Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Βιτάλι Μάνσκι: «Έφυγα από τη Ρωσία πρωτίστως για να σώσω την ψυχή μου»


Ρώσος πολίτης, με εβραϊκές και ουκρανικές καταβολές, και αυτοεξόριστος στη Λετονία, ο Βιτάλι Μάνσκι είναι από τους σημαντικότερους σύγχρονους ντοκιμαντερίστες με πάνω από 30 φιλμ στο ενεργητικό του. Στο Κάτω από τον ήλιο (2015) αποδομεί το βορειοκορεατικό καθεστώς με μια υποδειγματική χρήση του μοντάζ, ενώ στην πιο πρόσφατη δουλειά του Στενοί δεσμοί (2016) αναδεικνύει τη ποικιλομορφία και τη συνθετότητα της ουκρανικής κοινωνίας και τον αντίκτυπο του πολέμου στους απλούς ανθρώπους μέσα από το πορτρέτο της σπαρασσόμενης από έριδες ευρύτερης οικογένειάς του. Ο Βιτάλι Μάνσκι, ένας άνθρωπος με βλέμμα στοχαστικό που αποπνέει έντονη μελαγχολία, βρέθηκε για λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη, με αφορμή το αφιέρωμα στο έργο του που φιλοξενεί το 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Τον συναντήσαμε.

Η έναρξη της ενασχόλησής σας με τη δημιουργία ντοκιμαντέρ συνέπεσε με την περίοδο της κατάρρευσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Πώς επηρέασε το γεγονός αυτό την επιλογή σας να πορευτείτε στο συγκεκριμένο «μονοπάτι» δημιουργίας, καθώς και την ίδια την επιλογή των θεμάτων;

Ειλικρινά μιλώντας, ποτέ δεν είχα σχεδιάσει να κάνω ντοκιμαντέρ στη ζωή μου. Γεννήθηκα στη Σοβιετική Ένωση και νόμιζα ότι η Σοβιετική Αυτοκρατορία είναι αιώνια. Σ’ αυτό το παλιό σύστημα δεν έβλεπα κάποιο χώρο για το είδος του ντοκιμαντέρ που θα με ενδιέφερε. Πήγα, λοιπόν, να σπουδάσω σκηνοθεσία ταινιών μυθοπλασίας. Νόμιζα πως θα γύριζα μιούζικαλ. Σαν το La La Land (γέλια). Στο πανεπιστήμιο με μετέφεραν στο τμήμα του ντοκιμαντέρ, λόγω κακής συμπεριφοράς. Αλλά αυτή η περίοδος συνέπεσε με την περεστρόικα. Ακόμα και πριν, όμως, είχα κάνει μια ταινία μαζί με τους συναδέλφους μου σχετικά με το φαινόμενο της αυτοκτονίας στη Σοβιετική Ένωση. Η προβολή αυτού του φιλμ απαγορεύτηκε, ακόμα και ενώπιον των σπουδαστών της ομάδας μας, 14 άτομα συνολικά.

Η περεστρόικα, ωστόσο, ξεκινούσε, κι η κατάσταση είχε αλλάξει. Έτσι, η ταινία προβλήθηκε σε μεγάλες αίθουσες, όπου την παρακολούθησαν χιλιάδες άτομα, τα οποία είχαν ανάγκη να βλέπουν ταινίες που μιλάνε για τη ζωή τους. Την πραγματική ζωή, τα πραγματικά προβλήματα (στα αγγλικά). Στη συνέχεια, με χαρά άρχισα να γυρίζω ντοκιμαντέρ, και εξακολουθώ να το κάνω.

Πόσο έχει αλλάξει η Ρωσία- αν έχει αλλάξει- σε σύγκριση με την πρώην Σοβιετική Ένωση από άποψη νοοτροπίας;

Νομίζω ότι δεν είναι σωστό να συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση με εκείνη που επικρατούσε επί Σοβιετικής Ένωσης, γιατί διανύσαμε ένα μονοπάτι που δεν ήταν ίσιο. Βιώσαμε, λοιπόν, την απελευθέρωση. «Κολυμπούσαμε» στην ελευθερία (στα αγγλικά). Είχαμε περίπου 10 χρόνια ελεύθερης ζωής και τότε ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή (στα αγγλικά). Κάθε μέρα κλείναμε μία με δύο πόρτες προς την ελευθερία: την ελευθερία του Τύπου, της Τηλεόρασης, της έκφρασης (στα αγγλικά). Επιστρέφουμε στο ολοκληρωτικό σύστημα και υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη σιωπή. Αυτή η περίοδος ελευθερίας σχετιζόταν με τη δεκαετία του ’90.



Μετά την πρεμιέρα του τελευταίου σας ντοκιμαντέρ Στενοί δεσμοί στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης δηλώσατε πως νιώθατε ασφυξία στη Ρωσία σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική ελευθερία. Υποθέτω ότι αυτή η ελευθερία δεν είναι διαπραγματεύσιμη για σας, θέλετε να κάνετε ταινίες με τον τρόπο που τις έχετε οραματιστεί, χωρίς να δέχεστε παρεμβάσεις οποιουδήποτε τύπου.

Όχι ακριβώς. Δεν έχει να κάνει με τη δημιουργία ταινιών, αλλά με το πώς αυτές γεννιούνται. Και γεννιούνται μέσα σε μια ψυχή, την προσωπική μου ψυχή. Αν, λοιπόν, αισθάνομαι ότι η ψυχή μου «ξεραίνεται», δεν μπορώ να κάνω φιλμ. Από τεχνικής άποψης θα μπορούσα, αλλά απλώς δε θα μπορούσα να αντέξω αυτή την ατμόσφαιρα. Κι έτσι έφυγα, γιατί δεν ήθελα να υπνωτιστώ, όπως συμβαίνει με τους συναδέλφους μου και τους κατοίκους της Ρωσίας. Έφυγα από τη Ρωσία πρωτίστως για να σώσω την ψυχή μου.

Την ίδια απογοήτευση και αίσθηση ασφυξίας μου έχουν μεταφέρει και άλλοι συνάδελφοί σας, οι οποίοι εξακολοθούν να ζουν στη Ρωσία- πόσο δύσκολο είναι να ολοκληρώσουν την παραγωγή των ταινιών τους και να τις προβάλλουν στις αίθουσες.

Είμαι, επίσης, διευθυντής ενός φεστιβάλ ντοκιμαντέρ και κάθε χρόνο περνάω περίπου 2 μήνες στη Ρωσία στο πλαίσιο της οργάνωσης αυτού του φεστιβάλ. Κάθε φορά προβάλλουμε περί τις 150 ταινίες. Πέρσι ήταν η 10η χρονιά. Μπορείς να φανταστείς πως, σε όλη την ιστορία του φεστιβάλ, κανένα από αυτά τα φιλμ δεν προβλήθηκε στη Ρωσία τηλεοπτικά; Τα ίδια αυτά τα φιλμ προβάλλονται σε τηλεοπτικά κανάλια άλλων χωρών ανά τον κόσμο, ενώ βρίσκουν ακόμα και κινηματογραφική διανομή. Πρόκειται για ταινίες ποιότητας, τις οποίες το κοινό ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει. Αλλά όχι στη Ρωσία (στα αγγλικά).

Και ιδίως ταινίες που αμφισβητούν την εξουσία και κάθε λογής στερεότυπα, υποθέτω.

Ακόμα και ταινίες που απλώς δείχνουν την πραγματική ζωή, χωρίς να αναφέρονται στην πολιτική.



Εσείς, ωστόσο, είστε ένας από τους κινηματογραφιστές που αμφισβητούν την εξουσία, όπως κάνατε στο Κάτω από τον ήλιο, όπου η διαδικασία του μοντάζ είναι υποδειγματική. Πόσο σημαντικό είναι για σας το μοντάζ;

Θα συνέκρινα το γύρισμα με την εγκυμοσύνη και το μοντάζ με το νεογέννητο ή ακόμα και την ανατροφή του παιδιού αυτού μέσα στα χρόνια. Θεωρώ ότι το μοντάζ είναι πιο σημαντικό, γατί, αν χρησιμοποιήσουμε τον ίδιο παραλληλισμό, ένας άνθρωπος διαμορφώνεται μέσω της εμπειρίας και της ανατροφής. Το ίδιο ισχύει και για μια ταινία.

Και είναι η ίδια η διαδικασία του μοντάζ, η οποία κατά κάποιο τρόπο αποδόμησε τον προπαγανδιστικό μηχανισμό του βορειοκορεατικού καθεστώτος σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ, που την καθιστά ακόμα πιο δημιουργική.

Στην πραγματικότητα, το φιλμ είναι το μοντάζ. Συνήθως έχω 100-200 ώρες υλικού και μπορώ να αφηγηθώ 10-20 διαφορετικές ιστορίες. Εξαρτάται από μένα το πώς θα τις διηγηθώ, ποια είναι η αντίληψή μου γι’ αυτές.



Στην αρχή των Στενών δεσμών λέτε «ποτέ δεν πίστευα ότι θα έκανα αυτή την ταινία». Γιατί και πώς καταφέρατε, τελικά, να την ολοκληρώσετε;

Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα έκανα γυρίσματα με τους οικείους μου, τους συγγενείς μου, όταν έφτασε ο πόλεμος στα σπίτια τους και θα ήμουν ευτυχισμένος, αν δεν είχα ποτέ γυρίσει αυτή την ταινία.

Πέρα από μια επώδυνη και ενδοσκοπική διαδικασία, νομίζετε πως τους βοήθησε, ή συνέβη το αντίθετο;

Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό τους βοήθησε, αλλά πιστεύω ότι βοήθησε άλλους.



Είστε ακόμα ο μόνος που μιλά με όλους τους συγγενείς σας;

Ειλικρινά, δε βλέπω το νόημα στο να επικοινωνούν μεταξύ τους, γιατί επιμένουν στις θέσεις τους, οι οποίες έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα, και δε διαθέτουν ευελιξία, ώστε να τις αλλάξουν. Δεν υπάρχει, επομένως, καμία διαπραγμάτευση. Είναι καλύτερο να μην επικοινωνούν. Μετά την πρεμιέρα των Στενών δεσμών στη Θεσσαλονίκη, μια γυναίκα από το κοινό με καταγωγή από το Ντονιέτσκ, που ζει στην Ελλάδα, με πλησίασε και προσπαθούσε να με πείσει πως η μη αναγνωρισμένη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονιέτσκ είναι πραγματικό κράτος κι έχει δικαίωμα να υπάρχει, ότι δεν υφίσταται ρωσική επιθετικότητα, αλλά εμφύλιος πόλεμος. Αυτή ήταν η θέση της. Πώς μπορούμε να συζητήσουμε γι’ αυτή; Δεν έχει νόημα. Κι αν πρόκειται για κάποιον ξένο, στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Αν, όμως, πρόκειται για συγγενείς, μέλη μιας οικογένειας, το ζήτημα είναι πιο ευαίσθητο. Ίσως, λοιπόν, είναι καλύτερο να μείνουν μακριά ο ένας απο τον άλλο προς το παρόν.

Τι είναι «σπίτι» για σας, τελικά;

(Μεγάλη παύση). Δεν υπάρχει μια απλή απάντηση. Χωρίς τη θέλησή μου, αναγκάστηκα να φύγω από τη Ρωσία και τώρα προσπαθώ να στήσω ένα καινούριο σπιτικό στο εξωτερικό- και είναι δύσκολο.



Αισθάνεστε άνετα στη Λετονία;

Τι σημαίνει να νιώθει κάποιος άνετα; Από τη μία, είναι πράγματι ένα άνετο μέρος για να ζεις. Από την άλλη, δεν αισθάνομαι άνετα στη Λετονία, γιατί όλη μου η ζωή, ό,τι έχτιζα, έχει μείνει πίσω. Και τώρα καταρρέει. Το προϊόν της δουλειάς μου παρέμεινε στη Ρωσία, τα παιδιά μου και οι συνάδελφοί μου ζουν στη Ρωσία, πέρασα δεκαετίες εκεί. Είναι το παρελθόν μου. Και τώρα, το να παρατηρώ πως πεθαίνει, δε με κάνει να νιώθω άνετα.

Νομίζετε ότι θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι να υπερβούν τις καταστροφικές συνέπειες της εμμονικής τους προσκόλλησης σε εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες;

Όχι στη διάρκεια της ζωής μας. Δε θα το πετύχουμε, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε χρειάζεται να προσπαθήσουμε. Πρέπει.

Ευχαριστώ θερμά τον Βιτάλι Μάνσκι για το χρόνο που μου διέθεσε, την Αλεξάνδρα Κόλια από το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης για τη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνομιλίας και ασφαλώς, την διερμηνέα Ναταλία Λιάλινα για τον άψογο επαγγελματισμό και την ευγένειά της.

Το αφιέρωμα στον Βιτάλι Μάνσκι στο πλαίσιο του 19ου ΦΝΘ ολοκληρώνεται την Κυριακή 12 Μαρτίου με την προβολή της ταινίας του Ιδιωτικά χρονικά. Μονόλογος (αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, 11:00).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου