Κάτια Γέρου (Φωτογραφία: Δημήτρης Μαόφης) |
Bασισμένη στο
ομώνυμο βιβλίο της Νομπελίστριας Λευκορωσίδας συγγραφέως Σβετλάνα
Αλεξίεβιτς, Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας, η παράσταση
των Κάτιας Γέρου και Ναταλίας Γεωργοσοπούλου «ανατέμνει»
την ιστορία των θηλυκοτήτων στα πεδία των μαχών.
Συναντώντας
την αγαπημένη ηθοποιό Κάτια Γέρου με αφορμή την παράσταση.
Αυτοσυστηνόμενη στο κοινό
της εκδήλωσης προς τιμή του μακαρίτη Γιώργου Κολέμπα πέρσι το καλοκαίρι στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, είπες: «Είμαι η Κάτια Γέρου. Είμαι ηθοποιός».
Έχει πολύ βάρος η
ιδιότητα της ηθοποιού μέσα σου, σε ανθρώπινο και καλλιτεχνικό επίπεδο;
Πρώτα απ’ όλα το έκανα γιατί
δεν είναι υποχρεωμένος ο οποιοσδήποτε σε μια εκδήλωση να με γνωρίζει. Επειδή,
εξάλλου, δε δουλεύω στην Τηλεόραση, με ξέρουν μόνο κάποιοι από τους
θεατρόφιλους.
Όταν, μικρούλα, είχα
ξεκινήσει να σπουδάζω υποκριτική και με ρωτούσε κάποιος ταξιτζής, «Τι
δουλειά κάνεις;», απαντούσα: «Δουλεύω στο θέατρο». Δεν τολμούσα καν
να προφέρω την λέξη «ηθοποιός». Μου φαινόταν πολυτελές επάγγελμα.
Από ποια άποψη;
Τρεις κι εξήντα παίρναμε,
τρεις κι εξήντα εξακολουθώ να παίρνω, αλλά η ηθοποιία δεν έχει την αμεσότητα
της ιατρικής, που σου σώζει την ζωή. Στέκεσαι στην σκηνή, δύο ώρες κάθε βράδυ,
και αφηγείσαι ιστορίες.
Σιγά σιγά, άρχισα να
συμφιλιώνομαι με την ιδέα ότι αυτή είναι η εργασία μου και τα τελευταία χρόνια
περηφανεύομαι πολύ για το επάγγελμα που διάλεξα γιατί κατάλαβα, έστω και
καθυστερημένα, πως είναι πολύ χρήσιμο.
Τι κάνει; Ανακινεί την
σκέψη και τις καρδιές των ανθρώπων. Πολύ δύσκολο.
Και πολύ σπάνιο.
Γιατί η ίδια η εποχή σε
εκπαιδεύει παντοιοτρόπως να βάζεις ένα πλεξιγκλάς μέσα στο κεφάλι σου κι ένα
στην καρδιά σου, ώστε να μην φτάνουν τα vibes τα οποία σε ενοχλούν, σε ταράζουν και
σε μπερδεύουν, και λες «εντάξει, μωρέ».
Αυτό το «εντάξει, μωρέ»
το θέατρο το υποσκάπτει και το «ανατινάζει». Θεωρεί ότι τα πάντα είναι
σημαντικά και σπουδαία.
Αν, λοιπόν, ως ηθοποιός
καταφέρεις οι θεατές να έχουν βουρκωμένα μάτια, γυρνώντας στο σπίτι σου νιώθεις
καλά. Λες: «Ναι, σήμερα εργάστηκα καλά».
Το θέατρο, σαράντα τόσα
χρόνια μετά, με έχει καθορίσει απολύτως. Είμαι αυτό, δεν ξέρω να κάνω κάτι
άλλο.
Αισθάνεσαι μια πληρότητα μέσα
σ’ αυτό.
Σταδιακά ένιωσα έτσι.
Αν δεν έκανα αυτήν την
δουλειά, δε θα γνωρίζαμε κι εγώ κι ο Κυριάκος -ο αγαπημένος μου- ανθρώπους όπως
τον μακαρίτη τον Κολέμπα.
Διαβάσαμε για την
εμβληματική σύλληψη της αποανάπτυξης στο βιβλίο των Μπίλλα και Κολέμπα, ότι
δηλαδή μια χαρά ζει ο άνθρωπος με λιγότερα κι ευτυχής είναι.
Αν δεν κάναμε θέατρο, δε
θα μπαίναμε στον κόπο να επικοινωνήσουμε μαζί τους και να τους πούμε πως το
βιβλίο τους μάς ενέπνευσε για την ταινία μας, USSAK. Έτσι γεννήθηκαν μια
τρομερή φιλία κι ένα μεγάλο ταξίδι.
Η συγκίνηση που παράγεται
από τις δουλειές στις οποίες πρωταγωνιστείς ή συμμετέχεις υπό οποιαδήποτε
ιδιότητα είναι αδιάπτωτη.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ,
γιατί αυτός ήταν ο πρώτος μου στόχος.
Θέατρο δε σημαίνει ωραία
νεαρά αγόρια και κορίτσια τα οποία προφέρουν τα λόγια τους στοιχειωδώς ωραία.
Οι ηθοποιοί είναι ερευνητές, «σκαπανείς», ακολουθούν τους δρόμους των μεγάλων
μαστόρων του θεάτρου κι ανοίγουν καινούριους.
Γιατί με τα ανθρώπινα
ασχολείται το θέατρο. Σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να γίνει κοσμικό γεγονός
ή κάτι άκοπο.
Ο καλλιτέχνης πρέπει να
είναι στοιχειωδώς αυστηρός με τον εαυτό του και πολύ συγκεντρωμένος σ’ αυτό που
κάνει. Και η δουλειά του δεν τελειώνει. (Γέλιο).
Ήταν η ηθοποιός Ναταλία
Γεωργοσοπούλου που σε «σύστησε» στο βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Ο
πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας (Πατάκης, 2017), το οποίο από
κοινού επιτελείτε επί σκηνής.
Είσαι πάντα ανοιχτή σε
καινούρια ερεθίσματα, νέες συναντήσεις και συνεργασίες;
Μόνο!
Ευτύχησα να συναντήσω
σχεδόν αποκλειστικά όμορφους και καλόγνωμους ανθρώπους. Πιστεύω πως μόνο μέσα
από καλές σχέσεις μπορεί να φτιαχτεί κάτι της προκοπής.
Δεν πιστεύω καθόλου στις
πρόβες όπου υπάρχει ένας επικεφαλής-«καταπέλτης» και διορθώνει τα λάθη των
άλλων μετά μανίας.
Εκεί «κλωτσάς».
Ακριβώς.
Πρόκειται για τον μύθο
του καλλιτέχνη με την αυστηρή «μπαγκέτα». Όμως, κι αυτός κι οι άλλοι καλλιτέχνες
είναι, άρα το ίδιο επιθυμούν. Μόνο αν οι άλλοι είναι τεμπέληδες κι αδιάβαστοι
θα τους μαλώσεις.
Πώς, λοιπόν, γνωριστήκατε
με την Ναταλία;
Με πήρε τηλέφωνο. «Υπάρχει
ένα βιβλίο το οποίο σκέφτομαι ότι θα είχε ενδιαφέρον να γινόταν παράσταση. Θέλω
να σας το φέρω για να το διαβάσετε», μου πρότεινε.
Ήρθε στο σπίτι -ένα
όμορφο, ψηλό, ζωντανό κορίτσι-, μου άφησε το βιβλίο και το διάβασα διαγώνια.
Της τηλεφώνησα. «Είμαι μέσα», της είπα, χωρίς να γνωριζόμαστε καθόλου. Ούτε
και την Σβετλάνα Αλεξίεβιτς γνώριζα.
Διαβάζοντας, όμως, το
βιβλίο της μού σηκώθηκε η τρίχα - και είμαι δύσκολη με τα κείμενα. Αν κάποιο δε
με ταράζει ώστε να θέλω να το αποδώσω επί σκηνής, λέω «όχι», ακόμα κι αν
τα οικονομικά μου δεν αντέχουν τα «όχι».
Πολλές φορές η σχέση με
έναν ρόλο είναι έρωτας με την πρώτη ματιά.
Ναταλία Γεωργοσοπούλου (Φωτογραφία: Δημήτρης Μαόφης) |
Η ταραχή στην οποία
προαναφέρθηκες και η σαγήνη μπορούν να εντοπιστούν κάπου συγκεκριμένα όσον αφορά
στην σχέση σου με το εν λόγω κείμενο;
Είναι πολύ συγκεκριμένες.
Ήδη από την πρώτη,
επιπόλαια ανάγνωση, συναντούσα περιγραφές φρίκης, αλλά και δηλώσεις φιλοσοφικές
και υπαρξιακές.
Την δύναμη που
χαρακτηρίζει τις ηρωίδες του βιβλίου την θαύμαζα από παιδί. Πάντα διάβαζα
βιογραφίες καλλιτεχνών και γνώριζα τις πονεμένες ζωές τους και τα εκτυφλωτικά
τους επιτεύγματα.
«Πώς μπορεί ένας
άνθρωπος που πάσχει από το οτιδήποτε να παράγει τέτοια ομορφιά;»
αναρωτιόμουν. Εγώ θέλω να έχω υπομονή, αντοχή κι εργατικότητα, για να είμαι
στοιχειωδώς καλή καλλιτέχνις. Αυτό ήταν πάντα το «μότο» μου.
Κι επειδή η ανάγνωση του
βιβλίου συνέπεσε με μια περίοδο έντονου προσωπικού πένθους, υπήρξε ένα μάθημα
ζωής. Μου έκανε καλό.
Ναι, ο άνθρωπος μπορεί να
σηκωθεί, να υψώσει την σπονδυλική του στήλη -όσο γίνεται-, και να μη βρίσκεται
με την μύτη στο χώμα, επιβεβαίωσα.
Αν υπάρχει κάποιος
ηρωισμός που εκτιμώ ή από τον οποίο εμπνέομαι, είναι ο ηρωισμός των απλών,
καθημερινών ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου μέσα από περισσότερο ή λιγότερο ζοφερές
καταστάσεις, όχι οι «μεγάλες» χειρονομίες.
Προφανώς, το φύλο έχει,
εν προκειμένω, ιδιαίτερη βαρύτητα, και καλώς αναδεικνύεται, και από την
παράστασή σας.
Οι ζωές των ανθρώπων
είναι εν δυνάμει μικρά ποιήματα.
Αν ανοίξει το στόμα του
ένας «μέσος» άνθρωπος, μπορεί να σου αφηγηθεί μια ιστορία που θα μπορούσε να
έχει γράψει ο Ντοστογιέφσκι.
Όχι οι ζωές όλων, βέβαια.
Αν ήταν όλων, θα ζούσαμε σε επί Γης Παράδεισο, δε θα ξέραμε τις λέξεις
«πυρηνικά», «hedge
funds»,
«golden boys», «Wall Street», ούτε θα υπήρχαν παρανοϊκοί ηγέτες.
Κι οι ηρωίδες του βιβλίου
είναι τέτοιο άνθρωποι, που αφηγούνται και μοιράζονται ιστορίες.
Το βιβλίο αγκαλιάζει όλες
τις εμπειρίες των ηρωίδων και ταυτίζεσαι με όλα τους τα αισθήματα.
Περιγράφεται, για
παράδειγμα, μια σκηνή κατατεμαχισμού Γερμανών αιχμαλώτων. Αν είχαν κάψει τους
ανθρώπους μου ζωντανούς, θα πήγαινα κι εγώ να δω τον δικό τους πόνο.
Kάποια άλλη γυναίκα, όμως, έδωσε ψωμί
σε έναν νεαρό -παιδί σχεδόν- Γερμανό αιχμάλωτο, που τα δάκρυα είχαν κοκαλώσει
στο πρόσωπό του. Αφηγείται: «Χάρηκα που δεν είχα μίσος μέσα μου».
Εύκολα κάποιος θα
μπορούσε να ταυτιστεί με την δεύτερη. Μη σου λάχει να βρεθείς σε τέτοιες
ακραίες καταστάσεις -λέω εγώ-, γιατί δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσεις.
«Είναι τρομακτικό το να
θυμάσαι, αλλά ακόμα πιο τρομακτικό το να μη θυμάσαι», επαναλαμβάνεται στο
κείμενο.
Γινόμαστε αμνήμονες με
την πάροδο του χρόνου; Είναι αμυντικός μηχανισμός, ζήτημα παιδείας, επιδιώξεων
- συλλογικών ή ατομικών;
Είναι όλα αυτά που λες.
Μνήμη διατηρούν ακόμη οι
μεγάλες σε ηλικία γενιές, γιατί πρόλαβαν να γνωρίσουν εμβληματικούς ανθρώπους,
να διαβάσουν το περιοδικό Πολίτης που έβγαζε ο Άγγελος ο Ελεφάντης, να
ζήσουν την Μεταπολίτευση, έναν «άνεμο» αισιοδοξίας.
Αν δε διδάσκεται η
Ιστορία όπως πρέπει, αν καταργούνται τα καλλιτεχνικά μαθήματα από τα σχολεία,
αν προτάσσεται η τρέλα ενός κυνηγιού ακαδημαϊκών πτυχίων για να βγει κάποιος σε
μια ήδη προβληματική αγορά εργασίας, γινόμαστε αμνήμονες.
Αν δεν καλλιεργηθεί το
μυαλό κι η ψυχή, αν το «ψωμοτύρι» του ανθρώπου δεν είναι η ομορφιά του κόσμου
και η λαχτάρα του να την γνωρίσει κι όχι να γίνει ένας γραφειοκράτης ή
επιστήμονας ξεκομμένος από τον κόσμο, γινόμαστε αμνήμονες.
Εδώ θεωρείται ντεμοντέ να
λέμε: «Αγαπάω την πατρίδα μου, την Ελλάδα». Με όλα της τα χάλια.
Αν δεν αγαπάς το δικό σου
«περιβόλι», δεν μπορείς να είσαι διεθνιστής. Δεν μπορείς να «φτύνεις» το μέρος
όπου γεννήθηκες και ν’ αγωνίζεσαι για τα δίκια στην άλλη άκρη του κόσμου.
Είναι, όμως, εύκολο να
διολισθήσεις από την άδολη κι ανεπιτήδευτη αγάπη για μια γειτονιά, για μια
πόλη, για πτυχές της πραγματικότητας μιας χώρας στον εθνικισμό. Εκεί,
απαιτείται προσοχή, γιατί η γραμμή είναι πολύ λεπτή.
Αν γίνεις «τυφλός» και
ό,τι η χώρα υλοποιεί ως πολιτική σού φαίνεται καταπληκτικό, η κατάσταση αρχίζει
να γίνεται πολύ επικίνδυνη και κουτή. Σαφώς.
Οι δουλειές στις οποίες
συμμετέχεις έχουν διαχρονικά ένα κοινωνικοπολιτικό «υπόστρωμα». Αντιλαμβάνεσαι
τον εαυτό σου και ως πολιτικό υποκείμενο με την ευρύτερη ή την στενότερη
έννοια του όρου, συμπεραίνω.
Με συγκινεί ο ακτιβισμός,
το να δείχνω τη δουλειά μου σε μέρη μακρινά ή σε ανθρώπους που δεν έχουν την
οικονομική δυνατότητα.
Με συγκινεί η «κοινωνία
των πολιτών», η έξοδος από το περιφρουρημένο μας «κουκούλι», όχι η συνομιλία
μεταξύ ομοϊδεατών. Η κομματικοποίηση δε μου λέει και πολλά πια.
Οι μεγάλοι συγγραφείς
μπορεί να βάζουν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, αλλά έχουν και μια βαθιά
συμπόνια για τους ανθρώπους, ακόμα και για τους όχι ιδιαίτερα συμπαθείς.
Λείπει αυτή η συμπόνια - γενικά και ειδικά.
Απολύτως.
Όχι η συμπόνια της φιλανθρωπικής
ανωτερότητας.
Όχι βέβαια!Το «συν» λέει
πολλά. Έχω φαντασία να καταλάβω το ζόρι σου κι εύχομαι, όταν έρθει η στιγμή του
δικού μου ζοριού, κάποιοι άλλοι να με συμ-πονέσουν.
Το υπέρτατο “success story” είναι η αλληλεγγύη και το μοίρασμα.
Αυτά ξορκίζουν το άγριο φινάλε.
Κάτια Γέρου, Ναταλία Γεωργοσοπούλου (Φωτογραφία: Δημήτρης Μαόφης) |
Κυριαρχεί το ανελέητο
κυνήγι της ατομικής επιτυχίας και ολοκλήρωσης.
Πες και άλλες δυο φρικτές
λέξεις: «συσσώρευση περιουσίας». Τεράστιο καρκίνωμα. Και μιλάμε, Γιάννη μου,
για ογδόντα χρόνια ζωής, στην καλύτερη περίπτωση, όχι τριακόσια.
Τι αποκομίζεις από την
σχέση σου με τις μαθήτριες και τους μαθητές σου;
Με χαροποιεί το ότι έχω
βρει έναν τρόπο να διοχετεύω όλα όσα μάζεψα ως γνώση κι εμπειρία μέσα από τα
χρόνια, να τα βλέπω να υλοποιούνται και τα παιδιά να κάνουν βήματα.
Αν, ωστόσο, τα οικονομικά
μου ήταν στοιχειωδώς καλά, θα είχα σταματήσει την διδασκαλία, γιατί αυτό που με
νοιάζει καθώς τελειώνει ο ωρολογιακός μου χρόνος είναι να κάνω μόνο δημιουργικά
πράγματα στο θέατρο:
Να γράψω ένα-δυο βιβλία,
να σκηνοθετήσω, να υποδυθώ ρόλους που αγαπώ. Σ’ αυτά θα ήθελα ν’ αφοσιωθώ. Η
ζωή, όμως, δεν αφήνει κανέναν να κάνει μόνο αυτό που θέλει, κι έτσι
συνεχίζω να διδάσκω με το ίδιο φιλότιμο όπως όταν πρωτοξεκίνησα.
Τα νέα παιδιά, πάντως, τα
αγαπώ, τα πονώ και καταλαβαίνω τα ζόρια τους!
Σ’ αγαπούν κι εκείνα;
Δεν το ξέρω. Μια μικρή
συμπάθεια μπορεί να έχουν για μένα!
Σε εμπνέει η εγχώρια
θεατρική πραγματικότητα στις μέρες μας; Υπάρχει «μαγιά» ανθρώπων οι οποίοι
«ψάχνονται»;
Τα τελευταία τέσσερα
χρόνια δεν παρακολούθησα σχεδόν καμία παράσταση.
Τα δε πρώτα είκοσι χρόνια
μου στο Θέατρο Τέχνης ήμουν το πρωί στην πρόβα και το βράδυ στην παράσταση. Το
γεγονός αυτό ήταν απαγορευτικό ως προς το να βλέπω πράγματα.
Έχω, βέβαια, κατά καιρούς
παρακολουθήσει όμορφες παραστάσεις, κυρίως σε μικρούς χώρους, με πολύ νέους
ηθοποιούς, και τις έχω καμαρώσει.
Από ιδιοσυγκρασία,
άλλωστε, κατευθύνω την προσοχή μου σε χειροποίητα πράγματα που δεν απαιτούν
χρήματα.
Δεν ξερω πώς να βρω
παραγωγό για να χρηματοδοτήσει, ίσως γιατί έχω παίξει στην Τηλεόραση μόνο μία
φορά. Γι’ αυτό με συγκινούν οι «χειροποίητες» δουλειές, όπου θαυμάζεις την
«Αυτού Μεγαλειότητα», τον ηθοποιό.
Όπως χειροποίητη είναι κι
η παράστασή σας.
Μια καρέκλα, ένας
ηθοποιός κι ένα υπέροχο κείμενο μπορούν, πραγματικά, να σε «απογειώσουν». Αφήνουν
την φαντασία να δουλέψει.
Σ’ αυτό το πεδίο έχω
εκπαιδευτεί από τον Κυριάκο, του οποίου τα σκηνικά ήταν η επιτομή της
λιτότητας, της φινέτσας και της απίστευτης ομορφιάς.
Μου έχει, πάντως, τώρα
ξυπνήσει μια «σπιθίτσα» να παρακολουθήσω παραστάσεις, Λίγες, όμως, επιλεκτικά,
και με ασφάλεια.
Αγαπώ την κινητικότητα,
δεν γκρινιάζω επειδή ανεβαίνουν χίλιες παραστάσεις τον χρόνο. Τι σας πειράζει; Εμείς
χρηματοδοτούμε τις δουλειές μας, στην τελική! Αυτό σπουδάσαμε. Να μην το
κάνουμε;
Τα νέα παιδιά θα
ταλαιπωρηθούν, αλλά θα βγουν από αυτά κάποιες φωνές του μέλλοντος.
Ευχαριστώ θερμά
τον Νώντα Δουζίνα και την Μαριάννα Παπάκη (Cont Act) για την πολύτιμη
συμβολή τους στον προγραμματισμό της συνέντευξης, και την Κάτια
Γέρου για την φιλοξενία στο «ζεστό» σπιτικό της.
Η παράσταση Ο
πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας, σε σύλληψη
και ερμηνείες Κάτιας Γέρου και Ναταλίας Γεωργοσοπούλου,
παρουσιάζεται στο Θέατρο Φούρνος (Μαυρομιχάλη 168)
Σάββατο (21:00) και Κυριακή (20:00).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου