Με καταγωγή από το Σαράγεβο,
το οποίο εγκατέλειψε με την μητέρα
και τον μεγαλύτερο αδερφό του λόγω του πολέμου
σε πολύ μικρή ηλικία μεταναστεύοντας στη Δανία, ο Βόσνιος σκηνοθέτης Vladimir Tomić καταθέτει
με το ντοκιμαντέρ Flotel Europa ένα βαθύ και συγκινητικό στοχασμό
πάνω στην προσωπική και τη συλλογική μνήμη, την ιστορία, την παιδική ηλικία και την προσφυγιά.
Το ντοκιμαντέρ του, που έχει αποσπάσει πολλές διακρίσεις διεθνώς, προβάλλεται
την Τετάρτη 1η Ιουνίου
στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στο
πλαίσιο του αφιερώματος Πρόσφυγες: απόδραση προς την ελευθερία;
Στο μεταξύ, είχαμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κουβέντα με τον σκηνοθέτη.
Πότε
πρωτοκράτησες κάμερα (φωτογραφική ή κινηματογραφική) και τι εντύπωση σου άφησε;
Αυτό δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον.
Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι, αν
το σπίτι μου καιγόταν και ήμουν μόνος μέσα, πιθανότατα πρώτα θα προσπαθούσα να
σώσω την κάμερα και το υλικό, που είχα αποθηκευμένο εκεί.
Σε
ποιο σημείο έπαψε να είναι ο φακός της ένα μέρος, πίσω από το οποίο κρυβόσουν, και,
αντιθέτως, μετατράπηκε σε «όπλο», που θα σε βοηθούσε να πολεμήσεις τους «δαίμονές»
σου, ανακαλύπτοντας εκ νέου, και ίσως επανεπινοώντας, τον εαυτό σου;
Ξεκίνησα να κάνω τις δικές
μου πιο σοβαρές δουλειές, όταν εισήχθην στη Βασιλική Δανέζικη Σχολή Καλών Τεχνών
το 2003. Πιο πριν, ήμουν φωτογράφος πλατώ σε δουλειές άλλων. Γρήγορα ανακάλυψα
πως στη δική μου δουλειά χρησιμοποιούσα την κάμερα ως «ασπίδα» περισσότερο από
ό,τι σαν «όπλο». Ως «ασπίδα», επειδή ήθελα να καταλάβω την ιστορία, και όχι να
την πολεμήσω. Η ιστορία χρειάζεται να κατανοηθεί και να γίνει αποδεκτή με όλες
τις θετικές και τις αρνητικές της πλευρές. Πιστεύω πως ο καλλιτέχνης δεν πρέπει
να την πολεμά, κάτι που κάνουν οι πολιτικοί, γι’ αυτό και συχνά διαπράττουν τα
ίδια λάθη.
Η κάμερα στέκεται, επίσης,
ανάμεσα σε μένα και τα υπαρξιακά ερωτήματα της ζωής που θέλω να καταλάβω περισσότερο,
αλλά φοβάμαι να προσεγγίσω. Ένα από αυτά τα ερωτήματα ήταν: «Ποια ήταν η επίδραση του πολέμου στην πρώην
Γιουγκοσλαβία στους ανθρώπους και σε μένα;». Μου πήρε πολύ καιρό και σκληρή
δουλειά, για να κατανοήσω κάποια από αυτά τα πράγματα, και υποθέτω ότι ποτέ δεν
μπορεί κάποιος να τα καταλάβει πλήρως.
Μαζί
με την μητέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό σου, αναγκαστήκατε να εγκαταλείψετε το Σαράγεβο
και την πρώην Γιουγκοσλαβία, εξαιτίας του πολέμου. Ποιες είναι οι πιο ευτυχισμένες
αναμνήσεις σου από την περίοδο πριν τον πόλεμο; Κι αν είναι αλήθεια πως πατρίδα
μας είναι η παιδική μας ηλικία, τι συμβαίνει αν αυτή η παιδική ηλικία
διακόπτεται απότομα, παραμορφώνεται ή γίνεται επώδυνη;
Πολλά μπορούν να ειπωθούν
για τα θετικά και τα αρνητικά της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά ένα είναι σίγουρο.
Εκτός από τους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές, οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα
εύχονται να ήταν τα πράγματα όπως τότε. Η κοινωνική και οικονομική ασφάλεια ήταν
σε πολύ υψηλότερο επίπεδο και, αν αυτό δεν αρκούσε, οι άνθρωποι ήξεραν ότι η
αλληλεγγύη ανάμεσα στις εθνοτικές και τις θρησκευτικές ομάδες ήταν βέβαιη. Για κάποιες
γενιές, που είχαν γεννηθεί τότε, διαφορές ανάμεσα σε εθνοτικές ομάδες δεν
υπήρχαν. Καθ΄οδόν για το σχολείο, το οποίο ονομαζόταν «Αδερφότητα και Ενότητα»,
περνούσα από το τζαμί, τη συναγωγή, την καθολική και την ορθόδοξη εκκλησία, ενώ
άκουγα τσιγγάνικη μουσική στο δρόμο. Δε μου άρεσε και πολύ να πηγαίνω στο σχολείο,
αλλά αγαπούσα την ομορφιά και την ποικιλομορφία της πατρίδας μου, και ήθελα να
μαθαίνω τα πάντα για την ιστορία της και την ιστορία της Ευρώπης. Δυστυχώς, οι πιο
σκοτεινές πλευρές της ιστορίας της εθνικής μας ταυτότητας «ξύπνησαν» στη διάρκεια
της κρίσης της δεκαετίας του ’80 και όλα πήγαν κατά διαόλου.
Είναι φυσιολογικό για μας
τους ανθρώπους να νιώθουμε έναν ξεχωριστό δεσμό με το μέρος, όπου γεννηθήκαμε.
Ανεξάρτητα από το αν μιλάμε για την παιδική ηλικία ή την ενήλικη ζωή, όταν η ζωή
κάποιου διακόπτεται απότομα, αυτό θα ασκήσει κάποιου είδους αρνητική επίδραση
πάνω του για την υπόλοιπη ζωή του. Όσοι δεν έχουν βιώσει κάτι τέτοιο, μπορεί να
δείξουν συμπάθεια, αλλά ποτέ δε θα μάθουν τι σημαίνει να χάνεις το σπίτι, τους
φίλους και μέλη της οικογένειάς σου. Να ξυπνάς την υπόλοιπη ζωή σου και να νιώθεις
σαν ένας ξένος, ο οποίος έχει μέλλον, επειδή κάποιος ήταν αρκετά ευγενικός να
του δώσει μια ευκαιρία.
To
Flotel
Europa είναι μια δυνατή και συγκινητική δουλειά,
δεξιοτεχνικά ισορροπώντας ανάμεσα στο κινημτογραφικό ημερολόγιο και ένα βαθύ, χαμηλών
τόνων, μελαγχολικό, χιουμοριστικό σε βαθμό αυτοσαρκαστικό, και συμφιλιωτικό στοχασμό
πάνω στην ιστορία της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Πόσο καιρό σου πήρε να συγκεντρώσεις
όλα αυτά αυτά τα διασκορπισμένα βιντεοσκοπημένα κομμάτια προσωπικής και συλλογικής
μνήμης, και πόσο απαιτητικό ήταν να τα ενσωματώσεις σε μια συνεκτική αφήγηση, ικανή
να έχει απήχηση σε ευρύτερα κοινά, όχι κατ’ ανάγκη εξοικειωμένα με όσα συνέβησαν
στην πρώην Γιουγκοσλαβία;
Όλη η ταινία συντίθεται από
προσωπικά βίντεο, τραβηγμένα από Βόσνιους πρόσφυγες κατά τη διάρκεια της παραμονής
τους στον προσφυγικό καταυλισμό Flotel
Europa στη Δανία μεταξύ
1992-1996. Έχω, επίσης, οικογενειακές βιντεοκασέτες, τις οποίες φτιάξαμε, έτσι να
μπορούμε να τις στείλουμε στην οικογένειά μας στο Σαράγεβο μετά τον πόλεμο. Σε εκείνες
τις βιντεοκασέτες μιλούσαμε για τη ζωή μας στον καταυλισμό και σχετικά με τις
πιθανότητες για έναν ερχομό της υπόλοιπης οικογένειας μετά τον πόλεμο. Λοιπόν, ήταν
η μητέρα μου που μιλούσε, ενώ εγώ κι ο αδερφός μου στεκόμασταν από πίσω, κάτι
που φαινόταν αστείο. Ήξερα πως κι άλλοι πρόσφυγες είχαν δικές τους βιντεοκασέτες,
και με λίγη βοήθεια ήρθα σε επαφή μαζί τους.
Πρέπει να παραδεχτώ ότι ήταν
πολύ δύσκολο να κάθομαι και να παρακολουθώ πολλές, πολλές ώρες ερασιτεχνικής
βιντεοσκόπησης. Καθώς ξέρεις, οι περισσότεροι ερασιτέχνες κινηματογραφούν οτιδήποτε
άλλο εκτός από τις σημαντικές στιγμές
της ζωής τους, αλλά αυτό που κινηματογραφούν είναι αυθεντικό, και συχνά
προκαλεί έκπληξη, γιατί δεν ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί. Μερικές φορές, υπήρχε
υλικό, το οποίο ήταν τόσο όμορφο και συγκινητικό, τόσο προσωπικό και δυνατό,
που γελούσα και έκλαιγα την ίδια στιγμή. Ευτυχώς, ανακάλυψα πως η ταινία θα λειτουργούσε
αν έγραφα την ιστορία της ζωής μου στον προσφυγικό καταυλισμό Flotel Europa
και
έπειτα επέλεγα το σωστό υλικό από βιντεοκασέτες γι’ αυτή. Το μοντάρισμα της δουλειάς
έγινε από τον υπέροχο κινηματογραφιστή Srdjan Keca, χωρίς τον οποίο θα ήταν πολύ
δύσκολο να βγει σωστά. Ήθελα να κάνω μια ταινία που θα περιλάμβανε όλα όσα περιλαμβάνει
η ζωή. Από το ρομάντσο, τη δύσκολη πραγματικότητα, κωμικές στιγμές, μέχρι την
καθημερινότητα του να φτιάχνεις φαγητό και να παρακολουθείς τηλεόραση. Ήθελα να
δείξω πώς κατέρρευσε η Γιουγοσλαβία για μένα στη Δανία και το κοινό να γελάσει
και να κλάψει όπως εγώ, όταν παρακολουθούσα το υλικό. Ο Srdjan ένιωσε
το ίδιο, γι’ αυτό και ήμαστε μια σπουδαία ομάδα.
Η
ταινία τελειώνει στο σημείο που είστε έτοιμοι να μετακομίσετε σε ένα κανονικό διαμέρισμα
στην Κοπεγχάγη. Πώς κύλησαν τα χρόνια, τα οποία ακολούθησαν; Σας φέρθηκαν με συμπάθεια,
κατανόηση, ή έστω ανοχή;
Σίγουρα τα επόμενα χρόνια
ήταν πολύ καλύτερα. Άρχισα να νιώθω περισσότερο στο σπίτι μου στη Δανία, καθώς
πήγα σε δανέζικο σχολείο, έκανα Δανούς φίλους και αισθάνθηκα πως, έχοντας το
υπόβαθρο που είχα, ήταν κάτι που με έκανε πιο σοφό. Οι Δανοί μου φέρθηκαν καλά,
αλλά, όπως και στα περισσότερα μέρη, παίρνεις ό,τι δίνεις. Βεβαίως, είναι πολύ δυσκολότερο
να ξεκινήσεις μια καινούρια ζωή κάπου, όπου δεν έχεις τίποτα και κανέναν, αλλά
η οικογένειά μου δούλεψε σκληρά, για να γίνει κομμάτι μιας νέας κοινωνίας και
να φτιάξει μια ζωή εκεί.
Επέστρεψες
στη Βοσνία & Ερζεγοβίνη, ενώ γυρνούσες το ντοκιμαντέρ My lost generation.
Την έχεις επισκεφτεί ξανά, έκτοτε; Και πώς συνδέεσαι συναισθηματικά μ’ αυτήν;
Ασφαλώς κι έχω πάει στη Βοσνία
& Ερζεγοβίνη πολλές φορές από το 2004, κυρίως για να επισκεφτώ την
οικογένεια που έχει απομείνει και να δείξω τις ταινίες μου σε φεστιβάλ. Μερικές
φορές, διδάσκω, επίσης, νεαρούς Βόσνιους κινηματογράφο. Το αγαπώ αυτό.
Συνήθως είμαι πολύ ανήσυχος,
όταν πηγαίνω στο Σαράγεβο, καθώς νιώθω αποξενωμένος από τη γενέτειρά μου και όχι
πραγματικά ευπρόσδεκτος. Έχω το κλειδί του άδειου διαμερίσματος του παππού και της
γιαγιάς μου, όπου δεν μπορώ να βρω ησυχία ή να κοιμηθώ, αν είμαι μόνος. Όπου κοιτάζω,
βλέπω κομμάτια της παιδικής μου ηλικίας, τα οποία, όπως και η πόλη στον πόλεμο,
κατέρρευσαν. Κάποιες φορές σταματώ σε κάποιο σχολείο ή στο πάρκο και παρακολουθώ
νεαρά άτομα να μιλάνε, να γελάνε, να φιλιούνται- αυτό μου δίνει ενέργεια. Ορισμένοι
άνθρωποι που ξέρω και η δουλειά μου δίνουν ενέργεια να μείνω εκεί λίγες μέρες.
«Όλο αυτό το ρομάντσο θα σε σκοτώσει», μου λένε μερικοί.
Ζούμε
σε καιρούς που, τουλάχιστον στην Ευρώπη, βιώνουμε αυξημένη μετανάστευση, καθώς και
πολλή υποκρισία, σκληρότητα και κυνισμό από την πλευρά των εξουσιαστών. Η ανάδυση
της Ακροδεξιάς και της νεοναζιστικής «ιδεολογίας» είναι, επίσης, προφανής, ακόμη
και σε σκανδιναβικές χώρες, όπως η Δανία. Ως πρώην πρόσφυγας, πώς νιώθεις για όλα
αυτά, και πώς νομίζεις ότι το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης θα μπορούσε
να αντιμετωπιστεί δίκαια και ανθρώπινα;
Όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο
καταλαβαίνω την πολυπλοκότητα του κόσμου, στον οποίο ζούμε, αλλά και της «μοιραίας»
κοινοτοπίας των πάντων. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις σε ένα μέρος, όπου διαφορετικές
δυνάμεις νιώθουν την ανάγκη να κυριαρχούν και να επηρεάζουν η μία την άλλη. Η τέχνη
μου εστιάζει στον άνθρωπο και την κατάστασή του, απλωμένα ανάμεσα στην εξουσία,
την ιδεολογία, τη θρησκεία, την ιστορία και την ίδια του τη φύση. Αυτό που βλέπω
να συμβαίνει αυτή τη στιγμή είναι η αύξηση του φόβου. Είναι σαν πολλοί να μην ήξεραν
ότι εδώ και 15 χρόνια είμαστε, στην πραγματικότητα, αναμεμειγμένοι σε πολέμους εκτός
Ευρώπης.
Από την άλλη, βλέπω μια έξαρση
του πρωτογονισμού, ο οποίος συχνά είναι πολύ στενόμυαλος και μπορεί να γίνει επικίνδυνος.
Μη με παρεξηγήσεις: άνθρωποι, τους οποίους αποκαλούμε «διανοούμενους», μπορεί να
είναι εξίσου πρωτόγονοι. Όταν αυτός ο τρόπος σκέψης και δράσης κυριαρχεί, τότε είναι
πολύ αργά να σώσουμε οτιδήποτε. Το είδαμε να συμβαίνει στη Γιουγκοσλαβία. Τα πράγματα
χρειάζεται να μεταμορφωθούν σε κάτι καλύτερο και πιο ανθρώπινο, όχι να καταστραφούν.
Η
πιο πρόσφατη δουλειά σου λέγεται Remembering the nowhere.
Θα ήθελες να μου πεις περισσότερα για την κεντρική της ιδέα; Και τι ετοιμάζεις στο
κινηματογραφικό «μέτωπο»;
Το Remembering the Nowhere
ήταν
μια έκθεση που έκανα φέτος. Περιλάμβανε τα πάντα από προσωπικές φωτογραφίες
Βόσνιων προσφύγων, μέχρι αντικείμενα και βίντεο. Μπορείς να δεις τον κατάλογο
στο προσωπικό μου site.
Αυτό, που προσπάθησα να προσεγγίσω
μέσω της έκθεσης, ήταν το κενό, το οποίο αφήνει ο πόλεμος στους ανθρώπους. Την ονόμασα
«πουθενά», γιατί είναι ένα κράτος, όπου
το άτομο καταρρέει, όταν μετατρέπεται σε πρόσφυγα ή ξένο προς το περιβάλλον
του, καθώς και προς την πατρίδα του. Ήθελα να δω πώς οι άνθρωποι διαχειρίζονται
αυτού του είδους την προσωπική ιστορία και ποια είναι η φύση της μνήμης.
Δε μιλάω για εγχειρήματα,
που δεν έχουν ολοκληρωθεί. Σε ευχαριστώ!
Το ντοκιμαντέρ του Flotel Europa προβάλλεται
την Τετάρτη 1η Ιουνίου
στις 22:15, στο πλαίσιο του
αφιερώματος Πρόσφυγες: απόδραση προς την ελευθερία;, το οποίο φιλοξενείται
στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Ιερά Οδός 48 & Μεγάλου Αλεξάνδρου
134-136.