Μια από τις αναρχοπάνκ μπάντες που διαμόρφωσαν, καλλιέργησαν και εμπλούτισαν
το πανκ μουσικό και στιχουργικό αισθητήριο πολλών, οι Βρετανοί Zounds χρειάζονται
λίγες συστάσεις.
Ενόψει της συναυλίας τους στην Αθήνα την Παρασκευή 6 Οκτωβρίου συνομιλούμε
με τον Steve
Lake, εκ των ιδρυτικών μελών του συγκροτήματος και frontman του.
Οι
Zounds
σχηματίστηκαν το 1977 στο Reading
του Berkshire,
σε μια πολιτιστικά, πολιτικά και κοινωνικά ταραχώδη εποχή. Ήταν η δημιουργία
τους ο τρόπος σας τόσο για να εκφραστείτε δημιουργικά όσο και να κάνετε
πολιτική;
Ναι, απολύτως. Το κύριο
κίνητρό μου είναι να κάνω μουσική, η πολιτική προέρχεται από τον τρόπο που
νιώθω για τον κόσμο και την κατάσταση που ζούμε.
Αισθάνομαι πολύ έντονα
για αυτά τα πράγματα, αλλά ο στόχος μου είναι να κάνω μουσική και θα το έκανα
ανεξάρτητα από τις πολιτικές καταστάσεις. Θα έφτιαχνα μουσική ακόμα κι αν
ζούσαμε σε έναν τέλειο κόσμο.
Υπήρξε
η σταδιακή σύνδεσή σου με τον αναρχισμό ως επί το πλείστον
διαισθητική/ενστικτώδης ή ήταν επίσης προϊόν πιο θεωρητικών
«εξερευνήσεων»/αναγνώσεων;
Κυρίως ενστικτώδης. Έχω
διαβάσει για τον αναρχισμό, αλλά για μένα τα πράγματα είναι πολύ απλά. Δε
νομίζω ότι κάποιος έχει το δικαίωμα να μου λέει πώς να ζήσω.
Αλλά χαίρομαι να ζω σε
συνεργατικό πλαίσιο με τους ανθρώπους. Πιστεύω στις κοινότητες που
συνεργάζονται για το μεγαλύτερο καλό όλων.
Στιχουργικά
και μουσικά πολύ πιο εκλεπτυσμένο από τα μέσα (μετα)πανκ άλμπουμ, το The Curse of Zounds
κυκλοφόρησε το 1981.
Μέχρι
και σήμερα παραμένει μια από τις πιο διαχρονικές μουσικές/πολιτικές «δηλώσεις»
που έχουν διατυπωθεί στη μεταπολεμική Μεγάλη Βρετανία.
Είναι πολύ ευγενικό εκ
μέρους σου που λες κάτι τέτοιο. Μακάρι τα τραγούδια να ήταν ανεπίκαιρα, αλλά
ζούμε σε έναν κόσμο ο οποίος μαστίζεται από πόλεμο, φτώχεια, ανισότητα και βία,
οπότε υποθέτω πως αντέχουν εξαιτίας των συνθηκών αυτών.
Πάντα μας ενδιέφεραν όλα
τα είδη μουσικής, επομένως δε θέλαμε ποτέ να βρεθούμε στο «πανκ γκέτο».
Για μένα το πανκ ήταν
πάντα η έκφραση ενός προσωπικού οράματος και η εργασία με συγκεκριμένους
τρόπους. Δεν ήταν απλώς το να προσπαθείς να παίζεις σκληρά και γρήγορα όλη την
ώρα.
Συνθέτατε
τη μουσική και τους στίχους ταυτόχρονα ως μέρος ενός concept;
Ή
-για να το θέσω διαφορετικά- θέλατε να διασφαλίσετε ότι οι στίχοι ταιριάζουν με
τη μουσική και, με τη σειρά της, η μουσική αντανακλά την ένταση και την οξύτητα
των στίχων;
Νομίζω πως είναι
σημαντικό η μουσική και οι στίχοι να ταιριάζουν μεταξύ τους. Δε μπορείς απλά να
διανθίσεις τους στίχους με οποιαδήποτε μουσική.
Μερικές φορές δε βρίσκεις
την κατάλληλη μουσική για τους στίχους, γι’ αυτό κάνω και ποίηση και
παραστάσεις spoken
word.
Το
Did
he
jump, συγκεκριμένα, με στοιχειώνει κάθε φορά
που το ακούω. Θα μπορούσες να ρίξεις λίγο φως στην ιστορία πίσω από τη
δημιουργία του;
Όταν ήμουν δεκαπέντε,
κάποιος μου διάβασε ένα ποίημα ενός εφήβου που αυτοκτόνησε επειδή δεν μπορούσε
να «χωρέσει» στην οικογένειά του, στο σχολείο και στην κοινωνία γενικότερα.
Δε θυμάμαι το ποίημα,
αλλά δεν έμοιαζε καθόλου με τους στίχους μου γι’ αυτό το τραγούδι. Το
συναίσθημα, όμως, του ποιήματος μού έμενε πάντα και ήθελα να το εκφράσω με τον
δικό μου τρόπο.
Το τραγούδι φαίνεται να
είναι πολύ σημαντικό για πολλούς και έχω γνωρίσει ανθρώπους οι οποίοι λένε ότι
τους βοήθησε να συνειδητοποιήσουν πως δεν ήταν οι μόνοι που ένιωθαν μόνοι και
αποξενωμένοι.
Τους βοήθησε επίσης να ξεπεράσουν
δύσκολες στιγμές όταν βίωναν αυτοκτονικά συναισθήματα.
Έγραψα πρώτα τους στίχους
και μετά, μια μέρα που οι Zounds
τζάμαραν, έπαιξα αυτό το riff
στο τραγούδι και άρχισα να απαγγέλλω τους στίχους. Απλώς φαινόταν να
λειτουργεί.
Διαλυθήκατε
το 1982, λίγο μετά την κυκλοφορία του πρώτου σας άλμπουμ, κυρίως λόγω της
αποξένωσής σου από την αναρχική μουσική σκηνή της εποχής και της κούρασης που
σχετιζόταν με τις περιοδείες.
Ωστόσο,
οι Zounds
επανασυνδέθηκαν «επίσημα» το 2007, και το 2011 κυκλοφόρησαν μάλιστα και ένα
είδος επόμενου άλμπουμ, το The
Redemption
of
Zounds. Τι οδήγησε σε αυτήν την
επιστροφή/επανένωση;
Στην πραγματικότητα
επανασχημάτισα την μπάντα το 2003 την εποχή του πολέμου στο Ιράκ. Ήμουν τόσο
αηδιασμένος με την κατάσταση του κόσμου που φαινόταν σημαντικό να το ξανακάνω.
Είχα επίσης κάποια
προβλήματα στην προσωπική μου ζωή και ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω κάτι για να
αλλάξω την κατάστασή μου.
Αρχίσαμε να παίζουμε και
στ’ αλήθεια το απόλαυσα. Στη συνέχεια, οι άνθρωποι άρχισαν να έρχονται σε επαφή
ζητώντας μας να κάνουμε συναυλίες.
Δεν αναζητώ ποτέ
συναυλίες, απλά περιμένω να μου το ζητήσουν. Δεν είμαι επαγγελματίας μουσικός.
Συνοδεία
της εξαιρετικά ταλαντούχας τραγουδίστριας Mia Dean, «μετενσαρκώνεστε» μουσικά το 2023
ως Blood
Moon
Wedding
με την κυκλοφορία του αναζωογονητικά εκλεκτικού άλμπουμ An American Nightmare.
Γιατί
επιλέξατε να δώσετε στο ντουέτο σας αυτό το όνομα;
Η Μία το διάλεξε.
Αισθανθήκαμε πως η
μουσική αντικατοπτρίζει τη βίαιη κατάσταση η οποία επικρατεί αυτή τη στιγμή
στις Η.Π.Α. Είναι μια διχασμένη κοινωνία όπου όλοι φαίνεται να βρίσκονται σε
πόλεμο μεταξύ τους. Αν και αυτό συμβαίνει σε πολλές χώρες τώρα.
Και
γιατί αποφασίσατε να εμβαθύνετε στην εφιαλτική διάσταση της σύγχρονης
βορειοαμερικανικής κοινωνίας;
Η έμπνευση προήλθε από τη
Mia
που ζει στο Όκλαντ της Καλιφόρνια. Επισκεπτόμουν πολύ τις Η.Π.Α. και μπορούσα
να τις δω να διολισθαίνουν στο χάος και στον διχασμό.
Είναι κρίμα γιατί υπάρχουν
πολλά υπέροχα πράγματα στον πολιτισμό των Η.Π.Α. Και η φυσική γεωγραφία του
τόπου είναι συγκλονιστική.
Το Some things are worth believing είναι
μια από τις πιο δυνατές συνθέσεις του άλμπουμ. Σε τι πιστεύεις περισσότερο, τι
σε εμπνέει και κυρίως σε κινητοποιεί στις μέρες μας τόσο σε καθαρά ανθρώπινο
όσο και σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο;
Εμπνέομαι από
περιβαλλοντικούς ακτιβιστές που προσπαθούν να μας δείξουν πιο παραγωγικούς
τρόπους ζωής. Αλλά πρέπει να πω ότι ποτέ δεν ήμουν πιο απαισιόδοξος σχετικά με
τα όσα κάνουν οι άνθρωποι και τα κράτη στον πλανήτη.
Ανιχνεύεις
«θύλακες» πολιτιστικής αντίστασης στη σύγχρονη Μεγάλη Βρετανία, είτε
σχετίζονται με το (μετα)πανκ είτε με άλλες, πιο διαφορετικές και εκλεκτικές,
μουσικές τάσεις;
Λυπάμαι που το λέω, αλλά
όχι. Είμαι, ωστόσο, κάπως εκτός επαφής με αυτό που κάνουν οι νέοι. Θα μπορούσαν
κάλλιστα να συμβαίνουν πολλά πράγματα που δε γνωρίζω.
Την
Παρασκευή
6 Οκτωβρίου (ξανα)παίζετε στην Αθήνα στο An Club, έναν από τους λίγους αυθεντικούς «underground» χώρους ζωντανής μουσικής που έχουν
απομείνει στην πόλη εν μέσω εντεινόμενου «εξευγενισμού».
Τι
σημαίνει για εσάς να παίζετε εκεί, σαρανταπέντε περίπου χρόνια μετά τις πρώτες
σας συναυλίες στη Μεγάλη Βρετανία;
Πάντα με εξέπληττε που ο
οποιοσδήποτε θέλει να ακούσει τη μουσική μου. Είναι το καλύτερο που μπορώ να
κάνω, αλλά νομίζω πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πολύ καλύτεροι από εμένα.
Και
-το πιο σημαντικό-, τι σημαίνει το να παίζεις ακόμα, ανεξαρτήτως συναυλιακού χώρου ή χώρας;
Δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα
χώρες, αυτό είναι μυθοπλασία. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι, αν και αγαπώ την Ελλάδα
και τον ελληνικό λαό. Ήταν πάντα ευγενικός και γενναιόδωρος μαζί μου.
Ευχαριστώ
θερμά τον Steve
Lake για
τον χρόνο του (εν μέσω διακοπών!)
και την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγκροτήματος που συνοδεύει το
κείμενο.
Οι Zounds (UK) εμφανίζονται
στην Αθήνα την Παρασκευή
6 Οκτωβρίου στο An
Club
(Σολωμού 13-15, Εξάρχεια) στις 21:00 σε διοργάνωση της Punk ’n’ Loud Records.
Τη συναυλία ανοίγουν οι Eastern Syndrome
(Berlin)
και οι Nothing Thrives (Αθήνα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου