Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

Ρενέ Καραμπάς: «Με ενδιαφέρει η ενέργεια των ανθρώπων, όχι τα σώματά τους»

 

Ρενέ Καραμπάς (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Σε ένα από τα πιο ασυνήθιστα βιβλία των τελευταίων χρόνων, το Ορκισμένη, η Βουλγάρα ποιήτρια, συγγραφέας και ηθοποιός Ρενέ Καραμπάς καταπιάνεται με την (ομοφυλοφιλική) αγάπη, την οικογένεια και την ελευθερία επιλογής.

Συναντηθήκαμε μαζί της στη φετινή Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Μου έλεγες νωρίτερα ότι εμπνεύστηκες έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες του θαυμάσιου, υβριδικού αφηγήματός σου Ορκισμένη, όταν βρισκόσουν στο Σαράγεβο. Πρέπει, λοιπόν, να του αποδώσουμε τα εύσημα;

Αγαπώ το Σαράγεβο και πάντα με χαροποιεί να βρίσκομαι εκεί.

Το επισκέφτηκα και πριν από έναν χρόνο προκειμένου να παρουσιάσω το βιβλίο μου, το οποίο κυκλοφορεί και στη Βοσνία & Ερζεγοβίνη.

Πέραν του Σαράγεβο, ποιες ήταν οι υπόλοιπες πηγές έμπνευσης - ή ίσως από πού προέκυψε η ανάγκη σου να καταπιαστείς με αυτό το αρχαίο έθιμο, που δυστυχώς επιβιώνει και στις μέρες μας;

Έχοντας ήδη κατά νου να εντάξω σε μια ιστορία πτυχές της προσωπικής μου ζωής και της οπτικής μου για την πατριαρχία, μολις είδα τις φωτογραφίες της Πέπα Χρίστοβα σχετικά με τις ορκισμένες παρθένες, σκέφτηκα:

«Μια τόσο ανδρόγυνη φιγούρα θα γίνει ο κεντρικός μου χαρακτήρας».

Ναι, ως άνθρωποι έχουμε σώματα με κάποια χαρακτηριστικά, ωστόσο με ενδιαφέρει η ενέργεια των ανθρώπων, που είναι αρσενική και θηλυκή και προκύπτει από τα σώματά τους, όχι τα ίδια τα σώματά τους.

Συγκλίνουν ή αποκλίνουν αυτές οι ενέργειες;

Νομίζω ότι είναι απολύτως αντίθετες, αλλά κύριος στόχος μας είναι να βρούμε την ισορροπία μεταξύ τους, γιατί καθεμιά έχει αρνητικά και θετικά στοιχεία.

Στην περίπτωση του κεντρικού χαρακτήρα μου η αρσενική ενέργεια είναι ισχυρότερη επειδή ο πατέρας του προσπάθησε να σκοτώσει τη θηλυκή του ενέργεια.

Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι παραισθησιακή. Δύσκολα συνάγεις ως αναγνώστης ασφαλές συμπέρασμα ως προς το τι πραγματικά έχει συμβεί ή όχι.

Πάντα τίθεται αυτό το ερώτημα, καθώς ο κεντρικός χαρακτήρας είναι αναξιόπιστος ως αφηγητής. Κι ενώ μπορεί να συμπάσχουμε μαζί του, δεν ξέρουμε τι είναι αληθινό και τι όχι.

Εμφανίζεται σίγουρα ως θύμα.

Σίγουρα είναι θύμα σε κάποιες περιπτώσεις, σε άλλες όμως όχι.

Εκτός από τις φωτογραφίες της Πέπα Χρίστοβα, συνομιλείς και με άλλα κείμενα που αφορούν στο έθιμο των ορκισμένων παρθένων, όπως για παράδειγμα την προ ετών ταινία της Λάουρα Μπισπούρι;

Δεν την έχω παρακολουθήσει, παρεμπιπτόντως.

Έχω, όμως, διαβάσει πολλά βιβλία σχετικά, κι ένα από αυτά ήταν το Ρημαγμένος Απρίλιος του Ισμάηλ Κανταρέ, το οποίο, αν και μυθοπλαστικό, με βοήθησε πολύ να καταλάβω αυτό το έθιμο.

Διάβασα επίσης και ανθρωπολογικά βιβλία, ακόμα και σε σχέση με την ονοματοδοσία των χαρακτήρων μου, επειδή για μένα είναι σημαντικό τα ονόματά τους να σημαίνουν κάτι, κρύβοντας πτυχές της προσωπικότητάς τους.

Στιλιστικά, το βιβλίο σου είναι ποικιλόμορφο και δύσκολα ταξινομήσιμο. Στην αρχή ένιωθα πως πρόκειται για ποίηση σε ελεύθερο στίχο, έπειτα ότι σίγουρα διαθέτει στοιχεία μυθιστορήματος ή νουβέλας - ακόμα και διηγηματογραφίας.

Προέκυψε αυθόρμητα όλο αυτό ή ήταν προσχεδιασμένο;

Η πλοκή είναι επινοημένη, αλλά η γραφή προέκυψε σαν μια φωνή. Δεν προσπάθησα να γράψω με κάποιον τρόπο, βγήκε απλώς από μόνο του σαν stream of consciousness, σαν ποίηση η οποία βρίσκεται στο μυαλό του κεντρικού χαρακτήρα.

Διάλεξα επίσης και την επιστολική μορφή γιατί θεώρησα ότι το αναγνωστικό κοινό χρειαζόταν μια ξεκούραση από καιρού εις καιρόν.

Προσδίδει η επιστολική μορφή και έναν πιο ρεαλιστικό χαρακτήρα στα συμφραζόμενα;

Ναι, ίσως, και ταυτόχρονα κάτι πολύ ειλικρινές. Μέσω της επικοινωνίας της με τον αδερφό της αντιλαμβανόμαστε ότι έχει μυστικά, κι αυτό προσθέτει μυστήριο.

Η ανάγνωση, πάντως, είναι σαν όνειρο.

Αυτόν τον καιρό γράφω το καινούριο μου μυθιστόρημα και νομίζω πως το να γράφω σαν να βρίσκομαι σε όνειρο είναι το συγγραφικό μου στιλ.

Κάθε βιβλίο, ωστόσο, έχει τη δική του φωνή ή φωνές, κι αυτό μ’ αρέσει. Όταν σου αρέσει κάποιος συγγραφέας, είναι γιατί σου αρέσει το στιλ του.

Ίσως το αναγνωστικό μου κοινό περιμένει το δεύτερο βιβλίο μου να είναι το ίδιο με το πρώτο. Νομίζω, ωστόσο, ότι ένας συγγραφέας πρέπει να επεκτείνεται, να δοκιμάζει διαφορετικά στιλ.

Καλά που το αναφέρεις, γιατί οι περισσότεροι συγγραφείς -αλλά και άνθρωποι, γενικότερα- προτιμούν να εστιάζουν σ’ αυτό το οποίο γνωρίζουν καλύτερα. Ίσως γιατί τους κάνει να αισθάνονται ασφάλεια.

Διανοητικά ξέρω τι χρειάζεται για να επαναλάβω το πρώτο μου βιβλίο, αλλά η καρδιά μου δε συμφωνεί. Η καρδιά μου θέλει να πειραματιστεί, να νιώσει κάτι καινούριο. Αυτό είναι ριψοκίνδυνο.

Μπορεί να αποτύχω ή επινοήσω ένα καινούριο στιλ ή φωνές. Σ’ αυτό συνίσταται η χαρά της συγγραφής.

Υπάρχει κι η αγάπη μέσα σε όλο τον ζόφο του βιβλίου, όπως αναδύεται μέσα από τον χαρακτήρα της Ντάνα. Τι έχεις να πεις γι’ αυτήν;

Ίσως είναι ο άνθρωπος που διανοίγει μονοπάτια ελευθερίας για τον κεντρικό χαρακτήρα, αλλά εκείνος το συνειδητοποιεί αργότερα.

Μερικοί αποκαλούν το βιβλίο μου «κουίρ». Δε μου αρέσει αυτό.

Επειδή είναι περιοριστικό;

Είναι περισσότερα από αυτό. Αφορά στις οικογενειακές σχέσεις, στην ελευθερία της επιλογής. Το «κλέβεις» αν το κατηγοριοποιήσεις ως «κουίρ».

Στην κινέζικη μετάφραση του βιβλίου έπρεπε να αλλάξουμε το φύλο της Ντάνα, κι όμως η ιστορία δεν επηρεάζεται. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν είναι κουίρ μυθιστόρημα.

Στη Βουλγαρία, ακόμα και σε συντηρητικούς ανθρώπους αρέσει και κανείς τους δε με ρώτησε για το ζήτημα του φύλου.

Κάπου γράφεις πως το σπίτι είναι εκεί που σου κόβουν τα φτερά. Γιατί;

Δεν ξέρω. Οι συγγραφείς είμαστε διάμεσοι.

Ασφαλώς συνδέεται με την παιδική μου ηλικία και το γεγονός ότι ο πατέρας μου εξέτρεφε περιστέρια που τους έκοβε μέρος των φτερών ώστε να γυρίζουν σπίτι τους. Όλοι έχουμε κάποια τραυματικά βιώματα από την παιδική μας ηλικία.

Σ’ αυτήν σου κόβουν τα φτερά. Έπειτα, θέλεις να μάθεις να πετάς, οπότε πρέπει να αναστήσεις τα φτερά σου. Και για να το κάνεις, πρέπει να επιστρέψεις στο μέρος όπου σου τα έκοψαν.

Η υπέρβαση τραυματικών εμπειριών του παρελθόντος συντελείται για σένα μέσω της γραφής ή και της υποκριτικής;

Μέσω και των δύο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους.

Στη συγγραφή είσαι μόνη, καθοδηγείσαι από την εαυτή σου. Στην υποκριτική υπάρχει η ομάδα, συνεπώς πρέπει να αφεθείς να καθοδηγηθείς από αυτήν και τον σκηνοθέτη/την σκηνοθέτρια.

Στην ταινία Godless της Ραλίτσα Πετρόβα ήμουν η εαυτή μου, δεν υποδυόμουν κάποιον ρόλο. Η προετοιμασία, βέβαια, ήταν πολύ δύσκολη. Η Ραλίτσα, όμως, ήξερε να πατάει τα μαγικά «κουμπιά» μου.

Ως καλλιτέχνις, ξεκίνησες με τη συγγραφή;

Γράφω από παιδί, αλλά πάντα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ποτέ δε σπούδασα σε Δραματική Σχολή, ωστόσο. Ο ρόλος μου στο φιλμ της Ραλίτσα Πετρόβα είναι ο μοναδικός μου μέχρι στιγμής στο σινεμά, και μου έχει αποφέρει πολλά βραβεία.

Και δικαιολογημένα.

Άλλη μια φορά έχω συμμετάσχει σε θεατρική παράσταση στη γενέτειρά μου.

Θέλω να καταπιαστώ με πολλά είδη τέχνης. Η ποίηση, όμως, είναι το βασικό. Προσπαθώ να τη βλέπω σε κάθε μορφή τέχνης.

Είναι το συνδετικό νήμα.

Όταν γράφω ποίηση, νιώθω πλήρως ζωντανή.

Ευνοεί το πολιτιστικό κλίμα στη Βουλγαρία πολυδιάστατους καλλιτέχνες όπως εσύ και πολυδιάστατα καλλιτεχνικά εγχειρήματα;

Για να ασχολείσαι με διάφορες μορφές τέχνης, πρέπει να έχεις ένα ασφαλές εισόδημα. Διδάσκοντας δημιουργική γραφή, έχω τη δυνατότητα να καταπιάνομαι και με άλλα πράγματα.

Στην Τηλεόραση και το σινεμά η κατάσταση είναι καλύτερη από τη λογοτεχνία. Κάνοντας μια ταινία, μπορείς να ζήσεις ένα-δυο χρόνια.

Τώρα που η Ορκισμένη μεταφράζεται σε περισσότερες γλώσσες, αρχίζω να αισθάνομαι τη διαφορά. Όχι ότι έχω γίνει εκατομμυριούχος!

Όταν έχεις προθεσμίες, όταν έχεις κάτι να πεις, κινητοποιείσαι καλύτερα. Είναι εύκολο να κωλυσιεργείς. Πρέπει απλώς να βρεις την ισορροπία.

Η συνέντευξη με την Ρενέ Καραμπάς πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 21ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.

Ευχαριστώ θερμά την Ντόρα Τσακνάκη (Εκδόσεις Μεταίχμιο) για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της.

Το βιβλίο της Ρενέ Καραμπάς Ορκισμένη κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση του Σπύρου Ν. Παππά.



Kristin Hersh: «Η αποστροφή μου για τη μουσική βιομηχανία έγκειται στα χαμηλά της στάνταρ»

 


Με ενθουσιασμό εφηβικό και κολλητικό, η Kristin Hersh, η κινητήρια δύναμη του αγαπημένου συγκροτήματος εναλλακτικής ροκ Throwing Muses, μάς ανοίγει την καρδιά της ενόψει της συναυλίας τους στην Αθήνα την 1η Σεπτεμβρίου στο Gazarte.

Οι Throwing Muses σχηματίζονται το 1981, όταν εσύ και η θετή σου αδερφή, Tanya Donelly, είστε μόλις πρωτοετείς στο λύκειο. Ίσα που έχεις ενηλικιωθεί όταν γίνεσαι μητέρα για πρώτη φορά. Γιατί όλα «πρέπει» να συμβούν τόσο γρήγορα;

Χαχαχά... στην πραγματικότητα εγώ και ο ντράμερ μας, ο David, ξεκινήσαμε τους Throwing Muses, όταν κρυφοκοίταξε από το παράθυρο μιας αίθουσας πρόβας στο λύκειό μας και με άκουσε να παίζω ένα τραγούδι το οποίο είχα γράψει.

Αρχίσαμε να ηχογραφούμε demos και να παίζουμε συναυλίες λίγο αργότερα, οπότε πέρασαν χρόνια μέχρι να υπογράψουμε σε μια δισκογραφική εταιρεία.

Ο πρώτος μας δίσκος και το πρώτο μου μωρό γεννήθηκαν και τα δύο το 1986. Μέχρι τότε, μου φαινόταν σαν να είχε περάσει πολύς χρόνος!

Οι Throwing Muses γράφουν Ιστορία ως το πρώτο αμερικανικό συγκρότημα που υπογράφει με τη 4AD. Εκ των υστέρων, ήταν αυτή μια από τις καλύτερες επιλογές σας;

Δεν είχα ξανακούσει για τη 4AD.

Ο Ivo, όμως, ο επικεφαλής της δισκογραφικής, άρχισε να τηλεφωνεί στο διαμέρισμά μας στη Βοστώνη μερικές φορές την εβδομάδα για να μου πει πως του άρεσε το demo μας αλλά δεν υπέγραφε συμβόλαια με αμερικανικά συγκροτήματα.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν πίστευα ότι είχε κάποια δισκογραφική εταιρεία -και νόμιζα πως η βρετανική προφορά του ήταν ψεύτικη!- αλλά μου φαινόταν αρκετά καλό παιδί.

Έτσι, μιλούσαμε για ώρες για οτιδήποτε ΕΚΤΟΣ από μουσική και γίναμε πολύ καλοί φίλοι.

Όλες οι άλλες δισκογραφικές εταιρείες που μας πρόσφεραν συμβόλαια ήθελαν να μας αποκτήσουν για δέκα ή περισσότερους δίσκους κ.λπ., αλλά ο Ivo τελικά είπε απλώς:

«Ας κάνουμε έναν δίσκο και μετά ας δούμε πώς θα νιώσουμε όλοι». Έτσι ανακάλυψα ότι η 4AD ήταν μια πραγματική δισκογραφική - και η προφορά του ήταν αληθινή!

Η εισαγωγή μου στον κόσμο σου - και, πράγματι στον κόσμο των Throwing Muses είναι το Fish, από εκείνη την εξαιρετικά αξιομνημόνευτη συλλογή, Lonely is an Eyesore. Με ποια έννοια η μοναξιά είναι «ένα εξάμβλωμα»;

Θα νόμιζες ότι οι μοναχικοί άνθρωποι θα ήταν κρυμμένοι, αλλά η μοναξιά συχνά συνοδεύεται από ντροπή.

Το 1992, κυκλοφορεί το Red Heaven, το αγαπημένο μου άλμπουμ των Throwing Muses. Ακούγεται επιθετικό, μελαγχολικό και κάπως ζοφερό. Έτσι αισθανόσουν τότε;

Χαίρομαι πολύ που είναι το αγαπημένο σου! Σίγουρα είναι όλα αυτά, αλλά έχει και μια γλυκιά στιβαρότητα. Η Leslie, ο David και εγώ περάσαμε πολύ καλά φτιάχνοντάς το και δεν είναι όλες οι ηχογραφήσεις «διασκεδαστικές».

Το ηχογραφήσαμε στη Νέα Υόρκη στο Power Station.

Είχα ένα νεογέννητο μωρό, το οποίο κοιμόταν σε ένα μικρό κρεβάτι σε έναν από τους θαλάμους απομόνωσης, όπου κανονικά έβαζες έναν ενισχυτή για να μη μεταδίδεται ο ήχος στα μικρόφωνα των ντραμς.

Έτσι, υπήρχε ένα «baby fader» στον μίκτη που το ενεργοποιούσαμε μερικές φορές για να βεβαιωθούμε ότι κοιμόταν ήρεμα και δεν έκανε φασαρία. Του άρεσε πολύ εκεί μέσα!

Ήταν μια ασταθής περίοδος για τη μουσική βιομηχανία και μόλις αρχίζαμε να προσπαθούμε να απαλλαγούμε από την εμπλοκή των εταιρειών, οπότε νιώθαμε σαν να βρισκόμασταν σε μια άλλη περιπέτεια, σαν να ξεκινούσαμε από την αρχή.

Μεταφερόμαστε γρήγορα στο 1994, όταν ξεκινάς την σόλο καριέρα σου με το ακουστικό αριστούργημα Hips and Makers.

Πώς και αποφάσισες να «αλλάξεις ταχύτητα», χωρίς ωστόσο να μειώσεις καθόλου τη συναισθηματική ένταση/επιρροή του ηχογραφημένου έργου;

Προσπαθούσα να απεμπλέξω τους Throwing Muses από τη Warner Brothers, αλλά οι δισκογραφικές εταιρείες δεν επιτρέπουν στα συγκροτήματα να λύσουν εύκολα τα συμβόλαιά τους.

Μισούσα τις σεξιστικές ανοησίες που τόσα πολλά άλλα συγκροτήματα ήταν πρόθυμα να παίξουν και τους είπα ότι αρνούμουν να παίξω το παιχνίδι της μόδας ενός ποπ σταρ, ότι μερικές γυναίκες είναι ανθρώπινα όντα, είναι έξυπνες, κ.λπ.

«Είμαστε αληθινοί μουσικοί... Δε θα βάλουμε το προσωπικό μας όφελος πάνω από τις αρχές μας».  

Έτσι, τελικά συμφώνησαν να δεχτούν ένα σόλο άλμπουμ από εμένα με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή μας από τις συμβατικές υποχρεώσεις μας.

Αυτό σημαίνει πως ποτέ δε μου ανήκε το Hips and Makers, ούτε έβγαλα χρήματα από αυτό.

«Μην ξεχνάς ότι ζω μέσα/ Στον χώρο όπου τοίχοι και πάτωμα συναντιούνται/ Υπάρχει ένα κουτί μέσα στο στήθος μου/ Ένα ζώο γεμάτο με την απογοήτευσή μου/ Με ακούς;» απελπίζεσαι στο The Letter, το οποίο εξακολουθεί να με τρομάζει κάθε φορά που το ακούω.

Τι χρειάζεται για να βγούμε από «τον χώρο όπου τοίχοι και πάτωμα συναντιούνται»;

Αυτό είναι ένα παλιό τραγούδι των Throwing Muses το οποίο έγραψα στο λύκειο.

Πάντα το μισούσα, αλλά υπήρχε ένας τύπος -ένας Hells Angel από το Μεξικό- που το λάτρευε. Ερχόταν σε όλες τις συναυλίες μας και με έβαζε να του υποσχεθώ πως θα του το παίξω. Έτσι και έκανα. Είναι ακόμα δικό του στο μυαλό μου.

Έχεις υπάρξει ανοιχτή και ειλικρινής σχετικά με τα προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία σε βασάνιζαν - και μέχρι τώρα έχουν αντιμετωπιστεί με επιτυχία.

Εκτός από το οικογενειακό σου περιβάλλον, έχεις λάβει υποστήριξη και από ομότεχνούς σου;

Επειδή η διάγνωσή μου ήταν διαταραχή μετατραυματικού στρες, έχω λάβει περισσότερη υποστήριξη από στρατιώτες που υποφέρουν επίσης από αποσύνδεση από ό,τι από μουσικούς.

Οι στρατιώτες έρχονται στις αναγνώσεις και τις παραστάσεις μου και συζητάμε μεταξύ μας για τη διαδικασία της ενσωμάτωσης.

Δεδομένου ότι η αποσύνδεση δεν είναι ψυχική ασθένεια αλλά ένας μηχανισμός διαχείρισης, μπορεί να είναι δύσκολο να βρεθεί ένας τρόπος να επιβιώσει κάποιος χωρίς αυτήν.

Οι στρατιώτες που τα καταφέρνουν καλύτερα φαίνεται να είναι αυτοί που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως στρατιώτες, οπότε προσπάθησα να κάνω τη δική μου εκδοχή του «καταθέτω τα όπλα μου» για να επιβιώσω.

Πιστεύεις πως έχει υποχωρήσει ο κοινωνικός στιγματισμός των ατόμων τα οποία πάσχουν από προβλήματα ψυχικής υγείας ποικίλης σοβαρότητας;

Ελπίζω ότι μπαίνουμε σε μια πιο αυθεντική εποχή, όπου οι άνθρωποι δε θα ντρέπονται για το ποιοι είναι, είτε αυτό σημαίνει βλέπω καθαρά και είμαι υγιής είτε το δουλεύω.

Επί μακρόν είσαι υποστηρίκτρια/υπέρμαχος της ανεξάρτητης μουσικής παραγωγής:

Eίτε μέσω της δισκογραφικής εταιρείας ThrowingMusic και της πλέον ανενεργής πλατφόρμας CASH είτε, προς το παρόν, μέσω της πρωτοβουλίας crowdfunding (δική μου περιγραφή!) Strange Angels.

Πού έγκειται κυρίως η αποστροφή σου για τη μουσική βιομηχανία; Πώς ορίζεις προσωπικά την «ανεξάρτητη μουσική» στις μέρες μας;

Η αποστροφή μου για τη μουσική βιομηχανία έγκειται στα χαμηλά της στάνταρ. Δε θέλουν μουσική στη μουσική βιομηχανία επειδή είναι αγάπη και δεν μπορείς να πεις στους ανθρώπους τι να αγαπήσουν.

Έτσι, πουλάνε «προϊόν» -ένα είδος ήχου της μόδας- και μετά αγοράζουν φήμη. Το κοινό δεν ψηφίζει για τη φήμη, την αγοράζει.

Θα ήθελα να δω έναν πληθυσμό με περισσότερη μουσική παιδεία, που σημαίνει έναν πληθυσμό ο οποίος δεν έχει ξεχάσει τη μουσική αντίδραση με την οποία γεννήθηκε.

Το μάρκετινγκ διαχειρίζεται αυτήν την οικονομία της προσοχής στην οποία ζούμε, επομένως οι «οπαδοί» της μουσικής απλώς αγοράζουν τάσεις.

Οι ακροατές, ωστόσο -οι πραγματικοί ακροατές μουσικής- αγαπούν την πραγματική μουσική. Και πάλι: δεν μπορείς να πεις σε κάποιον τι να αγαπήσει.

Η δισκογραφική βιομηχανία πουλάει προϊόντα στους φαν, αλλά οι πραγματικά ανεξάρτητοι μουσικοί μοιράζονται τραγούδια με τους ακροατές. Ένα τραγούδι είναι μια ζωντανή οντότητα στον κόσμο μου, κάτι το οποίο πρέπει να γεννηθεί.

Είναι η διαφορά μεταξύ του να σου αρέσει κάτι και του να το αγαπάς, μεταξύ των ανθρώπων που υπόκεινται στη μόδα και το μάρκετινγκ και εκείνων που θυμούνται τη δική τους μουσική ανταπόκριση, που συγκινούνται πραγματικά από τα τραγούδια.

Σε ποιο βαθμό η έλευση των νέων τεχνολογιών στους τομείς της παραγωγής και της διάδοσης της μουσικής έχει διευκολύνει το καλλιτεχνικό σου όραμα;

Είμαι ένθερμη υπέρμαχος του streaming, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να εκπαιδεύονται μέσα από εποχές και είδη μουσικής, ακόμα κι αν δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν εκατοντάδες δίσκους.

Όσο περισσότερο εξερευνούν ηχητικά, τόσο περισσότερη μουσική θα έχει την ευκαιρία να τους ταρακουνήσει, να τους χτυπήσει δυνατά και έτσι δε θα ξεγελιούνται τόσο εύκολα από την προσβολή των «φιλικών προς το ραδιόφωνο» ποπ σταρ.

Στο στούντιο, δεν έχω αλλάξει πολύ τη μέθοδο εργασίας μου από τεχνολογικής άποψης. Οι δίσκοι μου παίζονται αρκετά ζωντανά με vintage μικρόφωνα. Συνήθως παίζω όλα τα όργανα στους σόλο δίσκους μου (όχι ταυτόχρονα!)

Περιστασιακά χρησιμοποιώ plug-ins, αλλά έχω τους αγαπημένους μου ενισχυτές και πετάλια και κατασκευάζω όργανα όταν χρειάζεται να εφεύρω κάτι που δεν έχω ξανακούσει.

Είναι όλα αρκετά αναλογικά.

Στις 12 Ιουνίου 2018, ωστόσο, ανακοινώνεις ότι υπέγραψες με την Fire Records. Υποθέτοντας πως η στάση σου απέναντι στην mainstream/συμβατικά παραγόμενη μουσική δεν έχει αλλάξει, τι υπαγόρευσε αυτή την αλλαγή στρατηγικής;

Δισκογραφικές όπως η Fire είναι το αποτέλεσμα μιας παραδειγματικής αλλαγής την οποία περίμενα.

Η Fire καλύπτει το κόστος παραγωγής, προώθησης και διανομής, έτσι ώστε τα κεφάλαια ακροατών της Strange Angel να μπορούν να καλύψουν το κόστος ηχογράφησης.

Συνήθιζα να πρέπει να διαθέτω κεφάλαια για αυτά τα πράγματα και στη συνέχεια να προσπαθώ να συγκεντρώσω αρκετά χρήματα στην περιοδεία για να ολοκληρώσω τους δίσκους μου.

Η εμπλοκή της Fire, όμως, σημαίνει ότι οι δίσκοι προγραμματίζονται, ελέγχονται και διανέμονται με αξιοπιστία.

Το Halfway Home, από το ντεμπούτο άλμπουμ σου στην Fire Records, Possible Dust Clouds, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Πού νιώθεις σαν στο σπίτι σου, Kristin;

Ξέρεις κάτι; Πουθενά. Κάτι που ίσως είναι λυπηρό, αλλά αυτό σημαίνει επίσης πως θα μπορούσα να αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου οπουδήποτε...

«Ξέρω ένα μέρος για τους ανήσυχους/ Για τους παραληρηματικούς/ Ξέρω ένα μέρος», τραγουδάς στο Moonlight Concessions από το ομώνυμο τελευταίο άλμπουμ των Throwing Muses. Παραμένεις «ανήσυχη» και «παραληρηματική»;

Ναι! Αλλά εξίσου παραμένουν και πολλοί από τους αγαπημένους μου ανθρώπους... και οι περισσότεροι από αυτούς τυχαίνει να είναι μουσικοί.

Έτσι, συναντιόμαστε σε όλο τον κόσμο και βρίσκουμε ο ένας στον άλλον μέρη όπου οι ανήσυχοι και οι ενθουσιώδεις μπορούν να προσγειωθούν και να αναπνεύσουν για ένα λεπτό.

Γράφω αυτές τις ερωτήσεις ανήμερα της Ημέρας Ανεξαρτησίας (των Η.Π.Α). Θεωρείς το πολιτικό/πολιτιστικό κλίμα της Βόρειας Αμερικής άγονο, εξοργιστικό και τρομακτικό ή υπάρχουν και ρωγμές αισιοδοξίας;

Πάντα να ελπίζεις. Οι άνθρωποι σπάνια εκπροσωπούνται από την κυβέρνησή τους. Η Αμερική είναι μια τόσο όμορφη χώρα, τόσοι πολλοί καλοί άνθρωποι.

Πολλή φτώχεια, αλλά το χωνευτήρι το οποίο είμαστε είναι μια ευκαιρία για την ανθρωπότητα να ριζώσει και να εδραιωθεί, πάντα.

Η ανθρώπινη καρδιά είναι παντού, το μίσος όχι.

Αυτά προς το παρόν - ανυπομονώ να σε καλωσορίσω στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο! Σ’ ευχαριστώ πολύ που το έκανες αυτό.

Ευχαριστώ θερμά την Kristin Hersh για τον εφηβικό ενθουσιασμό με τον οποίο «ρίχτηκε» στις ερωτήσεις μου, καθως και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Οι Throwing Muses εμφανίζονται ζωντανά τη Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου στο Gazarte - Ground Stage (Βουτάδων 32-34, Γκάζι). Ώρα προσέλευσης: 20:30. Ώρα έναρξης: 21:30.



Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Κίραν Γκόνταρντ: «Η πολιτική μου άποψη πηγάζει από την αίσθηση ότι η ζωή είναι όμορφη»

 


Πολιτικό, ελεγειακό και μελαγχολικό, το μυθιστόρημα του Βρετανού Κίραν Γκόνταρντ Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές ανατέμνει τους δεσμούς -και τα δεσμά- που συνδέουν μέλη μιας εργατικής κοινότητας στον βρετανικό Βορρά.

Συνομιλώντας με τον Κίραν Γκόνταρντ για τη γραφή, την πολιτική, την τέχνη της εργατικής τάξης, την αρχιτεκτονική και τον κινηματογράφο, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του στα ελληνικά.

Είσαι μυθιστοριογράφος, ποιητής και κοινωνικός σχολιαστής. Με ποιους τρόπους βρίσκονται σε συνομιλία αυτές οι επαγγελματικές ιδιότητες και σε ποιο βαθμό διαμορφώνουν ό,τι είσαι και ως άτομο;

Και οι τρεις αυτές πτυχές υπάρχουν σε συνομιλία μεταξύ τους, μερικές φορές συνειδητά και άλλες φορές σε ένα πιο θεμελιώδες, ασυνείδητο επίπεδο.

Όσον αφορά στην ποιητική πλευρά, αυτό τείνει να σημαίνει πως δίνω προτεραιότητα στο σύμβολο, το μοτίβο, την εικόνα, τον ρυθμό και τη μεταφορά έναντι της πλοκής και του διαλόγου.

Όσον αφορά στην πολιτική, βλέπω τα πολιτικά ζητήματα ως υποδεέστερα των αξιών, τόσο των ηθικών όσο και των πνευματικών.

Η πολιτική μου άποψη πηγάζει από μια βασική, σχεδόν συναισθηματική, αίσθηση ότι η ζωή είναι όμορφη, όπως και ο κόσμος, και έτσι είναι και οι άνθρωποι.

Συνεπώς, θα πρέπει, για παράδειγμα, να αντισταθούμε στον περιορισμό ή την εξάλειψη αυτών των όμορφων πραγμάτων, είτε μέσω της ταξικής βίας, της αποικιακής καταπίεσης είτε της υποβάθμισης του περιβάλλοντος.

Αυτή είναι μια βασική πεποίθηση που διαπνέει όλο μου το έργο, καλλιτεχνικό και άλλο.

Το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές, το δεύτερο μυθιστόρημά σου, είναι μια πολυφωνική αφήγηση που επικεντρώνεται σε μέλη μιας κοινότητας της εργατικής τάξης στο Μπέρμιγχαμ, τα οποία συνδέονται με δεσμούς αγάπης, απώλειας και προδοσίας.

Τι σε ελκύει σε τέτοιες κοινότητες - μυθοπλαστικά, κοινωνικά και πολιτικά; Και τι, συγκεκριμένα, σε ελκύει σε χαρακτήρες που μόλις και μετά βίας τα καταφέρνουν στη ζωή τους;

Η προαναφερθείσα πεποίθηση τείνει επίσης να υπαγορεύει τα θέματα για τα οποία επέλεξα να γράψω, όπως σωστά παρατηρείς σχετικά με το τελευταίο μου μυθιστόρημα, Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές.

Αυτό το μυθιστόρημα εστιάζει σε μια ομάδα παιδικών φίλων σε μια κοινότητα της εργατικής τάξης των Μίντλαντς.

Ήθελα να γράψω για χαρακτήρες που, όπως τόσοι πολλοί νέοι, προσπαθούν να χτίσουν μια ζωή ανάμεσα στα ερείπια της τελικού σταδίου νεοφιλελεύθερης κατάρρευσης.

Υπάρχει ελάχιστη έως καθόλου λογική κοινωνική διευθέτηση διαθέσιμη σε τέτοιους ανθρώπους, και αυτό είναι το δίλημμα το οποίο ήθελα να διερευνήσω:

Πώς μπορεί κάποιος να φτιάξει τη ζωή του, στον απόηχο, από τις πρώτες ύλες που απομένουν όταν οι υπερδομές οι οποίες καθόρισαν τις εμπειρίες των γονιών σου, ο καπιταλισμός, ο φιλελευθερισμός, η δημοκρατία, είτε έχουν υποχωρήσει, είτε έχουν διαβρωθεί ενεργά είτε έχουν αποκαλυφθεί ως απάτη;

Ήταν επίσης σημαντικό για μένα επειδή μεγάλωσα σε και από τέτοιες κοινότητες.

Αισθάνομαι ότι η λογοτεχνία πολύ σπάνια προσφέρει στους χαρακτήρες της εργατικής τάξης μια πλούσια εσωτερικότητα ή τους αποδίδει στην πληρότητα της ύπαρξής τους - συναισθηματικά, λεκτικά, πολιτικά και ηθικά.

Υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο -και σε σημαντικό βαθμό έγκυρο- ζήτημα σχετικά με το ποιος «δικαιούται» να γράφει για -ή στο όνομα- μελών μη προνομιούχων ή μειονοτικών κοινοτήτων, ειδικά αν δεν ανήκει σ’ αυτές.

Ποια είναι η γνώμη σου;

Όσον αφορά την ταξική θέση κάποιου και το κατά πόσον αυτή οριοθετεί το αν θα πρέπει να αισθάνεται ότι «δικαιούται» να γράφει για μια δεδομένη κοινότητα, έχω μια απλή και μια λιγότερο απλή απάντηση.

Από τη μία πλευρά, νομίζω πως τελικά έχει να κάνει με την ποιότητα του έργου, το αν μπορεί να ξεπεράσει τα κλισέ, ακόμα και την παρατήρηση, και να γίνει κάτι βαθύτερο και πιο δημιουργικό - να καταθέτει μαρτυρία.

Η λιγότερο απλή απάντηση έχει να κάνει με τον ελαφρώς παράλογο τρόπο που σκεφτόμαστε την κοινωνική τάξη στην Αγγλία, συζητώντας αδιάκοπα ποιος είναι μέλος της με βάση διάφορους παράγοντες ανάλυσης:

Το εισόδημα, την ανατροφή, το πολιτισμικό κεφάλαιο, την αισθητική και ούτω καθεξής.

Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι η τάξη είναι μια θέση και μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με το συγκείμενο. Το θεμελιώδες ερώτημα το οποίο την ορίζει μου φαίνεται να είναι:

Όταν βιώνεις, γίνεσαι μάρτυρας ή διαισθάνεσαι ανισορροπίες ισχύος υπαγορευόμενες από τη σχέση της μίας πλευράς με το κεφάλαιο, προς ποια πλευρά νιώθεις ενστικτωδώς μια συγγένεια και, το κρίσιμο, τι είσαι διατεθειμένος να κάνεις γι’ αυτό;

«Οι προσωρινές λύσεις καταλήγουν να γίνονται όλη σου η ζωή. Αυτό είναι η ζωή, κάτι μόνιμο που φτιάχνεται από πολλές προσωρινές λύσεις», επισημαίνει η Σιβ. Συμφωνείς;

«Στο τέλος όλα είναι μόνο χρόνος, και χτίσιμο, και γκρέμισμα, και μελανιές κι επούλωση», συμπεραίνει ο Πάτρικ. «Αυτό δεν είναι που σου μένει στο τέλος; Όλο το χάος που είναι ένας άνθρωπος, όλα τα σπασμένα κομμάτια του εαυτού του», αναλογίζεται η Σιβ. Δυο εκδοχές «τέλους»: ποια ασπάζεσαι περισσότερο;

Τα φιλοσοφικά σου ερωτήματα σχετικά με τον Πάτρικ και την Σιβ είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και επίσης δύσκολo να απαντηθούν.

Μου φαίνονται, στη ρίζα τους, θρησκευτικά ερωτήματα, επειδή σχετίζονται με τη σχέση κάποιου με τον χρόνο, την άχρονη φύση και τo πεπερασμένο.

Όσο για το ποια κοσμοθεωρία με ελκύει περισσότερο, θα έλεγα μάλλον αυτή της Σιβ.

Η έννοια της χάρης είναι εξαιρετικά σημαντική για μένα, όπως και η ιδέα της λύτρωσης, της ανάστασης και της αναγέννησης.

Αυτό, τελικά, είναι κάτι κοντινό σε ό,τι πιστεύω πως ισοδυναμεί με το «είναι» το κεφαλαίο Ε:

Μια προθυμία να «σπάσεις», να επιτρέψεις στον εαυτό σου να «σπάσει», να πεθάνεις, κατά μία έννοια, και μετά να αναδιαμορφωθείς και να μεταρρυθμιστείς εκ νέου, συνεχώς, ξανά και ξανά, με κάθε υποταγή να επιτρέπει στον κόσμο να γίνει ελαφρώς μεγαλύτερος μέσα από τη διαδικασία.

Συμφωνώ επίσης με τη φιλοσοφία της έκπληξης του Σιβ, η οποία μου φαίνεται σαν ένα ταπεινό αλλά ουσιαστικό καθοδηγητικό σχοινί.

Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ πως τα πράγματα θα είναι καλά, ή ακόμα και ότι θα βελτιωθούν, αλλά μπορώ να σου υποσχεθώ πως θα αλλάξουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα αλλάξουν - οπότε δώσε μου άλλη μια μέρα, άλλη μια εβδομάδα, ας δούμε.

Μη φύγεις πριν γίνει το θαύμα.

Το μεταβαλλόμενο αστικό περιβάλλον -ή η αστική ερημιά, αν θέλεις- είναι ένας ακόμη ισχυρός χαρακτήρας στο μυθιστόρημα. Γιατί αποτελεί πηγή τόσο έντονης έμπνευσης για εσένα και πώς συνδέεσαι με την αρχιτεκτονική;

Η ερώτησή σου είναι, για άλλη μια φορά, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.

Θα μπορούσα να μιλάω επί μέρες γι’ αυτό το ζήτημα, αλλά εν ολίγοις - προσυπογράφω την ιδέα του Ernest Dimnet ότι «η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη που λειτουργεί πιο αργά αλλά σίγουρα στην ανθρώπινη ψυχή»...

Το δομημένο περιβάλλον μας είναι μια κρίσιμη δυναμική η οποία μας καθοδηγεί ως ανθρώπους, ατομικά αλλά και συλλογικά· διαμορφώνει τη σχέση μας με την ασφάλεια, την προστασία, την κοινωνικότητα, αλλά και την ομορφιά.

Από άποψη τόνου, το Βλέπω… είναι ελεγειακό σε βαθμό μελαγχολίας, δίνοντας την εντύπωση του τέλους μιας εποχής, μιας γιορτής που έχει προ πολλού τελειώσει.

Είναι η μελαγχολία απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγγραφή βαθιάς λογοτεχνίας, κατά τη γνώμη σου;

Όχι, δε νομίζω πως η μελαγχολία είναι προϋπόθεση για το βάθος. Υπάρχουν πολλά για τα οποία μπορούμε να είμαστε λυπημένοι και ελεγειακοί, οπότε μπορώ να καταλάβω την κυριαρχία αυτού του συναισθήματος.

Υπάρχει, όμως, πολλή αλήθεια και διορατικότητα τόσο για τον κόσμο όσο και για τη θέση μας μέσα σε αυτόν, στην οποία μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση μέσω της ελπίδας, της αγάπης, του χιούμορ, του παραλογισμού και ούτω καθεξής.

Πώς θα όριζες τη λογοτεχνία ή την τέχνη της εργατικής τάξης, γενικότερα, στις μέρες μας -είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε διεθνώς-, σε σύγκριση ή σε αντίθεση με τη λογοτεχνία της εργατικής τάξης των προηγούμενων αιώνων;

Έχω πολλά να πω γι’ αυτό το ζήτημα, αλλά θα το θέσω απλά.

Όλα τα προγράμματα πρόσβασης, οι πρωτοβουλίες, η καλή θέληση και οι τάσεις στον κόσμο δε θα κάνουν τελικά τίποτα για να αντιμετωπίσουν τη θεμελιώδη ανισορροπία έναντι της τέχνης της εργατικής τάξης, εκτός αν αποτελούν μέρος των ευρύτερων αγώνων που περιβάλλουν τον χρόνο εργασίας:

Συλλογική δράση, οικονομική ανισότητα και πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές όπως η στέγαση και η βασική αξιοπρέπεια.

Αν δε θέλουμε η τέχνη να γίνει το προνόμιο μιας ολοένα και μικρότερης -και ειλικρινά βαρετής- ομάδας πλούσιων φιλότεχνων, πρέπει να εργαστούμε για να εξασφαλίσουμε ΧΡΟΝΟ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.

Όχι μόνο για τη δημιουργία τέχνης, αλλά και για την απόλαυση και την εκτίμηση της τέχνης... Είναι κάτι απαραίτητο όχι μόνο για τους καλλιτέχνες, αλλά και για τη σχέση μας με τον πολιτισμό ευρύτερα ως κοινωνία.

Στο πλαίσιο της γενοκτονίας των Παλαιστινίων και της ποινικοποίησης της έκφρασης αλληλεγγύης προς αυτούς, ακόμη κι όταν εκδηλώνεται ειρηνικά, η απαγόρευση της Palestine Action ως «τρομοκρατικής» από τη βρετανική κυβέρνηση είναι ανησυχητική.

Θα ήθελες να σχολιάσεις την τρέχουσα πιο-δεξιά-πεθαίνεις εκδοχή των Εργατικών και τον αντίκτυπο της προαναφερθείσας απόφασης στην ποιότητα των πολιτικών ελευθεριών στη Μεγάλη Βρετανία;

Βλέπω την τρέχουσα κυβέρνηση των Εργατικών ως κάτι παραπάνω από ηθικά χρεοκοπημένη, ως το παρανυφάκι του αποικιακού κεφαλαίου που υποβοηθά τη γενοκτονία.

Όπως έχουν τα πράγματα, αυτό το είδος πολιτικής είναι πιθανό να μην κάνει τίποτα άλλο παρά να οδηγήσει στην έλευση μιας ολοένα και πιο ριζοσπαστικοποιημένης δεξιάς, επειδή ο νεοφιλελευθερισμός είναι αυτός ο οποίος δημιουργεί και οξύνει τα ίδια τα προβλήματα που η δεξιά πτέρυγα ισχυρίζεται ανειλικρινώς ότι μπορεί να λύσει.

Αυτό είναι πιο εμφανές από oπουδήποτε αλλού στη γελοία, ενοχλητική και τρομακτική σχέση τους με τις πολιτικές ελευθερίες, τη διαμαρτυρία και τη διαφωνία η οποία συνδέεται με την Παλαιστίνη.

Χαίρομαι που οδηγούν την Palestine Action στα δικαστήρια γι’ αυτήν την υπέρβαση.

Και ελπίζω πως η διαδικασία θα οδηγήσει σε αυτό το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αισθάνεται ενστικτωδώς - ότι η προσπάθεια να διαταραχθεί η λειτουργία μιας μηχανής θανάτου είναι τελικά μια πράξη αγάπης, όχι τρομοκρατίας.

Το Βλέπω… πρόκειται να διασκευαστεί για τη μεγάλη οθόνη από την αξιοσέβαστη σκηνοθέτρια Κλίο Μπάρναρντ. Πώς σου φαίνεται αυτή η προοπτική; Εκτιμάς τον τρόπο που κάνει σινεμά - και γιατί;

Νιώθω απερίγραπτα ευλογημένος που μπόρεσα να συνεργαστώ με την Κλίο Μπάρναρντ και τoν Έντα Γουόλς.

Τόσο επειδή αγαπώ τη δουλειά τους, αλλά κυρίως επειδή τους σέβομαι βαθιά ως ανθρώπους και καλλιτέχνες των οποίων η πολιτική, η ηθική και η διαπροσωπική ευαισθησία λάμπουν σε όλα όσα κάνουν.

Ελπίζω η ταινία να αρέσει στον κόσμο. Σημαίνει πολλά για μένα να βλέπω το βιβλίο να ζωντανεύει με τόση αγάπη.

Ευχαριστώ θερμά την Μαρία Ζαμπάρα (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) για την καθοριστική συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ επίσης τον συγγραφέα για τον ενθουσιασμό με τον οποίο ανταποκρίθηκε στις ερωτήσεις μου, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Το μυθιστόρημα του Κίραν Γκόνταρντ Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση της Νατάσας Σιδέρη.