Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ένοχοι και στο Εφετείο οι 4 βασανιστές του Ουαλίντ Τάλεμπ


Μια μικρή ηθική δικαίωση για τον Αιγύπτιο μετανάστη Ουαλίντ Τάλεμπ αποτέλεσε η σημερινή καταδίκη και σε δεύτερο βαθμό των 4 βασανιστών του, των Γιώργου Σγούρδα, Σταμάτη Σγούρδα, Φρέντερικ Ζότο και Γιώργου Ζαχαριάδη, για τις κακουργηματικές πράξεις της αρπαγής, της ληστείας και της βαριά σκοπούμενης σωματικής βλάβης.

Θυμίζουμε ότι οι 4, με προεξάρχοντα τον Γιώργο Σγούρδα, ιδιοκτήτη πρατηρίων αρτοσκευασμάτων στη Σαλαμίνα, είχαν υποβάλει τον παθόντα σε πολύωρα βασανιστήρια το Νοέμβριο του 2012, αφού προηγουμένως τον είχαν αλυσοδέσει, και στη συνέχεια του είχαν αφαιρέσει 8.000 ευρώ και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, προτού καταφέρει να δραπετεύσει. Κι όλα αυτά με το πρόσχημα πως ο μέχρι πρότινος υποδειγματικός υπάλληλος είχε δήθεν κλέψει ποσά, που, ανάλογα με τη φάση κατά την οποία βρισκόταν η διερεύνηση της υπόθεσης και η υπερασπιστική στρατηγική των συνηγόρων των βασανιστών, κυμαίνονταν από 150 έως 16.000 ευρώ.

Μετά από πολύωρη διαδικασία, στους 4 βασανιστές επιβλήθηκαν ποινές 13, 5, 9 και 10 ετών, αντίστοιχα, κατά συγχώνευση και 3ετής στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Στον Σταμάτη Σγούρδα αναγνωρίστηκε, όπως και πρωτόδικα, το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας και η εκτέλεση της ποινής του είχε ανασταλτικό χαρακτήρα. Οι υπόλοιποι 3 οδηγήθηκαν στη φυλακή. Ρατσιστικό κίνητρο απέδωσε στις αξιόποινες πράξεις η εισαγγελέας σε μια ασυνήθιστα αυστηρή και εμπεριστατωμένη αγόρευση.

Στη σημερινή συνεδρίαση ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των 4 βασανιστών. Εξαιρετικά θρασείς, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποσείσουν τις εγκληματικές ευθύνες, οι οποίες τους βάρυναν, ισχυριζόμενοι ότι δήθεν προσπάθησαν να παρέμβουν αποτρεπτικά, κατευνάζοντας την οργή του Γιώργου Σγούρδα.

«Η οργή του (σημ.: αναφερόμενος στον πατέρα του) δικαιολογείται. Λυπάμαι, αλλά αναγκάστηκε», δήλωσε ξεδιάντροπα ο Σταμάτης Σγούρδας σχετικά με τη βάναυση συμπεριφορά του πατέρα του απέναντι στον παθόντα, διεκτραγωδώντας, παράλληλα, τη δική του δεινή θέση.

«Δεν είχα ανάμιξη, δε συμμετείχα πουθενά», κατέθεσε ο 3ος κατηγορούμενος, ο αλβανικής καταγωγής Φρέντερικ Ζότο. «Όσο μπορούσα να τον συγκρατήσω (σημ.: τον Γιώργο Σγούρδα), τον συγκράτησα. Ο ρόλος μου ήταν “πυροσβεστικός”. Ήταν από όλους μας λάθος χειρισμός το να αφαιρέσουμε χρήματα, που δε μας ανήκαν», ισχυρίστηκε ο 4ος κατηγορούμενος Γιώργος Ζαχαριάδης.

«Είναι πρωτόγνωρος για τα ελληνικά δεδομένα αυτός ο βασανισμός. Υπήρξε μια ανηλεής επίθεση εναντίον του παθόντος από όλους τους κατηγορούμενους. Αφού τον χτύπησαν, του αφαίρεσαν παράνομα και διά της βίας 8.000 ευρώ. Θα μπορούσε να έχει πεθάνει από το βασανισμό. Κίνητρο των πράξεών τους δεν ήταν η κλοπή, αλλά τα οικονομικά προβλήματα, που αντιμετώπιζε ο Γιώργος Σγούρδας. Ρατσιστικό το περιεχόμενό τους», επισήμανε η εισαγγελέας της έδρας σε μια ιδιαιτέρως αυστηρή αγόρευση, προτείνοντας την ενοχή όλων των κατηγορουμένων για τα κακουργήματα της αρπαγής κατά συναυτουργία, της άμεσης συνέργειας σε ληστεία και της βαριά σκοπούμενης σωματικής βλάβης.

«Να αποδοθεί δικαιοσύνη θέλει ο Ουαλίντ Τάλεμπ και να δοθεί ένα μήνυμα στην ελληνική κοινωνία ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν δεκτές», επισήμανε ο συνήγορός του Βασίλης Παπαστεργίου.

Να υποβαθμίσει τη βαναυσότητα των αξιόποινων πράξεων επιχείρησε ο συνήγορος υπεράσπισης των 4 βασανιστών, ζητώντας τη μετατροπή των κατηγοριών σε πλημμεληματικές, και πιο συγκεκριμένα σε παράνομη κατακράτηση, παράνομη βία και απλές σωματικές βλάβες.

Η ανακοίνωση της ετυμηγορίας της έδρας έγινε δεκτή με ιδιαίτερη συγκίνηση τόσο από τον ίδιο τον Ουαλίντ Τάλεμπ, όσο και από τους δεκάδες αλληλέγγυους, οι οποίοι από νωρίς το πρωί είχαν κατακλύσει τον 3ο όροφο του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιά, μην επιτρέποντας στους ολιγάριθμους υποστηρικτές των βασανιστών να αρθρώσουν το μισανθρωπικό τους λόγο. Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε, εξάλλου, η προσπάθεια αστυνομικού να εμποδίσει την είσοδο του Ουαλίντ Τάλεμπ στην αίθουσα του δικαστηρίου κατά την έναρξη της διαδικασίας, υπό το πρόσχημα πως δε γνώριζε την ιδιότητά του, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Renārs Vimba: «Ποτέ δεν είχα την πρόθεση να κάνω μια ταινία για παιδιά ή νέους»


Μια νέα πνοή στο κορεσμένο είδος της ταινίας ενηλικίωσης δίνει ο Λετονός Renārs Vimba στο ντεμπούτο του μυθοπλασίας Mellow Mud, το οποίο αφηγείται την ιστορία της 17χρονης Ράια, η οποία καλείται να ωριμάσει απότομα, αναλαμβάνοντας μια σειρά ρόλων και πρωτοβουλιών, όταν η γιαγιά της ίδιας και τους μικρότερου αδερφού της ξαφνικά πεθαίνει. Με την εκπληκτική Elina Vaska στον πρώτο κινηματογραφικό της ρόλο, η ταινία ξεχώρισε στη φετινή Μπερλινάλε, καθώς και στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο, όπου την παρακολουθήσαμε. Κουβεντιάζουμε με τον σκηνοθέτη της, με αφορμή την επαναληπτική προβολή του φιλμ στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού του 29ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.

Θα ήθελες να μου πεις περισσότερα για το κινηματογραφικό σου υπόβαθρο;

Σκεφτόμουν να κάνω κάτι με το σινεμά ακόμα κι όταν ήμουν παιδί. Ήταν μια εποχή, κατά την οποία εξακολουθούσαμε να έχουμε πολλές μικρές αίθουσες προβολής στην πόλη, όχι όπως σήμερα που υπάρχουν μόνο μερικά multiplex και τίποτε άλλο. Έτσι πρωτοεξερεύνησα τη Ρίγα, όπου γεννήθηκα, με τους γονείς μου. Αργότερα, όταν ήμουν περίπου 18, ήξερα ότι αυτό που πραγματικά ήθελα να κάνω ήταν να γυρίζω ταινίες. Δεν αισθανόμουν, όμως, έτοιμος για κάτι τέτοιο, χρειαζόμουν χρόνο για να ωριμάσω και να κατανοήσω τι θέλω από τον κόσμο, προκειμένου να μπορώ να πω κάτι γι’ αυτόν. 10-11 χρόνια αργότερα έγινε αυτο το «κλικ», είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή, τώρα ή ποτέ. Πήγα, λοιπόν, σε κινηματογραφική σχολή.

Έτσι, αυθόρμητα;

Είχα κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα, ακόμα να «τρέχω» τη δικιά μου επιχείρηση, να εργάζομαι σε τράπεζα ή να σπουδάζω διεθνείς σχέσεις και οικονομικά. Θεώρησα, όμως, πως όλα αυτά με απομάκρυναν από αυτό που όντως ήθελα να κάνω. Έκλεισα, λοιπόν, την επιχείρηση, άρχισα να σπουδάζω κινηματογράφο και ένιωσα πολύ ευτυχής γι’ αυτό. Έπειτα, έκανα μερικές ταινίες μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ. Αυτή είναι η ιστορία μου!

Πώς οδηγήθηκες, μετέπειτα, στο ντεμπούτο σου μυθοπλασίας, γιατί αυτός ο τίτλος και γιατί η διαφορά με το λετονικό;

Όταν άρχισα να αναπτύσσω το ντεμπούτο μου, αυτό συνέβη στο εξωτερικό στο πλαίσιο κάποιου εργαστηρίου ανάπτυξης σεναρίου. Έπρεπε να βρω ένα τίτλο, κι έτσι προέκυψε ο συγκεκριμένος, ο οποίος διαθέτει την ποιητική ποιότητα του φιλμ. Κάποια στιγμή εξασφάλισα Λετονούς παραγωγούς και χρειαζόταν να αποφασίσουμε για το λετονικό τίτλο, ο αγγλικός δε λειτουργούσε στη λετονική του εκδοχή, κι έτσι γεννήθηκε ο λετονικός, που φάνταζε περισσότερο σαν δήλωση: «Είμαι εδώ», «Στέκομαι στα δυο μου πόδια».

Δεδομένου ότι το πεδίο των ταινιών ενηλικίωσης έχει καλυφθεί, αν όχι εξαντληθεί, τόσο από αναγνωρισμένους, όσο και από λιγότερο γνωστούς σκηνοθέτες ανά τα χρόνια, αισθανόσουν πως έχεις να προσφέρεις κάτι πρωτότυπο;

Ήθελα απλώς να αφηγηθώ μια ιστορία, δεν τη σκέφτηκα στο πλαίσιο κάποιου είδους. Σε δραματουργικό επίπεδο, αυτή ηλικία είναι ωφέλιμη, είναι μια περίοδος που αισθάνεσαι τέτοια αβεβαιότητα για τη ζωή σου- ποιος είσαι, τι θέλεις, πώς προχωράς, τι είναι σωστό και λάθος. Είναι, εξάλλου, μια ηλικία που γνωρίζω και στην οποία μπορώ να αναφερθώ. Δε θα μπορούσα να κάνω μια ταινία για ένα άτομο 50 ή 60 χρονών. Δε θα ένιωθα την ίδια σύνδεση. Η ετικέτα της «ταινίας ενηλικίωσης» προέκυψε αργότερα, οι κριτικοί την επινόησαν. Ποτέ δεν είχα την πρόθεση να κάνω μια ταινία για παιδιά ή νέους. Είχα την αίσθηση ότι αυτό το φιλμ θα μπορούσε να λειτουργήσει σε ανθρώπους από 7 έως 107 χρονών.



Η Elina Vaska, η πρωταγωνίστρια της ταινίας, είναι μια απoκάλυψη, καταφέρνοντας να αποδώσει την πολλαπλότητα των διαθέσεων και των συναισθημάτων του χαρακτήρα, τον οποίο υποδύεται, χωρίς μελοδραματισμό ή αποστασιοποίηση. Πώς την βρήκες; Ήταν επαγγελματίας ηθοποιός ή ερασιτέχνης;

Είναι πολύ απλό. Δεν έχουμε επαγγελματίες ηθοποιούς σε αυτή την ηλικία. Οι νεότεροι επαγγελματίες είναι 20-22 χρονών- και χρειαζόμασταν μια 18χρονη και έναν 14χρονο για τους βασικούς ρόλους. Ήταν, επομένως, ξεκάθαρο πως έπρεπε να τους βρούμε στο δρόμο. Ποτέ δεν εμπιστευόμουν τα ερασιτεχνικά θέατρα κι έτσι ποτέ δεν ακολούθησα αυτή την κατεύθυνση. Για μένα αυτά καταστρέφουν δυνητικά ταλέντα. Γι’ αυτό ψάξαμε σε κανονικά σχολεία, πιστεύοντας ότι, αν βρίσκαμε τα κατάλληλα άτομα, ίσως να γινόταν μια καλή ταινία. Κάναμε, λοιπόν, κάστινγκ σε περίπου 2.000 αγόρια και κορίτσια, ζητώντας τους να «παίξουν» ένα απόσπασμα από το σενάριο, που κινηματογραφήθηκε. Στη συνέχεια, παρακολούθησα αυτά τα σχεδόν 2.000 βίντεο, επέλεξα μερικές δεκάδες από τα παιδιά και τα συνάντησα. Στο τέλος, έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα σε 2 κορίτσια και 3 αγόρια για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και οδηγηθήκαμε σε αυτά.

Η πρωταγωνίστριά σου, σε κάθε περίπτωση, φαντάζει σαν ένα σπάνιο ταλέντο, το οποίο, με την κατάλληλη εκπαίδευση και τριβή, θα δώσει ακόμα σημαντικότερες ερμηνείες στο μέλλον.

Το ελπίζω. Αλλά, ξέρεις, το να αναζητάς έναν μη επαγγελματία ηθοποιό σημαίνει να αναζητάς κάποιον που διαθέτει τις ίδιες ποιότητες με το χαρακτήρα, τον οποίο θα υποδυθεί. Αν είσαι αρκετά τυχερός και υπομονετικός, ώστε να τον βρεις, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι εντάξεις στην ιστορία σου αυτές τις ήδη υπάρχουσες ποιότητες. Και η Elina Vaska διέθετε τις απαιτούμενες ποιότητες: αυτοπεποίθηση, θυμό, παιδιάστικη, ίσως, ξεροκεφαλιά, χαλαρότητα στο πλατό. Είναι ο τύπος της μαχήτριας που έψαχνα.  

Και η ταινία σου αποπνέει την ίδια αυτοπεποίθηση. Ετοιμάζεις κάτι καινούριο;

Δουλεύω πάνω στην επόμενη ταινία μου σε δικό μου σενάριο, η οποία «παίζει» γύρω από αυτή την αποκαλυπτική κατάσταση, όπου ένας θανατηφόρος ιός εξαπλώνεται και μια οικογένεια κρύβεται σε ένα αγροτόσπιτο. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια αποδόμηση του φόβου και του πώς πρέπει να αντιδρούμε απέναντι σε μια απειλή. Είναι ένα θρίλερ, αρκετά διαφορετικό από την προηγούμενη δουλειά μου.

Η ταινία του Renārs Vimba Mellow Mud επαναπροβάλλεται στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού του 29ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου την Τετάρτη 23 Νοεμβρίου στον κινηματογράφο Ααβόρα στις 19:00.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Κρίστι Πούιου: «Η ανάγκη για φήμη και δόξα γέννησε το “Ρουμανικό Νέο Κύμα”»


Αναπάντεχα ευθύς, αυτοκριτικός στα όρια του αυτοσαρκασμού και χειμαρρώδης, ο Κρίστι Πούιου θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές αυτού που αργότερα αποκλήθηκε Ρουμανικό Νέο Κύμα. Τον συναντήσαμε στο πλαίσιο του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου ήταν παρών, προκειμένου να παρουσιάσει την πιο πρόσφατη ταινία του, τη σουρεαλιστικά τιτλοφορημένη Sieranevada, μια χιουμοριστική, και ενίοτε σαρκαστική, ματιά στη ρουμανική μεσαία τάξη- και όχι μόνο. Το φιλμ, το οποίο αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ρουμανίας για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας για το 2017, προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 10 Νοεμβρίου.

Θεωρείσαι από τους θεμελιωτές του Ρουμανικού Νέου Κύματος. Ποια ανάγκη το γέννησε;

Άρχισα να αναρωτιέμαι γι’ αυτό το ζήτημα κάμποσα χρόνια πριν, όταν η συγκεκριμένη ετικέτα εμφανίστηκε και οι κριτικοί και οι δημοσιογράφοι αποφάσισαν να το αποκαλέσουν έτσι. Δεν υπήρχε, όταν άρχισα να κάνω ταινίες. Η απάντηση έχει να κάνει περισσότερο με την ανάγκη και την επιθυμία για φήμη και δόξα, παρά με το ενδιαφέρον για το σινεμά. Σε ό,τι με αφορά, έκανα μια ταινία το 2001, τη Γερή μπάζα, που βραβεύτηκε εδώ στη Θεσσαλονίκη, γεγονός πολύ σημαντικό για έναν πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη, ο οποίος έχει ανάγκη από μια τέτοια επιβεβαίωση.

Και αναγνώριση.

Ένα είδος αναγνώρισης από τους κριτικούς, αν και ο πρόεδρος της Επιτροπής Τζον Μπούρμαν μου είχε πει πως ήταν καλή ταινία, αλλά φλύαρη. Έδωσαν, λοιπόν, το κύριο βραβείο σε μια άλλη ταινία. Θα ήταν μια πολύ καλή αρχή, έτσι όπως το αντιλαμβανόμουν. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, είναι μια ψευδαίσθηση, από την οποία πρέπει να κρατάς τις αποστάσεις σου. Αυτή η ιδέα των βραβείων είναι απλώς βλακεία. Η νίκη μου, πάντως, στη Θεσσαλονίκη ήταν το γεγονός ότι στον Τζεϊλάν, ο οποίος ήταν μέλος της Επιτροπής, άρεσε η ταινία μου. Μετά από αυτό το φιλμ ακολούθησαν η Δύση του Μουντζίου και η Οργή του Ράντου Μουντεάν, που έγιναν θετικά δεκτές στη χώρα. Η δική μου όχι. Δε θεωρήθηκε σινεμά: κακά κινηματογραφημένη, «όλοι μπορούν να το κάνουν», κ.λπ. Όπως όταν επισκέπτεσαι μια έκθεση έργων αφηρημένης ζωγραφικής και όλοι έχουν την αίσθηση «ο γιος μου μπορεί να το κάνει καλύτερα». Αυτή η αντίληψη κυριαρχούσε για τη Γερή μπάζα, ότι υπάρχει κάτι λάθος σ’ αυτή. Γι’ αυτό και στη Ρουμανία έκοψε μόνο 3.000 εισιτήρια, σε αντίθεση με τα δεκάδες χιλιάδες εισιτήρια που έκοψαν οι άλλες 2 ταινίες.



Και τότε υπήρξα πολύ τυχερός γιατί κέρδισα στην Μπερλινάλε το βραβείο για την καλύτερη μικρού μήκους ταινία, γεγονός που μου επέτρεψε να συγκεντρώσω τους πόρους για την επόμενη μεγάλου μήκους δουλειά μου μου, την Οδύσσεια του κύριου Λαζαρέσκου.

Την ταινία, η οποία σε έκανε ευρύτερα γνωστό.

Επιλέχτηκε για το τμήμα Ένα κάποιο βλέμμα των Καννών. Ένιωσα προδομένος από αυτή την απόφαση, ήθελα να έχει περιληφθεί στο Διαγωνιστικό. Αλλά αυτές ήταν οι σκέψεις κάποιου που έδινε προσοχή στις συγκεκριμένες δομές. Η Επιτροπή έφυγε από την προβολή μισή ώρα μετά την έναρξή της και μόνο 2 μέλη της την παρακολούθησαν μέχρι τέλους και ζήτησαν από τους άλλους να επιστρέψουν . Η προσωπική μου πορεία είναι γεμάτη από όλων των ειδών τα ατυχήματα και τα εμπόδια. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, κέρδισε το βραβείο του τμήματος. Μετά την Οδύσσεια του κύριου Λαζαρέσκου, ένα τσούρμο σκηνοθετών από τη Ρουμανία είπαν «αυτή πρέπει να είναι η φόρμουλα για το Χρυσό Φοίνικα» και έτσι το καθετί στο σινεμά έγινε νατουραλιστικό. Ξεχάσαμε τους εαυτούς μας και τι θέλουμε να κάνουμε με το σινεμά και φορέσαμε αυτό το «παλτό», επειδή θα μας οδηγούσε σε κάποια βραβεία. Κι αυτό ίσχυσε στην περίπτωση του Μουντζίου, ο οποίος πέτυχε την κοινωνική και τη διεθνή αναγνώριση. Όταν πρόκειται για το σινεμά, δεν ευχαριστείς το κοινό.



Υποθέτω ότι δεν είναι αυτός ο στόχος σου.

Δεν μπορώ να το κάνω, γιατί είναι μια μορφή προδοσίας. Δεν μπορώ να προδώσω τον εαυτό μου.

Φτάσαμε, λοιπόν, στη Sieranevada, μια χιουμοριστική και συχνά σαρκαστική ματιά στη ρουμανική μεσαία τάξη- και όχι μόνο στη ρουμανική.

Ένα από τα προβλήματα είναι πως επινοήσαμε αυτά τα πεδία ανθρώπινης δραστηριότητας και δεν είμαστε ελεύθεροι να παρακολουθήσουμε τον κόσμο, γιατί τον αντιλαμβανόμαστε μέσω των φίλτρων, τα οποία έχουν τοποθετηθεί μπροστά στα μάτια μας. Η τάση είναι, λοιπόν, να πιστεύουμε ότι η κουλτούρα είναι πολύ πιο σημαντική από τον άνθρωπο. Αυτό είναι απλώς βλακεία. Οι άνθρωποι ανά τον κόσμο κάνουν τα ίδια πράγματα: τρώνε, γαμιούνται, χέζουν, κατουράνε, έχουν πρόβλημα με το στομάχι τους. Τα παραμερίζουμε, για να τα αναλύσουμε από την πολιτισμική σκοπιά. Και τότε εντυπωσιαζόμαστε: «Για δες, μπορούν να συμβούν και στη χώρα μας!», λέμε. Οι ταινίες για μένα είναι πολύ λιγότερο σημαντικές από τα λουλούδια. Τα περισσότερα από τα πολύ ουσιαστικά πράγματα δε σχετίζονται με την κουλτούρα.



Αλλά ο θάνατος έρχεται, τελικά, για όλους μας. Και τότε, όσα θεωρείς σημαντικά στη ζωή σου θα εξαφανιστούν. Γι’ αυτό με απασχολούν θέματα που σχετίζονται με το θάνατο και πώς αυτός βιώνεται από το άτομο, πώς ενσωματώνεται, πώς «χωνεύεται» μέσω ιστοριών, τις οποίες άλλοι αφηγούνται. Γεννιέσαι σ’ ένα κόσμο, όπου ο θάνατος δεν υπάρχει. Για τα παιδιά, είναι απλώς μια λέξη. Λίγο λίγο, χτίζουμε αυτό το μηχανισμό φόβου και νιώθουμε αγωνία.

Οι ήρωές σου στη Sieranevada μιλάνε ακατάπαυστα για σχεδόν κάθε θέμα, το οποίο μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους- από την ιστορία και την πολιτική, μέχρι τις ανθρώπινες σχέσεις και τη θρησκεία-, προκειμένου να αποφύγουν να θίξουν το μείζον.

Αυτός είναι ένας τρόπος απόδρασης, σαν καταφύγιο, για να αποφύγουν τη συζήτηση του κυρίως θέματος, την απώλεια του «πατριάρχη». Τι θα κάνεις γι’ αυτό; Γι’ αυτό και μιλάνε για οτιδήποτε άλλο. Αυτό συνέβη στο μνημόσυνο του πατέρα μου. Το πιο σημαντικό που μπορεί να κάνει ένας δημιουργός είναι να αποτελεί έναν ειλικρινή μάρτυρα της εποχής του και του μυαλού του. Δε μ’ ενδιαφέρει κάτι άλλο.



Και φαίνεται πως η κάμερά σου- κι εσύ πίσω από αυτή- είστε τέτοιοι μάρτυρες.

Έτσι πρέπει να είναι. Να αφήνεις τα πράγματα να εξελίσσονται και απλώς να τα καταγράφεις. Είναι κάποιοι άνθρωποι, που στη διάρκεια της ζωής τους αποφάσισαν να γίνουν ηθοποιοί. Τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός; Υπάρχει μια περιεκτική ατάκα στην Μαμά και την πουτάνα, όπου ο Ζαν Πιερ Λεό λέει ότι «το να είσαι ηθοποιός σημαίνει να είσαι ο εαυτός σου με τις λέξεις ενός άλλου». Πρέπει να ξεσκεπάσεις τον εαυτό σου, να κοιτάξεις την καρδιά σου. Ρώτα τον εαυτό σου όσα δεν τολμάς και τότε αποφασίζεις ποια κατεύθυνση θα πάρεις ή πόσο σοβαρό είναι το σινεμά. Νομίζω πως τα πιο σημαντικά πράγματα στις ταινίες μου είναι εκείνα, τα οποία δεν τοποθέτησα εκεί συνειδητά. Η Sieranevada ξεκίνησε από την ανάγκη να αφηγηθώ την ιστορία του εαυτού μου, που ζει μέσα στην ίδια του τη μυθοπλασία. Γι’ αυτό και συνδύασα γεγονότα, τα οποία συνέβησαν στη μικροκλίμακα μιας οικογένειας και στην ευρύτερη ιστορική διαδικασία.

Επιστρέφοντας εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. Έχει μέλλον το Ρουμανικό Νέο Κύμα; Ή χρειάζεται να ανανεωθεί, να επανεπινοηθεί;

Κατά κάποιο τρόπο έκανε κακό, γιατί οδήγησε στην απώλεια ατομικών φωνών. Αλλά αυτές οι φωνές, όπως του Μουντζίου, ξανακερδίζονται.

Ευχαριστώ θερμά τον Δημήτρη Κερκινό, υπεύθυνο του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για την πολυτιμη βοήθειά του στον προγραμματισμό της συνομιλίας με τον σκηνοθέτη.

Η ταινία του Κρίστι Πούιου Sieranevada προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 10 Νοεμβρίου σε διανομή της Seven Films.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Ντάνις Τάνοβιτς: «Αν η Βοσνία δεν μπορεί να υπάρχει, ούτε κι η Ευρώπη μπορεί»


Βραβευμένη στη φετινή Μπερλινάλε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και εκείνο της FIPRESCI, η πιο πρόσφατη ταινία του σημαντικότερου Βόσνιου σκηνοθέτη Ντάνις Τάνοβιτς Θάνατος στο Σαράγεβο είναι, ταυτόχρονα, ένα «σφιχτοδεμένο» πολιτικό θρίλερ και μια πολυεπίπεδη σάτιρα της Βοσνίας, αλλά και της Ευρώπης, του σήμερα. Κουβεντιάζουμε με τον σκηνοθέτη, με αφορμή την προβολή της ταινίας του στις αίθουσες από τις 10 Νοεμβρίου σε διανομή της AMA Films.

Η ταινία σου Θάνατος στο Σαράγεβο βασίζεται στο θεατρικό του Μπερνάρ Ανρί Λεβί Hotel Europe. Τι σε προσέλκυσε στο συγκεκριμένο θεατρικό, ώστε να προχωρήσεις στην κινηματογραφική του διασκευή;

Αρχικά, η ιδέα ήταν να κάνω ένα ντοκιμαντέρ, αλλά το θεατρικό στην πραγματικότητα είναι ένας μονόλογος για το τι συμβαίνει σε αυτό τον άνθρωπο, ο οποίος έρχεται στο Σαράγεβο. Το πιο ενδιαφέρον ήταν πώς ο Μπερνάρ βλέπει αυτό τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάδου από τον Γκάβριλο Πρίντσιπ. Το να λάβω το συγκεκριμένο γεγονός υπόψη θα έδινε στο φιλμ μια εντελώς διαφορετική προοπτική, βοσνιακή, όταν, μάλιστα, δεν ενδιαφερόμαστε για κάτι τέτοιο, γιατί η ζωή εδώ είναι δύσκολη για τους απλούς ανθρώπους. Το κατανοείς όντας από την Ελλάδα, επειδή η ζωή κι εκεί είναι δύσκολη στις μέρες μας.

Αποτελεί κάποιος είδος αμυντικού μηχανισμού το να μην εστιάζεις σε αυτά που σε αναστατώνουν;

Οι πολιτικοί σίγουρα χρησιμοποιούν αυτό τον αμυντικό μηχανισμό έναντι των ανθρώπων. Αν μιλήσεις στους καθημερινούς ανθρώπους, δε δίνουν δεκάρα για τον Γκάβριλο Πρίντσιπ. Αν, όμως, παρακολουθήσεις τα Μ.Μ.Ε., αναφέρονται στον πόλεμο και σ’ αυτόν λες και έχει πεθάνει 10 βδομάδες πριν. Αυτό είναι γελοίο, πρέπει να προχωρήσουμε.

Δεδομένου ότι πρόκειται για κινηματογραφική διασκευή, ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισες στη διάρκεια των γυρισμάτων;

Δεν ήταν μόνο μία, για να είμαι ειλικρινής. Μια από τις μεγαλύτερες ήταν να κάνω την ταινία να κινείται, ξέρεις. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο εσωτερικό ενός κτιρίου, επομένως ήθελα να κάνω μια οπτικά συναρπαστική κι όχι βαρετή ταινία, γι’ αυτό και άλλαξα το χώρο από το ξενοδοχείο Europa, όπου σύμφωνα με το θεατρικό λάβαινε χώρα η δράση, στο Holiday Inn, το οποίο έχει μια μυθική ιστορία, είναι συνδεδεμένο με την πόλη και φαίνεται εντυπωσιακό, παρότι την ίδια στιγμή καταρρέει- μια αντιστοιχία με το ένδοξο παρελθόν.

Έχω επισκεφτεί το Σαράγεβο μερικές φορές, αλλά δεν είχα δει πώς μοιάζει το Holiday Inn από μέσα.

Το είδες στην ταινία τώρα! Επιστρέφοντας στο ζήτημα των προκλήσεων, μια άλλη ήταν να αφαιρέσω το συμβολικό επίπεδο. Να μην είναι υπερβολικό, αλλά να το νιώθεις. Ρίσκο υπήρξε και η χρήση της κάμερας gimbal, δεν την είχα ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ. Αλλά, ως επί το πλείστον, λειτούργησε.

Το Θάνατος στο Σαράγεβο μπορεί να «διαβαστεί» ταυτόχρονα ως «σφιχτοδεμένο» πολιτικό θρίλερ και πολυεπίπεδη, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σάτιρα της βοσνιακής κοινωνίας. Είχες τον Ρόμπερτ Άλτμαν κατά νου όταν σκηνοθετούσες το φιλμ σου;

Ασφαλώς. Μου αρέσει ο τρόπος που αναμιγνύει τις ιστορίες, ιδίως όταν αυτό λειτουργεί. Επίσης, σκεφτόμουν ότι, αν εστίαζα μόνο σε μία ιστορία, θα έχανα την ευρύτερη εικόνα. Αλλά δεν είναι μόνο ο Άλτμαν αναφορά. Αν μπω στη διαδικασία να σκεφτώ τις αναφορές μου, η λίστα θα είναι πολύ μεγάλη, μιας και είμαι λάτρης του σινεμά.



Η ταινία σου διαθέτει, εξάλλου, θαυμάσια «ενορχηστρωμένες» ερμηνείες.

Είναι απόρροια της πολύχρονης δουλειάς με τους ηθοποιούς και την κάμερα, αλλά και της προσπάθειας να μην πιέζω τις καταστάσεις. Μου αρέσει η κίνηση της κάμερας, αλλά πρέπει να υπάρχει λόγος, για να γίνει κάτι τέτοιο. Έφερνα, λοιπόν, τους ηθοποιούς στο χώρο των γυρισμάτων, τους άφηνα να εξοικειωθούν μ’ αυτόν, τους τοποθετούσα κι έπειτα τους άφηνα να «χορέψουν». Πρόκειται για την 4η ταινία μου με το ίδιο συνεργείο, καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο.

Πόσο εύκολα θα μπορούσαν να σχετιστούν τα διαφορετικά κοινά με την ιστορία της ταινίας σου;

Οι άνθρωποι στα Βαλκάνια, και εσείς στην Ελλάδα, μπορείτε εύκολα να σχετιστείτε με την ιστορία. Δεν είμαι σίγουρος πως το γερμανικό κοινό θα συνδεόταν μ’ αυτή, δε ζουν σε ένα εξίσου χαοτικό σύστημα. Αντιμετωπίζουν άλλου είδους προβλήματα.

Πώς οραματίζεσαι την Ευρώπη;

Χρειαζόμαστε την Ευρώπη. Θα είμαστε καλύτερα εντός της, από το να υπάρχουν ένα μάτσο μικρές χώρες. Αυτό, στο οποίο χρειάζεται να επιστρέψουμε, ωστόσο, είναι η ιδέα της Ευρώπης, αποσπώντας την από όλους αυτούς τους γραφειοκράτες, τους τεχνοκράτες και τους τραπεζίτες, οι οποίοι την καταστρέφουν. Η ιδέα της, λοιπόν, συνίσταται στην ένωση των εθνών, στη συνεργασία των ανθρώπων. Τα ξεχάσαμε αυτά, μόνο για ποσοστώσεις μιλάμε. Κι η Ε.Ε. στις μέρες μας αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση της από τον καιρό της δημιουργίας της.

Η κατάσταση στη Βοσνία & Ερζεγοβίνη σε ανησυχεί; Πρόσφατη είναι, εξάλλου, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη σερβοβοσνιακή οντότητα. Δεν ξέρω πόσο σοβαρή εξέλιξη είναι αυτή, τελικά.

Έχεις τον Ντόντικ (σημ.: ο ηγέτης των Σερβοβόσνιων της Republika Srpska), που ξέρει να χρησιμοποιεί καλά το «χαρτί» του εθνικισμού και για όσο διάστημα παράγει εχθρούς γύρω του δε χρειάζεται να φροντίζει την οικονομία. Αλλά, ξέρεις, το ρολόι χτυπάει, μπορείς να «παίζεις» με τον εθνικισμό για λίγο καιρό, αλλά, όταν οι άνθρωποι δεν έχουν να φάνε, δε θα τους αρκεί. Νομίζω, πάντως, ότι η κατάσταση αλλάζει, βελτιώνεται. Όταν τη βλέπεις ως εξωτερικός παρατηρητής, σε ανησυχεί. Δε βρισκόμαστε, όμως, στο 1992 και οι Σέρβοι δεν έχουν το γιουγκοσλαβικό στρατό από πίσω τους, οπότε ο πόλεμος δεν αποτελεί επιλογή αυτή τη στιγμή. Κι αν ο Ντόντικ επιδιώξει την απόσχιση της σερβοβοσνιακής οντότητας από τη χώρα, δε θα του το επιτρέψουν. Έχουν πεθάνει πολλοί, προκειμένου να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Παίζει με τη φωτιά, αλλά πρέπει να βρούμε μια κοινή γλώσσα.

Μια τέτοια γλώσσα επιδιώκει να αναζητήσει και η ταινία σου.

Μεγάλωσα στο Σαράγεβο. Πάντοτε μου άρεσε το γεγονός πως αποτελεί ένα κράμα Μουσουλμάνων, Ορθόδοξων, Καθολικών υπό σοσιαλιστικό, ή όπως αλλιώς θέλεις να το αποκαλέσεις, καθεστώς. Ήταν ένα είδος Ευρώπης σε μικρογραφία. Αυτή είναι η κληρονομιά του, για την οποία πρέπει να είμαστε περήφανοι και να την προστατεύουμε, όχι να τη διαγράφουμε. Αν η Βοσνία δεν μπορεί να υπάρχει, ούτε κι η Ευρώπη μπορεί. Είναι τόσο απλό. Μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε την ίδια κουλτούρα, ακούμε την ίδια μουσική, διαβάζουμε τους ίδιους συγγραφείς, μετακινούμαστε με τα ίδια λεωφορεία. Αν δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί, τότε κανένας δεν μπορεί.



Έχεις κερδίσει  Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και πλήθος άλλων βραβείων. Πόσο σημαντικό είναι για σένα το γεγονός αυτό;

Είμαστε 4 εκατομμύρια άνθρωποι σε αυτή τη χώρα. Η διεθνής βράβευση, λοιπόν, μου προσφέρει μια αναγνώριση, την οποία δε θα απολάμβανα στη χώρα μου. Είναι διαφορετικό όταν είσαι Γάλλος, Γερμανός ή Αμερικανός. Πρέπει να έχουμε αυτή τη διεθνή επιτυχία, αλλιώς δεν υπάρχουμε. Είμαι σίγουρος ότι έχετε πολλές σπουδαίες ταινίες στην Ελλάδα, αλλά μόνο λίγες βγαίνουν προς τα έξω. Και φυσικά το όνειρο του κάθε κινηματογραφιστή είναι να αναγνωριστεί γι’ αυτό που κάνει. Υπήρξα πολύ τυχερός που κέρδισα το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας με την πρώτη μου δουλειά. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό σε διευκολύνει να γυρίσεις ταινίες, ιδίως το είδος των ταινιών που σκηνοθετώ.

Πώς αντιμετωπίζονται οι ταινίες σου διεθνώς; Στις Η.Π.Α., σε άλλες ηπείρους;

Οι Η.Π.Α. είναι «σκληρό καρύδι» για όλους. Αλλά οι ταινίες μου προβάλλονται στην Ιαπωνία, τη Βραζιλία, την Ινδία. Αναλογιζόμενος ότι προέρχομαι από μια μικρή χώρα και μιλάω σε γλώσσα που κανένας δεν καταλαβαίνει, νομίζω πως πάνε πολύ καλά.

Ελπίζω η ταινία σου να πάει καλά κι εδώ.

Κι εγώ. Δεν έχω επισκεφτεί ποτέ την Αθήνα και θα με ευχαριστούσε, αν έβρισκα την ευκαιρία να κάνω κάτι τέτοιο.  

Η ταινία του Ντάνις Τάνοβιτς Θάνατος στο Σαράγεβο προβάλλεται από τις 10 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της AMA Films.