Μια καλόγρια κι ένας αστυνομικός
επιθεωρητής μπλέκονται στη «δίνη»
ενός αποτρόπαιου εγκλήματος με θρησκευτικές προεκτάσεις στο
αινιγματικό υπαρξιακό αστυνομικό θρίλερ του
Ρουμάνου Bogdan George Apetri,
Το
θαύμα.
Συνομιλώντας
με τον σκηνοθέτη με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας στα θερινά σινεμά από τις 26 Μαΐου.
Παρακολουθώντας
το υπαρξιακό αστυνομικό θρίλερ σου Το θαύμα συχνά αναρωτιόμουν τι πραγματικά έβλεπα.
Στο σινεμά δεν μπορείς ως
κοινό να εξαναγκαστείς να βλέπεις εκεί που βλέπω.
Σε ένα φιλμ όπως το Θαύμα, με λήψεις μεγάλης διάρκειας, μπορείς
να κοιτάς όπου θέλεις.
«Ας προσκαλέσουμε τον κόσμο στην ταινία μου όσο γίνεται περισσότερο.
Ακόμα και το χάος και τα ατυχήματα»: αυτό λέω πάντα στο συνεργείο μου. Το
να κατευθύνεις το βλέμμα του θεατή είναι κουραστικό.
Το
Θαύμα δημιουργεί ερωτήματα παρά δίνει
-ή έστω υπονοεί- απαντήσεις.
Αυτό έγινε εν μέρει από
πρόθεση και εν μέρει όχι.
Ως σκηνοθέτες νομίζουμε
ότι έχουμε τον απόλυτο έλεγχο. Όταν, όμως, κάνεις μακρές λήψεις, ο έλεγχος
μειώνεται, γεγονός θετικό, κατά τη γνώμη μου, γιατί προσκαλείς το να συμβούν άλλα
πράγματα.
Κάτι τέτοιο συντελείται
στο μέσο του φιλμ, στη σκηνή του εγκλήματος: οι κεραυνοί και η καταιγίδα δεν
οφείλονται σε μένα. Η λήψη ξεκίνησε χωρίς να βρέχει, αλλά λόγω της οκτάλεπτης
διάρκειάς της έγιναν πολλά και δεν είχα τον έλεγχο.
Κι
αυτά ενσωματώθηκαν στην αφήγηση.
Απολύτως.
Στην πραγματικότητα, το Θαύμα απομιμείται τη ζωή. Προσπαθώ να
απομακρυνθώ από τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονται οι περισσότερες ταινίες στις
μέρες μας, που από μια άποψη είναι πολύ προβλέψιμος. Το γεγονός αυτό σε κάνει
να περιμένεις το τέλος.
Στη ζωή, όμως, ποτέ δε συμβαίνει έτσι.
Δε σε γνωρίζω, για
παράδειγμα, ούτε ξέρω αν έχεις οικογένεια ή παιδιά. Θα το ανακαλύψω αργότερα, αν
συνεχίσουμε να συναντιόμαστε και γίνουμε φίλοι.
Προσπαθώ, λοιπόν, να
μιμηθώ τη διαδικασία της ζωής κι όχι να παίξω με τις προσδοκίες του θεατή χάριν
του παιχνιδιού μ’ αυτές τις προσδοκίες. Στην πραγματική ζωή πάντα εκπλήσσεσαι.
Πιο πολύ μ’ ενδιαφέρει να κάνω τον θεατή περίεργο.
Η
πίστη, η έλλειψή της ή ο τρόπος που γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο της
ρουμανικής κοινωνίας -και όχι μόνο- φαίνεται να βρίσκεται στο (επί)κεντρο του Θαύματος. Συμφωνείς;
Ναι και όχι.
Λόγω της αμερικανικής
παιδείας μου -ήρθα στις Η.Π.Α. για να σπουδάσω σινεμά όταν ήμουν 25 χρονών-
νιώθω σεβασμό για τους χαρακτήρες.
Όταν, λοιπόν, επινοώ μια
ιστορία, επινοώ χαρακτήρες, και προσπαθώ να τους κάνω να έχουν ενδιαφέρουσες
επιλογές στη ζωή, να βρίσκονται υπό πίεση.
Ποτέ δεν ξεκινώ με την
πρόθεση, για παράδειγμα, να μιλήσω για τη θρησκεία στη Ρουμανία, όπως κάποιοι
ισχυρίστηκαν.
Πρόκειται για ένα φιλμ
σχετικά με ανθρώπους που -όπως εσύ κι εγώ- υπό πίεση προβαίνουν σε συζητήσιμες
ενέργειες. Μέρος μου, και μέρος του θεατή, βρίσκεται μέσα σε όλους τους
χαρακτήρες.
Όταν ο κόμπος φτάνει στο
χτένι, όλοι αποκαλύπτουμε τι όντως είμαστε
ικανοί να κάνουμε. Στην πραγματικότητα, επομένως, μ’ ενδιαφέρει η ανθρώπινη
φύση.
Ένας χαρακτήρας είναι ένα
«όχημα», ένα πρόσχημα για την εξερεύνηση βαθύτερων πραγμάτων.
Δε φτιάχνεις ένα φιλμ σε
κοινωνικό κενό, ωστόσο. Εν προκειμένω, είναι γυρισμένο στη Ρουμανία και πρέπει
οι χαρακτήρες να είναι πειστικοί ως τέτοιοι: η ηγουμένη, η δόκιμη μοναχή, ο αστυνομικός επιθεωρητής, οι συνάδελφοί του.
Είναι, άρα, αναπόφευκτο
να ξεκινήσεις να μιλάς και για την κοινωνία.
Αυτή είναι η προσέγγισή μου.
Το Θαύμα είναι, λοιπόν, μια ρουμανική ταινία, αλλά πιο πολύ μ’
ενδιαφέρει το κοινό έδαφος που θα μπορούσε να λειτουργήσει σε κάθε χώρα.
Παραμένεις,
πάντως, συνδεδεμένος με το ρουμανικό πολιτισμικό πλαίσιο, αν και είσαι
ξενιτεμένος το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής σου.
Ναι, πολύ. Μετά από 21
χρόνια, εξακολουθώ να μη νιώθω Αμερικανός.
Μεγάλωσα στη διάρκεια του
κομμουνιστικού καθεστώτος στη Ρουμανία. Η επανάσταση και η πτώση του
Τσαουσέσκου συνέβησαν όταν ήμουν 14 χρονών. Ακόμα αισθάνομαι ότι αυτό είναι το
σημείο καμπής στη ζωή μου.
Πηγαίνω στη Ρουμανία,
όπου ζει η οικογένειά μου, δυο φορές τον χρόνο για τρεις με τέσσερις μήνες.
Κατά κάποιον τρόπο, βρίσκομαι με το ένα πόδι εκεί και με το άλλο εδώ.
Γύρισα το Θαύμα στη γενέτειρά μου, που βρίσκεται
στο βόρειο τμήμα της Ρουμανίας. Δε μ’ ενδιέφερε να αναπαραστήσω την πόλη, αλλά
γνωρίζω τους ανθρώπους και κάθε γωνιά της πολύ καλά.
Νιώθεις,
άρα, συνδεδεμένος και με το σύγχρονο ρουμανικό σινεμά - αν και δε νομίζω ότι
υπάρχει κάποιο «κύμα» πλέον; Ταυτίζεσαι με κάτι κινηματογραφικό;
Ακόμα κι όταν μιλάω για
τσέχικο νέο κύμα, το πολωνικό ή το ιρανικό σινεμά, στην τελική αναφέρομαι σε
μεμονωμένους σκηνοθέτες που προσπαθoύν να κάνουν ταινίες.
Ποτέ δεν πιστεύω σε «κύμα»,
αλλά στη σύμπτωση καλών σκηνοθετών που δουλεύουν ταυτόχρονα. Άλλοι, κατόπιν,
χαρακτηρίζουν αυτή τη δουλειά ως «κύμα».
Έχω φιλική σχέση με
όλους, ιδίως με τον Νέτσερ και τον Μουντεάν, ενώ διατηρώ μια εταιρεία παραγωγής
και βοηθώ στην παραγωγή ταινιών φίλων μου. Είμαι κομμάτι της εγχώριας
κινηματογραφικής βιομηχανίας, αλλά όχι τόσο βαθιά όσο άλλοι σκηνοθέτες.
Η
διεύθυνση φωτογραφίας του Όλεγκ Μούτου είναι, για άλλη μια φορά, θαυμάσια.
Και σε ανθρώπινο επίπεδο
είναι ένας από τους πιο δεξιοτεχνικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Ζει και
αναπνέει σινεμά. Δεν έχει οικογένεια, γυρίζει πολλά φιλμ κάθε χρόνο. Είναι ένας
καλλιτέχνης, κατανοεί τις ταινίες.
Εκεί έγκειται το μυστικό
τού να κάνεις καλά φιλμ, στο να περιβάλλεσαι από ανθρώπους με μεγαλύτερη
εμπειρία που συναρπάζονται με μια ιστορία.
Ως διευθυντής φωτογραφίας
ο Όλεγκ έχει γυρίσει πάνω από 25 ταινίες. Δε χρησιμοποιεί έναν τρόπο φωτισμού,
αλλά αυτόν που η σκηνή τού υπαγορεύει. Δεν πρόκειται για μια τεχνική
διαδικασία.
Και
η μουσική; Σε σαγηνεύει η παλιομοδίτικη ρουμανική μουσική που ακούγεται στο Θαύμα;
Όχι, όχι.
Γιατί
την ενέταξες στην αφήγηση, τότε;
Πάντα αναρωτιέμαι τι
χρειάζεται το φιλμ, ανεξαρτήτως του τι μ’ αρέσει.
«Γιατί του αρέσουν οι μεγάλες λήψεις;» αναρωτιούνται οι θεατές.
Γιατί ο χρόνος είναι πολύ σημαντικός στην ταινία. Θέλω να νιώσουν οι θεατές το
βάρος του χρόνου, πώς ο χρόνος κυλά σαν ποτάμι.
Το φιλμ είναι σαν βιβλίο
με δύο μέρη, δομημένο με σχεδόν μαθηματικό τρόπο. Το πρώτο αφορά στην δόκιμη
μοναχή, το δεύτερο στον αστυνομικό επιθεωρητή, και κάθε σκηνή έχει μια «αδερφή»
σκηνή.
Η χρήση του ήχου, των
ηχητικών εφέ αποσκοπεί στη δημιουργία υποσυνείδητων συνδέσεων ανάμεσα στους δύο
χαρακτήρες.
Όσο για τη μουσική, στο
ταξί ακούνε τμήματα των ίδιων τραγουδιών και στα δύο μέρη της ταινίας. Ούτε καν
το ρουμανικό κοινό δεν τα αντιλαμβάνεται. Τα αισθάνεσαι με την καρδιά, όμως.
Διάλεξα κομμάτια των
οποίων οι τραγουδιστές είχαν πεθάνει με βίαιο τρόπο: σε αυτοκινητιστικό
ατύχημα, από αυτοκτονία κ.λπ. Ήθελα να δημιουργήσω μια αίσθηση επικείμενης
συμφοράς μέσω της ακρόασης τέτοιας μουσικής.
Γιατί,
τελικά, χρειαζόμαστε κάποιο θαύμα -σε μεταφυσικό ή κοινωνικοπολιτικό επίπεδο-
για να σωθούμε, αντί να οργανωνόμαστε με άλλους για να παράγουμε το επιθυμητό
αποτέλεσμα;
Είναι ίσως η καλύτερη
ερώτηση που μου έχουν απευθύνει ποτέ. Δε συνδέεται καν με το φιλμ και, όπως
κάθε φιλοσοφική ερώτηση, είναι αδύνατον να απαντηθεί.
Όχι ότι είμαι πεσιμιστής,
αλλά δεν είμαστε ικανοί να λύσουμε τα προβλήματά μας μόνοι μας. Δε μιλώ από
θρησκευτική άποψη, γιατί είμαι διχασμένος ως προς αυτό το ζήτημα, ούτε για τη
θυσία, αν και στο Θαύμα υπάρχει.
Κινούμαστε σε κύκλους και
διαπράττουμε τα ίδια λάθη. Δες τι συμβαίνει στην Ουκρανία, που θα μπορούσε να
πυροδοτήσει τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πόλεμοι
συμβαίνουν και σε πολλά άλλα μέρη στον κόσμο, αλλά υποτιμώνται και
περιφρονούνται πλήρως.
Χτες ήμουν σε ένα ταξί. Ο
ταξιτζής καταγόταν από την Υεμένη και αναρωτιόταν γιατί κανέναν δε μιλά για τον
φρικτό εμφύλιο πόλεμο εκεί. Γιατί δε νοιάζονται.
Επιστρέφοντας, λοιπόν,
στην ερώτησή σου, πολλές φορές κάνω τα ίδια ακριβώς λάθη στη ζωή μου. Θα έπρεπε
να έχω μάθει από τα λάθη μου, αλλά αυτό δε συνέβη.
Έδωσα στην ταινία μου τον
συγκεκριμένο τίτλο αναμένοντας ότι θα συνέβαινε ένα θαύμα όταν θα το επιθυμούσαμε,
όπου είναι αναγκαίο. Κανένας, όμως, δεν κάνει κάτι ενώ αυτό το φρικτό έγκλημα διαπράττεται.
Αν υπήρχε μια ανώτερη
δύναμη, ένας θεός, τότε θα έπρεπε να
υλοποιηθεί ένα θαύμα. Όπως, αντίστοιχα, και στη ζωή. Μερικές φορές συμβαίνει με
απρόσμενους τρόπους. Κι αν υπάρχει, δεν το συνειδητοποιείς όταν συντελείται.
Ευχαριστώ
τον
σκηνοθέτη για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.
Η ταινία του Bogdan
George
Apetri
Το θαύμα προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 26 Μαΐου
σε διανομή της Weird Wave.