Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Στάθης Σταμουλακάτος: «Αυτά που ζούμε στην Ελλάδα είναι βιτριολικά»


Ηθοποιός που προτιμά να παίζει παρά να μιλά, ο Στάθης Σταμουλακάτος υποδύεται υποδειγματικά στην καινούρια ταινία του Γιάννη Οικονομίδη Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς ένα κάθαρμα με τρυφερή ψυχή.


Ενόψει της εξόδου του βιτριολικού νουάρ στις 5 Μαρτίου, συναντιόμαστε με τον Στάθη Σταμουλακάτο για μια περιεκτική κουβεντούλα.


Μου άρεσε αυτό που είπες κατά την παρουσίαση του σάουντρακ της καινούριας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη στις 24 Φεβρουαρίου, πως προτιμάς να παίζεις παρά να μιλάς. Αυτό σε εκφράζει ως στάση ζωής και υποκριτικής; 


Το έχει πει σε μια παραλλαγή και ο Κολοκοτρώνης: «Προτιμώ να με ακούνε παρά να με βλέπουνε».


Το εφαρμόζεις;


Δε θέλω να εμφανίζομαι πουθενά. Οι ραδιοφωνικές συνεντεύξεις όπου δε σε βλεπουν είναι οι καλύτερες, μπορείς να πεις ό,τι θέλεις. Όταν ο άλλος σε βλέπει, απομυθοποιείσαι.


Η ερμηνεία σου στο ρόλο του «Γλάρου» στην Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς είναι από τις πρωταγωνιστικές από ένα χρονικό σημείο και μετά, παρόλο που δεν της φαίνεται εξ αρχής.


Όχι, δεν της φαίνεται. Ο «Γλάρος» έχει κι άλλη ιστορία μέσα στο φιλμ, αλλά με το μοντάζ κάποια έπρεπε να κοπούν. Διαφορετικά θα είχες μια καλύτερη εικόνα του. 


Γιατί «Γλάρος»;


Όπως το πουλί, παρατηρεί από ψηλά αμίλητος όλη την πόλη.


Και τους ανθρώπους. Και συγκεκριμένα την Όλγα. Είναι ο κρυφός του έρωτας, κατά κάποιο τρόπο;


Είναι ο έρωτάς του. Ακόμα κι όταν το παίζει κορόνα-γράμματα, θα της τη χάριζε πάλι. Δεν πιστεύω πως θα την σκότωνε. 



Παίζει πολύ με τα βλέμματα και τις σιωπές. Δεν ξέρω αν είναι και δικό σου χαρακτηριστικό αυτό. 


Με τον Γιάννη έχουμε ξεκινήσει το “less is more”. Ήθελε έναν άνθρωπο που να μην κινείται πολύ, χωρίς εξάρσεις, λίγο ύπουλο, με το βλέμμα του κροκόδειλου, που κοιτάει, αλλά δεν ξέρεις τι σκέφτεται.


Πόσα χρόνια μετράει η γνωριμία σου μαζί του;


Από το 2005, όταν ήρθε και με είδε στο Penalty. Έκτοτε είμαι σαν αδερφός του. Είτε παίζω σε ταινία τυ είτε όχι, δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Εμείς θα τα πούμε κάθε Σάββατο μεσημέρι στο γνωστό μέρος όπου μαζεύεται όλη η παρέα.


Πώς είναι η συνεργασία με ανθρώπους με τους οποίους έχεις πλέον αναπτύξει και άλλου είδους οικειότητα με την πάροδο των χρόνων;


Καμιά φορά είναι και λίγο παγίδα. Όταν, βέβαια, ο Γιάννης ετοιμάζει ταινία, είναι «Kέρβερος». Δεν έχει φιλίες εκεί. Θα «φας» μπινελίκι, αν δεν κάνεις κάτι σωστά. Όπως με μπινελίκωσε και σ’ αυτό το φιλμ, όταν κάποιες φορές ήμουν ασυγκέντρωτος.


Ακολουθείς αυστηρά τις σκηνοθετικές οδηγίες ή βάζεις και στοιχεία από τα βιώματα και τις φαντασιώσεις σου στους χαρακτήρες που υποδύεσαι;


Δεν έχει ενδιαφέρον να παίζεις τη ζωή σου. Εγώ είμαι αρνί στη ζωή μου. Έχω τις εξάρσεις μου όπως κάθε άνθρωπος, αλλά δεν έχω καμία σχέση με τα καθάρματα που έχω υποδυθεί.


Στην περίπτωση των ταινιών του Γιάννη, υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, περιθώριο για αυτοσχεδιαστικού τύπου εξάρσεις;


Παρ’ όλα αυτά υπάρχει, και το θέλει κι ο Γιάννης, και κατά τη διάρκεια των προβών, αλλά ακόμα και τη μέρα της λήψης όταν δούμε ότι μπορεί να «βαλτώσει» κάτι.


Κι αυτό ενσωματώνεται, κατά περίπτωση;


Ναι, αν του αρέσει. Γιατί είναι διαφορετικό τη στιγμή που το κάνεις και όταν φτάνει στο μοντάζ. 


Σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας αποκτούν ίσο κινηματογραφικό χρόνο. Μου φάνηκε πολύ δημοκρατική διαδικασία. Ισχύει αυτό;


Όπως το είπες. Είχα κάποιες σκηνές που δεν αναπτύχθηκαν, γιατί ο Γιάννης έκρινε ότι δεν έπρεπε να πλατειάσει ο χαρακτήρας, αλλά γενικά είναι μια πολύ δημοκρατική ταινία.


Είναι λίγο παλιοχαρακτήρας, αλλά με τρυφερή ψυχή, που και προδίδει και προδίδεται.


Διαβάζει τα άρλεκίν του...



Την απολαμβάνεις τη συνεργασία με τον Γιάννη;


Την απολαμβάνω από τις πρόβες. Από εκεί ξεκινάει το φιλμ. Έχει την πολυτέλεια να κάνει πέντε-έξι μήνες πρόβες κι άλλους δυο μήνες τα γυρίσματα, οπότε μιλάμε για ένα έπος. Είναι κάτι από τη ζωή σου.


Υπήρχαν μέρες που κάναμε μόνο χαβαλέ και το κωλοβαρούσαμε, τρώγαμε πίτσες, καταλήγαμε να τρώμε σουβλάκια, αλλά υπήρχαν και μέρες εντάσεων και φοβερά δημιουργικές.


Είναι μια νουάρ ταινία, πάντως. 


Έχει και στοιχεία νουάρ, και το βιτριολικό χιούμορ του Γιάννη, ο οποίος μαλακώνει, νομίζω, με τα χρόνια. Διευρύνει σιγά σιγά τις ταινίες του, γίνεται πιο ολοκληρωμένος.


Βάζει κι άλλες πινελιές. Εκτός από τα χρώματα που του αρέσουν -το μαύρο, το γκρι- προσθέτει και λίγο λαδί. Η εισαγωγή της μουσικής είναι επίσης μια πινελιά πολύ μεγάλη που την έβαλε γιατί ίσως κατάλαβε τους καιρούς.


Θεωρείς ότι ταιριάζει το νουάρ μ’ αυτό το βιτριολικό χιούμορ στην ελληνική κοινωνία του σήμερα;


Αυτά που ζούμε στην Ελλάδα είναι βιτριολικά, ζούμε λίγο σουρεαλιστικά εδώ και πολλά χρόνια. Τον έχουμε ξεπεράσει τον ντανταϊσμό. 


Ο Γιάννης δεν απομακρύνεται ποτέ από αυτή την ελληνική κοινωνία, απλά τώρα την πάει στην επαρχία, δείχνει τα σκατά της επαρχίας. Πρόκειται για μια ανθρωποκεντρική ταινία που ασχολείται με τα πιο χαμηλά στρώματα.


