Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Ντόναλ Ράιαν: «Ο αχαλίνωτος καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς λεηλατεί την κοινωνία μας»


Ο Ντόναλ Ράιαν, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ιρλανδικής λογοτεχνίας, μάς συστήνεται με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία στα ελληνικά των μυθιστορημάτων του Από θάλασσα ήρεμη κι ανάβαθη και Η καρδιά που γυρνάει.

Αξίζει να τον ανακαλύψουμε!

Ο Ουίλιαμ Φώκνερ, με τον οποίο συχνά συγκρίνεσαι, κάποτε προέτρεπε τους επίδοξους συγγραφείς να «γίνουν η συγγραφή», αντί  να είναι απλώς συγγραφείς. Συμφωνείς μ’ αυτό; Πόσο σημαντική είναι η διαδικασία της συγγραφής στην καθημερινότητά σου;

Είναι σημαντικό όταν συμβαίνει, και μπορεί να σε απορροφά πλήρως, αλλά φοβάμαι ότι η συγγραφική ζωή μου πρέπει να οργανώνεται γύρω από μια απαιτητική δουλειά πλήρους απασχόλησης και τις ανάγκες της οικογένειάς μου.

Μερικές φορές, ιδίως το πρώιμο καλοκαίρι, έχω ολόκληρες εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων μπορώ να απολαύσω την πολυτέλεια τού να μην κάνω τίποτε άλλο με τις εργάσιμες μέρες μου από το να γράφω, αλλά αυτό γενικά συμβαίνει στα διαλείμματα της ύπαρξής μου.

Όντως θεωρώ τη σκέψη για ένα βιβλίο ή μια ιστορία θεμελιώδες κομμάτι της διαδικασίας, πάντως, έτσι -από αυτή την άποψη- θα μπορούσες να πεις πως σχεδόν πάντα γράφω.

Κάποτε, πριν γίνω υπερβολικά ηλικιωμένος, αδύναμος και ασταθής για να το απολαύσω, ελπίζω να είμαι ένας κανονικός, πλήρους απασχόλησης συγγραφέας, χωρίς άλλη απασχόληση.

Παρόλο που είπα κάτι τέτοιο, περισπώμαι εύκολα και βρίσκω τον εαυτό μου, ακόμα και στις πυρετώδεις στιγμές παραγωγικότητας, να χάνει ώρες συγγραφικού χρόνου με βιντεοπαιχνίδια, ποδοσφαιρικούς αγώνες, επισκευή πλυντηρίων πιάτων, μη προγραμματισμένους ύπνους...

Η γλώσσα που χρησιμοποιείς είναι ταυτόχρονα πυκνή, ακριβής και συναισθηματική. Δουλεύεις πολύ μαυτή;

Προτρέπω τους μαθητές μου να είναι διαρκώς ακριβείς, να μη χρησιμοποιούν ποτέ μια λέξη αν δεν είναι σίγουροι για τη σημασία της και την καταλληλότητά της σε σχέση με τα συμφραζόμενα.

Πιστεύω ότι η ομορφιά πρέπει να αναδύεται από τη γλώσσα, όχι να επιβάλλεται τεχνητά σ’ αυτή.

Οι κοφτές, καθαρές, ακριβείς προτάσεις, με ξεκάθαρο νόημα, πάντα θα είναι πιο γοητευτικές στους αναγνώστες από ηθελημένα αφηρημένες προτάσεις γεμάτες βεβιασμένες λογοτεχνικές περικοκλάδες και άχρηστες δευτερεύουσες.

Γνωρίζω, ωστόσο, πως συνεχώς παραβιάζω τους ίδιους μου τους κανόνες, όπως συχνά μου επισημαίνεται κατά ντροπιαστικό τρόπο από κριτικούς.

Η δουλειά που κάνω πάνω στη γλώσσα αποτελείται κυρίως από διάβασμα. Έχω την ισχυρή πεποίθηση ότι οι συγγραφείς πρέπει να διαβάζουν διαρκώς, ώστε να κρατούν τις λέξεις, την πρώτη μας ύλη, ζεστές, μαλακές και λειτουργικές.

Είναι επίσης σημαντικό ν’ ακούς, την υπέροχα μπλεγμένη και θραυσματική σύνταξη του δημώδους λόγου, τους μυριάδες τρόπους που η γλώσσα χρησιμοποιείται, κακοποιείται και «τσακίζεται» στις καθημερινές κουβέντες.

Η γλώσσα είναι ζωντανή και χρειάζεται να είμαστε εναρμονισμένοι με τα ρεύματα και τους ρυθμούς της.


Η Καρδιά που γυρνάει, το εμβληματικό πρώτο μυθιστόρημά σου, απορρίφθηκε από 47 εκδότες πριν τελικά κυκλοφορήσει και αργότερα βραβευτεί. Παγίωσε το γεγονός αυτό την επιθυμία και την επιμονή σου να το δεις τυπωμένο;

Στην πραγματικότητα θα τα είχα παρατήσει μετά από δέκα ή κάπου τόσες απορρίψεις, αλλά η γυναίκα μου επέμεινε να συνεχίσω την προσπάθεια.

Ήμασταν φρεσκοπαντρεμένοι όταν τελείωσα τα δύο πρώτα μυθιστορήματά μου, τα αγάπησε, κι είχε πολύ μεγαλύτερη πίστη στις δυνατότητές τους από μένα.

Αλλά κάθε λογοτεχνικός ατζέντης στην Ιρλανδία και οι περισσότεροι εκδότες, καθώς και πολλοί στη Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α., είχαν απορρίψει τα χειρόγραφά μου χωρίς δεύτερη σκέψη κι έτσι η αυτοπεποίθησή μου ήταν χαμηλή, κι οι προσδοκίες μου ανύπαρκτες.

Συνέχισα να προσπαθώ από αίσθηση καθήκοντος απέναντι στην αταλάντευτη πίστη της γυναίκας μου. Ασφαλώς, όταν έκλεισα τη συμφωνία με τον εκδοτικό οίκο The Lilliput Press, κάθε ατζέντης που συναντούσα μού πρόσφερε συμβόλαιο, που δεν υπέγραψα.

Είναι ένα φιλόδοξο, κάποτε σπαρακτικό μυθιστόρημα, και την ίδια στιγμή μια εξερεύνηση του αντίκτυπου της ύφεσης στους Ιρλανδούς και τις Ιρλανδές, ιστορημένο από 21 διαφορετικούς χαρακτήρες. Πώς τους «έχτισες»;

Μακάρι να είχα κάποια εξήγηση που να ακουγόταν λόγια σχετικά με το πώς κατασκεύασα την Καρδιά που γυρνάει, αλλά φοβάμαι ότι χρησιμοποίησα τα ωμά εργαλεία του πανικού και της τυφλής πίστης, για να φτάσω στη γραμμή του τερματισμού.

Πανικού επειδή η αυτοπεποίθησή μου ως συγγραφέα συνθλιβόταν γοργά υπό το βάρος των αυξανόμενων απορρίψεων του The Thing About December και τυφλής πίστης στο όραμα που είχα για το πώς το χωριό και οι άνθρωποί του έμοιαζαν, ακούγονταν και σκέφτονταν.

Ήξερα ότι αν δε σκεφτόμουν τη διαδικασία υπερβολικά και έγραφα με ταχύτητα φωτός, θα μου έβγαινε σωστά.

Οι φωνές των χαρακτήρων ήταν ξεκάθαρες στο μυαλό μου και αισθανόμουν πως κραύγαζαν να ακουστούν. Κάποιες, όπως η Λίλυ, ήταν σαν άυλες φωνές που υπαγόρευαν τις ιστορίες τους σε μένα.

Δούλευα πολύ εκείνη την περίοδο κι η γυναίκα μου ήταν έγκυος, οπότε έγραφα για κάποια λεπτά τη φορά, ποτέ περισσότερο από μια ώρα.

Θυμάμαι να γράφω ένα πρώιμο προσχέδιο του μονολόγου της Τραϊόνα σ’ έναν φάκελο στη διάρκεια ενός διαλείμματος στη δουλειά, και του Βάσια στο αυτοκίνητο έξω από το πατρικό μου.

Το καλύτερο ήταν ότι οι φωνές και ζωές των χαρακτήρων ήταν όλες πολύ οικείες σε μένα.

Ήταν όλες συντεθειμένες από ανθρώπους που γνώριζα και μερικές φορές αγαπούσα, κι ήμουν στην ίδια κατάσταση με τους περισσότερους έχοντας χάσει μεγάλο μέρος του εισοδήματός μου και βρίσκοντας τον εαυτό μου να βουλιάζει στα χρέη.  

Σε μεγάλο βαθμό προέρχομαι από τον κόσμο του βιβλίου: μεγάλωσα σ’ ένα μικρό σπίτι σ’ ένα μικρό χωριό στην αγροτική Ιρλανδία από σκληρά εργαζόμενους γονείς. Η μητέρα μου δούλευε σ’ ένα γραφείο στοιχημάτων κι ο πατέρας μου ως οδηγός βαν κι εργάτης σε φάρμα.

Επομένως, η γλώσσα και το τοπίο του βιβλίου είναι τα δικά μου, και η συγγραφή του ήταν μια ευχαρίστηση.

Η Kαρδιά που γυρνάει συχνά αποπνέει θεατρικότητα, λόγω της δομής που βασίζεται στους μονολόγους, αλλά όχι στήσιμο. Πόσο κοντά είσαι, ή θα μπορούσε να είναι η λογοτεχνία συνολικά, σ’ ένα θεατρικό κείμενο;

Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο επιτελεστικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους στην αγροτική Ιρλανδία.

Υποφέρουμε από έλλειψη αυτοπεποίθησης ως άνθρωποι, και συχνά την αναπληρώνουμε με το να είμαστε φωνακλάδες, αστείοι και κοινωνικοί, ακόμα κι όταν η περίσταση απαιτεί σοβαρή αυτοσυγκράτηση.

Γι’ αυτό οι κηδείες στην Ιρλανδία συχνά μετατρέπονται σε πάρτυ: τείνουμε να προσεγγίζουμε τη θλίψη έμμεσα και να μεταμφιέζουμε τα συναισθήματά μας με χιούμορ.

Παρόλο που η Καρδιά που γυρνάει είναι ένα απολύτως σιωπηλό μυθιστόρημα, απογυμνωμένο από κάθε διάλογο και συντεθειμένο από μια σειρά εσωτερικευμένων εξομολογήσεων και παρατηρήσεων, φαντάζει ακατάπαυστο. Οι χαρακτήρες, φαίνεται, μιλάνε χωρίς σταματημό.

Αυτό προσφέρει μια αίσθηση περφόρμανς, σαν κάθε πρόσωπο να δίνει παράσταση μπροστά σε μια κάμερα ή σε κάποιο αθέατο κοινό.

Στην πραγματικότητα, ανέβηκε στο Gaiety Theatre από τη θεατρική εταιρεία Articulate Anatomy και παρέμειναν πολύ πιστοί στο κείμενο.

Το θεώρησα εκπληκτικό: άντλησαν τόσο χιούμορ, πάθος και τραγωδία από τους μονολόγους, κάθε ηθοποιός έπαιξε δύο ή τρεις χαρακτήρες. Οι θεατρικοί ηθοποιοί είναι οι πιο γενναίοι και πλέον απίστευτοι από όλους τους καλλιτέχνες.

Το Από θάλασσα ήρεμη κι ανάβαθη, λιγότερο φιλόδοξο δομικά, καταπιάνεται επίσης με τα ζητήματα της αγάπης, της απώλειας, της ενοχής, του σπαραγμού και, τελικά, της ελπίδας. Η χρήση της θάλασσας είχε το χαρακτήρα μεταφοράς για τη ζωή;

Αν διερευνηθεί σε βάθος, είμαι βέβαιος ότι αυτή θα ήταν η απάντηση. Ήταν, ωστόσο, παρούσα στο όραμά μου για το βιβλίο.

Ο τίτλος προήλθε από τη φράση ενός ποιήματος που είχα γράψει έφηβος. Η θάλασσα, πάντως, ως εμπόδιο και ως τρόπος διαφυγής ήταν ζωντανή στη φαντασία μου την εποχή που ξεκίνησα το μυθιστόρημα- αναγκαστικά, υποθέτω, δεδομένης της κατάστασης του Φαρούκ.

Η θάλασσα είναι ένα υπέροχα γενναιόδωρο μέρος για μυθοπλασία. Μπορείς να κάνεις τα πάντα μ’ αυτή. Και ναι, έχεις δίκιο, βέβαια: η διαρκώς μεταβαλλόμενη φύση της χρησιμεύει ως η τέλεια μεταφορά για την ανθρώπινη κατάσταση.

Οποιαδήποτε στιγμή το θαλασσινό τοπίο μπορεί να αλλάξει από μια αστραφτερή λαμπρότητα σε μια μουντή γκριζάδα, από μια αίσθηση έλλειψης βαρύτητας σε εκείνη της βαρύτητας, από χαρούμενο και φιλόξενο σε σκοτεινό και απειλητικό, με όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις.

Ο γιατρός Φαρούκ, ο Σύρος μετανάστης που αγωνίζεται για μια καλύτερη ζωή για την οικογένειά του και για τον ίδιο, είναι ένας ξένος, αν και με έναν τρόπο και οι τρεις βασικοί χαρακτήρες είναι αποξενωμένοι από τον εαυτό τους ή την κοινωνία.

Γιατί θέλησες να εξερευνήσεις την έννοια της «διαφορετικότητας» σ’ αυτό το μυθιστόρημα;

Είναι οικείο συναίσθημα, και -μου φαίνεται- βασικό για την ύπαρξη των συγγραφέων.

Δε γνωρίζω κάποιον συγγραφέα που να νιώθει άνετα στο κέντρο των πραγμάτων, αναπόσπαστο μέρος οποιασδήποτε ομάδας, κινήματος, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συστήματος.

Είναι αναγκαίο να είσαι αβέβαιος, προβληματισμένος, ανοιχτός και περίεργος, ώστε να γράφεις καλά σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.

Ποτέ δεν έχω αισθανθεί πλήρως κομμάτι οποιασδήποτε ομάδας πέραν της οικογένειάς μου και των πιο στενών φίλων, κι αυτό μερικές φορές μου έχει προξενήσει μεγάλη θλίψη.

Μου έχει, όμως, επίσης επιτρέψει να είμαι κάτι σαν μάρτυρας, να κερδίσω από την ελαφρώς «εκτός» θέση μου μια γνώση της μηχανικής της ανθρώπινης συμπεριφοράς και διασύνδεσης.

Ακούγεται παράλογο, αλλά νομίζω πως είναι καθολική εμπειρία να βιώνεις μια αίσθηση «διαφορετικότητας» σε σχέση με τον εαυτό σου, να νιώθεις μόνος ακόμα και μέσα σ’ ένα πλήθος, σαν η ιδιαίτερη εμπειρία σου να είναι εντελώς μοναδική. Όπως ασφαλώς είναι.

Όλοι δημιουργούμε τη δική μας υποκειμενική πραγματικότητα απλά και μόνο με το να υπάρχουμε.  

«Δεν μπορείς να κολυμπήσεις προς νέους ορίζοντες μέχρι να έχεις το κουράγιο να χάσεις τη θέα της ακτής», για να παραθέσω Φώκνερ και πάλι.

Νομίζω ότι το Από θάλασσα ήρεμη κι ανάβαθη αφορά, στον πυρήνα του, την αναζήτηση ενός σπιτιού- είτε ενός τόπου, μιας οικογένειας ή μεμονωμένων ανθρώπων. Έτσι είναι;

Απολύτως. Είναι ανθρώπινο ένστικτο να επιστρέφουμε στο μέρος από όπου προήλθαμε, ή να κατασκευάζουμε ένα μέρος για να το αντικαταστήσουμε, όπου βρίσκουμε ασφάλεια, βοήθεια και ειρήνη.

Γι’ αυτό και νομίζω ότι μπορεί να είναι τόσο δύσκολο για ανθρώπους που βιώνουν τη βία ή την αρπαγή να βρουν την ειρήνη στην κατοπινή ζωή τους.

H αίσθηση του σπιτιού που έχουν κουβαλά μέσα της κίνδυνο και τρόμο και οι προσπάθειές τους να κατασκευάσουν μια εικόνα σπιτιού θα επηρεάζεται και μερικές φορές θα καταστρέφεται ξανά και ξανά από εκείνες τις αρνητικές δυνάμεις.

Γνωρίζω πόσο τυχερός και προνομιούχος είμαι που είχα μια μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία και μια ξεκάθαρη αίσθηση της καλύτερης σημασίας της λέξης «σπίτι».

Καθένας από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι απασχολημένος με την ιδέα του ανήκειν και επιχειρεί να ορίσει ή να ορίσει εκ νέου τον εαυτό του καθώς ο κόσμος του μεταβάλλεται γύρω του.

Ο Φαρούκ χάνει το μυαλό του λόγω της θλίψης και υποχρεώνεται να κατασκευάσει ένα είδος άδειου ολογράμματος ζωής με το οποίο να τα βγάλει πέρα: το πραγματικό σπίτι του έχει χαθεί, το ίδιο και οι άνθρωποι που θα ήταν το σπίτι του όπου κι αν βρισκόταν σωματικά.

Η ύφεση, το Brexit και, πιο πρόσφατα, η πανδημία του κορονοϊού έχουν πλήξει (και) την ιρλανδική κοινωνία, και κυρίως τα λιγότερο προνομιούχα μέλη της. Υπάρχει έξοδος από αυτή την ανθρωπογενή, συστημική κρίση;

Μπορεί η λογοτεχνία να είναι βοηθητικό εργαλείο;

Δε νομίζω ότι διαβάζουν αρκετοί άνθρωποι λογοτεχνία, ώστε αυτή να είναι βοηθητική. Οι άνθρωποι λαχταρούν τον περισπασμό και το καλό τέλος, και δεν τους κατηγορώ.

Η λογοτεχνία που αντιμετωπίζει την πραγματικότητα και «ανασκάπτει» τα πιο σκοτεινά μέρη της ύπαρξης μπορεί να είναι πρόκληση και να πουλάει δύσκολα, αλλά τελικά είναι αισιόδοξη και τονωτική.

Ο πιο ευγενής στόχος της λογοτεχνίας, κατά τη γνώμη μου, είναι η προαγωγή της ενσυναίσθησης.

Οι απλές στατιστικές και η επιφανειακή έκρηξη πληροφορίας ποτέ δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τον ίδιο σκοπό όσο μια ιστορία.

Είναι κρίσιμο να μάθουμε να προσπαθήσουμε να νιώσουμε αυτό που νιώθουν οι άλλοι, να ζήσουμε τις ζωές των άλλων με τη φαντασία μας, ν’ απελευθερωθούμε από τα ταμπού και τις βεβαιότητές μας, και να δούμε πως η ελευθερία ποτέ δεν μπορεί να κερδηθεί διά της βίας.

Μόνο μέσω της κατανόησης.

Το μόνο πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι κανένας άνθρωπος δεν πρέπει ποτέ να βλάψει κάποιον άλλο ηθελημένα. Όλα τα άλλα στο σύμπαν είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.

Η επιστήμη παριστάνει πως εξηγεί την πραγματικότητα, ενώ παραδέχεται ότι δε γνωρίζει καν την αληθινή φύση των στοιχειωδών σωματιδίων. Κυριολεκτικά τίποτα για την ύπαρξη δεν είναι βέβαιο. Η λογοτεχνία, λοιπόν, έχει ένα απύθμενο «πηγάδι» για να αντλήσει από αυτό.

Από ευτυχή σύμπτωση, τόσο το Από θάλασσα ήρεμη κι ανάβαθη όσο και το Η καρδιά που γυρνάει έγιναν σχεδόν ταυτόχρονα διαθέσιμα σε ελληνική μετάφραση. Έχεις πολιτισμικούς και άλλους δεσμούς με την Ελλάδα του σήμερα ή του χτες;

Η αρχαία Ελλάδα είναι ο τόπος όπου η σκέψη έγινε θεμελιώδης για την ανθρώπινη ύπαρξη.

Θυμάμαι τον Καρλ Σάγκαν να θρηνεί το τέλος της αρχαιότητας ως το μεγάλο σκότος, όταν το δόγμα αντικατέστησε την έρευνα και η τυφλή πίστη σε υπερφυσικές υπάρξεις την κατανόηση της πραγματικότητας.

Φαντάσου να είχε συνεχίσει η ανθρωπότητα να πορεύεται στα μονοπάτια που χαράχτηκαν από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους! Θα ζούσαμε σε έναν επίγειο παράδεισο.

Σ’ ενα πιο προσωπικό και λιγότερο διανοητικό επίπεδο, αγαπώ την Ελλάδα και τους Έλληνες. Η σύζυγός μου κι εγώ περάσαμε τον μήνα του μέλιτός μας στην Κρήτη, κι ήταν οι ευτυχέστερες δυνατές εβδομάδες.

Ανακαλύψαμε πως οι Έλληνες και οι Ιρλανδοί είναι εκπληκτικά όμοιοι σε ό,τι αφορά τις προσεγγίσεις τους στη ζωή και την αγάπη και στο πώς να διαπραγματεύονται καλύτερα αυτό το επικίνδυνο μονοπάτι που όλοι περπατάμε στη ζωή.

Το γέλιο είναι το κλειδί σ’ αυτό. Χωρίς το γέλιο θα ήμασταν χαμένοι.

Πρόσφατα σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση στην Ιρλανδία. Ποια είναι η γνώμη σου γι’ αυτή;

Φοβάμαι ότι, μετά από όσα έχουν συμβεί, εξακολουθούμε να κυβερνιόμαστε από νεο-φιλελεύθερους σκλαβωμένους από τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους κτηματομεσίτες.

Δεν είμαι αισιόδοξος για τον πλουραλισμό και την ανοιχτή, λογοδοτούσα δημοκρατία, είμαι όμως βέβαιος πως η καινούρια κυβέρνησή μας θα συνεχίσει να ασχολείται μόνο στα λόγια με την κοινωνική δικαιοσύνη, διατηρώντας παράλληλα τους λεφτάδες εξευμενισμένους.

Ο αχαλίνωτος καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς λεηλατεί την κοινωνία μας μασκαρεμένος σαν πρόοδος, και οι «κανονικοί» άνθρωποι περιορίζονται σε μονάδες οικονομικής δραστηριότητας.

Μετά από όσα ζήσαμε κι όλα όσα έπρεπε να έχουμε μάθει, εξακολουθούμε να αφήνουμε τους πολίτες μας να πεθαίνουν λόγω έλλειψης φαρμάκων που θα τους έσωζαν τη ζωή και οικογένειες να μένουν άστεγες εξαιτίας άπληστων ιδιοκτητών.

Δεν το βλέπω ν’ αλλάζει στο κοντινό μέλλον αυτό. Ελπίζω να κάνω λάθος.

Photo credit (Ντόναλ Ράιαν): Anthony Woods.

Ευχαριστώ θερμά τις Amy και Ruth από τον εκδοτικό οίκο The Lilliput Press για την πολύτιμη συνδρομή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα του Ντόναλ Ράιαν Από θάλασσα ήρεμη κι ανάβαθη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αίολος σε μετάφραση της Μαρίας Φακίνου.

Το μυθιστόρημα Η καρδιά που γυρνάει κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παράξενες Μέρες σε μετάφραση του Γρηγόρη Παπαδογιάννη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου