Ένα βαθιά πολιτικό και με σαφώς
ταξική «ανάγνωση» οικογενειακό δράμα επιβεβαιώνει
τη ζωτικότητα του νοτιοαμερικάνικου σινεμά. Ο λόγος για
την ταινία Η δεύτερη μάνα της Βραζιλιάνας
Anna
Muylaert, η οποία επιτέλους προβάλλεται από τις 14 Απριλίου στους κινηματογράφους, 1 και πλέον χρόνο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Σάντανς, όπου οι πρωταγωνίστριές
της Regina Casé και Camila Márdila απέσπασαν το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας
στην κατηγορία του Παγκόσμιου Σινεμά. Το φιλμ αφηγείται την ιστορία της Val
(Regina Casé), η οποία εργάζεται ως εσώκλειστη νταντά,
και ουσιαστικά ως πραγματική μητέρα, σε μεγαλοαστικό
σπίτι στο Σάο Πάολο, έχοντας
πλήρως εσωτερικεύσει και φυσικοποιήσει την ταξικά κατώτερη θέση της. Η εμφάνιση
της νεαρής κόρης της Jéssica
(Camila Márdila), την οποία έχει να δει επί πολλά χρόνια, στην πόλη, όπου
σκοπεύει να δώσει εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, θα «πυροδοτήσει» μια σειρά από ανατροπές.
Κουβεντιάζουμε με την Anna Muylaert,
με αφορμή τη διεισδυτική της ταινία.
Φαίνεται
ότι η Δεύτερη μάνα σε «ταλαιπώρησε» για
πολλά χρόνια. Ποια ήταν η αφετηρία όλης της δημιουργικής διαδικασίας πίσω από
το γύρισμα της ταινίας και γιατί χρειάστηκες τόσο μεγάλο διάστημα, για να την
ολοκληρώσεις;
Ξεκίνησα να γράφω το σενάριο
πριν από 20 χρόνια, όταν γέννησα το πρώτο μου παιδί και συνειδητοποίησα πόσο ευγενής
απασχόληση είναι να ανατρέφεις ένα παιδί. Την ίδια στιγμή, παρατήρησα, επίσης, το
βαθμό, στον οποίο το καθήκον αυτό είναι υποτιμημένο στη βραζιλιάνικη κουλτούρα.
Στο κοινωνικό μου κύκλο, αντί να φροντίζεις το ίδιο σου το μωρό, πιο συχνά προσλαμβάνεις
μια εσώκλειστη νταντά, στην οποία αναθέτεις την περισσότερη δουλειά, που
θεωρείται βαρετή και σε «αδειάζει». Αλλά αυτές οι νταντάδες συχνά αναγκάζονται να
αφήσουν τα δικά τους παιδιά σε κάποιον άλλο, για να χωρέσουν σε αυτό το πλαίσιο.
Αυτό το κοινωνικό παράδοξο
υπήρξε για μένα ένα από τα πιο σημαντικά στη Βραζιλία, γιατί είναι πάντα τα παιδιά
που βγαίνουν χαμένα- τόσο εκείνα των εργοδοτών, όσο και των νταντάδων. Υπάρχει σοβαρό
πρόβλημα στο θεμέλιο της κοινωνίας μας, την εκπαίδευση.
Μου πήρε τόσα χρόνια, για
να βρω τη σωστή ιστορία και να συγκεντρώσω χρήματα.
Ένα
από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της δουλειάς σου είναι ο βαθιά πολιτικός χαρακτήρας
της, το γεγονός ότι «απογυμνώνει» τις ταξικές σχέσεις και τις σχέσεις εξουσίας στη
Βραζιλία, χωρίς, ούτε μια φορά, να αναφέρεται σε κάποια πολιτική ιδεολογία ή
όρο (Αριστερά, Δεξιά, Κέντρο), ή να γίνεται διδακτική. Ήταν συνειδητή επιλογή εξ
αρχής, ή αποφάσισες πως αυτός ήταν ο πιο κατάλληλος τρόπος να αφηγηθείς τη συγκεκριμένη
ιστορία;
Δεν ήταν καν απόφαση.
Ήθελα να αφηγηθώ μια καλή ιστορία, όχι γράψω το οποιοδήποτε πολιτικό μανιφέστο.
Ταυτίζεσαι
με τη ζωντανή παράδοση του νοτιοαμερικάνικου σινεμά, που συνδυάζει οξύ κοινωνικό
και πολιτικό σχόλιο και μια ευαίσθητη ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση;
Το ελπίζω! Αλλά, για να
είμαι ειλικρινής, οι αναφορές μου παραπέμπουν περισσότερο στον ιταλικό
κινηματογράφο.
Η
Regina
Casé,
η πρωταγωνίστριά σου, δίνει μια από τις πιο ολοκληρωμένες ερμηνείες των τελευταίων
χρόνων τόσο σε λεκτικό, όσο και μη-λεκτικό επίπεδο, θυμίζοντάς μου πολύ το ταμπεραμέντο
των γυναικών και των μητέρων της Μεσογείου. Πώς ήταν συνεργασία σας;
Πράγματι συνεισέφερε πολύ
στη διαμόρφωση των διαλόγων και το «χτίσιμο» του χαρακτήρα της. Υπήρξαν πολλές συζητήσεις,
πρόβες και αυτοσχεδιασμοί.
Η
εμφάνιση της κινηματογραφικής της κόρης, που ενσαρκώνεται υπέροχα από την Camila Márdila, λειτουργεί καταλυτικά με πολλούς τρόπους-
κι όχι μόνο σε σχέση με την ήρεμη ριζοσπαστικοποίηση της μητέρας.
Αντιμετωπίζεις, επίσης, τις νεότερες γενιές- ή τμήματά τους- ως «καταλύτες» της
κοινωνικής αλλαγής;
Ναι, σίγουρα. Αλλά, αυτή
τη στιγμή, στη Βραζιλία ο συγκεκριμένος χαρακτήρας φέρει μια ξεχωριστή
κοινωνική σημασία, λόγω των πρόσφατων ενεργειών που κατόρθωσαν να συμπεριλάβουν
εκατομμύρια φοιτητές χαμηλών κοινωνικών τάξεων στο πανεπιστήμιο.
Εκτός
από παραγωγική σκηνοθέτρια τηλεταινιών και ταινιών μικρού μήκους, έχεις, επίσης,
ασχοληθεί με την κριτική κινηματογράφου. Σε βοήθησε να διαμορφώσεις την κινηματογραφική
σου προσέγγιση;
Ασφαλώς. Για να σκηνοθετήσεις
μια ταινία, πρέπει όχι μόνο να αισθάνεσαι, αλλά και να κρίνεις όλη την ώρα.
Ποιοι
σκηνοθέτες συνιστούν τις βασικές σου αναφορές/ πηγές έμπνευσης;
Οι δάσκαλοι. Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ,
ο Φελίνι, ο Παζολίνι, ο Γκλάουμπερ Ρόχα, ο Γκοντάρ. Επίσης, οι Αδερφοί Κοέν, ο
Γκας Βαν Σάντ, καθώς και σύγχρονοι Βραζιλιάνοι σκηνοθέτες, όπως ο Κλέμπερ
Μεντόνσα Φίλιο και ο Κλαούντιο Ασίς.
Υπάρχει
ένα «γυναικείο βλέμμα» στον κινηματογράφο, ή, απλώς, καλοί και κακοί σκηνοθέτες
και σκηνοθέτριες; Τι καθιστά ένα φιλμ «καλό», κατά τη γνώμη σου;
Πιστεύω πως υπάρχει γυναικείο
βλέμμα, αλλά νομίζω ότι δεν εξαρτάται από το φύλο του σκηνοθέτη. Ο Αλμοδόβαρ αποτελεί
χαρακτηριστικό παράδειγμα. Είναι δύσκολο να ορίσεις ένα «καλό» φιλμ, αλλά αυτό που
τέτοιες ταινίες έχουν ως κοινό ίσως είναι ότι είναι ζωντανές, ότι λένε περισσότερα
από όσα είχαν σκοπό να πουν.
Πόσο
δύσκολη είναι η εξασφάλιση χρηματοδότησης για κινηματογραφικά εγχειρήματα στη
Βραζιλία;
Δύσκολη όσο και οπουδήποτε
αλλού. Το σινεμά απαιτεί πολλά χρήματα.
2
ταινίες σου (Η δεύτερη μάνα, Don’t call me son)
έχουν προβληθεί σε φεστιβάλ τα 2 τελευταία χρόνια. Προς το παρόν ξεκουράζεσαι, ή
είσαι στη διαδικασία προετοιμασίας μιας καινούριας ταινίας;
Ξεκουράζομαι!
Η φωτογραφία της Anna Muylaert
είναι
του Marcos
Alves και
εκείνες των 2 πρωταγωνιστριών της Aline Arruda.
Ευχαριστώ
ιδιαιτέρως την Manuela
Mandler
από
την εταιρεία παραγωγής της ταινίας, την Gullane, που με έφερε ταχύτατα
σε επαφή με την σκηνοθέτρια.
Η ταινία της Anna Muylaert
Η
δεύτερη μάνα προβάλλεται από τις 14 Απριλίου στους κινηματογράφους
σε διανομή της Feelgood
Entertainment.