Άλλο ένα δείγμα της ζωτικότητας του σύγχρονου
ρουμανικού κινηματογράφου, η ταινία του Adrian Sitaru Σονάτα
σε κλειστό δωμάτιο, ένα οικογενειακό δράμα «δωματίου» στην καλύτερη παράδοση των Μάικ
Λι και Τόμας Βίντερμπεργκ,
εξερευνά τα ηθικά διλήμματα και τις ηθικές επιλογές μιας ρουμανικής
οικογένειας, με αφορμή την αποκάλυψη της ερωτικής
σχέσης ανάμεσα σε 2 από τα αδέρφια. Ο Adrian Sitaru,
γνώριμος στο ελληνικό κοινό ήδη από την πρώτη του ταινία (Hooked), μας μίλησε για τη Σονάτα
σε κλειστό δωμάτιο, η οποία προβάλλεται από τις 29 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους.
Μου
έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο απενοχοποιημένος, προσγειωμένος, ψύχραιμος και μη
εντυπωσιοθηρικός τρόπος, με τον οποίο στη Σονάτα
σε κλειστό δωμάτιο προσεγγίζεις ζητήματα ταμπού για τη ρουμανική κοινωνία
(αλλά και για πολλές άλλες), όπως της αιμομιξίας.
Η αποτύπωση μιας
αιμομικτικής σχέσης με την έννοια της κακομεταχείρισης δεν υπήρξε ο βασικός μου
στόχος. Η ταινία μου αφορά πιο πολύ σε ηθικές επιλογές, παρότι ασφαλώς με
γοητεύουν τα ταμπού. Αφηγείται την ιστορία μιας αδύνατης αγάπης, κινούμενη σε
αυτή την «γκρίζα ζώνη», όπου βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ηθικά διλήμματα. Στη
συνέχεια, ερευνήσαμε περιπτώσεις αδερφών σε αιμομικτική σχέση ανά στον κόσμο
και πόσο νόμιμες είναι.
Πώς
«έχτισες» την ιστορία;
Η Σονάτα σε κλειστό δωμάτιο άρχισε ως ένα πείραμα πριν από 3-4
χρόνια. Η βασική ηρωίδα, η Alina
Grigore
(Sasha), η οποία διατηρεί μια ιδιωτική σχολή ηθοποιίας για ανθρώπους που ήδη
δουλεύουν, ήρθε σε μένα με ένα θεατρικό έργο, ζητώντας μου να το μεταφέρω στην
κινηματογραφική οθόνη. Ήταν, λοιπόν, για μένα μια καλή ευκαιρία, γιατί ήθελα να
κάνω ένα φιλμ χωρίς να έχω σενάριο, ένα υβρίδιο μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας.
Η Alina
είχε ήδη δουλέψει με τους ηθοποιούς, τους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους,
αλλά το σχέδιό μου ήταν τους βάλω σε κατάστάσεις και συναισθήματα αντίστοιχα με
εκείνα της πραγματικής ζωής.
Δυο ζητήματα με
απασχόλησαν: ότι στην πραγματική ζωή δεν έχεις την ευκαιρία για δεύτερη λήψη,
έτσι ζήτησα από τους ηθοποιούς να κάνουμε μόνο μία λήψη για την κάθες σκηνή,
σαν ντοκιμαντέρ παρατήρησης, και ότι θέτουμε καθημερινούς στόχους, μεγαλύτερους
ή μικρότερους. Κάναμε, έτσι, πολλές πρόβες, και έπειτα γυρίσαμε την ταινία,
χωρίς οι ηθοποιοί να ξέρουν τι θα ακολουθούσε την επόμενη μέρα. Έδινα, απλώς,
στον καθένα και την καθεμία συγκεκριμένους στόχους προς υλοποίηση, αλλά δεν
τους επέβαλλα πώς θα ολοκληρωνόταν η οποιαδήποτε σκηνή, ούτε ήθελα να εμπλακώ
στο σενάριο. Για μένα, και στα καλύτερα σενάρια νιώθεις τη «σφραγίδα» του
σεναριογράφου ή του σκηνοθέτη. Ήθελα, λοιπόν, να «βγάλουν» στην οθόνη τις δικές
τους πεποιθήσεις και αρχές. Μένοντας μαζί τους και κάνοντας αυτού του είδους
τις ασκήσεις, η δουλειά μου έγινε πολύ απλούστερη, ενώ μάθαινα ποιοι είναι τόσο
στην πραγματική τους ζωή, όσο και ως μυθοπλαστικοί χαρακτήρες.
Το
τέλος της ταινίας δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο θα ήταν πιθανό να συντελεστεί
και στην πραγματική ζωή.
Είχαμε όχι περισσότερες
από 12 μέρες γυρισμάτων στη διάθεσή μας, και στην 7η ή την 8η
αποφάσισα ποιο θα ήταν το τέλος, που για μένα ήταν πιο σημαντικό να μοιάζει με
όνειρο, ώστε να δημιουργήσω στο κοινό το ερώτημα αν είναι αληθινό ή συντελείται
σε άλλη πραγματικότητα και χρόνο, συνδεόμενο με τον αρχικό μονόλογο του πατέρα.
Στον
τρόπο, με τον οποίο σκηνοθετείς τους ηθοποιούς, διέκρινα επιρροές από Κεν
Λόουτς και Μάικ Λι. Ισχύει;
Για μένα η ταινία ήταν
σαν μια μουσική σύνθεση: όταν είσαι σε μια μπάντα και τζαμάρεις, καθένας
συνεισφέρει σ’ αυτή τη διαδικασία. Ίσως επηρεάστηκα πιο πολύ από τον Μάικ Λι ή
τον Τόμας Βίντερμπεργκ.
Αλλά
κι η δουλειά με την κάμερα ήταν εντυπωσιακή. Φαντάζει σαν ένας ακόμα
χαρακτήρας.
Συζητώντας με τους
διευθυντές φωτογραφίας, τους είπα ότι χρειαζόμουν 2 κάμερες, γιατί, μιας και θα
κάναμε μόνο μια λήψη, ήθελα να δείχνει πολύ καλή. Ο ένας θα χρησιμοποιούσε
ευρυγώνιους φάκους, ο άλλος θα έκανε τα ζουμ, αλλά κι οι δύο θα έπρεπε να
χρησιμοποιήσουν τη δημιουργικότητα, το μυαλό, το ένστικτο και το όραμά τους για
την ταινία, γιατί δεν είχαμε πραγματικό budget γι’
αυτή, αφού το πρότζεκτ είχε απορριφθεί από το Ρουμανικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Το υλοποιήσαμε, έτσι, με τα δικά μας χρήματα. Κι οι ηθοποιοί εισέφεραν το πάθος
τους- και μερικές φορές τα χρήματά τους! Ζήτησα, λοιπόν, από τους κάμεραμεν να
μην ανακατεύονται πολύ με τους ηθοποιούς, να τους αφήσουν να κάνουν τη δουλειά
τους, και από τους ηθοποιούς να μη νιώθουν πως βρίσκονται σε γύρισμα. Προσπάθησα
να τους προτείνω ότι πρόκειται για ντοκιμαντέρ για μια οικογένεια. Το κέιτερινγκ
έγινε από τους ίδιους, μόνοι τους μαγείρευαν. Όλα ήταν πολύ «σπιτικά».
Τι
καθιστά το ρουμανικό κινηματογράφο τόσο ζωντανό και επιδραστικό;
Δύσκολο να απαντήσω. Κατ’
αρχήν είναι πολύ δύσκολο να τον κρίνεις λειτουργώντας εντός του. Μια αναλογία,
ίσως, μπορεί να εντοπιστεί με ό,τι συνέβη στα σπορ, όπου το σύστημα ήταν
αποτυχημένο 25 χρόνια μετά την πτώση του Τσαουσέσκου. Yπήρχαν κάποιες γυναικείες
ομάδες χάντμπολ και ορισμένες τενίστριες, οι οποίες επένδυσαν στις δικές τους
δυνάμεις, χωρίς να περιμένουν χρήματα από την κυβέρνηση ή από θεσμούς. Κάτι
αντίστοιχο συνέβη και στον κινηματογράφο- και σε μένα τον ίδιο με το πρώτο μου
φιλμ. Δεν είχα υποστήριξη, αλλά ούτε και την περίμενα. Αντιμετώπισα την
κατάσταση ως πρόκληση. Τώρα, γιατί υπάρχουν τόσο πολλοί καλοί Ρουμάνοι
σκηνοθέτες, δεν ξέρω. Και δεν είναι θέμα σχολής. Ίσως επηρεαζόμαστε από τους
εαυτούς μας. Προσπαθούμε, εξάλλου, να αλλάξουμε τους κινηματογραφικούς νόμους
στη Ρουμανία, γιατί είναι κακοί, και μερικές φορές συνεργαζόμαστε διαβάζοντας ο
ένας την πρώτη εκδοχή του σεναρίου ταινιών άλλων.
Στο
μεταξύ, προβλήθηκε στο Τορόντο και η πιο πρόσφατη δουλειά σου, το The Fixer.
Ήταν μια «φυσιολογική» ταινία,
με σενάριο, μεγαλύτερο cast
και
προϋπολογισμό, η οποία αναπτύχθηκε την ίδια περίοδο που γύριζα και τη Σονάτα. Ολοκληρώσαμε και τις 2 ταινίες
στα τέλη του 2015. Η πρώτη επιλέχτηκε για την Μπερλινάλε, η δεύτερη έπρεπε να
περιμένει για το Τορόντο. Τον Οκτώβρη θα διαγωνιστεί στο Τόκιο και θα προβληθεί
και σε άλλα φεστιβάλ.
Η ταινία του Adrian Sitaru
Σονάτα
σε κλειστό δωμάτιο προβάλλεται από τις 29 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους σε
διανομή της Seven
FILMS.