Συναντώντας τον Νεριτάν Ζιντζιρία, έναν από τους πλέον
αξιόλογους Έλληνες «μικρομηκάδες», με αφορμή τις συνεχιζόμενες προβολές
της εικαστικά υποβλητικής, «ταρκοφσκικής», πολυβραβευμένης
ταινίας του Φῶς ἐκ Φωτός.
Ήσουν «προορισμένος» για
νομικές σπουδές, αλλά «κατέληξες» στο σινεμά. Γιατί συνέβη αυτή η μετάβαση και
τι σε κράτησε στο συγκεκριμένο πεδίο;
Αν σε μαγέψει η αίσθηση
της μεγάλης οθόνης και της συλλογικής εμπειρίας, σε κρατάει μαγεμένο για πάντα.
Προσπαθείς, λοιπόν, να
επιστρέψεις στη σύλληψη αυτής της αίσθησης κάνοντας ταινίες ξανά και
ξανά, για να ξανανιώσεις πολύ μικρός μπροστά στο ατελείωτο.
Από την άλλη, είναι
τρομερά γοητευτικό να συνθέτεις κόσμους, να λες ιστορίες και να τις κοινωνείς
στους ανθρώπους.
Αν και ήμουν καλός
μαθητής στο λύκειο, εξαιτίας της πίεσης που δεχόμουν για να μπω στη Νομική
ακολουθώντας το προδιαγεγραμμένο για μένα «μονοπάτι», κουράστηκα. Αποφάσισα,
λοιπόν, να στραφώ στο σινεμά.
Μεγάλωσα στον
κινηματογράφο Τριανόν. Εκεί, είχε
πιάσει την πρώτη της δουλειά η μεγάλη μου αδερφή, η Μαρία, στην οποία χρωστάω
τα πάντα, και περνούσα για να
αγοράσω παγωτό ή ποπ κορν.
Αρχικά ντρεπόμουν να μπω,
αλλά κάποτε το έκανα. Με αυτόν τρόπο ξεκίνησε η επαφή μου με τον χώρο, όπου
μπαινόβγαιναν πολλοί άνθρωποι - ηθοποιοί, σκηνοθέτες και άλλοι.
Τη «μοιραία» στιγμή κατά
την οποία χρειάστηκε να ζητήσω βοήθεια κάποιοι εξ αυτών ανταποκρίθηκαν θετικά.
Και πώς παρέμεινες στο σινεμά;
Λόγω της βίας της τύχης,
αν θέλουμε να πιστέψουμε στο κισμέτ και ό,τι αυτό προβλέπει.
Την πρώτη ταινία (Την καλύτερη νύφη) διαδέχτηκαν,
έτσι, οι υπόλοιπες, οπότε πλέον αισθάνθηκα πως ήθελα να οικοδομήσω τη ζωή μου
με αυτόν τρόπο, αφηγούμενος ιστορίες και προσπαθώντας να αντιληφθώ τον κόσμο
υπό το συγκεκριμένο πρίσμα.
Δεύτερες
σκέψεις είχες ποτέ;
Πάντα κάνω.
Εξαρτάται, πάντως, από τι
υπόσταση θέλεις να έχεις. Προσωπικά, είχα από πολύ νωρίς αποφασίσει ότι δε θέλω
να γυρίσω διαφημιστικά ή βιντεοκλίπ που μπορεί να «μπασταρδέψουν» την πολύ
προσωπική σχέση μου με το σινεμά.
Όντας εργασιομανής
εμπλέκομαι σε πάρα πολλά εγχειρήματα και ανά τακτά διαστήματα ένα από αυτά με
τροφοδοτεί.
Ποια είναι η πρώτη ταινία
που σε «σημάδεψε» ως θεατή;
Έχω πολλές πρώτες ταινίες.
Όταν, όμως, είδα την Αγελάδα
του Dariush Mehrjui, «μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου». Σ’ αυτό το είδος της αφήγησης βρήκα την «πισίνα»
που αποζητούσα, στις «παρυφές» της κοινωνικής πραγματικότητας.
Από πολύ νωρίς, εξάλλου,
μου γεννήθηκε η ανάγκη η ταινία μου να αντανακλάται σε μία πρόταση.
Έτσι
κατακτήθηκε και η αφηγηματική οικονομία που χαρακτηρίζει τη δουλειά σου;.
Η αποσπασματικότητά της.
Πρόκειται για ευχή και
κατάρα, μια σοβαρή ατέλεια, θέλει πολλή προσοχή. Αγαπημένο μου φιλμ, το The time of a young man about to kill, υπήρξε τόσο
κρυπτικό, που δεν κατόρθωσε να επικοινωνήσει με το κοινό.
Έγινε, όμως, σε μια φάση
κατά την οποία ήθελα να δοκιμάσω κάτι fundamentally δυσκολότερο μετά το breakthrough του
Χαμομηλιού
που είχε συζητηθεί πολύ, δίνοντάς μου πρόσβαση σε χώρους τους οποίους ούτε καν
ήθελα.
Πολιτικά κόμματα και
κινήματα μου ζητούσαν, μάλιστα, να μιλήσω και υπήρχε η πίεση για μια επόμενη
δουλειά. Η δημοσιογραφική πίεση και το κομπλιμέντο είναι η καλύτερη
«μασκαρεμένη» απειλή.
Γι’ αυτό και αποφάσισα να
κάνω ένα «χανεκικό» εγχείρημα που μπορεί να ξένιζε πολλούς.
Η «ρίζα», πάντως, στην
πρόσληψη των ιστοριών είναι διττή: αφ’ ενός το Ιρανικό Νέο Κύμα, αφ’ ετέρου τα
αρχαιοελληνικά κείμενα και τα δημοτικά τραγούδια.
Ασυνήθιστος συνδυασμός
αναφορών/επιρροών.
Αυτές συνετέλεσαν στο να
δημιουργήσω έναν πρώτο «κόσμο» σύλληψης ιστοριών.
Ενώ το ντεμπούτο σου
είναι -αναμενόμενα, ίσως- αφηγηματικά πιο γραμμικό και «στρωτό», στις κατοπινές
δουλειές σου δοκιμάζεσαι ολοένα και περισσότερο σε διαφορετικές, πειραματικές
φόρμες.
Μοιραία, καταλήγεις σ’
ένα θανατοκεντρικό σύμπαν. Αφετηρία για οτιδήποτε έχω γράψει είναι ο θάνατος.
Γιατί;
Με γοητεύει τρομερά το
πώς αλλάζουν η κοινωνική σύσταση μιας ομάδας, μιας οικογένειας, και η μνήμη μας
σε σχέση με την εικόνα του ανθρώπου που έχει «φύγει». Το θανατοκεντρικό σύμπαν
θα βρει, λοιπόν, «πλανήτες» μνήμης.
Και η τελευταία μου
ταινία, το Φῶς ἐκ Φωτός, άπτεται της εικόνας
και της μνήμης. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η μνήμη αποτελεί ταυτότητα.
Αν την απωλέσεις, δεν υπάρχεις. Και κοσμικά.
Είναι -πιθανόν- η πιο
αφαιρετική δουλειά σου.
Και η πιο παιχνιδιάρικη,
με την έννοια του παιχνιδιού με το μέσο.
Ξεκίνησε ως ένα πολύ
προσωπικό εγχείρημα, διήρκεσε περίπου πέντε χρόνια και είμαι ευγνώμων που το
έζησα. Αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό «αμάλγαμα». Δεν περίμενα ποτέ να πάει τόσο
καλά. Κι αυτό είναι μόνο χαρμόσυνο.
Ταυτόχρονα, το θεωρώ το
πιο σημαντικό για την υπόστασή μου ως δημιουργού, στη χειρότερη δυνατή περίοδο
για τη βιομηχανία ταινιών μικρού μήκους.
Σε μια εποχή που
κυριαρχεί ένα σινεμά χωρίς «δόντια», το οποίο υποτιμά -και θα συνεχίσει να
υποτιμά- την κινηματογραφική μαγεία, το θαύμα του «μαζί» στο σινεμά.
Σε κάθε περίπτωση και σε
αντίθεση προς την έντονα κριτική σου ματιά στη βιομηχανία των ταινιών μικρού
μήκους, οι δουλειές σου και επιλέγονται και -συχνά- βραβεύονται φεστιβαλικά.
Αυτό συνέβη και με το Φῶς ἐκ Φωτός.
Στο Φεστιβάλ του
Ρότερνταμ, όπου προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα, ήταν η πρώτη ελληνική μικρού
μήκους ταινία στο αντίστοιχο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα.
Βλέποντας όμως, τι φιλμ
επιλέγονται για τα θεωρούμενα «μεγάλα» φεστιβάλ, η κατάσταση είναι
απογοητευτική.
Και
στα εγχώρια.
Δεν επιρρίπτω σοβαρές
ευθύνες στους κινηματογραφιστές.
Η Ελλάδα δεν έχει σε
μεγάλη υπόληψη το κινηματογραφικό της στερέωμα. Μπορεί, λοιπόν, όταν δεις πώς
σε προσλαμβάνουν έξω, να προβείς σε μια στείρα επανάληψη ώστε να
πολλαπλασιάσεις τις πιθανότητες να ξαναβρεθείς εκεί που ήσουν.
Αυτό, όμως, ούτε με την
ταινία σου έχει να κάνει, ούτε με τη φιλμική γλώσσα.
Η αγορά, πάλι, είναι πολύ
απρόβλεπτη και κάποιες φορές κοιτάζει -πολιτικά κιόλας- εκεί που δεν κοιτάς εσύ.
Σε προλαβαίνει.
Οπότε παράγονται τυποποιημένες
ταινίες πολύ συγκεκριμένης αισθητικής, οι οποίες συντηρούν ένα άλλο σύστημα
εκμετάλλευσης, πώλησης και αγοράς αυτών.
Την ίδια στιγμή, τα ίδια
τα φεστιβάλ που θα έπρεπε να σε προστατέψουν -γιατί αυτές οι δουλειές δε θα
κόψουν εισιτήρια- σε ξεχνούν. Και σου μιλάω από πλεονεκτική θέση, κάνοντας σινεμά
από το 2008.
Τη μεγάλη πλειονότητα των
πρόσφατων μικρού μήκους φιλμ μπορείς να τη δεις στο κινητό. Αν, όμως, εγώ σε
καλέσω σε μια αίθουσα, θέλω να σου δείξω μια ταινία που θα ήθελα να μου προτείνουν.
Μόνο
στη μεγάλη οθόνη αξιολογούνται, βιώνονται, προβληματίζουν φιλμ όπως το δικό
σου.
Κάθε ταινία που κάνω θέλω
να έχει ως φυσική «έξοδο» τη μεγάλη οθόνη και τη συλλογική εμπειρία. Θεωρώ το
«μαζί» «πυρηνικό» στοιχείο του κινηματογράφου.
Από σεβασμό στους
συνεργάτες μου «πολεμάω», όταν πραγματοποιείται η προβολή στη μεγάλη οθόνη, να γίνεται
υπό όσο το δυνατόν καλύτερες προϋποθέσεις.
Οι δε συνθήκες των
γυρισμάτων της τελευταίας δουλειάς μου -που πρόκειται να «βγει» σε λίγο καιρό-,
υπήρξαν δυσκολότερες ακόμα κι από εκείνες του Χαμομηλιού: 200 άλογα, -20
βαθμοί, δυο μέτρα χιόνι, πιτσιρικάς πρωταγωνιστής.
Φαντάζει σαν αναμέτρηση
με τα όρια - και τα δικά σου, και του εκάστοτε συνεργείου.
Μονίμως! Για να μπορώ να
σου προσφέρω αυτό που με κέρδισε στο σινεμά και έμεινα. Μόνο μέσω του φακού
μπορώ να αντιληφθώ την υπόστασή μου, απαντώντας παράλληλα στο όποιο οντολογικό
ζήτημα.
Με το θρησκευτικό βίωμα,
πολύ έντονο στο Φως εκ φωτός, ποια είναι η σχέση σου;
Θα αντικαθιστούσα το
«θρησκευτικό βίωμα» με την «πνευματικότητα», μια πνευματικότητα απευθυνόμενη
στον άνθρωπο. Γι’ αυτό, άλλωστε, με κέρδισαν η ασκητική ζωή και τα παραδείγματα
συνύπαρξης που συνάντησα στον Άθω.
Τα ζητήματα, όμως, της
αλληλεπίδρασης, της συνύπαρξης, του ποιος είσαι μπορεί να σε κρατήσουν εσαεί
παγιδευμένο. Ό,τι συνάντησα στον Άθω, συνιστά μια πολύ όμορφη και καθησυχαστική
απάντηση.
Παραδείγματα μοναστικής
ζωής εντοπίζονται, βέβαια, και σε άλλες κουλτούρες, όπως τη βουδιστική. Είναι,
μάλιστα, χαρακτηριστικό πως από τους πρώτους ανθρώπους που με προσέγγισαν στο
Ρότερνταμ ήταν Ιάπωνες.
Το απρόσμενα ευχάριστο
της συνάντησης…
… Πολιτισμών.
Στην οικογένειά μου δε
ρωτούσαμε ποτέ «Από πού έρχεσαι;», αλλά «Πού θες να πας;» Και
μάλλον αυτό σχετίζεται με το γεγονός της μετανάστευσης από μια χώρα, την
Αλβανία, σε μια άλλη, την Ελλάδα, την οποία κάναμε τόπο μας.
Το ερώτημα της ταυτότητας
ενυπάρχει, επομένως, πάντα στη δουλειά μου, ακόμα κι αν δεν είναι ορατό
εξωτερικά.
Το 2016 βρέθηκα σε
μεταίχμιο: ήθελα να συνεχίσω, αλλά δε μ’ άρεσε η αγορά, γιατί δεν έχω κάποιον
με τον οποίο να μπορώ να συνομιλήσω και να με κάνει να νιώσω καλύτερα - και να
γίνω καλύτερος.
Είναι μια σχέση
αλληλεπίδρασης.
Ακριβώς! Αν νιώθεις
κινηματογραφιστής, είμαστε στην ίδια «πισίνα» και θα δω την ταινία σου, ακόμα
κι αν δε μου αρέσει.
Σε μια εποχή κατά την
οποία όλοι τραβάνε στιγμιότυπα ζωής με αμυδρώς σκηνοθετική αντίληψη -άρα
παράγουν και μια αισθητική- αλλάζει εντελώς το «παιχνίδι» και δεν ήξερα αν
ήθελα να είμαι μέρος του.
Στον Άθω οι άνθρωποι
είχαν άμεση επαφή με τη γη. Κάπως έτσι έβαλα κι εγώ τα παπούτσια του
χειρώνακτα. Έπρεπε να γίνω κομμάτι της πραγματικότητας που φίλμαρα.
Έτσι, βοηθήθηκα να
επαναπροσδιορίσω το «ποιος είμαι» και σε ποια θέση να τοποθετήσω την κάμερα: στραμμένη
πάντοτε στον «άλλο».
Το Φῶς ἐκ Φωτός, αν και διαγωνίζεται -και ενίοτε βραβεύεται- ως
ντοκιμαντέρ, είναι ένα «υβρίδιο» ντοκιμαντέρ, ψευδο-ντοκιμαντέρ και
μυθοπλασίας.
Είναι κινηματογραφικό
δοκίμιο, μια συνεργασία με το ντοκουμέντο, μια docufiction. Όπως, ενδεχομένως, έχει
κάνει στο Close-Up ο
Κιαροστάμι -για μένα την πιο σημαντική ταινία παγκοσμίως-, αν και όχι με τόσο
ερασιτεχνικό τρόπο.
Το δε Dogville θεωρώ
ότι είναι η τελευταία επανάσταση στον κινηματογράφο, ο οποίος, πάντως,
διέρχεται υπαρξιακή κρίση. Γι’ αυτό και εντοπίζω στη δουλειά με το
ντοκουμέντο την όποια προσπάθεια «ανάστασής» του.
«Απεχθάνομαι», εξάλλου,
τα ντοκιμαντέρ, πίσω από τα οποία βλέπω τον σκηνοθέτη και μια στυγνή προσπάθεια
εκμετάλλευσης συναισθημάτων.
Με
στοιχεία πειραματισμού στην κινηματογραφική φόρμα, το A Country of Two είναι ένας συγκινητικός «φόρος τιμής»
στους γονείς σου. Αναγνώρισαν τους εαυτούς τους στο φιλμ;
Είναι πολύ ιδιαίτεροι
άνθρωποι. Στο σπίτι μεγαλώσαμε με ταινίες Bollywood και
τουρκικές σαπουνόπερες, οπότε υπάρχει πάντα κλίση στο μελόδραμα.
Δε θα μιλήσω τόσο για το
πώς τους φάνηκε, αλλά για την παρασκευή του φιλμ. Αισθάνθηκαν πάρα πολύ όμορφα
που δούλευαν μαζί, τους άρεσε ότι ο γιος τους κάνει κάτι το οποίο τους
εμπεριέχει.
Την ίδια στιγμή, επειδή
δεν ήξεραν αν θα παρέμεναν μαζί, ήθελα να τους θυμάμαι μέσω του κινηματογράφου
με έναν τρόπο, δημιουργώντας ένα, στα όρια του μάντρα, «σαμανικό» παραμύθι.
Ο πατέρας μου έδωσε τον πρώτο του μισθό για την αγορά μιας
κάμερας που δουλεύει ακόμα, κι ο ίδιος έχει πολύ καλή αντίληψη του κάδρου.
Αν ήταν
κινηματογραφιστής, θα ήταν πολύ προσωπικός, του αρέσει να κοινωνείται το βίωμά
του.
Ετοιμάζεσαι
για το μεγάλου μήκους «βήμα»;
Γράφω δύο μεγάλου μήκους φιλμ.
Το ένα έτυχε χρηματοδότησης και βρισκόμαστε στο τελευταίο στάδιο του development του
σεναρίου. Το βλέπουμε να υλοποιείται.
Στα «σκαριά» έχω και μια
σειρά, καθώς και μια θεατρική παράσταση
με «στόφα» τραγωδίας, που ξεκίνησα να γράφω το 2016. Έχω μεγαλώσει γράφοντας
ιστορίες και μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες.
Με κάθε ιστορία που
αφηγείσαι είναι σαν να προσκαλείς κάποιον στο σπίτι σου. Δεν ξέρεις αν θα
ανταποκριθεί ο καλεσμένος ή αν έχεις κάνει αρκετό φαγητό ή αν είναι καλό, αλλά
η πρόσκληση στη συνύπαρξη παραμένει.
Βρίσκομαι πλέον σε μια
φάση κατά την οποία με ικανοποιεί πιο πολύ η σύλληψη μιας ιστορίας παρά η
υλοποίησή της.
Η
διαφοροποίηση στους «κώδικες» ανάμεσα στις μικρού και μεγάλου μήκους δουλειές
σε απασχολεί;
Στην πράξη θα δείξει. Πιο
πολύ με προβληματίζει η αφηγηματικότητα της ιστορίας κι όχι η ίδια η ιστορία.
Το σινεμά είναι χρόνος - και η διαχείρισή του.
Και
φως.
Μου αρέσει η οδυσσειακή
ερώτηση του Αγγελόπουλου σχετικά με το ποιο είναι το πρώτο βλέμμα. Αυτό με συγκίνησε
και στην ιστορία του αυτοδίδακτου στη φωτογραφική τέχνη μοναχού.
Εντός μας βρίσκεται,
τελικά, ένας τρόπος σύλληψης της εικόνας. Απομένει να βρούμε το «κανάλι». Κι η
απάντηση στο γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε είναι ο συνάνθρωπος. Το «μαζί».
Ευχαριστώ
τον σκηνοθέτη για την παραχώρηση της φωτογραφίας του που συνοδεύει
το κείμενο.
Η μικρού μήκους ταινία του Νεριτάν Ζιντζιρία Φῶς ἐκ Φωτός απέσπασε τα βραβεία καλύτερου
ντοκιμαντέρ στο 46ο
Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας και καλύτερης
μικρού μήκους ταινίας στις 29ες
Νύχτες Πρεμιέρας.
Συνεχίζει
το
«ταξίδι» της στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Παρασκευή 27 Οκτωβρίου)
στο πλαίσιο της προβολής των ταινιών του Εθνικού Διαγωνιστικού και των βραβευμένων
του Εθνικού Σπουδαστικού του φετινού Φεστιβάλ Δράμας.
Θα προβληθεί, επίσης, και στο 64ο
Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2-12 Νοεμβρίου 2023).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου