Ελιάν Ραχέμπ και Μιγκέλ/Μισέλ στο 23ο ΦΝΘ (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Βραβευμένο
στη φετινή Μπερλινάλε, το αντισυμβατικό ντοκιμαντέρ
της Λιβανέζας Ελιάν Ραχέμπ Ο
πόλεμος του Μιγκέλ είναι ένα πορτραίτο
του κεντρικού χαρακτήρα, αυτοεξόριστου
γκέι στην Ισπανία, και ταυτόχρονα μιας χώρας.
Μια απολαυστική συνάντηση με την σκηνοθέτρια
και τον πρωταγωνιστή στο πλαίσιο του
23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ
Θεσσαλονίκης, που συνεχίζεται μέχρι
και την Κυριακή 4 Ιουλίου.
Συναντηθήκατε
τυχαία. Πες μου λίγο περισσότερα γι’ αυτή την ευτυχή συγκυρία. Ή την όχι και
τόσο.
(Ελιάν Ραχέμπ): Τι βλέπεις;
Βλέπω
μια ευτυχή, και κατά κάποιον τρόπο συγκρουσιακή σχέση.
(Μιγκέλ/Μισέλ): Ευτυχισμένες στιγμές υπάρχουν μόνο στο Χόλιγουντ,
όχι στον πραγματικό κόσμο! (Γέλιο)
(Ε.Ρ.): Δεν υπάρχει θέατρο χωρίς δράμα, καμία ιστορία χωρίς
σύγκρουση. Εννοώ τη δραματουργία, που οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν. (Γέλιο)
Συνέβαλαν
σ’ αυτή την κατεύθυνση.
(Ε.Ρ.): Χωρίς σύγκρουση η κατάσταση θα ήταν βαρετή.
Πότε
αποφασίσατε να ασχοληθείτε μ’ αυτό το εγχείρημα;
(Μ./Μ.): Αυτή το
αποφάσισε.
(Ε.Ρ.): Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, συναντηθήκαμε σ’ ένα
Φεστιβάλ. Ήταν ο διερμηνέας στο Q&A μιας
ταινίας που είχα κάνει.
Ήταν μια αντισυμβατική
συνάντηση, γιατί δεν ήταν συμβατικός διερμηνέας. Ήταν πολύ συναισθηματικός όταν
μετέφραζε, κι αυτό δεν είναι συνηθισμένο. Το φιλμ αφορούσε στον Εμφύλιο Πόλεμο
στον Λίβανο.
Όταν τον είδα να βγαίνει
από την προβολή πριν αυτή τελειώσει, τον έσπρωξα μέσα.
(Μ./Μ.): Τεχνικά, με
έσπρωξε. Ήταν λίγο επιθετική.
(Ε.Ρ.): Σκεφτόμουν ότι θα ήταν κακός διερμηνέας, γιατί έχω κακή
εμπειρία από τους διερμηνείς συνήθως, Άραβες στο εξωτερικό. Μερικές φορές δεν
«πιάνουν» τη διάλεκτο.
(Μ./Μ.): Πάντως αντεπιτέθηκα. Της είπα: «Δεν μπορείς να βγάλεις τον σκασμό¨και να μ’ αφήσεις να κάνω τη δουλειά
μου;»
(Ε.Ρ.): Μου είπε: «Είμαι η
ντίβα της διερμηνείας, είμαι ο καλύτερος».
(Μ./Μ.): Κι εκείνη πως ήμουν πολύ επιθετικός.
(Ε.Ρ.): Δεν το θυμάμαι.
Όταν μετέφραζε, ήταν πολύ
συναισθηματικός, ίδρωνε, και τον ρώτησα γιατί. Μου απάντησε πως αυτό συνέβη
γιατί τα είχε ζήσει όλ’ αυτά, και δεν ήθελε να τα δει να συμβαίνουν ξανά. Και
μου είπε την ιστορία του, σε έναν πρώτο μονόλογο, σ’ ένα μπαρ.
Την επομένη, τον
συνάντησα πάλι, και συνέχισε για άλλες τρεις ώρες.
Δύο μήνες αργότερα του
τηλεφώνησα από τον Λίβανο λέγοντάς του ότι έρχομαι στη Βαρκελώνη να
συζητήσουμε. Άλλη μια φορά. Έτσι ξεκίνησε.
Δεν
πρόκειται για ένα συμβατικό ντοκιμαντέρ, κι όχι μόνο γιατί ενσωματώνει διαφορετικά
διαφορετικά στιλιστικά στοιχεία- από το animation και φωτογραφίες, μέχρι επίκαιρα της
εποχής και δραματοποίηση.
Εσύ
το αποφάσισες κι αυτό, ή το συζητήσατε;
(Ε.Ρ.): Αυτού του είδους η συζήτηση χρειάζεται ένα σενάριο. Δεν
πρόκειται για μια μπουρζουάδικη ιδέα του τύπου, «Θέλω να κάνω ένα φιλμ animation».
Είχα δει μερικά animated ντοκιμαντέρ,
και δεν ήθελα να δημιουργήσω κάποιο που επαναλαμβάνει άλλα, οπότε προέκυψε από
την εντύπωση πως ήθελα να βρίσκομαι στο μυαλό του, και σ’ αυτό υπήρχαν πολλές
στρώσεις.
Για να προσπαθήσω να
οπτικοποιήσω και ν’ αποδομήσω αυτές τις στρώσεις, έπρεπε επίσης ν’ αποδομήσω το
ίδιο το σινεμά. Το ντοκιμαντέρ συνιστά μια αναζήτηση, ένα ταξίδι με τον
χαρακτήρα για να ανακαλύψεις όλα τα μέρη.
Χρησιμοποίησα, λοιπόν, το
ντοκιμαντέρ ως ένα όχημα για το ταξίδι ανάμεσα στην Ισπανία και τον Λίβανο και
για την αντιμετώπιση του παρελθόντος στο σήμερα, καθώς για τη διερεύνηση του
πώς λειτουργεί η μνήμη.
Η ηχητική διάσταση είναι,
εξάλλου, πολύ σημαντική.
Όταν τον συνάντησα για πρώτη
φορά, τον ηχογράφησα, άλλωστε. Εννιά ώρες υλικού, που το απομαγνητοφώνησα. Ήταν
σαν μυθιστόρημα. Μου έστειλε και γραπτό κείμενο, που συνεχίζει να το γράφει.
Απομνημονεύματα
σε εξέλιξη.
(Ε.Ρ.): Ακριβώς! Το κείμενο ήταν σαν εξομολόγηση το ίδιο, άρα. Απέμενε
να βρώ πώς θα αφηγούμουν την ιστορία οπτικά.
Μετά τα γυρίσματα, κάναμε
συνεντεύξεις.
Κάποιες φορές αυτό
φάνταζε σαν ψυχαναλυτική διαδικασία, όπου ο θεραπευτής σε ρωτά να εξαγάγεις
συμπεράσματα σχετικά με πράξεις σου. Οι συνεντεύξεις μαζί του είχαν, επομένως,
αυτόν τον χαρακτήρα, της εξαγωγής συμπερασμάτων.
Το
ντοκιμαντέρ σου αποτελεί μια αναζήτηση, κατά την οποία αναδεικνύεται τόσο μια
προσωπική ιστορία όσο και η Ιστορία μιας χώρας.
Πρόκειται
για παρακινδυνευμένο εγχείρημα, αλλά η υλοποίησή του είναι επιτυχημένη.
(Μ./Μ.): Δεν είναι η δικιά
μου ιστορία, είναι η ιστορία εκατομμυρίων ανθρώπων, που ίσως βίωσαν κάποια από
τα τραύματά μου. Σ’ αυτό έγκειται η επιτυχία του φιλμ.
Μετά από προβολές στο
Βερολίνο έρχονταν άνθρωποι από την Αυστραλία, τις Η.Π.Α., την Τουρκία, την
Αφρική, και όλοι έζησαν πολύ βαθιά αυτά που είδαν στην οθόνη.
Η ιστορία μου είναι μια
αναζήτηση ταυτότητας- σεξουαλικής, κοινωνικής.
Υπήρχαν
στιγμές που μπορούσα να ταυτιστώ μαζί σου, Μιγκέλ, κι άλλες που θα ήθελα να σου
ρίξω μια μπουνιά στο πρόσωπο εξαιτίας κάποιων επιλογών σου στο παρελθόν.
Αυτό
που πραγματικά εκτίμησα, όμως, ήταν η τόσο ζωντανή αποτύπωση της πολυπλοκότητας
της προσωπικότητάς σου.
(Μ./Μ.): Πριν την πρώτη μας συνάντηση στη Βαρκελώνη, υποσχέθηκα δυνατά
στον εαυτό μου και στο σύμπαν πώς, ό,τι κι αν συνέβαινε, τα πάντα θα ήταν
αληθινά. Θα ήμουν 100% αυθεντικός.
Ο
θεατής καλείται, λοιπόν, να εκτιμήσει αυτή την ειλικρίνεια, ανεξαρτήτως του αν
μπορεί να ταυτιστεί με το πρόσωπο, τις επιλογές ή τις σκέψεις του.
(Μ.Μ.): Δε θέλω να κρύψω τα σκατά ή, ίσως, την αδυναμία μου.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου βαθιά πως δε θα έκρυβα ποτέ τίποτα και θα ήμουν όσο
ειλικρινής είναι δυνατόν.
Κι
εσύ συνέχισες να τον πιέζεις, δεν τον άφηνες σε ησυχία.
(Ε.Ρ.): Όταν υπήρχε συνεργείο, ήταν εντυπωσιασμένος. Το να λες την
ιστορία σου σε έναν άνθρωπο είναι ένα πράγμα, το να τη λες, όμως, μπροστά σε
περισσότερους είναι λιγάκι αμήχανο.
(Μ./Μ.): Με 25 ανθρώπους ν’ ακούν.
(Ε.Ρ.): Όταν βλέπει ανθρώπους είτε γίνεται ντροπαλός -φαντάσου!-,
είτε μπορεί να γίνει σούπερ προβοκατόρικος.
(Μ./Μ.): Το να είμαι προβοκατόρικος είναι αυτό που είμαι. Είναι
συναρπαστικό.
(Ε.Ρ.): Αυτό που έλεγε σε μένα άλλαζε όταν βρισκόταν μπροστά σε
ανθρώπους. Και τότε προσπαθούσα να επιστρέψω στην αληθινή συνομιλία που είχαμε
πριν τα γυρίσματα.
Ήταν σαν παιχνίδι, η
διασκεδαστική πλευρά της ταινίας, γιατί, κατά τα άλλα, έχει πολύ σκοτεινές
πλευρές. Ο Μιγκέλ μπορεί, άλλωστε, να γίνει πολύ αστείος, και σε μένα δεν
αρέσει το μελόδραμα.
Μιας, λοιπόν, και μιλάμε
για έναν γκέι και για πόλεμο, δεν ήθελα κλάματα και μια τρεμάμενη κάμερα, αλλά
να είμαι κομψή και προκλητική. Είναι μια μίζερη ιστορία, δεν ήθελα να γίνει μια
μίζερη ταινία.
Υπάρχουν
στοιχεία δυστυχίας, αλλά είναι κομμάτι της αφήγησης.
(Ε.Ρ.): Ακριβώς! Αυτό που τον έσωσε από τα τραύματά του είναι η
φαντασία του και η διάθεσή του να περνά καλά, ακόμα κι αν βρίσκεται μες στα
σκατά. «Ας κάνουμε τα σκατά αστεία και
γκροτέσκα», θα έλεγε.
Κι εγώ θέλω να γίνομαι γκροτέσκα,
εντός του στενού κύκλου μου. Αυτό το φιλμ με απελευθέρωσε ως σκηνοθέτρια, γιατί
δοκίμασα πολλά πράγματα που πάντα ήθελα να υλοποιήσω.
Όλα, όμως, βγάζουν νόημα.
Είναι μια τρελή ιστορία για έναν άνθρωπο που έχει βρεθεί σε τρελές καταστάσεις.
Και η συνάντησή μας, τρελή ήταν κι αυτή.
Κι
εσύ, Μιγκέλ ή Μισέλ; Ποιο από τα δύο προτιμάς; Ή δεν έχει και τόση σημασία;
(Μ./Μ.): Δεν έχει σημασία πια. Τώρα ζω στην Καταλονία, στη
νοτιοανατολική Ισπανία. Εκεί, πολλοί άνθρωποι με αποκαλούν «Μικέλ». Και πολλοί
ισπανόφωνοι θυμώνουν που το επιτρέπω.
Όταν με αποκαλούν «Μικέλ»,
το νιώθω, και είμαι και ο Μιγκέλ και ο Μισέλ. Είμαι και τα τρία.
Απελευθέρωσε
και σένα αυτό το φιλμ;
(Μ./Μ.): Μου επέτρεψε να φωνάξω, επέτρεψε την κάθαρση που
χρειαζόμουν -σωματική, θεατρική. Εγώ
απελευθέρωσα τον εαυτό μου. Τον απελευθέρωσα εν μέρει πολλά χρόνια πριν, γιατί
δεν έχω απελευθερωθεί πλήρως.
Η τελική απελευθέρωση θα
έρθει με τον θάνατο. Αυτή θα είναι μια πολύ συναρπαστική στιγμή, νομίζω. Η
κοινωνία, η θρησκεία, ο θεός -αν αυτό το πράγμα υπάρχει- μου το χρωστάνε να
φωνάξω στα μούτρα τους.
Μπορούσα να το κάνω αυτό
μέσω της ταινίας, κι ήταν καλό.
Αισθάνεσαι
λιγότερο μόνος μετά από αυτό το φιλμ; Κάπου αναφέρεις ότι ανήκεις στη μοναξιά.
(Μ./Μ.): Είναι πολύ δύσκολο να μη
νιώθεις μοναξιά. Νιώθω μόνος από τότε που γεννήθηκα, από τη στιγμή που είχα
επίγνωση της ζωής. Γι’ αυτό και δημιούργησα έναν παράλληλο κόσμο, ο οποίος,
στην πραγματικότητα, εξακολουθεί να υπάρχει.
Δραπετεύω από αυτόν τον
βαρετό κόσμο επινοώντας ιστορίες, και τις ζω. Η καλύτερη στιγμή σε ολόκληρη τη
μέρα είναι όταν πηγαίνω στο κρεβάτι -το ποθώ αυτό-, και ξέρω πως θα περάσω
τουλάχιστον μια ώρα εφευρίσκοντας μια ιστορία.
Γράφω το σενάριο στο
μυαλό μου, και απλά περιμένω τη στιγμή που θα βρεθώ στο κρεβάτι για να το ζήσω.
Πάντα αυτό έκανα, πάντα αυτό με έσωζε.
Η Ελιάν κατάλαβε πόσο
σημαντικός είναι αυτός ο παράλληλος κόσμος- γι’ αυτό και είμαι ευτυχής με το
φιλμ. Είναι η βάση της ζωής μου. Μου επιτρέπει να μην τρελαθώ τελείως.
Θα
επέστρεφες ποτέ στον Λίβανο;
(Μ./Μ.): Όχι, καθόλου. Ο δικός
μου Λίβανος δεν υπάρχει. Υφίσταται μόνο στη φαντασία μου, και είναι πολύ
δύσκολο ν’ αποδεχτώ σωματικά αυτό που βλέπω πηγαίνοντας εκεί.
Δεν είμαι ευτυχισμένος
στην Ισπανία και τη Βαρκελώνη όπου ζω επί τριάντα χρόνια, δεν ανήκω στην
Ισπανία, ποτέ δε θα ανήκει σε μένα.
Είμαι πολύ καλός πολίτης
και πληρώνω τους φόρους μου, αλλά ποτέ δε θα νιώσω βαθιά Ισπανός, Ευρωπαίος,
Μεσανατολίτης ή οτιδήποτε.
Η μόνη μου πατρίδα ήταν ο
Λίβανος, αλλά όχι αυτός που υπάρχει. Είναι κάτι που επινόησα. Αλλά κρατιέμαι
από αυτό. Μπορεί να το βρω αφότου πεθάνω. Δεν ξέρω!
Η συνέντευξη με την Ελιάν
Ραχέμπ και τον Μιγκέλ/Μισέλ πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Ευχαριστώ
θερμά την Αγγελική
Στελλάκη από το Γραφείο Τύπου
του Φεστιβάλ για την πολύτιμη συνδρομή
της.
Το ντοκιμαντέρ της Ελιάν Ραχέμπ
Ο πόλεμος
του Μιγκέλ με πρωταγωνιστή τον Μιγκέλ/Μισέλ προβάλλεται μέχρι
και την Κυριακή 4 Ιουλίου στο
πλαίσιο της ενότητας >>Film Forward του
23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ
Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου