώ ήταν άνθρωποι της
υπαίθρου, έβγαζαν έναν απίστευτα αξιοπρεπή χαρακτήρα στην εικόνα τους.
Έχει μια δύναμη -και όχι
μόνο φωτογραφική- η εικόνα τους, που εμείς οι αστοί, οι κάτοικοι των μεγάλων
πόλεων, έχουμε χάσει.
Έχουν
και μια καθαρότητα βλέμματος.
Όταν φοβάσαι τη
φωτογραφική μηχανή, δεν μπορεί να βγει εύκολα μια καλή φωτογραφία. Συνήθως, οι
άνθρωποι της υπαίθρου, επειδή δεν έχουν να κρύψουν κάτι, κοιτάνε τον φακό σαν
να κοιτάνε έναν άνθρωπο.
Αυτό αλλάζει τα δεδομένα
και στο βλέμμα και στη συμπεριφορά τους. Δεν υποδύονται, είναι ειλικρινείς
απέναντι στον φακό, γι’ αυτό και «βγάζουν» αυτό που είναι.
Εσύ
θα αυτοπροσδιοριζόσουν ως φωτογράφος πορτρέτων ή δρόμου;
Όχι. Αν παρακολουθήσει
κάποιος τη δουλειά μου, μπορεί να μπερδευτεί, θα αναρωτηθεί τι κάνω.
Δίπλα σε ένα πιο
εικαστικό, πρωτοποριακό άλμπουμ, τις Μυθοβραχίες,
μπορεί να είναι το πανηγύρι του Άη Συμιού, κάτι εντελώς διαφορετικό, ή
εννοιολογική φωτογραφία όσον αφορά στην αμαρτία,
με την έννοια του σφάλματος.
Συνεπώς
το έργο και η προσέγγισή σου είναι πολυδιάστατα.
Ακριβώς. Παλαιότερα
ανησυχούσα, κι έλεγα ότι όλοι οι φωτογράφοι έχουν ένα στιλ. Μήπως πρέπει να
δουλέψω περισσότερο, γiα να βρω αυτό που με αντιπροσωπεύει; Στην πορεία
ανακάλυψα πως τέτοιος άνθρωπος είμαι, μ’ αρέσουν όλα.
Το ότι ασχολούμαι με όλα
τα πράγματα φωτογραφικά σημαίνει πως σε όλα βρίσκω μια ομορφιά στη ζωή. Ο
φωτογράφος φαίνεται μέσα από τη δουλειά του.
Παράλληλα,
«η τελευταία ελπίδα μας είναι η
προσπάθεια για δημιουργία», γράφεις στο συνοδευτικό κείμενο του πρότζεκτ Τελευταία
Ελπίδα..
Αυτό το άλμπουμ έχει πολύ
ενδιαφέρον. Στη ζωή ένα 10% θα είναι χαρούμενες στιγμές, ένα 20% δυσκολίες και
το υπόλοιπο 70% βαρεμάρα.
Άρα, το να ζεις αυτή τη
βαρεμάρα περιμένοντας να πεθάνεις γέρος, μίζερος και ανήμπορος είναι μια
τραγική κατάσταση. Επειδή, όμως, δεν μπορώ να δεχτώ την τραγικότητα της ζωής,
καταφεύγω στη δημιουργία.
Για να καταλάβουμε την αξία
της ζωής, πρέπει να την αντιληφθούμε μέσα από τη φθορά και τον θάνατο.
Οπότε
ένας τρόπος να εντείνεις, να επεκτείνεις ή να εμβαθύνεις στην απόλαυση της ζωής
είναι η δημιουργία, με όποιον τρόπο επιλέγει ο καθένας.
Μπορεί να είσαι τσαγκάρης
και να φτιάχνεις παπούτσια. Η χαρά της δημιουργίας είναι που σε κρατάει και
δίνει νόημα στη ζωή σου.
Στην
τρέχουσα δυστοπική συγκυρία, πώς μετασχηματίζεται και η ίδια η έννοια της
φωτογράφισης τόσο σε σχέση με το αστικό/ημιαστικό/αγροτικό τοπίο, όσο και με
τους ανθρώπους και τις δραστηριότητές τους- ή την ερημιά;
Η δημιουργία των
καλλιτεχνών γενικότερα «σκοτώνεται» μέσα από την ελευθερία και την ευημερία. Οι
περισσότεροι καλλιτέχνες δημιουργούν στις δύσκολες στιγμές. «Στερεύουν» όταν
όλα πάνε καλά.
Το τοπίο γύρω μας έχει
αλλάξει σημαντικά χωρίς τους ανθρώπους. Οι όγκοι και οι γραμμές αναδεικνύονται
με διαφορετικό τρόπο στην πόλη. Τώρα φωτογραφίζεις τον υπαινιγμό της παρουσίας
των ανθρώπων. Αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον.
Μιας
και διδάσκεις φωτογραφία, ποιες πτυχές της διδάσκονται;
Πολύ καλή ερώτηση, δε μου
την έχουν ξανακάνει.
Αυτό που προσπαθώ να
μεταδώσω στους μαθητές είναι το πώς να δουλεύουν πολύ, να τους καλλιεργήσω, γιατί
το ταλέντο δε διδάσκεται. Δεν ξέρω κι αν υπάρχει, ούτε ασχολούμαι καθόλου μ’
αυτό.
Πρέπει, όμως, να αρέσει
στον άλλο, για να αντέξει να φωτογραφίζει αρκετά. Όταν, λοιπόν, πρέπει να
πάρουν την απόφαση ν’ ασχοληθούν περισσότερο, αυτό τους περισσότερους τους
τρομάζει, γιατί η φωτογραφία απαιτεί πια πολλά από αυτούς.
Όλα τα πράγματα, ωστόσο,
με τα οποία ασχολούμαστε με πάθος, απαιτούν μετά από εμάς περισσότερα, έτσι δεν
είναι; Αυτό, επομένως, που έχει αξία είναι να βρούμε στη ζωή πράγματα που μας
δημιουργούν πάθος. Τότε ζούμε πραγματικά!
Η επιλογή των φωτογραφιών που
συνοδεύουν την ανάρτηση έγινε σε συνεργασία
με τον φωτογράφο, τον οποίο και ευχαριστώ.
Περισσότερες πληροφορίες για τον Αλέξανδρο Βρεττάκο και τη δουλειά του μπορείτε να βρείτε στο
προσωπικό του site.