Παλιός γνώριμος
του Φεστιβάλ Δράμας, ο Νεριτάν Ζιντζιρία κέρδισε φέτος με
το Noi,
μια ταινία για την εκδίκηση, τη συγχώρεση, το τραύμα,
το πένθος και την υπέρβαση, για άλλη μια φορά τον Χρυσό
Διόνυσο.
Μια συνάντηση με
τον σκηνοθέτη ενόψει των επόμενων προβολών του φιλμ.
Εκτός από τη φετινή βράβευσή
σου με τον Χρυσό Διόνυσο για το Noi
στη
Δράμα παρατήρησα ότι αποκόμισες και πολλή εκτίμηση -αν όχι και αγάπη- από τη
μεγάλη πλειονότητα των μελών της εγχώριας κινηματογραφικής κοινότητας.
Πώς, ως άνθρωπος ήπιος
και χαμηλών τόνων -όσο σε έχω γνωρίσει-, εισπράττεις και «μεταβολίζεις» αυτήν
τη συνθήκη είτε σε καθαρά ανθρώπινο ή και σε δημιουργικό επίπεδο;
Λόγω προβλημάτων υγείας
οικείου μου προσώπου αυτήν την περίοδο, πριν από τη Δράμα βίωνα φέτος μια
ένταση η οποία δεν εναρμονιζόταν καθόλου με το φεστιβαλικό πλαίσιο, τις
απαιτήσεις και τις προσδοκίες του.
Όταν, λοιπόν, μοιράζομαι
με τους ανθρώπους μια ταινία που αγαπώ και αποτελεί μια επένδυση ενέργειας,
χρόνου και ονείρου, μια τέτοια αντιμετώπιση είναι πολύ τιμητική.
Είναι, όμως, και εφήμερη.
Τώρα με θυμούνται όλοι, γεγονός το οποίο με χαροποιεί πολύ, αλλά δε θα
κρατήσει. Σύντομα θα επιστρέψουμε στην προηγούμενη συνθήκη, γιατί έτσι είναι η
ζωή.
Όταν τα πράγματα
πηγαίνουν πάρα πολύ καλά, τα χρεώνω στην τύχη. Όταν πηγαίνουν σκατά, λέω πως
είμαι ο καλύτερος.
Με αυτόν τον τρόπο κρατώ
ισορροπία και δεν παίρνω προσωπικά τα όσα θα μου πουν ή θα μου συμβούν. Τα
προσλαμβάνω με νηφαλιότητα και τάξη.
Δε σε αγχώνει, επομένως, αυτή
η κατάσταση.
Όχι.
Η πιο δύσκολη φάση της
ζωής μου ήταν όταν ήμουν πιτσιρικάς και μου την είχαν «πέσει» μετά το Χαμομήλι
- από Μ.Μ.Ε. μέχρι πολιτικά κόμματα. Τότε έφυγα για το Βουκουρέστι, όπου
βρέθηκα με έναν κύκλο άλλων κινηματογραφιστών.
Έκτοτε έχω «ψηθεί», έχω μάθει
τα όριά μου και έχω συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι κακό να λέμε «όχι»
ανεξαρτήτως από το πώς θα το προσλάβει ο άλλος.
Από την άλλη, όταν
προβάλλεται η δουλειά σου χρειάζεται προωθητικές ενέργειες. Είναι, άρα, χαρά
μου να συνομιλώ με κάποιους ανθρώπους και δύσκολο να συνομιλώ με κάποιους
άλλους. Είναι, όμως, μέσα στο παιχνίδι.
Υπάρχει, εξάλλου, μεγαλύτερο
δώρο από το να μιλάς για το σινεμά, ιδίως αν είσαι σκληροπυρηνικός σινεφίλ;
Ιδίως σε εποχές
βαρβαρότητας.
Απόλυτης, κτηνώδους
βαρβαρότητας σε live
streaming,
η οποία σε κάνει να αναρωτιέσαι αν αυτή είναι η ζωή και γιατί καταλήγεις
να εξηγείς με ποια πλευρά είσαι.
Δεν είχα ποτέ φανταστεί πως
θα έπρεπε να αιτιολογήσω το ότι είμαι με το φως και τη ζωή.
Με χαροποίησε, επίσης, που
τα παρόντα μέλη της εγχώριας κινηματογραφικής κοινότητας στη Δράμα σε αγαστή
σύμπνοια διατράνωσαν την αλληλεγγύη τους στους Παλαιστίνιους και την εναντίωσή
τους στη γενοκτονία.
Αυτονόητη στάση, ίσως,
αλλά στην εποχή μας τα αυτονόητα συχνά αμφισβητούνται και επαναπροσδιορίζονται.
Η σύγχρονη πραγματικότητα
προκαλεί τη νηφαλιότητά σου και προσκρούει στη λογική.
Η κινηματογραφική
κοινότητα, από την άλλη, κατά τη δική μου αντίληψη διανύει μια περίοδο
αλληλεγγύης και συνεργατικότητας, γεγονός το οποίο με χαροποιεί.
Πώς το ερμηνεύεις;
Οι δυσκολίες, αφ’ ενός, στο
γύρισμα μιας ταινίας εν μέσω μιας εν εξελίξει, δεκαετούς πραγματικότητας έχουν
«ψήσει» το εγχώριο κινηματογραφικό «οικοσύστημα».
Αφ’ ετέρου, έχει
εξομαλυνθεί η έννοια της «φεστιβαλικής επιτυχίας» -ο μέσος κινηματογραφιστής
έχει κάνει από μία-, ενώ και το φεστιβαλικό πλαίσιο έχει αποκαλύψει το πρόσωπό
του:
Δε βοηθάει τις ταινίες,
τις «σκοτώνει». «Σκοτώνει» την οποιαδήποτε ορμή μπορεί να διαθέτει ένας
κινηματογραφιστής να προσπαθήσει να εξελίξει τη φιλμική γλώσσα.
Η κινηματογραφική
κοινότητα είναι, επομένως, πιο ενημερωμένη, συνειδητοποιημένη και αθώα. Μ’
αρέσει αυτή η λέξη, γιατί από τη μία αποτυπώνει τη μη ενοχή και από την άλλη
ενέχει το στοιχείο της αγνότητας απέναντι στον κόσμο.
Αρκετά μέλη της
κοινότητας είναι μαχητικά σε διάφορα πεδία, κάτι το οποίο μπορεί να έχει
συνέπειες.
Το βάρος της θέσης έχει
και προσωπική και συλλογική διάσταση.
Θα δούμε, λοιπόν, πού
μπορεί να καταλήξει η προσπάθειά μας για ένα καλύτερο αύριο μέσα από το
σινεμά και έξω από αυτό.
Το Noi, η βραβευμένη με Χρυσό
Διόνυσο στο Φεστιβάλ Δράμας πιο πρόσφατη δουλειά σου, γεννήθηκε μέσα από ένα
όνειρο.
Τι ρόλο διαδραματίζουν
για σένα τα όνειρα στη δημιουργική διαδικασία, είτε αφορούν μια συγκεκριμένη
ταινία ή την εν γένει οπτική σου στην κινηματογραφική δημιουργία;
Σίγουρα επαληθεύουν τον
ξύπνιο. Ξεχωρίζουν, δηλαδή, τον υπερβατικό κόσμο από τον γήινο και βάρβαρο.
Από την άλλη, επειδή
είναι η φύση του κινηματογράφου να μπολιάζεται με τη φαντασία, κάπως
συνομιλούν οι δύο κόσμοι.
Το θέμα είναι αν εσύ, που
εκτελείς χρέη μεταφραστή, πιάνεις συχνοτικά το κατάλληλο κανάλι.
Όταν ήμουν πιτσιρικάς,
οπότε και καμιά φορά με έπαιρνε στην καμπίνα προβολής ο ύπνος, μπέρδευα τις
ταινίες μεταξύ τους, γεγονός πολύ σημαντικό για μένα.
Η σύγχυση η οποία
χαρακτηρίζει το όνειρο φλερτάρει με την ανατολική φιλοσοφία ζωής, μια φιλοσοφία
της εμπειρικής σύνδεσης, που
-τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο- μου είναι πολύ οικεία.
Οπότε, δεν εμπιστεύομαι
τα όνειρα πλήρως, αλλά τα ακούω. Είμαι εκεί όταν συμβαίνουν.
Στην περίπτωση του Noi η ονειρική διάσταση
παρέμεινε και στον κινηματογραφικό «ξύπνιο».
Ναι, αν αναλογιστείς πως είδα
το όνειρο το 2019.
Μεσολάβησε η περίοδος του
Covid.
Κατόπιν, προκηρύχθηκε ένας διαγωνισμός και διερωτηθήκαμε με την Ιφιγένεια Koκεδήμα, την στενή μου συνεργάτιδα, αν
άξιζε τον κόπο να γραφτεί ένα σενάριο.
Το καταθέσαμε, κέρδισε
βραβείο σεναρίου από το υπουργείο Πολιτισμού κι αυτό παρείχε τη δυνατότητα να
καταθέσουμε και για τη χρηματοδότηση της παραγωγής.
Ο «θεός» του σινεμά
τοποθέτησε τα κατάλληλα πρόσωπα στις κατάλληλες θέσεις και στον σωστό χρόνο, κι
έτσι η παραγωγή υλοποιήθηκε.
Δεν είναι τρομερό να
συζητάμε για ένα όνειρο του 2019 το 2025;
Αποδεικνύει σίγουρα πως
τα όνειρα, τουλάχιστον στη δικιά σου περίπτωση, συχνά μετασχηματίζονται σε απτή
πραγματικότητα, δυνητικά διαμοιραζόμενη με άλλους ανθρώπους.
Οτιδήποτε θέλει να συνεχίσει
το συνειδητό πρέπει όχι μόνο να δικαιώσει την αφορμή, αλλά και να την
κατασκευάσει με τρόπο αναγνώσιμο από τους θεατές, κυρίως μέσα από τις αλχημείες
του μοντάζ.
Οι δουλειές σου συχνά
χαρακτηρίζονται από απουσία διαλόγου και σιωπές. Γιατί;
Είναι τεράστιο το ζήτημα
του λόγου, αλλά όχι πρωταγωνιστικό.
Πιστεύω πολύ στο
«στομάχι» που αναπτύσσεται στη διάρκεια του μοντάζ. Η ίδια η ταινία, δηλαδή,
εφόσον είσαι τυχερός, αποκτά μέσω αυτού δικό της σώμα και φωνή.
Στην περίπτωση του Noi, ενώ είχαν γυριστεί
διαλογικές σκηνές με συμμετέχοντα δυο πιτσιρίκια που ήθελαν να κλέψουν το άλογο
του πρωταγωνιστή, το μοντάζ μάς υπέδειξε να κινηθούμε μάλλον διαφορετικά.
Γενικότερα,
αμφιταλαντεύομαι ως προς τι μου αρέσει περισσότερο όσον αφορά στον διάλογο.
Κλίνω, όμως, τελικά στο τι θέλει το φιλμ, ανεξάρτητα από την επιθυμία μου.
Πώς συμβιβάζονται η
επιθυμία σου και οι ανάγκες, το «στομάχι» της ταινίας;
Είμαι στην ευχάριστη θέση
να έχω την υποστήριξη της παραγωγής όταν χρειάζεται να μοντάρω για μεγάλο
διάστημα, κάτι όχι συνηθισμένο. Τα άλογα, για παράδειγμα, στο Noi τα
μοντάραμε για καιρό.
Πρέπει να
συνειδητοποιήσεις τι εξελίσσει το φιλμικό σύμπαν του φιλμ. Για να αντιληφθείς,
λοιπόν, τι χρόνο έχει χωρίς τη δική σου παρουσία απαιτείται τριβή και τύχη.
Αυτό, βέβαια, συνιστά μια
πρόταση. Και, για να επαληθευτεί, πρωτίστως θέλει ρίσκο και τον εξωτερικό
χρόνο.
Είναι κι οι μύθοι κάθε
λογής στοιχεία που τροφοδοτούν την κινηματογραφική σου δημιουργία;
Για να είμαι ειλικρινής,
οι περισσότερες ταινίες μου είναι εσωτερικές αναζητήσεις. Είναι μοναχικά
ταξίδια όπου σε παρασέρνει η δύναμη των πρωταγωνιστών ή ενός ψυχοπομπού. Δε
χωράνε πολλά διαλογικά σημεία.
Η οπτική μου συγγενεύει
αρκετά με το κάθετο, αναπαραστατικό θέατρο της αρχαίας τραγωδίας. Είναι μεγάλο
στοίχημα η συνεργασία με τους ηθοποιούς.
Πώς, λοιπόν, επικοινωνείς
την επιθυμία, τον λόγο και την οπτική σου με τους ηθοποιούς, ιδίως με όσους δεν
έχουν την οποιαδήποτε προηγούμενη εμπειρία με τον κόσμο του κινηματογράφου;
Θεωρώ σημαντική την επαφή
επαγγελματιών ηθοποιών, εκπαιδευμένων σε μια μεθοδολογία, και ανθρώπων οι
οποίοι κουβαλούν την αλήθεια της πραγματικότητάς τους - ή μπορούν να
κουβαλήσουν την αλήθεια μιας άλλης πραγματικότητας.
Στο Noi συμμετείχαν
μόνο δύο επαγγελματίες ηθοποιοί - οι γονείς του πρωταγωνιστή. Ο υπόλοιπος
κύκλος είναι άνθρωποι από το χωριό.
Επειδή δεν κάνω πρόβες
αλλά χορογραφίες, μιλάω πολύ με τον εκάστοτε ηθοποιό έτσι ώστε να αποκτήσουμε
διαλεκτική και συναισθηματική τριβή.
Από κοινού χτίζουμε ένα
«οικοσύστημα», διαμορφώνουμε τους κανόνες του παιχνιδιού και ευελπιστώ να έχει
πέσει μέσα το ένστικτό μου.
Από εκεί και πέρα
απαιτείται ταχυδακτυλουργική ικανότητα, ώστε να αποσπάσω το βλέμμα του πιθανού
ηθοποιού από ό,τι δε θέλω να δει.
Πέφτει μέσα το ένστικτό
σου;
Διασφαλίζεται μια
διαδικασία για να πέσει μέσα.
Υπήρξε το Noi μια
ευτυχής διαδικασία συνάντησης και
συνδημιουργίας;
Απολύτως, καθώς ήταν η
δεύτερη συνεργασία μου με ανήλικο ηθοποιό.
Ο πρωταγωνιστής μου ήταν
ο τελευταίος σε μια σειρά πολλών παιδιών στο casting, και δε μίλησε ποτέ.
Ήταν τόσο ντροπαλός που όταν τον κοίταζες, κοκκίνιζαν τα μαγουλάκια του. Γι’
αυτό τον είχαμε βαφτίσει «καναρίνι».
Υπήρξε όχι μόνο συνεργάσιμος,
αλλά και συναισθηματικά ανοιχτός, προκειμένου να δεχτεί την ιστορία που είχα
γράψει, να τη «μεταβολίσει» και να τη συνδέσει με τον τόπο του.
Τελικά, εξημερώνει
κάποιος κάποιον σ’ αυτήν την ταινία;
Αυτό ήταν το διακύβευμα.
Σχεδίαζα να φτιάξω έναν
κόσμο όπου η εξημέρωσή μας, ο ανθρωπισμός εξαρτιόνταν από τα έμφυτα
χαρακτηριστικά των ζώων, από το πώς το ένα προσεγγίζει το άλλο.
Πέρα από την ιπποτική
κορμοστασιά τους, τα άλογα πρωταγωνιστούν στο Noi -οπτικά και
ψυχοακουστικά-, επηρεάζουν το διακύβευμα και μάλλον έχουν γεννήσει την
αφετηρία της ιστορίας. Δε θα μπορούσε να υπάρξει φιλμ χωρίς αυτά.
Οι δουλειές σου βιώνονται
και δικαιώνονται στον «καμβά» της οθόνης του σινεμά.
Θέλω να κάνω ταινίες για
μεγάλη επιφάνεια, δε θέλω να τις δεις στο κινητό. Θέλω να τις παρακολουθήσουμε
μαζί στο σινεμά.
Αν συμβεί αυτό,
δικαιώνεται η ανατολική φιλοσοφία στην οποία αναφέρθηκα νωρίτερα και που τη
βλέπεις και στο σινεμά το οποίο ενδεχομένως αγαπάς ως σινεφίλ.
Πόσο χώρο έχουν τέτοιες
δουλειές ακόμα και σε φεστιβαλικό πλαίσιο;
Δυστυχώς, η φεστιβαλική
φρενίτιδα γέννησε ένα «οικοσύστημα» απεχθές και καταστροφικό για την προσπάθεια
εξέλιξης της φιλμικής γλώσσας.
Το ενθαρρυντικό, όμως,
είναι πως αρκετοί κινηματογραφιστές -κυρίως νεότερης ηλικίας- προσπαθούν να σπάσουν
αυτό το «οικοσύστημα».
Δεν παραπονιέμαι για τις
φεστιβαλικές διακρίσεις που μου έχουν αποδοθεί.
Πιθανολογώ, ωστόσο, ότι
από ένα σημείο και μετά παίζει ρόλο το όνομα ενός σκηνοθέτη και το πώς μπορεί
να μιλήσει για την ταινία του, κι όχι η ταινία αυτή καθαυτή.
Είσαι εξίσου ευτυχισμένος
μετά την ολοκλήρωση κάθε κινηματογραφικής διαδικασίας ανεξαρτήτως διάκρισης;
Μάλλον δεν είναι η θέση
μου να είμαι ευτυχισμένος.
Δεν κάνω σινεμά για να
βρω την ηρεμία. Το σινεμά για μένα είναι το εντελώς εντίθετο, και κατά τη
διάρκεια της προ-παραγωγής και της παρουσίασης.
Είμαι, όμως,
ανακουφισμένος. Είναι ευτυχία να νιώθεις ανακουφισμένος.
Σε χρονιές, εξάλλου,
επικίνδυνα καλές -όπως η φετινή- είναι ακόμα πιο τιμητικό να σου απονέμεται ένα
βραβείο. Και πάντα έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μια τεράστια οικογένεια η
οποία με βοηθάει να κάνω ένα φιλμ με διακόσια άλογα.
Όταν βραβεύεται η ταινία
σου και βλέπεις τους συνεργάτες σου να κλαίνε και να είναι περήφανοι, γεμίζουν
και τα δικά σου στήθη με περηφάνεια.
Έχω την πεποίθηση πως η
δημιουργική σου «θερμοκρασία» θα παραμείνει υψηλή είτε στα μικρού ή στα μεγάλου
μήκους επόμενα βήματά σου.
Είμαι ένας άνθρωπος που
μου αρέσει η προετοιμασία και γενικά παίρνω τον χρόνο μου. Από την άλλη, είναι
δύσκολα και τα εγχειρήματα στα οποία εμπλέκομαι.
Το σινεμά είναι ένα πεδίο
όπου πολλά μπορούν να γίνουν με το χαμόγελο στα χείλη. Κρύβει πολλές δυναμικές,
ειδικά όταν καλείσαι να κουβαλήσεις την αλήθεια μιας ιστορίας η οποία έχει
πένθος και πόνο.
Όταν, όμως, δοκιμάζεται
αυτό το χαμόγελο και επιμένει, είναι πολύ σημαντικό. Γι’ αυτό έχω την αίσθηση
ότι η κοινότητά μου είναι στα καλύτερά της - ψυχολογικά και όσον αφορά στην
αλληλεγγύη.
Οικονομικά, θα το
παλέψουμε!
Ευχαριστώ θερμά
τον Νεριτάν Ζιντζιρία για την ουσιαστική
συνομιλία, καθώς και για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.
Το Noi έκανε
την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φετινό Raindance Film Festival.
Στο 48ο
Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου πραγματοποίησε την
ελληνική πρεμιέρα του, κέρδισε τον Χρυσό Διόνυσο.
Την Παρασκευή
10 Οκτωβρίου προβάλλεται, εκτός συναγωνισμού, ως ταινία
λήξης στο πλαίσιο του προγράμματος Ελληνικές Μικρές Ιστορίες
των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας (κινηματογράφος Τριανόν,
20:30).