Το θέατρο πόσο μεγάλο κομμάτι της δικιάς σου ζωής είναι;


Το μεγαλύτερο.


Αλλάζει κάτι στη ματιά ή στην προσέγγισή σου όταν συμμετέχεις σε μια παράσταση ή σε μια ταινία, όπως αυτές του Γιάννη;


Στο θέατρο είσαι σε ένα πολύ μικρό πλαίσιο, έχεις πολύ λίγους ανθρώπους, είναι λίγο πιο «ζεστά», πιο εγκεφαλικά. 


Στον κινηματογράφο ξεφεύγουν τα πράγματα. Δεν είσαι το κέντρο του κόσμου, έχεις πολλούς άλλους γύρω σου που γυρίζουν, συντελεστές που δεν ξέρεις καν. Δουλεύουν όλοι ερήμην σου. Στο θέατρο γνωρίζεσαι με όλους, και με τον κόσμο. 



Ο κόσμος σε αναγνωρίζει, έχεις feedback;


Ακόμα και από τη μικρή σκηνή που είχα στο Μικρό ψάρι όπου τραμπούκιζα, κάποιοι στο δρόμο με αναγνώρισαν. Σε διαδικτυακά σχόλια που συνόδευαν το ανέβασμά της στο YouTube οι πιο πολλοί ήθελαν να με σκοτώσουν, ωστόσο. Τόσο καλά!


Οι πιο πολλοί, πάντως, με αναγνωρίζουν απ’ το θέατρο. 


Τι είδος κείμενα σε εξιτάρουν ή σου ταιριάζουν πιο πολύ στο θέατρο;


Το νεοελληνικό θέατρο είναι στη γλώσσα μου και μου αρέσει. Μ’ αρέσει να πάψουμε να μιλάμε στην Ελλάδα με το «Τζόνι», το «Πίτερ» και το «Άνταμ». Επειδή το θέατρο είναι πολύ πνευματικό «σπορ», δε σημαίνει ότι όλοι το καταλαβαίνουν. 


Ή τι καταλαβαίνει ο καθένας.


Ακριβώς. Και δε μιλάμε για Τσέχοφ ή Ίψεν όπου πολύ λίγοι καταλαβαίνουν, οι πιο πολλοί απλά κάνουν πως καταλαβαίνουν. Το νεοελληνικό θέατρο μπορεί να το «πιάσει» ο οποιοσδήποτε, βλέπει την πραγματικότητα.


Ο ρόλος που παίζω στον Άγριο Σπόρο, για παράδειγμα, είναι ενός καντινιέρη, μια πολύ οικεία φιγούρα, ταυτίζονται μ’ αυτή. 


Πότε ολοκληρώνονται οι παραστάσεις;


Θα τις πάμε μέχρι την Κυριακή των Βαΐων. 


Και μετά; Υπάρχουν σχέδια;


Θα γυρίσω μια ταινία στην Κύπρο, όπου παραγωγός θα είναι ο Γιάννης. Του χρόνου το Σεπτέμβριο θα παίξω στο Γλυκό πουλί της νιότης του Τένεσι Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, και θα κάνω άλλη μια ταινία, της Ασημίνας Προέδρου.


Οι ρόλοι σου θα κινούνται σε παρεμφερή πλαίσια; 


Στην κυπριακή θα υποδυθώ έναν αστυνομικό, στης Προέδρου έναν τύπο που διακινεί λαθρομετανάστες προς την Ευρώπη.


Φουλ πρόγραμμα! Εύχομαι το καλύτερο.


Μακάρι!


Photo credit (Στάθης Σταμουλακάτος): Γιάννης Κοντός.


Ευχαριστώ θερμά την Ευάννα Βενάρδου, υπεύθυνη επικοινωνίας του φιλμ, για τη συνδρομή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.


Η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς προβάλλεται από τις 5 Μαρτίου αποκλειστικά στον κινηματογράφο Άστυ (πλατεία Κοραή 4, Αθήνα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου