Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Γκιόργκι Ντραγκομάν: «Είναι σχεδόν αδύνατον να θυμηθείς τον πόνο»

 

Γκιόργκι Ντραγκομάν (Φωτογραφία: Anna T. Szabó)

«Αμάλγαμα» πολιτικής αλληγορίας και «ενήλικου» παραμυθιού, το μυθιστόρημα του ουγγρικής καταγωγής συγγραφέα και μεταφραστή Γκιόργκι Ντραγκομάν, Η πυρά, είναι μια «σπουδή» στη μνήμη, τον πόνο, την κάθαρση και την ενηλικίωση.

Συζητώντας με τον συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.

Γεννημένος στο Τίργκου Μούρες της Ρουμανίας, μετακόμισες οικογενειακώς στην Ουγγαρία λίγο πριν την ανατροπή του βάρβαρου καθεστώτος του Τσαουσέσκου το 1989.

Έχεις ξεπεράσει τα τραύματα που σου προκλήθηκαν στην πρώιμη παιδική ηλικία σου;

Μεγάλωσα σε μια δικτατορία, κι ευτυχώς το γνώριζα, οπότε από μικρή ηλικία έμαθα να μην εμπιστεύομαι την εξουσία ή τις αρχές.

Δε θα αποκαλούσα αυτή την έλλειψη εμπιστοσύνης «τραύμα», πιστεύω ότι είναι αρκετά χρήσιμο να υποθέτεις πάντα το χειρότερο σε μια τέτοια σχέση. Φοβάμαι πως είναι αρκετά απίθανο να ξαναμπορέσω να σκεφτώ ως αισιόδοξος.

Επιπλέον, υπέστης πρόσθετες διακρίσεις εξαιτίας της ουγγρικής εθνοτικής καταγωγής σου;

Περίπου την εποχή που γεννήθηκα εισήχθη η έννοια της εθνικής ομοιογένειας στην κομμουνιστική ιδεολογία στη Ρουμανία.

Ως συνέπεια, πολίτες που ανήκαν σε οποιαδήποτε εθνοτική μειονότητα πιέζονταν να εγκαταλείψουν τη χώρα και εγκαινιάστηκε μια πολιτική επιταχυμένης αφομοίωσης.

Από την οπτική γωνία ενός παιδιού αυτό σήμαινε ότι βιβλία και περιοδικά στην ουγγρική γλώσσα κατάσχονταν συστηματικά στα σύνορα, και όλο και περισσότερα σχολικά μαθήματα γίνονταν στα ρουμανικά, ακόμα και σε μειονοτικά σχολεία.

Στο σχολείο η πίεση ήταν απτή, αλλά έξω από αυτό ήταν μικρότερη, επομένως είχα πολλούς Ρουμάνους φίλους. Στα αέναα πολεμικά παιχνίδια που παίζαμε η εθνικότητα των αντιπάλων δεν έπαιζε ρόλο.

Το μυθιστόρημα Η πυρά, ιστορημένο με τον τρόπο του παραμυθιού, συντελείται σε μια μη κατονομαζόμενη ανατολικοευρωπαϊκή χώρα που μπορεί να είναι (ή να μην είναι) η Ρουμανία.

Γιατί ήταν η δημιουργία αυτής της συχνά απόκοσμης, μυστικιστικής ατμόσφαιρας τόσο σημαντική για σένα; Νομίζεις πως λίγη μαγεία μπορεί τελικά να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου;

Δε νομίζω ότι πρόκειται για ένα παραμύθι, πιο πολύ είναι μια κάπως γοτθική διερεύνηση της οντολογίας της θρησκείας.

Έχουμε μια Γιαγιά τραυματισμένη από την εμπλοκή της στο Ολοκαύτωμα, η οποία αποσύρεται σε έναν κόσμο δικό της που καθορίζεται από μια πρωτο-ορθοδοξία, μια πολύ απομονωμένη και προσωπική θρησκεία την οποία φτιάχνει για τον εαυτό της.

Είναι ένας παράξενος συνδυασμός ανιμισμού βασισμένου στο φολκλόρ και αναμιγμένου με ορθοδοξία κατά έναν πολύ σωματικό, σχεδόν κουνγκ-φου τρόπο. Η Γιαγιά είναι η μοναδική αυθεντία αυτής της πολύ σωματικής θρησκείας.

Όταν η δεκατριάχρονη Έμα προσελκύεται σ’ αυτόν τον μοναχικό κόσμο, τον βιώνει ως κάτι μαγικό.

Το μυθιστόρημά σου είναι επίσης μια ιστορία ενηλικίωσης. Πρωταγωνίστρια είναι η δεκατριάχρονη Έμα, που προσπαθεί να επιβιώσει μετά τον θάνατο των γονιών της.

Ποιο είναι το πιο συναρπαστικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων νεαρής ηλικίας -πραγματικών και μυθοπλαστικών-, κατά τη γνώμη σου;

Η γνωριμία με την Έμα υπήρξε ένα ενδιαφέρον ταξίδι, ήταν απρόσμενο το πόσο δυνατή και αυτάρκης ήταν. Σκληρή σαν καρφί και ασυμβίβαστη, ικανή να μετατρέπει τις ευαλωτότητες της εφηβείας σε ακλόνητη δύναμη.

Η Έμα κάπου αναλογίζεται πως ο πόνος μάς βοηθάει να θυμόμαστε, να θυμόμαστε τα πάντα, γιατί μόνο όσα θυμόμαστε υπάρχουν. Θα ήθελες να αναλύσεις τη σύνδεση μεταξύ πόνου και μνήμης;

Στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον να θυμηθείς τον πόνο. Το απόσπασμα που ανέφερες είναι διαμορφωμένο από την Γιαγιά κατά την απόπειρά της να διδάξει στην Έμα την αρκετά βάναυση μέθοδό της διαχείρισης της θλίψης.

Αυτή μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα μάθημα στον αυτοτραυματισμό, όπου ο πόνος τον οποίο προκαλείς στον εαυτό σου σε καυτηριάζει από τον πόνο που άλλοι θα μπορούσαν να προκαλέσουν σε σένα.

Αυτός είναι ο τρόπος της Γιαγιάς, και μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος έχει να κάνει με τη σχέση της Έμα με το ζήτημα. Μαθαίνει την τέχνη της θύμησης, και οι αναγνώστες συχνά βιώνουν κάτι παρόμοιο.

Έχω λάβει πολλά γράμματα αναγνωστών όπου μου έγραφαν ότι το βιβλίο τούς έκανε να θυμηθούν μέρος της εφηβείας τους το οποίο δεν είχαν σκεφτεί επί δεκαετίες.

Η Γιαγιά σε κάποιο σημείο επισημαίνει πως τις ιστορίες που πονάνε πολύ μπορούμε να τις λέμε μονάχα με έναν τρόπο μέσα από τον οποίο οι ακροατές θα νιώθουν ότι συνέβησαν στους ίδιους.

Είναι, για σένα, η λογοτεχνία ένας τρόπος μοιραζόμαστε, κι έτσι να ξεπερνάμε τα τραύματα;

Αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή, και δε θα πήγαινα τόσο μακριά.

Το πιο πολύ στο οποίο μπορώ να ελπίζω είναι η ενσυναίσθηση, αυτό μπορεί η καλή λογοτεχνία να επιβάλει στον αναγνώστη: την πιθανότητα -και ίσως την επιθυμία- να προσπαθήσει να καταλάβει τους άλλους.

Και οι επαναστάσεις; Είναι συχνά προορισμένες να επανεγκαταστήσουν και να διαιωνίσουν τους ίδιους εξουσιαστικούς μηχανισμούς τους οποίους σκόπευαν φαινομενικά να ανατρέψουν;

Το ερώτημα είναι τι συμβαίνει μετά την επανάσταση.

Μέσα στην ευφορία της απελευθέρωσης είναι εύκολο να ξεχάσουμε το παρελθόν, και η επώδυνη δουλειά της κατανόησης της βίας του παρελθόντος είναι εύκολο να προσπεραστεί.

Αυτό μπορεί όντως να σημαίνει ότι ο τρόπος που η δομή της εξουσίας καθόρισε το σύνολο της καταπιεσμένης κοινωνίας δε θα αναλυθεί και κατανοηθεί ποτέ.

Οι συνέπειες είναι διττές: από τη μία, η απουσία συμφιλίωσης μπορεί μακροπρόθεσμα να δηλητηριάσει το ηθικό της κοινωνίας. Μπορούμε τώρα να δούμε πως αυτό το δηλητήριο, δυνατό και αργό, δεν παύει να είναι θανατηφόρο.

Από την άλλη, η μη σύγκρουση με το παρελθόν θα επιτρέψει στους προηγούμενους φορείς της εξουσίας να συνεχίσουν να την ασκούν υπό διαφορετικό μανδύα.

Η Πυρά φέρνει στον νου τη δυστοπική, απειλητική ποιότητα των μυθιστορημάτων του Λάζλο Κρασναχορκάι και το Βαμμένο πουλί του Γιέρζι Κοζίνσκι.

Θα ενέτασσες τους συγκεκριμένους συγγραφείς στις επιρροές σου από την άποψη του συγγραφικού στιλ, των θεματικών ανησυχιών και της πολιτικής στάσης;

Όχι απαραιτήτως. Ο Μπέκετ, ο Κάφκα, ο Χάσεκ και ο Κέρτες είναι οι λογοτεχνικοί μου ήρωες, ιδίως σε ό,τι αφορά τη σχέση με και τη στάση τους απέναντι στην εξουσία.

Ως προς τις επιρροές μου, θα μπορούσα ακόμα να αναφέρω τον Κόρμακ Μακάρθι, την Χέρτα Μίλερ και τον Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ. 

«Όταν μιλάω για την Ευρώπη, μιλάω για την ελευθερία. Αλλά σκέφτομαι την μητέρα μου», γράφεις στο δοκίμιό σου My mother, Europe.

Με ποια έννοια συνδέονται η ελευθερία και η μητέρα σου; Και σε ποιον βαθμό μπορεί η Ευρώπη να συσχετιστεί ακόμα μ’ αυτό το ιδεώδες;

Η μητέρα μου έκλαιγε όταν την πήγα να δει τα ίχνη του Τείχους του Βερολίνου, γιατί το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σημαδεύτηκε από την αίσθηση του εγκλεισμού.

Δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει διαβατήριο επί δεκαετίες, και ήταν περιορισμένη στη Ρουμανία.

Οπότε το να περπατά πάνω στα σκιώδη ίχνη του Τείχους του Βερολίνου ήταν μια καθαρτική εμπειρία για εκείνη. Για την μητέρα μου, το όνειρο μια Ευρώπης χωρίς σύνορα, το όνειρο της ελευθερίας έχει πραγματοποιηθεί.

Μπορούμε βέβαια να παραπονιόμαστε για τη γραφειοκρατία και για πολλά άλλα σχετικά με την Ευρώπη, αλλά η θεμελιώδης αλήθεια μιας αναίμακτης ειρηνικής Ε.Ε. παραμένει ακόμα, εντός των ορίων της.

Η γοητευτικά ιδεαλιστική φύση αυτού του ονείρου έχει μάλιστα γίνει πολύ πιο ξεκάθαρη τώρα που ο πόλεμος μαίνεται ξανά- τα διακυβεύματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα, ακόμα και για τους αμφισβητίες.

Το καθεστώς του Όρμπαν είναι από τα πιο ολοκληρωτικά και ακροδεξιά σε παγκόσμιο επίπεδο, κι όμως γίνεται σχετικά ανεκτό από τους θεσμούς της Ε.Ε.

Πού αποδίδεις τη μακροζωία του και πως ένας συγγραφέας όπως εσύ, ο οποίος έχει βιώσει άλλες δικτατορίες, επιβιώνει και δημιουργεί υπό αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες;

Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που διαπράχθηκαν κατά την αλλαγή του ουγγρικού καθεστώτος ήταν η σχεδόν ολική άρνηση να δημοσιοποιηθούν οι φάκελοι της μυστικής αστυνομίας.

Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι φάκελοι είναι μη προσβάσιμοι από τους απλούς πολίτες. Δεν υπήρξε καθαρτική σύγκρουση με το παρελθόν και η μηχανική του συστήματος καταπίεσης δεν εκτέθηκε ποτέ πραγματικά.

Κανένας δε μετανόησε, και δεν υπήρχε κανένας να συγχωρήσει.

Πίσω από το ευφορικό προσωπείο της αλλαγής καθεστώτος παρέμειναν οι εξουσιαστικές δομές του παρελθόντος δημιουργώντας ένα βαλτώδες σύστημα διαφθοράς.

Μετά από μια περίοδο κυοφορίας οι προηγούμενοι φορείς της εξουσίας επανήλθαν στο πολιτικό σύστημα.

Ήμουν πολύ νέος για να ψηφίσω στις πρώτες ελεύθερες εκλογές και ορκίστηκα να μην το κάνω εφόσον δεν ανοίξουν οι μυστικοί φάκελοι.

Μετά από εικοσιπέντε χρόνια έγινε σαφές ότι, αν διατηρήσω την εφηβική αποφασιστικότητά μου, δε θα έχω την ευκαιρία να ψηφίσω ποτέ, επομένως έπρεπε να παραβώ τον όρκο μου.

Δυστυχώς, η Ε.Ε. δε διαθέτει τις δομές διαχείρισης της διαφθοράς και της συνεπαγόμενης κατάληψης του κράτους.

Οι διαδικασίες που εφαρμόζονται είναι επώδυνα αργές και γραφειοκρατικές, και η ίδια η Ε.Ε. δεν είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει ένα αδίστακτο ολιγαρχικό σύστημα που θέλει να μετατρέψει τους πόρους της σε όπλο εναντίον της.

Σε σχέση με τον προσωπικό μηχανισμό μου αντιμετώπισης, η παιδική ηλικία μου με έχει κατά κάποιον τρόπο «εμβολιάσει» απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση.

Ξέρω πως το πιο σημαντικό πράγμα είναι να συνεχίσω να γράφω και να δουλεύω για όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες.

Είμαι ξεροκέφαλος και επίμονος, και θα συνεχίσω να αφηγούμαι τις ιστορίες μου σχετικά με την ελευθερία και την εξουσία για όσο μπορώ.

Ευχαριστώ θερμά την Αμέρισσα Μπάστα, υπεύθυνη Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας των Εκδόσεων Κλειδάριθμος, για τη συνδρομή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα του Γκιόργκι Ντραγκομάν Η πυρά κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση της Γωγώς Αρβανίτη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου