Χάνε Έρσταβικ (Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη) |
Στο ανησυχαστικό, συχνά άβολο
και εξαιρετικά ατμοσφαιρικό μυθιστόρημά
της Αγάπη,
η Νορβηγίδα συγγραφέας Χάνε Έρσταβικ εξερευνά την αγάπη ως ανάγκη κι έλλειψη μέσα από την ιστορία
μιας μητέρας κι ενός γιου που έχουν αποξενωθεί.
Άνθρωπος πρόσχαρος και με μεσογειακό ταμπεραμέντο, βρέθηκε στην Αθήνα το περασμένο φθινόπωρο
προκειμένου να παρουσιάσει το βιβλίο της. Συναντηθήκαμε.
Γεννήθηκες
στον απώτατο Βορρά της Νορβηγίας, κατόπιν μετακόμισες στο Όσλο και τώρα ζεις
μεταξύ Όσλο και Μιλάνου. Πώς επηρεάζουν αυτές οι μετατοπίσεις την αυτοαντίληψή
σου ως ανθρώπου και συγγραφέα- αν την επηρεάζουν;
Καλή ερώτηση!
Μετακόμισα στην Ιταλία
πριν από έξι και κάτι χρόνια όταν συνάντησα τον μετέπειτα σύζυγό μου, ο οποίος
ήταν Ιταλός και υπήρξε ο Ιταλός εκδότης μου.
Γνωριστήκαμε σε
λογοτεχνικό φεστιβάλ στη Νορβηγία, ερωτευτήκαμε και μετά από μισό χρόνο πήγα
στο Μιλάνο. Τρεις μήνες νωρίτερα η κόρη μου από προηγούμενη σχέση μου είχε
μετακομίσει από το σπίτι.
Το πιο σημαντικό ήταν
βιώσω αυτή την αγάπη και να ζήσουμε μαζί με τον σύζυγό μου. Δύο χρόνια αργότερα
πέθανε από καρκίνο, αλλά συνέχισα να ζω στην Ιταλία.
Ήταν μεγάλο δώρο να
μετακομίσω από τον απώτατο Βορρά της Ευρώπης στον πιο απομακρυσμένο Νότο και να
γνωρίσω μια άλλη κουλτούρα που είναι τόσο διαφορετική και να μάθω μια άλλη
γλώσσα, καθώς δε μιλούσα ιταλικά.
Τα
μιλάς τώρα;
Ναι, τα μιλώ.
Η Νορβηγία είναι
υπερβολικά προστατευμένη, τόσο ασφαλής. Είμαστε πέντε εκατομμύρια άνθρωποι και
από τη δεκαετία του 1970 και εξής ρέουν πετρελαϊκά χρήματα.
Τίποτα δε θα σου συμβεί.
Είναι σαν να υπάρχει ένα μαξιλάρι αν πέσεις. Η Νορβηγία είναι χτισμένη πάνω σ’
αυτή την αίσθηση εμπιστοσύνης που οι πολίτες τρέφουν απέναντι στο κράτος. Το
κράτος είναι όπως η οικογένειά μας.
Στη Νορβηγία βιώνουμε,
επίσης, την αίσθηση του «εμείς».
Της
κοινότητας.
Με πέντε εκατομμύρια
ανθρώπους κάτι τέτοιο είναι εύκολο. Στην Ιταλία υπάρχουν περίπου εξήντα έξι
εκατομμύρια άνθρωποι. Το «εμείς» εκεί είναι η οικογένεια.
Το κράτος είναι σαν
εχθρός και δεν υπάρχει καμία εμπιστοσύνη σ’ αυτό. Πρέπει να έχεις δικηγόρο για
να συναντήσεις το κράτος.
Είμαι ευγνώμων μου εξήχθην
από την ασφάλειά μου. Στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου οι άνθρωποι ζουν όπως
στην Ιταλία. Πρέπει να αντιμετωπίσεις τη ζωή διαφορετικά. Κι αυτό με αλλάζει.
Το πώς μπορεί να
επηρεάσει το γράψιμό μου δεν το γνωρίζω μέχρι να γράψω.
Μένει
ν’ αποδειχτεί, επομένως.
Δεν έχω κάποια
ενδιαφέρουσα, ευφυή σκέψη που διοχετεύεται στη συγγραφή ενός βιβλίου. Δε
λειτουργώ έτσι. Λειτουργώ αντίστροφα. Φτάνω σ’ ένα σημείο κατά το οποίο δε
γνωρίζω τίποτα και τότε πρέπει να
γράψω ένα βιβλίο.
Οτιδήποτε προκύπτει σ’
ένα βιβλίο μου αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας μέσω της ζωής μου, δεν
προέρχεται από κάποια διανοητική διαδικασία.
Οπότε
το μυθιστόρημά σου Αγάπη
ήταν προϊόν μια τέτοιας διαδικασίας; Μιας κατάστασης ή ενός αισθήματος που
έλειπε ή ήταν παρόν στη ζωή σου εκείνη την περίοδο;
Έτσι νομίζω. Είναι
σημαντικό να θυμόμαστε ότι έγραψα αυτό το βιβλίο εικοσιπέντε και πλέον χρόνια
πριν.
Το ξεκίνησα όταν
γεννήθηκε η κόρη μου. Επιστρέφοντας από το νοσοκομείο μαζί της αναρωτιόμουν: «Πώς μπορώ να ξέρω ότι ξέρει πως την αγαπώ;»
Η αγάπη ήταν, λοιπόν, το
ζήτημα. Αλλά και πώς την εκφράζεις μέσω της γλώσσας. Δυο άνθρωποι μπορεί να
λένε «σ’ αγαπώ» και να εννοούν κάτι
διαφορετικό. Οι λέξεις, επομένως, είναι τόσο φευγαλέες, διαφεύγουν.
Τι είναι η αγάπη, λοιπόν;
Πώς μπορείς να ξέρεις ότι βρίσκεται εκεί;
Aποκτώντας ένα παιδί εισήχθην στη μοναξιά
της παιδικής ηλικίας. Στα τότε προηγούμενα δύο μυθιστορήματά μου δεν υπήρχαν
παιδιά, μονό ενήλικες.
Ένιωσα
άβολα, ανοίκεια διαβάζοντας το βιβλίο σου. Όχι γιατί μητέρα και γιος είναι
εντελώς αποξενωμένοι, ούτε γιατί αλληλομισιούνται. Είναι που δεν ξέρεις τι
πραγματικά αισθάνονται ο ένας για την άλλη- και αντιστρόφως.
Πολύ βαθιά, δεν μπορείς
να βρεθείς μ’ έναν άλλο άνθρωπο πιο κοντά απ’ ό,τι μπορείς να βρεθείς με τον
εαυτό σου.
Κι η Βίμπεκε, η μητέρα,
είναι το πιο τραγικό πρόσωπο σ’ αυτό το μυθιστόρημα, γιατί είναι αποξενωμένη
από τον εαυτό της ζώντας σ’ έναν φανταστικό κόσμο. Πού βρίσκεται, όμως,
πραγματικά;
Aυτή η αποξένωση αναπαράγεται μέσω των
γενεών. Πώς θα μπορέσει ένα παιδί να επικοινωνήσει με τα εσώτερα συναισθήματά
του αν μεγαλώνει έτσι, αν κανένας δεν του δίνει να καταλάβει τι είναι αληθινό
απ’ όσα του συμβαίνουν;
Συνεπώς αυτό το μυθιστόρημα
αφορά σε ό,τι δεν υπάρχει, στην έλλειψη.
Ως παιδιά, ωστόσο, ποθούμε
την αγάπη. Κι ο Γιον δεν ξέρει αν δικαιούται να ποθεί την αγάπη. Ξέρει, όμως,
ότι όταν έχεις γενέθλια, δικαιούσαι να περιμένεις ένα δώρο, μια τούρτα, την προσοχή,
κάτι.
Ως
αναγνώστης, δεν είμαι καν σίγουρος κατά πόσο όσα εμφανίζονται να βιώνουν οι δυο
τους αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας τους ή όχι.
Το αντιλαμβάνομαι ως ένα
πολύ ρεαλιστικό μυθιστόρημα.
Σαν
να κατοικούν διαφορετικούς ονειρικούς κόσμους- γεγονός όχι κατ’ ανάγκη θετικό ή
ανακουφιστικό.
Ίσως και να μας
συμβαίνει! Ζούμε τόσο πολύ εντός του εσωτερικού μας κόσμου: προσωπικά ζω κατά
95% μέσα στον κόσμο μου και κατά 5% με όλους εσάς. Δε νομίζεις ότι όλοι ζούμε
πολύ εντός του εαυτού μας;
Πώς,
όμως, συναντιούνται αυτοί οι κόσμοι- όποτε αυτό συμβαίνει; Κι αν όχι, πόσο
τραγικές μπορεί να είναι οι συνέπειες της έλλειψης συνάντησης;
Δε θέλω ν’ αναφερθώ σ’
αυτό, γιατί θα ήταν spoiler!
(Γέλιο)
Σε
κάθε περίπτωση, το μυθιστόρημά σου αποπνέει μια εντεινόμενη αίσθηση επικείμενης
τραγωδίας. Την εισήγαγες συνειδητά;
Όχι, την ήθελα όμως. Όλα
είναι γραμμένα σε ενεστώτα, συμβαίνουν τώρα, κι αυτό χτίζει την ένταση
περαιτέρω. Δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω όλες αυτές τις βαριές λέξεις για την
αγάπη, αλλά να είναι ακριβείς και αξιόπιστες.
Ένιωθα, ωστόσο, έναν βαθύ
φόβο γράφοντας αυτό το βιβλίο. Οπότε οτιδήποτε εκλαμβάνεις ως τρομακτικό
διαβάζοντάς το, αντανακλά τον δικό μου φόβο. Το πιο τρομερό πράγμα στη ζωή μας
είναι η έλλειψη αγάπης, νομίζω.
Και
η παρουσία του χιονιού συμβάλλει στην οικοδόμηση αυτής της τρομακτικής
ατμόσφαιρας. Δε σε τρόμαζε, φαντάζομαι.
Με τρόμαζε, αλλά αυτό
είναι μια άλλη ιστορία. Μεγάλωσα με χιόνι και σκοτάδι στην περιοχή του Βορείου
Ακρωτηρίου στη Νορβηγία, πολύ κοντά στη Ρωσία.
Η συγγραφή αυτού του
βιβλίου με επανέφερε στα τοπία της παιδικής μου ηλικίας.
Πώς
είναι, λοιπόν, να ζεις με το χιόνι;
Για ένα παιδί που
μεγαλώνει στον Βορρά της Νορβηγίας το χιόνι είναι τόσο φυσικό όσο είναι για
εσάς είναι η ζεστασιά του φως του ήλιου για εσάς. Προστατεύεστε από τον ήλιο,
και εμείς προστατευόμαστε από το κρύο.
Το χιόνι απλώς υπάρχει
και το διαχειρίζεσαι. Το όμορφο στοιχείο του είναι, όμως, ότι αντανακλά το
υπάρχον φως καθώς είναι λευκό. Το χιόνι είναι κάτι ευγενικό, για τον ίδιο λόγο.
Και
ανακουφιστικό;
Ανακουφιστικό, γιατί;
(Γέλιο)
Δεν
ξέρω, αποπνέει κάτι καταπραϋντικό. Αυτή είναι η εικόνα που έχω.
Πάντως, το χιόνι -όπως και
η έρημος- αποτελούν μεταβατικές φάσεις κατά τις οποίες αναμένεις είτε την
ανάδυση της ζωής είτε τον θάνατο.
Η
εναλλαγή της Βίμπεκε και του Γιον ως αφηγητών από τη μια παράγραφο στην άλλη,
σαν να πρόκειται για διαφορετικές πτυχές του ίδιου χαρακτήρα, υπήρξε αποτέλεσμα
επιλογής;
Ήταν συμπτωματική η συγγραφή
του βιβλίου κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ξεκίνησα γράφοντας μικρά κείμενα από την
οπτική γωνία πότε της Βίμπεκε, πότε του Γιον.
Όταν είχα γράψει τριάντα
τέτοια κείμενα, ένιωσα πως δε λειτουργούσαν. Τα έβαλα, λοιπόν, μαζί στον
υπολογιστή και τότε είδα την ενέργεια που εκλυόταν. Κι έτσι συνέχισα.
Αυτή η επιλογή έχει,
πάντως, και μια ειρωνική διάσταση, καθώς ως χαρακτήρες είναι πιο κοντά στο
κείμενο απ’ ό,τι στην πραγματική ζωή. Εκεί θα μπορούσαν να απλώσουν η μία το
χέρι στον άλλο. Αλλά δεν μπορούν. Είναι τόσο κοντά, κι όμως τόσο μακριά.
Η δομή του κειμένου
τονίζει, επομένως, τη μεταξύ τους απόσταση.
Aισθάνθηκες καλύτερα μετά την
ολοκλήρωση της συγγραφής;
(Γέλιο) Τι τρομακτική
ερώτηση!
Αν
τη θεωρείς τρομακτική, μπορείς να την παραλείψεις.
Όχι, είναι υπέροχη
ερώτηση!
Η ολοκλήρωση κάθε
μυθιστορήματος πάντα είναι μια ανακούφιση, γιατί κάτι πολύ επιτακτικό μέσα μου
αποκτά μορφή. Κάτι που υπήρξε πόνος, έλλειψη κατανόησης ή ανικανότητα για κάτι έχει
κατά κάποιον τρόπο επιλυθεί.
Αν κι ένα βιβλίο μπορεί
να τελειώσει με θλιμμένο ή απελπισμένο τρόπο, η ομορφιά της τέχνης και η τρυφερότητα
της ομορφιάς προσφέρουν κάποιου είδους ανακούφιση.
Επίσης, όταν ένα
μυθιστόρημα τελειώνει, μπορείς να το μοιραστείς. Η Βίμπεκε κι ο Γιον δε
συναντιούνται. Εμείς, όμως, μπορούμε να συναντηθούμε ως αναγνώστες στο κείμενο
και εντός της συγγραφής.
Και
σε εξωτερικό χώρο, όποτε είναι δυνατόν.
Όπως τώρα, στην Αθήνα.
Το ερώτημά μου -τι είναι η
αγάπη και πώς να τη βιώσεις- δεν απαντήθηκε, πάντως. Όλα τα μυθιστορήματά μου
περιστρέφονται γύρω από αυτό. Είναι το θεμελιώδες ερώτημά μου στη ζωή.
Με το δέκατο έκτο
μυθιστόρημά μου, που ολοκληρώνω αυτόν τον καιρό, νομίζω ότι κάτι έχω καταλάβει
σχετικά. Ίσως έχουν λυθεί όλα και δεν ξαναγράψω ποτέ. Ποιος ξέρει!
Ευχαριστώ
θερμά την Ισμήνη
Κουρούπη (Γραφείο Τύπου & Επικοινωνίας Εκδόσεων Καστανιώτη) για την πολύτιμη
συμβολή της στην πραγματοποίηση
της συνέντευξης τον Οκτώβριο του 2022 στην Αθήνα.
Το μυθιστόρημα της Χάνε
Έρσταβικ Αγάπη
κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Σωτήρη
Σουλιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου